You are currently viewing Αντωνία Παπαδάκη: ένα αφήγημα

Αντωνία Παπαδάκη: ένα αφήγημα

                               

ΕΝΑ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΛΟΥΤΡΑ ΤΟΥ ΠΟΖΑΡ

 

 

Τέλη Ιουλίου και η ζέστη γίνεται ανυπόφορη. Ο ιδρώτας γλείφει το κορμί μου και το μυαλό μου παραιτείται από οποιαδήποτε σκέψη. Αυτή την περίοδο η πόλη δεν αντέχεται. Το κέντρο είναι σαν εικόνα της αποκάλυψης. Η πυρακτωμένη άσφαλτος, το καυσαέριο να θολώνει τον ορίζοντα και τον νου, ο θόρυβος από τα κορναρίσματα να ηλεκτρίζει τα νεύρα και το πλήθος των ανθρώπων να κινείται σαν να έχει χάσει το στίγμα του. Όλα αυτά με παραλύουν. Οποιαδήποτε έξοδος από το σπίτι είναι μια πρόκληση επιβίωσης και το κλιματιστικό γίνεται ο ιδανικός εραστής. Ένα απρόσμενο τηλεφώνημα και η κατάστασή μου άρχισε να επιδεινώνεται. Η φωνή του πατέρα μου. Μου πρότεινε να τον συνοδεύσω σε ένα ολιγοήμερο ταξίδι στα Λουτρά του Πόζαρ. Ιαματικός τουρισμός. Μου έρχονταν στον νου εικόνες θλιβερές με ανθρώπους που αναζητούν τη χαμένη νεότητα και την επιβράδυνση του επερχόμενου θανάτου μέσα σε νερά που αχνίζουν. Η επιμονή του, που έσταζε απύθμενη μοναξιά αλλά και νοσταλγία από παρελθούσες εικόνες οικογενειακής ευτυχίας στην εποχή της αθωότητας, με έπεισε να τον ακολουθήσω. Ίσως ήταν η ζέστη που έκαμπτε τις αντιστάσεις μου, ίσως ήταν και η ενδόμυχη επιθυμία μου να του δώσω μια ανάσα ζωής, καθώς η κατάστασή του είχε χειροτερέψει πολύ μετά τον θάνατο της μητέρας μου.

            Η διαδρομή δεν ήταν μεγάλη, αφού σε λιγότερο από δύο ώρες θα φτάναμε στον προορισμό μας. Επέμεινε να οδηγήσει εκείνος, αν και τελευταία τα αντανακλαστικά του λειτουργούσαν σε επικίνδυνους ρυθμούς. Ξεκινήσαμε νωρίς το πρωί, για να μη μας προλάβει η ζέστη. Άλλωστε, ένα παλιό αυτοκίνητο χωρίς κλιματισμό γρήγορα μετατρέπεται σε θάλαμο αερίων.

Αν και ήμουν κακοδιάθετη, γιατί ξεκινούσα ένα ταξίδι που δεν επέλεξα να κάνω και για έναν τόπο που δύσκολα ανταγωνίζεται τους νησιωτικούς προορισμούς, αποφάσισα να αφεθώ στο απροσδόκητο. Και, ίσως, το ταξίδι που δεν έχεις σχεδιάσει, που δεν έχεις ονειρευτεί να είναι πιο ελκυστικό. Το άγνωστο πάντα προκαλεί.

