You are currently viewing Ελένη Λόππα: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Ο τόπος μέσα μας, εκδ. Αρμός, 2020

Ελένη Λόππα: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Ο τόπος μέσα μας, εκδ. Αρμός, 2020

 Στο βιβλίο, Ο τόπος μέσα μας, της Δ.Κ.Χ. περιλαμβάνεται ένας μεγάλος αριθμός διηγημάτων, πενήντα συνολικά, με τον πολύσημο και πολυσήμαντο τίτλο τους. Ο  τόπος ως γενέθλιος χώρος, ως πατρίδα, αλλά και ο συμβολικός, ο εσωτερικός τόπος, αυτός της ψυχής και των συναισθημάτων. Είναι χαρακτηριστικό το δίστιχο του Πεσσόα που προηγείται στη συλλογή των διηγημάτων: «Για ποιο λόγο κοιτάς την απόμακρη πόλη;/Η ψυχή σου απόμακρη πόλη».

Στα διηγήματα προτάσσονται εξαιρετικά επιλεγμένα μότο, που νοηματικά συνδέονται με την υπόθεση του διηγήματος. Υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία από μότο ποιητών, κυρίως, Ελλήνων και ξένων, όπως: του Ελύτη, Ρίτσου, Καβάφη,  Μόντη,  Εγγονόπουλου, Σαχτούρη, Εμπειρίκου, Σαπφώς, αλλά και στίχοι της ίδιας της συγγραφέα και ποιήτριας  σε επτά διηγήματα. Επίσης στα μότο υπάρχουν και  αποσπάσματα πεζογράφων, όπως του  Χειμωνά και του Ροϊδη. Από τους ξένους ποιητές και πεζογράφους φιλοξενούνται μότο των: Μπόρχες, Λόρκα, Οκτάβιο Παζ,  Σιμπόρσκα, Πεσσόα, Μοσσάεντ,  Κάριν Μπόγιε,  Έμιλυ Ντίκινσον, αλλά και  Γουίνικοτ,  Κίρκεγκορ, Alice Miller. Πάντως, είναι εμφανής η προτίμηση της Δ.Κ.Χ. στον Μπόρχες, που αποσπάσματά του εμφανίζονται ως μότο σε 7 διηγήματα, στον Πεσσόα και στον Καβάφη, με στίχους τους σε 4 διηγήματα ο καθένας.  Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα μότο παρουσιάζουν και οι στίχοι από ένα παραδοσιακό τραγούδι της Μακεδονίας, Τώρα που στήσαν του χουρό (σ. 17) και ένα παραδοσιακό ποντιακό, Το Τσαρούσιμ (σ. 92).

Η συλλογή των διηγημάτων ανοίγει, αλλά και κλείνει με δύο κείμενα, στα οποία πρωταγωνιστεί το δέντρο και διακρίνονται από έναν έντονο συμβολικό, φιλοσοφικό και ποιητικό χαρακτήρα. Στο πρώτο με τίτλο, Κι έγινε δέντρο που μιλούσε στη σιωπή, το δέντρο παλεύει «να ντύσει τη νύχτα στο φως, να αντέχεται το σκοτάδι» (σ.13), ενώ στο τελευταίο διήγημα, Το Βιβλιόδεντρο, «ρίζα της ελιάς, της Παλλάδας παλάμη, φέρει φωνές αρχέγονες» (σ.246). Η Αθηνά «στρέφεται στα φύλλα. Γίνεται συνομιλητής τους. Άλλοτε ρωτά, απαντά άλλοτε.{…{ Βουτά στη θλίψη τους. Γεύεται της παρηγοριάς τους το μέλι. Αν δεν χάσεις τον εαυτό, δεν χάνεται τίποτα, λένε ελπιδοφόρες φωνές. Αν στο όλο συνέχεσαι όλος, τα έχεις όλα» (σ.247).Το Βιβλιόδεντρο είναι αυτό που «καταγράφει τη μνήμη. Το βιβλίο των βιβλίων» (σ.248).

