You are currently viewing Γιώργος Βέης: Arthur Schopenhauer, Μεταφυσική της ζωής και του έρωτα. Μτφ. από τα γερμανικά: Ξενοφών Αρμύρος. Εκδ. Κέδρος

Γιώργος Βέης: Arthur Schopenhauer, Μεταφυσική της ζωής και του έρωτα. Μτφ. από τα γερμανικά: Ξενοφών Αρμύρος. Εκδ. Κέδρος

 Ο αντισυμβατικός Γερμανός φιλόσοφος Άρτουρ Σοπενχάουερ (1788 – 1860) παραμένει δημοφιλής στην αναγνωστική μας σκηνή. Υπήρξε πολύγλωσσος αρχαιογνώστης, φανατικός διά βίου φιλέλληνας, προκλητικά ιδιόρρυθμος, ενίοτε οξύθυμος και εκρηκτικός. Συγκαταλέγεται, δίπλα στον Γκαίτε, στους ριζικούς ανανεωτές της εθνικής του γλώσσας. Σύμφωνα μάλιστα με έναν από τους πλέον πιστούς θαυμαστές του, τον Χόρχε Λουί Μπόρχες, πέτυχε κατά τη διάρκεια της πολυετούς, πεισματικής έρευνάς του στον χώρο της σκέψης να προσεγγίσει τη σχεδόν πλήρη κωδικοποίηση όλων των νόμων, οι οποίοι διέπουν τη λειτουργία του Σύμπαντος. Το παρόν έργο περιλαμβάνει τέσσερα δοκίμια. Τιτλοφορούνται: «Μεταφυσική της ερωτικής σχέσης», «Η μηδαμινότητα και η δυστυχία της ζωής», «Η πρακτική χρήση της λογικής και ο στωικισμός» και «Η θεωρία του γέλιου». Θα μπορούσαν βεβαίως να διαβαστούν ως εισαγωγές στο κυρίως έργο του, εννοώ τον εμβληματικό «Κόσμο ως βούληση και ως παράσταση». Εμφανίστηκε, ως γνωστόν, από τις εκδόσεις Μπρόκχαους της Λειψίας, τρία χρόνια ακριβώς πριν από την έναρξη της Επανάστασης του 1821. Ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν είχε για χρόνια κάτω από το μαξιλάρι του ένα πολυδιαβασμένο αντίτυπό του. Πρόκειται για το ανοικτό σχολείο μιας σαφώς προκλητικής αλλά και ταυτοχρόνως εποικοδομητικής σκέψης, στο οποίο φοίτησαν συστηματικά, μεταξύ άλλων, ο νεαρός Φρίντριχ Νίτσε, ο Λέων Τολστόι, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο Σάμιουελ Μπέκετ, ο Χέρμαν Εσε και ο Τόμας Μαν.

Ο Αρτουρ Σοπενχάουερ δεν παρέλειψε να κατεδαφίσει τον Εγελο, αποκαλώντας τον ανενδοίαστα «ανόητο και αδέξιο τσαρλατάνο». Ούτε δίστασε, επίσης, να λοιδορήσει τους συναδέλφους του Σέλινγκ και Φίχτε για τις εσφαλμένες, κατ’ αυτόν, απόψεις τους για τη διάκριση ιδεατού – πραγματικού. Αναγορεύοντας τη μουσική σε ύψιστη τέχνη, θέλησε να την επαναπροσδιορίσει κυρίως από πλευράς αμιγώς ιαματικής. Η θέση αυτή ακριβώς λογίζεται όχι μόνο απολύτως ρηξικέλευθη στον τομέα των τολμηρών αναζητήσεων, αλλά και ιδιαίτερα παρήγορη για τον από παντού πλευροκοπημένο άνθρωπο. Σε διαχρονική μάλιστα βάση. Διορθώνοντας τον Ιμάνουελ Καντ, κατά τρόπο ομολογουμένως ευφυή, βάφτισε «Βούληση» το Das Ding as sich, δηλαδή το πράγμα καθαυτό. Και είναι ακριβώς αυτή η ορμή της τυφλής Βούλησης που διαμορφώνει, συν τοις άλλοις, όλες τις ποσότητες και τις ποιότητες του ερωτικού πάθους, όπως διδάσκεται στο πρώτο από τα προαναφερόμενα δοκίμια. Πρόκειται εν ολίγοις για μια δημιουργική έκσταση, την οποία προκαλεί στα άτομα το αρχέγονο γένος μας, επιζητώντας την ασφαλή διαιώνισή του με κάθε τρόπο. Οι ερωτευμένοι, όσο κι αν φρονούν ότι δρουν μέσα στο πλαίσιο των ατομικών ελεύθερων επιλογών τους, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να δρουν ενστικτωδώς, υπηρετώντας έτσι στην πράξη συγκεκριμένες, κρυστάλλινες και ανελαστικές επιταγές του γένους. Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει με τον δέοντα σεβασμό ότι πρώτος ο Αρτουρ Σοπενχάουερ επέτυχε να προσδιορίσει τη φύση του ενστίκτου με εκπληκτική ακρίβεια στην εποχή του, χωρίς καμία απολύτως κλινική εμπειρία ή άλλη παρεμφερή επιστημονική συνεισφορά.