Βγαίνοντας από την πόλη το τοπίο αλλάζει. Άλλες εικόνες και άλλοι ήχοι. Χρώματα και αρώματα που γαργαλούν όλες τις αισθήσεις. Κάμποι ολόκληροι με καλλιέργειες θυμίζουν πίνακες του βαν Γκογκ. Τεράστιες εκτάσεις με βαμβάκια μπουμπουκιασμένα, καπνά με μεγάλα καταπράσινα φύλλα έτοιμα για τη συλλογή τους, καλαμπόκια καλά κρυμμένα στα ψιλόλιγνα φυτά και ηλίανθους, που σαν γίγαντες στέκουν με το κεφάλι ψηλά προς τον ήλιο. Κομπίνες σκόρπιες θερίζουν και αλωνίζουν τα στάχυα, που λικνίζονται  στη φορά του ανέμου. Τα τζιτζίκια κάνουν αισθητή την παρουσία τους, ένας ήχος μονότονος αλλά χαλαρωτικός. Η μυρωδιά της γης ξεσηκώνει ευχάριστες αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια στο χωριό.

            Περνώντας από την Πέλλα ο πατέρας μου θεώρησε υποχρέωσή του να αναφερθεί στον Μέγα Αλέξανδρο, στην ατσάλινη θέλησή του να κατακτήσει τον κόσμο και να διερευνήσει τα μυστικά της φύσης, στη ζωή στο παλάτι, στα ψηφιδωτά που στόλιζαν τις αίθουσες του παλατιού αλλά και στους θρύλους που έπλασαν οι άνθρωποι έτσι, για να έχουν παραμύθια να λένε το βράδυ, όταν καθισμένοι στις αυλές τους καθάριζαν τα καλαμπόκια ή αρμάθιαζαν τα καπνά τους. Ένας θρύλος, λοιπόν, ήθελε τον Μέγα Αλέξανδρο να αναχωρεί μαζί με τους οπλίτες του καβάλα πάνω στ’ άλογα για τα Λουτρά του Πόζαρ, όπου υψώνονταν δένδρα, όπως η δρυς, η φλαμουριά και η κρανιά, κατάλληλα για να κατασκευάσουν τη σάρισα, το φονικό όπλο των Μακεδόνων. Εκεί, τα παλικάρια του Αλέξανδρου, μόλις τελείωναν το μάζεμα των ξύλων, βουτούσαν στα νερά, για να χαλαρώσουν αλλά και να καρπωθούν τις ιαματικές ιδιότητές του.

            Όσο πλησιάζαμε στον προορισμό μας, το τοπίο πάλι άλλαζε. Φορτωμένες ροδακινιές και κερασιές, που τα κλαδιά τους γέρνουν από το βάρος των καρπών και περιμένουν το ανθρώπινο χέρι, για να τα ξαλαφρώσει. Ζουμερά ροδάκινα σαν τα ροδαλά μάγουλα κοριτσιών και σφιχτά μαυροκέρασα σαν τα θελτικά ηδονικά χείλη νέας γυναίκας. Σε διάφορα σημεία ξεπετάγονται άναρχα συκιές γεμάτες με άγουρους  γαλακτερούς καρπούς που σε ένα μήνα θα στάζουν μέλι.

            Φθάσαμε σ’ένα μικρό χωριό έξω από τα Λουτρά, με αρκετά καταλύματα για τους ταξιδιώτες, που επέλεξαν αυτές τις διαφορετικές διακοπές. Ωστόσο, εμείς είχαμε επιλέξει για τη διαμονή μας ένα δωμάτιο σε έναν μικρό ξενώνα μέσα στον χώρο των Λουτρών. Ένα δωμάτιο απλό, χωρίς τις ανέσεις του σύγχρονου πολιτισμού-ίσως εσκεμμένα, για να έρθει ο άνθρωπος σε επαφή με τη φύση ή και με τον εαυτό του-μα καθαρό σαν τα πρόσωπα αυτών που μας υποδέχθηκαν. Άνθρωποι φιλόξενοι και χαμογελαστοί, πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν και να καλοδεχθούν όποιον φθάσει στα μέρη τους.

