You are currently viewing Βαγγέλης Μητράκος: «Γιατί πούλησες το γαϊδούρι;» (Σπάρτη 1937)

Βαγγέλης Μητράκος: «Γιατί πούλησες το γαϊδούρι;» (Σπάρτη 1937)

 Την ιστορία των πόλεων την διηγούνται, καλύτερα από κάθε τι άλλο,  οι ανθρώπινες ιστορίες, μικρές και μεγάλες, που διασώθηκαν, επειδή κάποιοι ρέκτες του παρελθόντος τις κατέγραφαν σε βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά κλπ αλλά και σε εικόνες μέσα από πίνακες ζωγραφικής, σκίτσα και φωτογραφίες.

Ιδιαίτερα οι φωτογραφίες με την αλήθεια τους, αποτελούν ολοζώντανες μνήμες των αλλοτινών εποχών και γύρω από κάθε φωτογραφία πλέκονται ολόκληρες ιστορίες ζωής προσώπων, επώνυμων τε και ανώνυμων, μαζί και των κοινωνιών μέσα στις οποίες έζησαν.

Μια τέτοια φωτογραφία είναι κι αυτή του άρθρου, δημοσιευμένη στα 1937. Ο φωτογράφος έχει απεικονίσει ένα απλό όσο και καθημερινό περιστατικό που συνέβη στο κέντρο της Σπάρτης, ακριβώς στη διασταύρωση της σημερινής Γκορτσολόγου με τη Λυκούργου (τότε Ακροπόλεως και Αμαλίας αντίστοιχα), στο σημείο που σήμερα βρίσκεται η ψησταριά «Έμπα στο Ψητό», όπου ένας άντρας και μια γυναίκα (ίσως παντρεμένοι, ίσως πατέρας και κόρη), σίγουρα από χωριό όπως μαρτυρά το ντύσιμό τους,  τσακώνονται έντονα στη μέση του δρόμου, αδιαφορώντας για τους γύρω τους. Το χρυσοχοείο των ΑΦΩΝ ΧΑΤΖΗ, στην απέναντι γωνία, διαχρονικό σημείο αναφοράς,  μαρτυρά με ακρίβεια το σημείο του καυγά.

Ο άντρας, ηλικιωμένος όπως φαίνεται από τα άσπρα γένια και τα μαλλιά του, φορά ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι δεμένο στο πίσω μέρος με όμοιο τρόπο που το φορούσαν και οι κλέφτες στην τουρκοκρατία, αντί για φέσι. Πάνω από την πουκαμίσα του φορά μια βαριά μάλλινη καπότα, χωρίς μανίκια, κι από κάτω μπενοβράκι μάλλινο, τριμμένο, με καλτσοδέτα κάτω από τα γόνατα ενώ είναι ποδεμένος με γουρνοτσάρουχα.

Η γυναίκα, πιο νέα από τον άντρα, έχει κεφαλομάντηλο δεμένο μοραΐτικα γύρω από το κεφάλι της, φορά μακρύ αλατζένιο φόρεμα και από πάνω του έχει φορεμένο ένα μαύρο σεγκούνι.

Με πρόσωπο αγριεμένο, έχει αρπάξει από τα πέτα τον άντρα και τον ταρακουνάει φωνάζοντας, ενώ εκείνος, αμήχανος, της έχει πιάσει τα χέρια προσπαθώντας να απαλλαγεί.

Τι λένε; Τι φωνάζει η γυναίκα; Γιατί τσακώνονται;

Μας διαφωτίζει ο ίδιος ο φωτογράφος, ο οποίος ευρισκόμενος σε εκδρομή στη Σπάρτη και περνώντας τυχαία από το σημείο εκείνο, βρήκε τη σκηνή ενδιαφέρουσα και την αποτύπωσε με τη φωτογραφική του μηχανή:

Πάνω στη φωτογραφία έχει γράψει τον τόπο και την ημερομηνία «Σπάρτη 1-6-1937», το όνομά του «Π. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ-ΦΙΛΙΑΤΡΑ εκδρομή» και παραπέρα τη φράση που, προφανώς,  φώναζε η θυμωμένη γυναίκα στον άντρα:

«ΓΙΑΤΙ ΠΟΥΛΗΣΕΣ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΙ;».

Η φράση αυτή, που ήτανε (κατά πώς φαίνεται) και η αιτία του καυγά στη μέση του δρόμου, διηγείται από μόνη της την ιστορία:

Ένα ζευγάρι από το χωριό (άντρας και γυναίκα ή πατέρας και κόρη) κατέβηκαν με το γαϊδούρι τους στη Σπάρτη, ίσως για ψώνια, ίσως για δουλειές. Η φτώχεια και οι ανάγκη, φαίνεται πως είχανε ανοίξει κουβέντα από νωρίτερα, στο χωριό, να πουλήσουνε το γαϊδούρι για να κλείσουνε καμιά τρύπα. Η γυναίκα δε συμφώναγε. Ζωή στο χωριό χωρίς γαϊδουράκι δε γινότανε τα χρόνια κείνα. Ο άντρας επέμενε. Φαίνεται πως ένιωθε τις ανάγκες επιτακτικές. Κατέβηκαν στη Σπάρτη χωρίς να έχουνε συμφωνήσει σχετικά με το τι θα γίνει με το γαϊδούρι. Χωρίσανε μέσα στην πόλη, πήγε ο καθένας στις δουλειές του κι όταν σμίξανε βλέπει η γυναίκα τον άντρα χωρίς γαϊδούρι:

-Πού είναι το γαϊδούρι; Τον ρώτησε ανήσυχη.

