You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Χιόνια στο καμπαναριό!!!

Ανθούλα Δανιήλ: Χιόνια στο καμπαναριό!!!

 Επειδή έχουν έρθει τα πάνω κάτω και τα πριν έρχονται αργά, κάναμε Χριστούγεννα ανοιξιάτικα και τα χιόνια τα είδαμε ένα μήνα μετά. Η άμαθη σε τόσα πολλά χιόνια Αθήνα έγινε Σιβηρία. Χιόνια, χιόνια, χιόνια. Μόνο ο Ντόκτορ Ζιβάγκο έλειπε και εκείνο το έλκυθρο που έπαιρνε τη Λάρα μακριά του…

Στα χρόνια τα δικά μου, τα παιδικά μου, τα χιόνια ήταν η ευκαιρία να βγούμε έξω και να παίξουμε χιονοπόλεμο. Βλέπετε, δεν τα βλέπαμε και πολύ συχνά και όσα βλέπαμε ήταν στις ζωγραφιές των βιβλίων. Ήταν αυτά τα χιόνια που οι νιφάδες τους ήταν σαν νυφάδες που έπεφταν από ψηλά. Α! ωραία και φτιάχναμε και τον χιονάνθρωπο  στην άκρη της μάντρας, ανάμεσα στις τριανταφυλλιές και τα άλλα λούλουδα και πούλουδα του κήπου, πριν παραχωρήσει τη θέση του στην υπερήφανη και λυγερόκορμη πολυκατοικία.

Στα φοιτητικά μου χρόνια, ο μήνας ήταν Φεβρουάριος που εμφανίστηκαν τα χιόνια στην Αθήνα και όλη η φοιτητοπαρέα αποφασίσαμε να πάμε στην Κηφισιά να παίξουμε χιονοπόλεμο. Πήραμε το λεωφορείο από την Πλατεία Κάνιγγος, το γεμίσαμε εμείς, οι φοιτητές, πολύ λίγοι ήταν οι άλλοι επιβάτες, και τραγουδώντας σαν να ήμασταν σε πούλμαν εκδρομικό, όπως η Βουγιουκλάκη κι ο Παπαμιχαήλ, στο Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο, κάναμε εκδρομή στα χιόνια. Τω καιρώ εκείνω δεν είχα ακόμα «μυστικό κρυμμένο της καρδιάς τα βάθη». Κατεβήκαμε στο τέρμα, κάπου εκεί που  ήταν άλλοτε ο τροχονόμος και αρχίσαμε να ψάχνουμε για χώρο δράσης. Και τον βρήκαμε. Ήταν η μελλοντική μας απασχόληση που μας το υπέδειξε∙ αυλή ενός σχολείου, απλωμένο άσπρο σεντόνι, σαν γήπεδο μεγάλη.  Δεν αργήσαμε να στήσουμε το παιχνίδι. Τα κορίτσια, συγγνώμη, αλλά έτσι έγινε, όπως το λέω, μαζεύτηκαν στην πόρτα του σχολείου και σαν αστακοί οχυρωμένα – παλτό, κασκόλ, γάντια και στάση σώματος εμβρύου- παρέμεναν σαν θεατές δυσαρεστημένοι σε ανύπαρκτη κερκίδα.     

Εγώ, η ατρόμητη Μπουμπουλίνα, μπήκα στον πόλεμο. Μία εναντίον  όλων, «απάνω τους!», και να αποκρούω τις χιονόμπαλες των συμφοιτητών μου άνετα. Το ενδιαφέρον ήταν ότι όλοι οι άρρενες της παρέας, παραβλέποντας όποια πολιτική ή άλλη διαφωνία, «σύντροφοι»,    συνασπίστηκαν και ομαθυμαδόν έβαλλον εναντίον εμού, της μιας που ετόλμησε με άντρες να τα βάλει. Ήταν πόλεμος φύλων; Ήταν κάτι άλλο; Πάντως εκείνη την ώρα ήμουν μέσα στο πεδίο της μάχης και η μάχη ήταν άνιση. Εγώ ήμουν η Ελλάδα που αγωνιζόταν εναντίον εχθρού υπερτέρας δυνάμεως, ως είθισται. Ωστόσο, το μόνο που με απασχολούσε ήταν να ρίχνω, μέχρι που μια ομοβροντία μου βούλωσε το ένα μάτι και δεν έβλεπα. Πολεμούσα στα στραβά, αλλά κάποια στιγμή άφησα τις χιονόμπαλες να πέφτουν πάνω μου, χωρίς κανείς μουρτάτης να τολμά να με ζωγρήσει ή να με χερακώσει.  Κι αφού τα ψυχρά πυρά εξακολουθούσαν να πέφτουν, άνοιξα επιτέλους  το ψυχροβολημένο μάτι μου και είδα τον αντίπαλο, τον ρίπτη, τον ρίχτη που έμεινε με το χέρι υψωμένο και την χούφτα οπλισμένη με μια χιονόμπαλα που ετοιμαζόταν να μου την εξακοντίσει, αλλά μόλις είδε ότι τον είδα, τον ξεχώρισα στο μπούγιο, κοκάλωσε στη στάση αρχαίου αγάλματος ή κάποιου παρόμοιου, την ώρα την ακριβή που τον απαθανάτισε η μνήμη. Εσύ ήσουν; ρώτησα αγριεμένη τρυφερά. Όοοοχι, είπε και άφησε να του πέσει από το χέρι η χιονομπαλιά.