            Βρισκόμαστε στα σύνορα της Ελλάδας, στους πρόποδες του Βόρα. Μας υποδέχεται μια βαθιά χαράδρα, κατάφυτη, που τη διασχίζει ένα ρέμα. Ένα σύμπλεγμα σπηλαίων και ένα βάραθρο διαμορφώνουν ένα επιβλητικό σκηνικό. Στην κοίτη του ποταμού Θερμοπόταμου αναβλύζουν πηγές που είναι διάσπαρτες, ενώ άνθρωποι όλων των ηλικιών  ξαπλωμένοι και ακίνητοι μέσα σ’ αυτές έδειχναν να απολαμβάνουν το αρχέγονο στοιχείο.  Ο πατέρας μου άρχισε να με ξεναγεί, για να καταλάβω την αξία αυτών των φυσικών πηγών. Ένα κοιμισμένο ηφαίστειο ευθυνόταν για όλη αυτή την ομορφιά. Μικροί καταρράκτες που σχηματίζονται κατά τη διαδρομή του ποταμού αιχμαλωτίζουν το βλέμμα των επισκεπτών. Το νερό ορμητικό σκίζει σε διάφορα σημεία τα βράχια. Δεν άντεξα και βούτηξα στο ποτάμι. Πρωτόγνωρα συναισθήματα. Στάθηκα κάτω από έναν καταρράκτη να αισθανθώ τη δύναμη του νερού, που θαρρείς και απομάκρυνε από πάνω σου κάθε πληγή, κάθε σκέψη. Ο ήχος των τζιτζικιών και του νερού αλλά και ένα άγνωστο σε μένα τραγούδι των πουλιών συνόδευαν αυτό το λυτρωτικό λουτρό.

            Είχε έρθει η ώρα να δοκιμάσουμε τις θερμές πηγές. Στο υδροθεραπευτήριο με τις πισίνες και τους λουτήρες υπήρχε συνωστισμός. Άλλοι βουτηγμένοι στο ζεστό νερό με κλειστά τα μάτια αφήνονταν, όπως το μωρό στη μήτρα.  Άλλοι τυλιγμένοι με λευκά μπουρνούζια, σάβανα της χαμένης νεότητας, περιφέρονταν νωχελικά. Ο υπάλληλος μας έδωσε ένα χαρτάκι με το όνομα της πισίνας «Ποσειδών» και μας έδειξε την είσοδο. Μια στρογγυλή πισίνα, σχετικά μικρού μεγέθους, στρωμένη με γαλάζιο βοτσαλάκι, και  ένας καταρράκτης που ξεπηδούσε από έναν κορμό καλυμμένο από τα άλατα του νερού σε συνδυασμό με τους πέτρινους τοίχους και τον χαμηλό φωτισμό έδιναν την εντύπωση σπηλαίου.  Άφησα παράμερα τους δισταγμούς μου και βυθίστηκα ανάλαφρα στην αγκαλιά του Ποσειδώνα. Η θέρμη του νερού  και ο ήχος του οικείες αναμνήσεις από την κοιλιά της μάνας μου. Έβλεπα τον πατέρα μου να χαμογελάει ικανοποιημένος, που μπόρεσε να μου προσφέρει μια τέτοια ευκαιρία, να ακολουθήσω τη σπειροειδή κίνηση προς το κέντρο της ζωής.

Είκοσι λεπτά ήταν αρκετά για να χαλαρώσω και να αισθανθώ έντονο το αίσθημα της πείνας. Ανεβήκαμε στο εστιατόριο που βρίσκεται στην οροφή του υδροθεραπευτηρίου. Η θέα  ανυπέρβλητη. Τα δένδρα με το φύλλωμά τους σχεδόν κάλυπταν το ποτάμι, ενώ οι βράχοι στη χαράδρα στέκονταν απειλητικοί για τον ξένο. Ο εστιάτορας μάς σέρβιρε φρέσκια πέστροφα ψημένη στα κάρβουνα και τσίπουρο που φτιάχνει ο ίδιος σε δικό του καζάνι. Οι γευστικοί μου κάλυκες απολάμβαναν με λαιμαργία το ξεχωριστό γεύμα, κάτι που προκάλεσε το τρανταχτό γέλιο του πατέρα μου και τη φανερή ικανοποίηση του εστιάτορα. Σε λίγο άρχισε να μας διηγείται  ιστορίες των Λουτρών από τον Μεγάλο πόλεμο με τα στρατεύματα των Άγγλων να πλένουν τις πληγές τους σ’ αυτά τα νερά, από τον ερχομό των προσφύγων που βρήκαν εδώ έναν φιλόξενο τόπο και κυρίως από τον εμφύλιο. Ιστορίες που μεταφέρονται από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά, για να μη ξεχαστούν. Όλη η Ελληνική ιστορία σ’ αυτή τη χαράδρα, σ’ αυτό το ποτάμι και μια διαρκής πάλη ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο.