-Τώρα!!!  Πάει το γαϊδούρι… Το πούλησα!!!

Άναψε και κόρωσε η γυναίκα. Τον άρπαξε απ’ τους γιακάδες και τον ταρακούνησε φωνάζοντας :

-Γιατί πούλησες το γαϊδούρι… Δεν σου ’πα να μην το πουλήσεις; Γιατί πούλησες το γαϊδούρι… γιατί πούλησες το γαϊδούρι;

Κάποιοι περαστικοί κοντοστάθηκαν κρυφογελώντας μπροστά στο απρόσμενο θέαμα. Ένας πιτσιρίκος δεν έδινε καμιά σημασία απορροφημένος από τα σπόρια (;) που είχε στη χούφτα του. Από τα μαγαζιά, απέναντι, βγήκανε στις πόρτες να δούνε τι συμβαίνει και από πού έρχονται οι φωνές. Κι ο φωτογράφος, πάντα «κυνηγός» του επίκαιρου και του απρόσμενου, σήκωσε τη μηχανή του και μ’ ένα γρήγορο «κλικ» χάρισε στη στιγμή αθανασία, αποτυπώνοντας συγχρόνως και μιαν όψη της Σπάρτης, τ5ου 1937, πριν από 86 χρόνια.

Ο φωτογράφος Πάνος Ηλιόπουλος, που τράβηξε τη φωτογραφία, αξιώθηκε την αναγνώριση, μετά από χρόνια πολλά, όταν στις 11  Δεκεμβρίου του 2006, εγκαινιάσθηκε, στο Μουσείο Μπενάκη, έκθεση φωτογραφιών του, με την επιμέλεια του Πλάτωνος  Ριβέλλη και της  Ελισάβετ Πλέσσα, η οποία διήρκεσε μέχρι τις 14 Ιανουαρίου 2007. Στο βιογραφικό του, που συνόδευε την ανακοίνωση για τα εγκαίνια της έκθεσης, αναγράφονταν τα παρακάτω:

«Ο Π. Ηλιόπουλος γεννήθηκε σε ένα χωριό τής Μεσσηνίας το 1897 και πέθανε στην Κυπαρισσία το 1985. Έμεινε ορφανός και από τους δύο γονείς σε μικρή ηλικία και έζησε στερημένα παιδικά χρόνια. Το 1917 κατατάχτηκε στον στρατό και στη συνέχεια πολέμησε σε όλη τη διάρκεια τής Μικρασιατικής Εκστρατείας. Μετά την καταστροφή μετανάστευσε το 1923, λαθραία, μέσω τού Μεξικού, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έκανε λογιών-λογιών δουλειές και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φωτογραφίας, ζωγραφικής και κινηματογράφου. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1930 και άνοιξε φωτογραφείο στα Φιλιατρά, όπου και έζησε την υπόλοιπη ζωή του. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και την αγιογραφία. Το 1947 άνοιξε και δεύτερο φωτογραφείο στην Κυπαρισσία. Το 1964 έκλεισε το φωτογραφείο, αλλά συνέχισε να ασχολείται, σε προσωπικό επίπεδο, με τη φωτογραφία.

Η φωτογραφική δουλειά τού Παναγιώτη Ηλιόπουλου περιλαμβάνει κυρίως πορτρέτα σε στούντιο, αλλά και πορτρέτα και σκηνές σε ανοιχτούς χώρους, καθώς και πολλές φωτογραφίες με επίκαιρα στιγμιότυπα της εποχής που παρουσιάζουν σημαντικό ιστορικό ενδιαφέρον. Εκείνο όμως που τον καθιστά σημαντικό σαν φωτογράφο είναι η καλλιτεχνική ποιότητα της δουλειάς του, η οποία ξεπερνάει κατά πολύ το επίπεδο ενός επαγγελματία φωτογράφου της επαρχίας. Τα παιδιά τού Παναγιώτη Ηλιόπουλου δώρισαν τη συλλογή των αρνητικών και των φωτογραφιών του στο Φωτογραφικό Αρχείο τού Μουσείου Μπενάκη. Για να τιμηθεί ο Παναγιώτης Ηλιόπουλος και να γίνει γνωστό το έργο του το Μουσείο αποφάσισε να εκθέσει μέρος της δουλειάς του και να εκδώσει και έναν κατάλογο που θα περιλαμβάνει όλες τις φωτογραφίες της έκθεσης.

 https://www.rivellis.gr/

 

«Για μένα, η πραγματική δουλειά της φωτογραφίας είναι να συλλάβει ένα κομμάτι της πραγματικότητας (ό,τι κι αν είναι αυτό) στο φιλμ.

Αν αργότερα η πραγματικότητα σημαίνει κάτι για κάποιον άλλο, τόσο το καλύτερο.»

Garry Winogrand, αμερικανός φωτογράφος (1928-1984)

 

 

                                                    Σπάρτη 14-3-2023

 

                                                          

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.