You are currently viewing Γιάννης Νταουλτζής: ένα διήγημα

Γιάννης Νταουλτζής: ένα διήγημα

ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ

Καραντίνα είπαν. Καινούργια λέξη απ’ τα παλιά. Πρώτη φορά την είχε ακούσει ο Μάκης, στο Γυμνάσιο. Τότε που τους ζορίσαν οι γκρίζοι δάσκαλοι, χριστουγεννιάτικα, να κάνουν με το στανιό μιαν εργασία σε ένα βιβλίο ενός γέρου από χρόνια πεθαμένου. Ακόμα θυμάται τον ακαταλαβίστικό του τίτλο:  «Βαρδιάνος στα σπόρκα». Και δεν έφτανε ο γεροπεθαμένος συγγραφέας που τον βάλανε να του κουτσουρέψει τα χριστουγεννιάτικα παιχνίδια ανάκατα με τα φλερτ της εφηβείας του. Ήταν και μια γριά με το τρομαχτικό, στα μάτια του, όνομα Σκεύω, που ντύνεται στα αντρικά. Λίγα κατάλαβε όταν το κουτσοδιάβασε κι αυτά ήταν σαν μιλούσανε τη δικιά του γλώσσα η γριά, ο  γερο-Μαθινός, ο γιός του ο Γιώργος, η κυρα-Σωτήραινα, η Βγενιώ κι άλλοι. Τα άλλα ντιπ. Θυμάται ότι για χολεριασμένους μιλούσε και για καραντίνα.

Μήνες δύο έγκλειστος με τη Μάριον. Στην αρχή το πήραν για παιχνίδι. Διακοπές να κάνουν. Δουλεύαν από το σπίτι. Με τον υπολογιστή. Ήταν από τους τυχερούς που δεν βγήκαν στην «Εργάνη». Λογάριαζαν να δουν ταινίες που όλο θα τις έβλεπαν κάποια στιγμή και δεν το κάναν. Έλεγαν να βρούνε χρόνο να ξαναγνωρίσουν ο ένας τον άλλο. Να περπατήσουν στο βουνό, που το ‘χαν δίπλα τους, χέρι με χέρι. Όπως παλιά.

Τον τελευταίο χρόνο ζήτημα αν έμειναν μόνοι μέρες. Ο Μάκης φρόντιζε να γυρνάει στο σπίτι, όταν ήξερε ότι η Μάριον κοιμόταν ή έλειπε. Πότε έμενε στη δουλειά περισσότερες ώρες, πότε έβγαινε για ποτό με συνεργάτες, όλο κι πιο συχνά μόνος. Ένα χρόνο.

Ένα χρόνο το παιδικό δωμάτιο κλειδωμένο. Απείραχτο. Οι αράχνες φώλιασαν στα αφόρετα βρεφικά παπουτσάκια. Αυτές γεννοβολήσαν. Η ροζ καμηλοπάρδαλη, που, σαν τραβούσες το σκοινάκι, έβγαζε μουσική και ανεβοκατέβαζε το κεφάλι, ποτέ δεν κουρδίστηκε. Απόμεινε με τεντωμένη τη μουσούδα, γριά σκεπτική με αυχενικό. Τα παντζούρια μείναν ανοιχτά, ξεχαρβάλωσαν. Ξεθώριασαν τα άπαιχτα λούτρινα απ’ τον ήλιο. Η ανέγγιχτη παιδική κούνια πουδραρισμένη από τη σκόνη.

Ένα χρόνο ζήτημα αν βγήκαν δυο φορές μόνοι τους. Πάντα με φίλους. Κολυμπώντας πρόσθια πάντα σε κουβέντες αδιάφορες, ανώδυνες. Στο σκοπό της Αλεξίου «…πάντα γι’ άλλα μιλάμε, πάντα γι’ άλλους μιλάμε, πάντα γι’ άλλους μιλάμε, έτσι δεν πονάμε, έτσι ξεχνάμε.»

Δυο μήνες τώρα κι ούτε μια ταινία δεν είδαν μαζί. Η Μάριον του το ζητούσε. Ο Μάκης δεν προλάβαινε, έλεγε. Δεν προλάβαινε από τι, γιατί;

Το `νιωθε κι ο ίδιος. Η ψυχή του λιγόστευε  μέρα με τη μέρα, από ρυάκι έγινε ξερή νεροσυρμή. Όλο και ξεθώριαζε  το βλέμμα του σαν την κοιτούσε, όλο έσφιγγε το μάτι του, έγινε σχισμή σαν γάτας το μεσοκαλόκαιρο κι η φωνή του έβγαινε στραγγαλισμένη απ’ το λαρρύγγι. Μαντάλι πέρασε στη γλώσσα του. Τα βράδια ξύπναγε, και την κάρφωνε με παγωμένα δόντια. Άκουγε μέσα του φωνές βραχνές να σέρνονται σαν από κροκάλες σε χείμαρρο. Έβλεπε την άβυσσο ν’ ανοίγει τα σαγόνια της. Δεν άντεχε τον εαυτό του. Δεν άντεχε. Δεν.

Τελευταία, οι γείτονες τον έβλεπαν να βγαίνει κάθε βράδυ στο μπαλκόνι, μ’ ένα τσιγάρο που ποτέ δεν το `φερνε στο στόμα. Μέχρι που του `καιγε τα δάχτυλα και το πετούσε. Μέρες να δούνε είχανε την Μάριον, Μαρία την ξέρανε αυτοί.

Όταν η πυροσβεστική έσπασε την πόρτα ο εισαγγελέας, μαθημένος από καιρό, δεν αναγούλιασε. Κι ας είχε αρχίσει να σαπίζει. Η Μάριον.

Ο Μάκης, γρανιτένιος βράχος, ούτε που κουνήθηκε σαν του περάσαν τις χειροπέδες.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.