You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Χρύσα Φάντη, Σε θολά νερά, εκδ. Σμίλη, 2021

Ανθούλα Δανιήλ: Χρύσα Φάντη, Σε θολά νερά, εκδ. Σμίλη, 2021

Να που η Απολλώνια Χρύσα Φάντη γράφει Σε θολά νερά. Ένα  βιβλίο με δεκατρία διηγήματα. Κάθε διήγημα και μία ιστορία πικρή, αληθινή ή πλαστή σαν αληθινή και τι είναι η αλήθεια, μία άλη θεία, μια πλάνη ή παραπλάνηση ή περιπλάνηση. Η ζωή έχει τον τρόπο της να επιβεβαιώνει τη λογοτεχνία, εφόσον ο/η συγγραφέας  μεταπλάθει στο βίωμα σε λογοτεχνία. Το καλύτερο διήγημα είναι αυτό που καταφέρνει να μετουσιώσει την πραγματικότητα.  Συγκοινωνούντα δοχεία η τέχνη και η ζωή.

Έτσι, λοιπόν, οι ήρωες ζυμώνονται με την καθημερινή φθορά, το σώμα είναι πράγμα, λες, κατά γράμμα, από χώμα και νερό, μόνο η ουσία του λείπει που θα το αναβαθμίσει∙ η «Χρυσόσκονη». Από αυτά αθάνατα υλικά, το χώμα και το νερό θα γεννηθεί η λάσπη και από αυτήν άνθρωποι καθημερινοί και σπάνιοι συγχρόνως, ο ένας στο συν της αξιοπρέπειας και ο άλλος στο πλην. Εκείνος, πλασμένος για τον ρόλο του:  «η μυρωδιά του τραβά τη μύτη των γυναικών όπως τον ιθαγενή οι χάντρες  και τα καθρεφτάκια». Τι σχόλιο είναι αυτό;  και πόσο  προσδιορίζει αρνητικά ή ακυρώνει το αρχετυπικό όνειρο της Μίκρας –ένα σπίτι με ροζ παράθυρα και κήπο. Η μοίρα της Μίκρας, μέσα από την προσωπική περίπτωση περιγράφει το όλο, το γενικό, το κοινωνικό. Μια κοινωνία σε κρίση γεννά κι άλλη κρίση. Μια κοινωνία με παθογένεια, γεννά παθογένεια. Ένα θρίλερ παίζεται με όρους δρόμου, αλητείας και πορνείας, φόνου και  δυστυχίας. κι ένα κορίτσι γυροφέρνει σαν εξολοθρευτής άγγελος.

Ποιος είναι ο τόπος, ποιος είναι ο χρόνος. Πού γίνονται όλα αυτά; Ποια είναι τα κοινωνικά περιβάλλοντα; Πώς βρίσκονται τα παιδιά στον δρόμο, στα σκουπίδια, στην παρανομία; Πως ευδοκιμεί μέσα σ’ αυτή τη   λούμπεν κατάσταση, στην  πνευματική και ψυχική φθορά, ανάμεσα στις λάσπες και στις βρομιές αυτό το μαργαριτάρι; Το κορίτσι αντιστέκεται με τα δόντια, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δόντια της Μίκρας, σαν τα δόντια του σκύλου στο «Άγραφον» του Σικελιανού ή το «Ψοφίμι» του Μπωντλέρ, έχουν αντοχή κι ελπίδα και η Μίκρα θα χρησιμοποιήσει τα όπλα της: «Αρπάζει το αυθάδικο χέρι και το χώνει στο στόμα της. Το δαγκώνει με όλη της τη δύναμη και, όπως ξέρουμε τα δόντια των κοριτσιών είναι γερά». Το αντίπαλο δέος «τρέμει, πονάει… Συγγνώμη δεσποινίς …νόμιζα… Η Μίκρα συνεχίζει να τον δαγκώνει και του στέλνει με το μάτι το μήνυμα Ποιος σου είπε πως μπορείς να νομίζεις…».

 Χωρίς πραγματολογικές πληροφορίες, με πολλές ενδείξεις που μας φέρνουν στα μάτια μια κοινωνία πάσχουσα σε πολλά επίπεδα. Αλλά και, σε ατομικό, ψυχές που βασανίζονται από της μνήμες τους, σώματα που δεν δείχνουν τις πληγές τους, οι οποίες, όσο κι αν δεν δείχνουν απέξω , τόσο βαθύ είναι το αποτύπωμά τους από μέσα και δεν υπάρχει ακόμα αξονικός τομογράφος της ψυχής. Αυτά τα καταγεγραμμένα στη μνήμη επανέρχονται με λεπτομέρειες.