Υπάρχει μια πληθώρα θεμάτων και μια πολύ πλούσια ποικιλία, όπου πρωταγωνιστούν ο ξεριζωμός, η προσφυγιά, ο έρωτας και ο ανικανοποίητος έρωτας, η προδοσία, ο χωρισμός και η τρέλα, τα καταχωνιασμένα αισθήματα και τα απωθημένα, ο θάνατος, ειδικά παιδιών, το τραύμα του Εμφύλιου και ο βίαιος αποχωρισμός των μελών της οικογένειας, η υποχρεωτική μετεγκατάσταση στην περίοδο του Εμφυλίου, η ανεργία, η φτώχεια, η ανθρωπιά, η μετανάστευση, η ξενιτιά, ο ιαματικός χορός, η μοναξιά, αλλά και η φιλία, το παράπονο/το εσωτερικό τραύμα, η αναζήτηση και η αποδοχή ή η απόρριψη του Άλλου, η έρπουσα, ανομολόγητη ή εκφρασμένη ομοφυλοφιλία και αμφιφυλία, ο φθόνος των συναδέλφων, η κακία, οι προκαταλήψεις, οι ταπεινωτικές και ρατσιστικές προσβολές, το παιδικό τραύμα, οι αδελφικές σχέσεις, η έλλειψη του χρόνου, οι φθορές του χρόνου και τα γηρατειά, η αναπηρία παιδιών, ο βιασμός παιδιών, η αναζήτηση του εαυτού και της προσωπικής αλήθειας, το δέσιμο με τα ζώα, κυρίως με τις γάτες, αλλά και τα αγριοπερίστερα, ως αντίδοτο στη μοναξιά, η χαρά της τεκνοποίησης και η αγωνία της μάνας, ο νόστος, η αναζήτηση της ρίζας και της συνέχειας, η ανάγκη της αίσθησης του ανήκειν σε έναν κόσμο, που γίνεται όμως ολοένα πιο ανοίκειος,  και η απομυθοποίηση των νοσταλγικών εικόνων της φαντασίας: «Κομμάτια και θρύψαλα. Άντε να τα ενώσεις», σκέφτεται ο μετανάστης στην Αυστραλία ήρωας που, επιστρέφοντας, δεν αναγνωρίζει πια τον γενέθλιο τόπο του (Άντε να τα ενώσεις, σ. 106). Αυτή η αίσθηση του ήρωα μας θυμίζει έντονα το ποίημα του Σεφέρη, Ο γυρισμός του ξενιτεμένου. Ακόμη και το θέμα του βιονικού ανθρώπου χωράει στη συλλογή των διηγημάτων (Χωρίς τη σελήνη,  σ. 235). Υπάρχουν και θέματα χαριτωμένα που αναφέρονται στην εφηβική ηλικία, στους ρομαντικούς έρωτες, στα σκασιαρχεία από το σχολείο για το σινεμά (Πεθαίνει η Ζαν Μορό; σ.231) -είναι χαρακτηριστική η νοσταλγική φωτογραφία της συγγραφέα σε εφηβική ηλικία στο εξώφυλλο του βιβλίου- , αλλά και θέματα κωμικοτραγικά, όπου γελοιοποιείται η μεγαλομανία (Υποδόρια πίσσα, σ.165), η αφέλεια και η πίστη στα δάνεια και τις πιστωτικές κάρτες (Δεν θα φύγουμε τυφλοί, σ. 160), η καρναβαλική μεταμόρφωση μιας σκυλίτσας σε πεταλούδα (Σκύλος με φτερά, σ.148).

Όλα τα διηγήματα της συλλογής  έχουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα θέματα. Συνταρακτικά όμως θεωρώ εκείνα που αναφέρονται στον Εμφύλιο πόλεμο, με την υποχρεωτική μετεγκατάσταση των κατοίκων, των ανταρτόπληκτων ή στρατόπληκτων, ανάλογα με την οπτική/ιδεολογική γωνία του καθενός, και κυρίως τον βίαιο αποχωρισμό των παιδιών από την οικογένεια, όσα αναφέρονται σε βιασμούς και θανάτους μικρών παιδιών, καθώς και στην προσφυγιά, στη μετανάστευση και στον ξεριζωμό από τον γενέθλιο τόπο, που βίωσε άλλωστε και η ίδια η συγγραφέας.

Η μνήμη σ’ αυτό το παιχνίδι της νοσταλγίας και της φαντασίας, από τη μια και του πραγματικού από την άλλη, παίζει καθοριστικό ρόλο στην αφήγηση. Οι ήρωες κινούνται σε τόπους παραδοσιακών κοινωνιών, αλλά και σε μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως της Σουηδίας, της Γερμανίας και της Αυστραλίας και διαλέγονται συνεχώς, με αναδρομές στο παρελθόν/flash back, ανάμεσα στο τότε και το τώρα, ανάμεσα στο τοπικό και το οικουμενικό, ανάμεσα στο εγώ και τους άλλους, ανάμεσα στο μέσα και στο έξω. Συναντιούνται συνήθως μετά από χρόνια σε γάμους, κηδείες ή τοπικά πανηγύρια και παραδοσιακά γλέντια, αναζητώντας επίμονα και με νοσταλγία τον τόπο τους, τη γλώσσα τους, το πατρικό τους σπίτι, αγαπημένα πρόσωπα του παρελθόντος. Όμως «πατρίδα μου ο κόσμος/πατρίδα μου η αγάπη», διακηρύσσει ως μότο η συγγραφέας στο διήγημα, Να μας φέρουν κοντά, (σ. 108), όπου ο μετανάστης στην Αυστραλία ήρωας παντρεύει τον γιο του στη Σαντορίνη με μια κοπέλα από τη φυλή των Μαορί, ξεπερνώντας όλα τα στερεότυπα, τις φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις, σε αντίθεση με τους Μαροκινούς γονείς, στο διήγημα Καραόκε (σ. 34), που δεν ανέχονται να έχει σχέση ο γιος τους με μια Ελληνίδα, αλλόθρησκη, Χριστιανή.