Μια αφίσα στον χώρο του εστιατορίου διαφήμιζε τη γιορτή κερασιού σε ένα γειτονικό χωριό, σηματοδοτώντας το τέλος εποχής αυτού του φρούτου. Έτσι, το απόγευμα ανεβήκαμε στο χωριό αυτό για να ζήσουμε το τοπικό γλέντι. Νέοι και γέροι πιασμένοι σε κυκλωτικούς χορούς υπό τους ήχους της γκάιντας και του ταμπουρά και της επήρειας του άφθονου κρασιού χόρευαν εκστασιασμένοι χτυπώντας με ρυθμό τα πόδια τους στη γη υπενθυμίζοντας την αέναη σχέση ανθρώπων και γης. Το άγγιγμα στους ώμους δηλωτικό της αρμονικής συνύπαρξης και υπενθύμιση της πορείας τους και των δεινών τους μέσα στον χρόνο. Κρέμασα μερικά κεράσια στα αυτιά μου και μπήκα στον χορό και ας μην ήξερα τα βήματα. Με πήγαιναν οι παλμοί της καρδιάς μου.

Ένα βράδυ βγήκα να περπατήσω πλάι στο ποτάμι για να ακούσω τους ήχους της άγριας φύσης. Έντονη δροσιά τύλιγε το σώμα μου. Νόμιζα πως τα αστέρια έπεφταν μέσα στο νερό. Γελάστηκα. Ο τόπος ήταν γεμάτος πυγολαμπίδες, σκορπισμένες σαν μικρές φωτεινές κουκίδες, μικρές σπίθες που σκόρπιζαν το σκοτάδι της ψυχής μου. Οι γρύλοι, οι κουκουβάγιες, οι νυχτερίδες, το ποτάμι που έρρεε και το θρόισμα των φύλλων συνέθεταν μια γήινη μουσική, που συνόδευε τα νυχτοπερπατήματα των πυγολαμπίδων και τις δικές μου αναζητήσεις. Μικρές απολαύσεις που ο άνθρωπος έβαλε στην άκρη από φόβο περισσότερο να αντιμετωπίσει τις δικές του φοβίες και ανασφάλειες.

Εδώ και τρία χρόνια ο πατέρας μου κάθεται ακίνητος χαμένος στον χρόνο και σε ένα δικό του κόσμο. Κάθε απόγευμα  του υπενθυμίζω εικόνες από το μοναδικό ταξίδι που κάναμε τότε οι δυο μας στο Πόζαρ. Τις βουτιές στους καταρράκτες, τα αχνιστά νερά, το γλέντι στο χωριό, τα ζουμερά ροδάκινα, τις πυγολαμπίδες το βράδυ… Κοιτάζω το πρόσωπό του και περιμένω να δω ένα πετάρισμα των βλεφάρων, έναν μορφασμό που να δείχνει ότι θυμάται εκείνο το τελευταίο ταξίδι μας. Τι κρίμα που η λήθη θόλωσε το βλέμμα του! Τουλάχιστον είχαμε μια τελευταία ευκαιρία να το ζήσουμε.

 

           

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.