Η συγγραφέας μοιάζει σαν να παρακολουθεί όλες τις εξωτερικές κινήσεις, να βρίσκει όλες τις  ενδόμυχες σκέψεις, τις κρατημένες στην ασφάλεια της  αφάνειάς τους.  Όλα φυσιολογικά απέξω βράζουν από μέσα. «Κουφόβραση». Και συχνά δεν ξέρεις πότε μιλά με το προσωπείο ενός άντρα και πότε με μιας γυναίκας, πότε με ζωντανούς, πότε με πεθαμένους. Γιατί στο θέμα «ποιος μιλάει» είναι πολύ μεγάλο και κάθε φορά αλλάζει. Αλλάζει και ο τόπος, ίδιος και αλλιώτικος∙ ψυχοπλακωτικός, βρόμικος, παθογενής, λες και οι ήρωες βρίσκονται  εκεί που όλα είναι στερητικά, ψυχοπνευματικά χαμηλά, αδιέξοδα και μίζερα.

Τα παραθυράκια, όταν υπάρχουν, είναι μικρά με θέα σε ακάλυπτους χώρους, ή είναι ανοιχτοί χώροι και τούνελ γεμάτοι/γεμάτα σκουπίδια, ύποπτα πρόσωπα, φάτσες  που κινούνται μεταξύ αθωότητας και πονηρής σκέψης, περιθωριακές, λαϊκίστικες, κακόμοιρες. Γεγονότα, φιγούρες, καταστάσεις είναι όλα θολά. Τίποτα ξεκάθαρο. Οι περιγραφές όμως προσδιοριστικές και απόλυτα ρεαλιστικές. Το ζουμ στη λεπτομέρεια αποδεικτικό: «τρέχω ασθμαίνοντας χωρίς λόγο, μ’ αυτόν τον σκεβρωμένο σβέρκο και το ατσούμπαλο παντελόνι – το ένα μπατζάκι να γλείφει τη σόλα της μπότας και το άλλο να μισοκρέμεται πάνω στη γάμπα…».

Οι πληροφορίες συχνά είναι πολλές, όμως ακόμα και τότε ούτε το πώς ούτε το πού ούτε το γιατί διευκρινίζεται.  Στα θολά νερά, όποιος ψαρεύει δεν ξέρει τι φέρνει στο αγκίστρι του. 

Ο ήρωας/η ηρωίδα, κατά κανόνα μιλάει στο δεύτερο πρόσωπο, το πρόσωπο της οικειότητας, αλλά μάλλον ερήμην αποδέκτη, σαν αντανάκλαση ενός διαλόγου που θα μπορούσε να γίνει αλλά δεν έγινε ή σαν εσωτερικός μονόλογος, όπου λέει ό,τι θα ήθελε να πει αλλά δεν είπε, ή είπε αλλά κανείς δεν τον άκουσε, εφόσον  ο αποδέκτης ήταν απών και ο μονόλογος διάλογος απέμεινε αδιέξοδος, θλιμμένος, οργισμένος, πικραμένος, απορημένος: «σαν να με αποχαιρετούσες μέσα από το άτεγκτο βλέμμα μιας αμετάκλητα ματαιωμένης άφεσης αμαρτιών», ενώ μια εικόνα από το παρελθόν αναδύεται για να θυμίζει ότι «υπάρχει κάπου ένα δωμάτιο και ένα κρεβάτι, μία ντουλάπα που την έχεις ξαναδεί κι ένα πιάνο που ασφαλώς το γνωρίζεις, υπάρχει ένα μικρό κρεβάτι που πάνω του κοιμόμασταν αγκαλιά, υπάρχει ένα παράθυρο ανοιχτό, μικρό, σχεδόν λιλιπούτειο». Υπάρχει ακόμα; Όχι. Υπάρχει μόνο η ανάμνηση που το διέσωσε, όχι η κατάσταση, σαν μια χαραμάδα ελπίδας που έχασε την ευκαιρία να πραγματωθεί. Ένα λιμανάκι που δεν αγκυροβόλησε εκεί το πλοίο, φως χαμένο στη θολούρα της μνήμης. 

