☞ Πατέρας, γαστρεντερολόγος. Πατέρα, αστρολόγος. Πατεράκη, ηθοποιά. Mπάμπαλης (τρκ. babali: πατέρας), εκδότης («Επίκουρος»). Τάτας (αρβ. tattë, -a: στην παιδική γλώσσα, ο μπαμπάς), οδοντίατρος (και Τατούλης, πολιτικός) ☞ Μαμάς, γυναικολόγος ☞ Παππούς, φωτορεπόρτερ (εκ Θεσσαλονίκης). Δέδες (τρκ. dede: παππούς), ποδοσφαιριστής ☞ Γιαγιά, χρώματα (και Γιαγιάνος, ζωγράφος — γειά σου Αποστόλη!) ☞ Βρεφίδης, φαρμακείο ☞ Μωρός, βρεφικά είδη. Μωράκη, τουριστικά είδη ☞ Παιδής, καρδιολόγος. Παιδόπουλος, εσώρρουχα ☞ Γιόκας, κρεοπωλείο. Μπίρης (αλβ. bir: γιος), αρχιτέκτων. Κανακάρης, οινοποιία. Αποσπόρης (υστερότοκος), ρολόγια. Μονογυιός, μάνατζερ (και Μονογιούδης, ηλεκτρονικός).Τάτσης (αρβ. taç, -i: το τελευταίο παιδί της οικογένειας), οινοποιία ☞ Κορούλης, υποδήματα. Κορουλάκης, σκάφη αναψυχής ☞ Ορφανός, πρώην υπουργός (και Ορφανίδης, νευροχειρουργός, Ορφανουδάκης, φαρμακείο κλπ.). Γετίμης (αραβ. yetim: ορφανός), ψυκτικός. Ψυχογιός, εκδότης. Ψυχοπαίδης, ζωγράφος ☞ Εγγονάκης, είδη δώρων. Εγγονόπουλος, γλυκύτατος ζωγράφος και ποιητής / φυσιοθεραπευτής. Αραπόγγονος (Μάνη). Δημαρόγγονας, ποιμήν. Κοντόγγονας, δικηγόρος. Λιμπερόγγονας, αξιωματικός. Παπαδόγγονας, χρηματιστής. Ροδόγαμβρος, αγρότης. Φωτόγαμβρος, γεωργός ☞ Αδελφόπουλος, επιχειρηματίας. Καρδάσης (τρκ. αδελφός), ζαχαροπλάστης. Βρατουλης (σλβ. brate: αδελφός) ☞ Δίδυμος, οπωροκηπευτικά. Γέμελος (λατιν. δίδυμος), κολυμβητής. Διπλάρης (δίδυμος), μουσικά όργανα. Ζυμπρακάκης [αρχ. (αμάρτυρο:) συμπραγής (δίδυμος)], στρατιωτικός [και Ζυμπραγός, αυγά (Ηράκλειο)]. Μπιν(ι)άρης (αλβ. δίδυμος), ηθοποιός ☞ Διγενή, δημοσιογράφος ☞ Θείος, ψητοπωλείο.Τζατζάς (αρβ. xhxha {?]: θείος), λήσταρχος ☞ Μπάρμπα, ηθοποιός. Τσίτσος/ης, Τσιτσόπουλος (σλαβ. čičko ?: θείος) ☞ Πεθεράκης, έμπορος. Πενθερουδάκης, κοσμήματα ☞ Συμπέθερος, εισαγγελέας ☞ Γαμβρού, φιλόλογος. Γαμβρούλη, νοσηλεύτρια. Αβραμόγαμβρος, αγωνιστής του ‘21. Καλογερόγαμβρος, ταβέρνα. Μαστρογαμβράκης, γυναικολόγος ☞ Νυφάκος, ερευνητής ιατρικής. Νυ(μ)φόπουλος, οδηγός ☞ Κουμπάρου, φιλόλογος. Κουμπαράκης, διαιτητής. Κουμπαρούλη, γεωπόνος ☞ Παντρεμένος, μεσίτης ακινήτων. Χωρισμένος, αγρότης. Ελεύθερος, λιθογράφος, παλαιός συνεργάτης. Μπεκιάρης, έμπορος. Μπακούρης, μάνατζερ ☞ Συγγενάκης, αθλητής ☞ Βράτιμος (σλβ. bratim: αδελφοποιτός, ξενάδελφος, σταυραδελφός), μηχανικός (και Μπράτιμος, γυναικεία ενδύματα). Βλάμη (βλάχ.: αδελφοποιτός), συγγραφέας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ: ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
