You are currently viewing Λίζα Διονυσιάδου: Άντον Τσέχοφ, ΜΙΑ ΑΝΙΑΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, εκδ. Ερατώ

Λίζα Διονυσιάδου: Άντον Τσέχοφ, ΜΙΑ ΑΝΙΑΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, εκδ. Ερατώ

Το 1889, ο Τσέχοφ έγραψε την νουβέλα « Μια ανιαρή ιστορία» (Από τις σημειώσεις ενός ηλικιωμένου). Πρόκειται για ένα κείμενο μεστό από νοήματα και γλυκόπικρο σαρκασμό, που από πολλούς θεωρείται το καλύτερο έργο του. Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ, ο μεγάλος αυτός τεχνίτης της γραφής, έχει την δύναμη να συναρπάζει τον αναγνώστη, ακόμη και όταν στην ιστορία του δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα!

Η τραγωδία του ήρωα της νουβέλας, του Νικολάι Στεπάνοβιτς, διάσημου καθηγητή του πανεπιστημίου, είναι ότι γι’ αυτόν, αξία έχει μόνο η επιστήμη του. Όταν στο τέλος της ζωής του, δεν είναι πλέον σε θέση να δώσει όλες του τις δυνάμεις σε αυτή την αξία, έρχεται η μεγάλη κρίση. Χάνει το ενδιαφέρον του για την ζωή και τον περίγυρό του. Δεν τον συγκινεί τίποτα, ούτε καν ο αρραβώνας της αγαπημένης του κόρης.  Η αδιαφορία παραλύει το πνεύμα του.

Τρία χρόνια πριν είχε προηγηθεί η έκδοση του έργου « Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» του Τολστόι. Εκεί, ο ήρωας πριν το τέλος του, κοιτάζει το παρελθόν του και σκέφτεται τι δεν έπρεπε να είχε κάνει. Πώς έπρεπε να είχε ζήσει. Υπάρχει μια παραλληλία στα δύο έργα. Και οι δύο ήρωες βρίσκονται κοντά στον θάνατο και τον κοιτάζουν στα μάτια. Υπάρχει όμως επίσης και μια ουσιαστική διαφορά. Ο ένας (ο ήρωας του Τολστόι), σκέφτεται το παρελθόν και τα λάθη του, ενώ ο άλλος(ο ήρωας του Τσέχοφ) διαπιστώνει, πως παρά τις επιτυχίες του, που του χάρισαν την καταξίωση, η ιστορία της ζωής του είναι ανιαρή γιατί δεν έχει τίποτα το καινούργιο.  Η ζωή του είναι μια ανιαρή ιστορία, όπου επαναλαμβάνονται τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα.

 Οι κριτικοί της νουβέλας διχάστηκαν (όπως συνήθως). Άλλωστε είναι γνωστές οι άπειρες επιθέσεις που δέχθηκε ο Τσέχοφ για τα περισσότερα από τα αριστουργήματά του. Αντίθετα οι αναγνώστες λάτρεψαν αυτή την ασυνήθιστα «πληκτική» ιστορία. Η αρχική ονομασία της νουβέλας που ο Τσέχοφ ξεκίνησε να γράφει στην Γιάλτα και τελείωσε στην Μόσχα, ήταν : «Το όνομά μου και εγώ». Στο έργο, (όπως και στα περισσότερα άλλωστε), υπάρχει ένας αδιόρατος αυτοβιογραφικός παλμός. Πέρα απ’ αυτό όμως, ο Τσέχοφ, σαν φοιτητής της ιατρικής στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, είχε παρακολουθήσει τις διαλέξεις του καθηγητή Μπαμούχιν (1835- 1891), από την προσωπικότητα του οποίου εμπνεύσθηκε τον ήρωα της νουβέλας.

 Ένας διεθνώς αναγνωρισμένος επιστήμονας που όλοι σέβονται και θαυμάζουν για τις γνώσεις του, ευυπόληπτος και αγαπητός οικογενειάρχης, είναι στην πραγματικότητα ολομόναχος και δυστυχής. Στο τέλος της ζωής του, αδιαφορεί για όλα. Δεν τον συγκινούν πια ούτε η γυναίκα του (που κάποτε ερωτεύτηκε τρελά), ούτε η  κόρη του. Οι συζητήσεις  με τον συνάδελφό του(που κάποτε του ήταν ευχάριστες) έγιναν βαρετές, οι διαλέξεις του (που κάποτε τον γέμιζαν χαρά) τον κουράζουν. Τέτοια είναι η απάθεια και η  αδιαφορία του για όλα, που δεν είναι καν σε θέση να συμβουλέψει την αγαπημένη του Κάτια, (την προστατευόμενή του και κόρη του καλύτερου φίλου του που μεγάλωσε σαν πατέρας), πώς να πορευτεί παρακάτω στην ζωή της και στην ερώτησή της, τι να κάνει της απαντάει : «Δεν ξέρω»!

Ο ήρωας προσπαθεί να καταλάβει τον εαυτό του. Να κατανοήσει ποιο ήταν το νόημα μιας ζωής που τον έφερε σε αυτό το τέλος.

Στην  ανιαρή ιστορία της ζωής του Νικολάι Στεπάνοβιτς, που είναι στην πραγματικότητα η ιστορία του σύγχρονου ανθρώπου της διανόησης δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει μια κεντρική ιδέα, γύρω από την οποία να αποκτούν νόημα  όλα τα καθημερινά συμβάντα. Η μονομερής αφοσίωση σε κάτι, (όσο ενδιαφέρον και αν παρουσιάζει αυτό), καταντάει αρρώστια. Ο άνθρωπος κλείνεται στον εαυτό του και απομακρύνεται από τους άλλους ανθρώπους.

Το τέλος είναι σκληρό για τον καθένα μας. Μορφωμένο ή όχι. Επιστήμονα ή καλλιτέχνη. Όταν  αυτή η αλήθεια γίνει κατανοητή και αποδεκτή, ο άνθρωπος έχει ήδη πλησιάσει κοντά στην  ικανότητα να το αποδεχτεί ήρεμα, δίχως τρόμο. Αν αυτό του γίνει συνείδηση, τον βοηθάει και στα αιώνια προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει διαφωνώντας με τις απόψεις των άλλων.  Οι απόψεις των ανθρώπων πάντα διαφέρουν. Και είναι μάταιο να προσπαθεί κάποιος να τις πολεμήσει, να τις αμφισβητεί ή να τις φέρει στα μέτρα του, έτσι ώστε να συμφωνεί μαζί τους. Οι απόψεις είναι απλώς συμπτώματα. Είναι όπως τα αντικείμενα. Οφείλεις  να τις αντιμετωπίζεις αντικειμενικά. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος μπορεί να είναι δυνατότερος από τις εξωτερικές συνθήκες. Τότε μόνο  πλησιάζει στην ευτυχία.

Λίζα Διονυσιάδου

Η Λίζα Διονυσιάδου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα και την Αίγινα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Σοβιετική Μόσχα και εργάσθηκε σε Αθήνα και Πειραιά. Ασχολείται με την λογοτεχνική γραφή τα τελευταία είκοσι χρόνια. Έχει εκδώσει ποιήματα (ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ), μικρές ιστορίες (ΡΟΕΣ) και μυθιστορίες (ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ).

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.