Καμιά ώρα μετά,  σε ένα ταβερνάκι με δυο σειρές μακρόστενα τραπέζια, εκείνος έριχνε βλέμματα μπροστά κι εγώ γύριζα πίσω ελέγχοντας το πεδίο. Λίαν τεταραγμένο. Φυσούσαν ζέφυροι δέκα  μποφόρ. Σαντρο Μποτιτσέλι εδώ… Τα υπόλοιπα γνωστά.

Τα χρόνια πέρασαν και διοριστήκαμε κι οι δυο σε μια βουνοκορφή των Αροανίων ορέων. 1300 υψόμετρο, χιόνι από Νοέμβριο μέχρι Πάσχα. Από το καλοριφέρ της Αθήνας βρέθηκα στη σόμπα φουλ φλεγόμενη και τζάκι αναμμένο. Δεν άφησα ρούχο για ρούχο μη καμψαλισμένο.  Το νερό στη βρύση κοκαλωμένο. Το ηλεκτρικό ρεύμα κομμένο. Το λεωφορείο στα Καλάβρυτα μπλοκαρισμένο∙ ούτε εφημερίδα ούτε ψωμί. Σε παλαιότερη δριμεία επιδρομή χιώνος, ο λαός απευθύνθηκε στον Μεγαλοδύναμο και η βοήθεια ήρθε άνωθεν. Ελικόπτερα του στρατού έριξαν το μάννα από ψηλά. Ασυνήθιστη σε τόσο κρύο εγώ, τρία χρόνια είχα συνέχεια χιονίστρες στα χέρια και στα πόδια και στα μακριά, μέχρι τη μέση μου μαλλιά, μιαν οσμή σαμπουάν κεραυνού και καρβουνίλας. Όλο το χωριό μυρίζει καρβουνίλα. Όλα τα τζάκια καπνίζουν. Άπαντες καρμπονάροι ή καρβουνιαραίοι σαν τον Δικαιόπολη εξ Αχαρνών… 

Ένα πρωί πηγαίνοντας στο σχολείο, είδα μια μαύρη κάθετη γραμμή στο χιονισμένο απέναντι βουνό και αναρωτιόμουν τι να ήταν. Ήταν τα παιδιά  που έρχονταν από ένα άλλο χωριό, ροβολώντας την πλαγιά, όπως ο  λεβέντης του δημοτικού τραγουδιού, όπως «ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μια καλημέρα της Γκόλφως», της παιδείας… Έφταναν κάποτε. Ρούχα φθαρμένα, ταλαιπωρημένα, αρβύλες και σακάκια μεγάλα, oversize τα λέμε σήμερα και είναι μόδα, του μπαμπά τους προφανώς και ορμούσαν όλα μαζί στη σόμπα να ζεσταθούν λιγάκι, πριν πάρουν θέση   στα παγωμένα τους θρανία. Το μεσημέρι, αν ερχόταν λεωφορείο, αγόραζαν μια φρατζόλα ψωμί, που άρχιζαν να την δαγκώνουν, κόβοντας μεγάλες μπουκιές και ανέβαιναν το βουνό για το χωριό τους πάλι. Όλο το απόγευμα φύλαγαν τα πρόβατα σε μια άλλη πλαγιά, μέσα στο χιόνι ή στη βροχή με μία ομπρέλα, χωρίς φλογέρα, χωρίς μύθο, και την άλλη μέρα πάλι στο σχολείο, όπου εγώ απαιτούσα να ξέρουν, αλλά τα παιδιά δεν ήξεραν  ούτε πώς κλίνεται ο παις του παιδός ούτε τι είναι το παιχνίδι…

Κι εγώ που έπληττα θανάσιμα και θύμωνα με κείνους που έρχονταν για Σαββατοκύριακο και με «ζήλευαν» -το μάτι του τουρίστα γαρ!-  που ζούσα στη «μικρή Ελβετία»!!! – έτσι ήταν γνωστό το χωριό-  νοσταλγούσα, την παρέα μου στο Σύνταγμα, στην καφετέρια Ταρώ, εκεί που σήμερα είναι το Μετρό.