Καθιστώντας πρώτος στην ιστορία της δυτικοευρωπαϊκής φιλοσοφίας το ανθρώπινο σώμα ως την πρώτιστη εστία των στοχαστικών αναφορών, ως κατ’ εξοχήν δηλαδή αντικειμενικοποίηση της ίδιας, της τρομερής Βούλησης, ο Αρτουρ Σοπενχάουερ δοκίμασε να αναζητήσει τρόπους υπεράσπισης και ψυχολογικής ενδυνάμωσης της ανθρώπινης μονάδας. Η διεισδυτική, σαφώς εικονοκλαστική σκέψη του, εμφανίζει πολλές πτυχές της και στο τρίτο δοκίμιο, το πλέον «φιλάνθρωπο» της παρούσας έκδοσης. Ο άνθρωπος, αυτό το καλάμι στην απεραντοσύνη του κόσμου όπως υπογράμμισε εμφανώς ο Πασκάλ, καλείται να ζήσει κατά το παράδειγμα της στωικής απόκλισης. Διευρύνοντας εκ παραλλήλου όσο γίνεται περισσότερο το ζωτικό πεδίο της ενόρασής του, οφείλει να πραγματώσει μιαν εμφανώς ασκητική διαβίωση. Ξεκαθαρίζοντας τους λογαριασμούς του με τις πλάνες, τις απάτες και τις λογής ψευδαισθήσεις της αγοράς, γνωρίζει ότι όντως «υπάρχει μεγαλείο πνεύματος και αξιοπρέπεια να σηκώνεις σιωπηλά και χαλαρά το αναπόφευκτο, μένοντας πάντα ο ίδιος, σε μελαγχολική ηρεμία, ενώ άλλοι πέφτουν από τον ενθουσιασμό στην απελπισία και το αντίστροφο» (βλ. σελ. 118). Τα επιχειρήματά του αναπτύσσονται και εδώ με υποδειγματική, το τονίζω αυτό, διαύγεια ύφους. Δικαίως άλλωστε έχει χαρακτηριστεί πατέρας της νεωτερικής ψυχολογίας. Aποφθέγματα και ρήσεις επαϊόντων τόσο από το δυτικοευρωπαϊκό γνωσιολογικό καταπίστευμα όσο και από το αντίστοιχο ινδουιστικό ή σινικό συμπληρώνουν την παράθεση των διαδοχικών πορισμάτων του. Το ενδιαφέρον έγκειται και στη συνάντησή του με κατά πολύ νεότερους ερευνητές, όπως φέρ’ ειπείν είναι ο Ζακ Λακάν, όταν διερμηνεύει τα ίδια ακριβώς χωρία από τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» (1225 κ.ε.). Αρκεί κανείς να συσχετίσει το περιεχόμενο των τελευταίων σελίδων του δεύτερου ως άνω δοκιμίου του Σοπενχάουερ με τον επίλογο της διάλεξης του γάλλου ψυχαναλυτή με τίτλο «Ο Φρόιντ μέσα στον αιώνα» (βλ. Ζακ Λακάν, «Σεμινάριο Τρίτο, Οι ψυχώσεις», εκδόσεις Ψυχογιός, σελ. 277 επ.).

Αρκετοί προσπάθησαν κατά καιρούς, όπως γνωρίζουμε, να αποδομήσουν πλήρως τον πότε ελαφρώς, πότε ειδεχθώς παρεξηγημένο αυτό φιλόσοφο, ενταφιάζοντάς τον κάτω από τον μονόπλευρο ισχυρισμό τους ότι δήθεν προπαγάνδισε μιαν αντιιστορική, μονόπλευρη, στείρα απαισιοδοξία. Ό,τι δηλαδή διδάσκουν στην εποχή μας, στη συντριπτική τους μάλιστα πλειονότητα, οι συναφείς ανά την υφήλιο πανεπιστημιακές έδρες. Βεβαίως ο Σοπενχάουερ, ο μονήρης της Δρέσδης και της Φρανκφούρτης, δεν παύει να αντιστέκεται σθεναρά ως εννοιολογικό ορόσημο. Αφήνοντας να φανούν στους πλέον ακριβοδίκαιους μελετητές του, στους οποίους συγκαταλέγεται ο επίσης γνωστός στην πατρίδα μας Ίρβιν Γιάλομ, όλες οι πτυχές της πολύσημης παρακαταθήκης του, παραμένει, ως πανδέκτης διεξοδικών, ευθύβολων  προτάσεων και οξυδερκών κρίσεων για όσα ανθρωπολογικά και άλλα ζητήματα μας απασχολούν, σε καθημερινή βάση, ένας σταθερός άξονας αναφορών. Έχουμε πάντα κατά νου, συν τοις άλλοις, την ειδικότερη αποτίμηση του συμπατριώτη του, του προαναφερόμενου νομπελίστα Τόμας Μαν, ο οποίος τόνιζε συχνά ότι ο κόσμος πάντα αισθανόταν κατά βάθος και πέρα από τις μεροληψίες των επιθετικών κριτικών του την όλη προσφορά του Αρτουρ Σοπενχάουερ ως «εξεχόντως καλλιτεχνική και μάλιστα ως καλλιτεχνική φιλοσοφία κατ’ εξοχήν».  Η μετάφραση διεξήλθε με άνεση το απαιτητικό πρωτότυπο.

 

Σημ: Το άρθρο του Γ. Β. πρωτοδημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ το 2016

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.