Αλλού είναι ο ρεπόρτερ που βαδίζει σε αδιευκρίνιστα μέρη. Το τιτλοφορημένο ως «Καλλίστη» διήγημα, περισσότερο από τα άλλα,   μοιάζει με ποίημα, ονειροφαντασία, ανάμνηση,  οδοιπορικό. έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ενιαίου λογοτεχνικού είδους. Περνάει μέσα από σπίτια και δωμάτια, όπου «ο σταματημένος χρόνος αλέθει τη σκόνη σου… Μια γυναίκα … γριά, σου μιλά με λέξεις που τρυπώνουν στ’ αυτιά σου σαν αιχμηρά βοτσαλάκια. Κι άλλες που μέσα σου ηχούν σαν πέτρες,  που κοπανάνε βράχο. Κροκάλες που τρίβονται μεταξύ τους μέχρι να βγάλουν φλόγες. Μοιάζει με φάντασμα»∙ και η δυναμική της αφήγησης εντείνεται μέσα από τη διαβάθμιση -βότσαλα, πέτρες, κροκάλες- συμβαδίζοντας με την αύξουσα δυναμική της ψυχικής  φόρτισης.  Σαν σε όνειρο ο ήρωας κινείται στο ομιχλώδες τοπίο της ανάμνησης ή της αδιευκρίνιστης αποστολής, όπου θα συναντηθεί με τον εαυτό του και θα ξυπνήσουν οι παλιές ιστορίες. 

Αλλού σαν να παίζεται μια περίεργη Ορέστεια, ο ήρωας μιλάει με τη μητέρα του: «Μην ανησυχείς, μάνα … θα δεις όλα καλά θα πάνε, όλα θα φτιάξουν» … κι εκείνη «πλέκει πλέκει… να την αφήσει στην ησυχία της, λέει, να εξαφανιστεί από μπροστά της, να μην τον βλέπει, να μην τον ακούει» και πιο κάτω «Στα ταβάνια οι σκιές επανέρχονται… άλλες μοιάζουν με φίδια.. μεταμορφώνονται σε νυχτερίδες… μωρά του διαβόλου… νεκροί ακροβάτες…». Εν ολίγοις ο εφιάλτης συνεχίζεται με ανοιχτά ή κλειστά μάτια.  Ήρωες δραματικοί, ήρωες αποτραβηγμένοι από τη ζωή, ανήδονοι «σαν ποιητές». Έτσι λοιπόν, μόνο στη φαντασία τους ζουν οι ποιητές;;;

Ωστόσο, ήρωες μοναδικοί, εξαιρετικοί, συνήθως πικροί, καθένας στον δικό του περιχαρακωμένο κόσμο που τους εξασφαλίζει η ελέω διηγηματικού δημιουργού- θεού δημοκρατία. Η συγγραφέας παίζει δύσκολο παιχνίδι σε δύσκολο γήπεδο. Σηκώνει το σεντόνι και κοιτάζει όλα όσα κρύβονται από κάτω.  Κυρίως όσα κρύβονται στην άβυσσο του νου  και στα απωθημένα της ψυχής ή στην βρόμικη κοιλιά μιας τερατώδους κοινωνίας που ξεπέφτει όσο μπορεί και πιο βαθιά, ζώντας από το ξεζούμισμα του άλλου, στο περιθώριο μιας φαινομενικά κανονικής κοινωνίας με τα πλουμίδια και τα ξεφτίδια του υφαντού της.  Μια ανθρωποποιημένη φύση, μια περιγραφή στόλισμα,  μια αφήγηση κέντημα, με κύριες προτάσεις κατά παράταξη, σχεδόν κατά κανόνα, η μία πλάι στην άλλη. Χωρίς συνδέσμους και χωρίς εξάρτηση.  Αφήνει μια πρόταση στη μέση, σαν κομμένη ανάσα, για να την συνεχίσει στην επόμενη αράδα. Ένα στιλ αφήγησης προσωπικό, κοφτό και απόλυτο, γεμάτο νύξεις και κρυφές ματιές, στα σημεία που δεν τα βλέπει το φως του ήλιου. Ένα γύρισμα του μέσα έξω.

Η Χρύσα Φάντη αναποδογύρισε την ψυχή των ηρώων της και μας έδειξε τον κόσμο πίσω από τη λαμπερή βιτρίνα του. Η ματιά της είναι ανατομική, η λέξη της τολμηρή, η πρόθεση να δει πέρα, από ό,τι φαίνεται, διακαής. 

Θα λέγαμε πως ακούμε τον Γιώργο Σεφέρη να υμνεί τον χρυσό Ήλιο:  «Παράξενο, το βλέπω εδώ το φως του ήλιου· το χρυσό δίχτυ όπου τα πράγματα σπαρταρούν σαν τα ψάρια που ένας μεγάλος άγγελος τραβά μαζί με τα δίχτυα των ψαράδων», μόνο που η Χρύσα Φάντη δεν βλέπει το δίχτυ χρυσό, δεν βλέπει τον άγγελο, μόνο τα δίχτυα του κακού βλέπει γιατί είναι θολά τα νερά.

 

                                                  

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.