Τρία χρόνια μετά ήρθε η μετάθεση για Καπανδρίτι Αττικής. Τριάντα τρία  χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα και όλα ήταν πάλι ίδια. Ίδιο φτωχικό σχολείο, ίδιο κρύο. Ο καιρός επιδεινωνόταν στο Μαρούσι, αγρίευε  στην Κηφισιά, κορυφωνόταν στο Καπανδρίτι. Πολλές φορές δεν μπορούσαμε να φτάσουμε και άλλες να επιστρέψουμε. Κι εδώ έρχονταν παιδιά από άλλα χωριά, μακρινά. Τρία χρόνια πήγαινε –έλα κάθε μέρα μέχρι την τελική μετάθεση, επιτέλους,  στο κλεινόν άστυ. Χιόνι; Σπάνιο είδος, αλλά όλο και κάτι γίνεται. Έτσι,  βγήκα κι εγώ μεγάλη για να ξαναπαίξω και διαθέτω τα τεκμήρια.  Τα έκλεισα σε ένα άλμπουμ και τα άφησα εκεί να σιτεύουν.

Αυτές τις μέρες κοιτάζω τα δέντρα του ακάλυπτου. Έγειραν τα κλαδιά της λεμονιάς από το βάρος και  της κορομηλιάς δίπλα στο μπαλκονάκι. Και πού θα βρει άραγε τόπο για φωλιά το έρμο χελιδονάκι;   Καιρό τώρα έλεγα να κόψω κι εκείνο το σπαθόφυλλο και μακρύλαιμο φυτό που πολύ προς τα έξω είχε γύρει … δεν πρόλαβα κόπηκε ο λαιμός του και έπεσε στο πεζοδρόμιο. Σήμερα το μάζεψα και το πήγα στον κάδο.  Στον ακάλυπτο κόπηκε και ο πατέρας του που είχε ριζώσει από χρόνια. Να πώς ένα χιονιάς έρχεται να φέρει τα πάνω κάτω και, πέφτοντας να στραπατσάρει τους κρίνους που ήταν στη ρίζα του και σε λίγο θα άνθιζαν τον ευαγγελισμό τους.

Βγήκα, λοιπόν,  έξω και πήγα μέχρι τον φούρνο. Φόρεσα τρακτερωτά παπούτσια. Πατούσα με προσοχή πάνω στο παγωμένο χιόνι και κοίταζα τα πατήματά μου. Τα ζευγάρωσα με τα πατήματα της επιστροφής. Οδός, πήγαινε- έλα, μία και ωϋτή. Τότε θυμήθηκα δύο πράγματα. Το ένα είναι Τα πατήματα στο χιόνι, έργο για πιάνο του 1910 του Κλωντ Ασίλ Ντεμπισί, Des pas sur la neige, τα οποία σχολιάζει ο Σεφέρης και είναι, λέει, τα πατήματα κάποιου που φεύγει, «που φεύγει άπειρα και όμως μένει πολύ κοντά για να σου θυμίζει, θα ’λεγες, μόνο και μόνο ότι φεύγει» (Μέρες Β΄, σελ. 71-72). Τέτοια είναι και τα χτυπήματα των πλήκτρων του πιάνου. Το δεύτερο που θυμήθηκα είναι τα πατήματα της λεύκας πάνω στον άσπρο τοίχο στο μικρό περιβόλι του σπιτιού του Σεφέρη.

«Η λεύκα στο μικρό περιβόλι / η ανάσα της μετρά τις ώρες  σου/ μέρα νύχταˑ/ … /Στη δύναμη του φεγγαριού τα φύλλα της/ σέρνουν μαύρα πατήματα  στον άσπρο τοίχο» («Θερινό Ηλιοστάσι» Ζ΄). Ολοφάνερο… «μετρά»  και «φεύγει»…

Και ο Κλωντ Μονέ, όχι μόνο παπαρούνες κι όχι μόνο νούφαρα, να τος και αυτός να ζωγραφίζει σκιές πάνω στη θάλασσα, αλλά και στο χιόνι… Παρακολουθούσε, λένε, τα χρώματα που παίρνει το χιόνι στον φράχτη. Αλλά πάνω στον φράχτη ήταν και μια κίσσα. Τη ζωγράφισε και αυτήν. Εγώ πάντως την τελευταία φορά που πήγα στο Παρίσι δεν είδα κίσσα στο χιόνι. Είδα άπειρους λαγούς να τρέχουν στον απέραντο χιονισμένο κάμπο έξω από το αεροδρόμιο, μάλλον ζητώντας κάποια φωλιά να κρυφτούν από το δαιμονισμένο κρύο. Θυμήθηκα την «Κλέφτρα κίσσα» του Ροσσίνι, έργο πολύ ωραίο του 1817. Μου αρέσει ο Ντεμπισί, τα πατήματα, το πιάνο, τα φύλλα της λεύκας και η κλέφτρα κίσσα. Τα χιόνια όμως δεν μου αρέσουν ούτε ζωγραφιστά. 

 

 

                                            

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.