Ο λόγος της Δ.Κ.Χ. άλλοτε λιτός, δωρικός, με κοφτές μικροπερίοδες φράσεις, άλλοτε ποιητικός, μεταφορικός, φιλοσοφικός, ανάλογα με το θέμα του διηγήματος. Όσο πιο δραματικό είναι το θέμα, τόσο ο λόγος γίνεται πιο κοφτός, πιο λιτός και γι’ αυτό πιο συγκλονιστικός, όπως δείχνουν παρακάτω κάποια παραδείγματα. Μερικές φορές, όμως, όταν η κακία και η αδικία περισσεύουν, μέσα από τον λόγο αναδύονται  εφιαλτικές εικόνες, λες και από μέσα του φυτρώνουν όλα τα άνθη του κακού:

« Πήρε ένα τσιγάρο. {…} Με το που άνοιξε το στόμα απλώθηκε μαύρο σκοτάδι. Πίσσα. Πηγάδι θεοσκότεινο το στόμα. Το πρόσωπο μεταμορφώθηκε. Παραμορφώθηκε τερατόμορφο. Κακόσχημο ομοίωμα δράκαινας. Από τη σκοτεινή χοάνη του στόματος ξεχείλιζε ακατάσχετος οχετός. Μέδουσας φτύμα, φίδια κομμένα, βδέλλες που έψαχναν να κολλήσουν βεντούζες. Όλα τα «μούλικα» και τα «πουτάνας κόρη» που σωρεύτηκαν μέσα της πήραν μορφή και ξεπηδούσαν από το στόμα. Τον γνώριζε από παιδί αυτόν τον οχετό. Μια ζωή τον έφερε μέσα της. Συμβίωνε μαζί του. {…} Με το που έκλεισε το στόμα τα τέρατα κρύφτηκαν πάλι» (Μέδουσας φτύμα, σ. 137.

«Έφευγε μετανάστρια για το Μόναχο. Χωμένη σε μια τεράστια μήτρα. Στο τρένο. {…} Έτσι έμαθε να αγαπά τα τρένα. Από τη μια ο αποχωρισμός και το άγνωστο έμπηγαν δαγκάνες σκορπιού. Δάγκωναν το στήθος.  Από την άλλη το άνοιγμα {…} Κι ο πόθος για το ταξίδι, φτερούγισμα καρδερίνας» (Το ποτάμι ξεχείλισε, σ. 19).

«Από τότε που θυμόταν τον εαυτό ήθελε να τη δει. Να της δείξει το τραύμα. Ανοιχτή πληγή η ψυχή. Να τη ρωτήσει. Πώς γίνεται να αφήνει τα μικρά της μια μάνα;» (Άρχισε να γρυλίζει, σ.85).

 «Οικογένεια στην οικογένεια. Παραφυάδα. Ένα μικρό υποσύστημα. Ένα απόστημα. Μια ζωή μάνα και γιαγιά να διεκδικούν τον μπαμπά και η ίδια κόκκινο πανί και καταλύτης ανάμεσά τους. Μικρό μήλο της έριδας» (Παρένθετο σ. 219)

Συχνά η Δ.Κ.Χ. χρησιμοποιεί γλωσσικά στοιχεία της ντοπιολαλιάς, της ποντιακής διαλέκτου,της σλαβομακεδονικής, ή της τουρκικής, στοιχεία που εμπλουτίζουν τον λόγο της και του δίνουν αυθεντικότητα και ομορφιά.

Κάποια παραδείγματα: «Ου πατέρας σας ήταν στ’ αντάρτικου. Ιγώ δεν ήθιλνα να ιέχου να κάνου μ’ αυτά. Μ’ έφταναν και πιρίσσιβαν τα θκα τ» (Άρχισε να γρυλίζει, σ. 89).

 «Καλομάνα ή γιάγια τη φώναζαν. Χόρευε και τραγουδούσε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Αυτό ήταν το αγαπημένο της τραγούδι. Γράσκουμαι, γράσκουμαι, σκέφτηκε. Γράσκουμαι άμον τα τσαρούσα τη γιαγιάσιμ… Εκείνη, όμως είχε λιώσει τα τσαρούχια της χορεύοντας και τραγουδώντας μέχρι τα τελευταία. Τα δικά της τα ένιωθε να λιώνουν από σύρσιμο πάνω στην άκαμπτη άσφαλτο ή το λαμινέιτ δάπεδο του σπιτιού» (Το τσαρούσιμ, σ. 93).

«ντούσια μόια, μίλο μόε» (Άρχισε να γρυλίζει, σ. 87).

 «Yuru yavrum, yuru basmak yavrum yuru”(Δάχτυλο στο στόμα, σ. 140).

Σε δύο διηγήματα ακούγεται ξανά ο τίτλος της συλλογής. Στο Πήραν μαζί τους και τη γάτα, ο ήρωας, αναλογιζόμενος την υποχρεωτική μετεγκατάσταση και την ταλαιπωρία των κατοίκων του χωριού του στην περίοδο του Εμφυλίου, σύμφωνα με το σχέδιο των Άγγλων, που ήθελαν να δημιουργήσουν νεκρές ζώνες, για να απομονώσουν τους αντάρτες,  ψιθυρίζει: «Τελικά, άνω κάτω ο τόπος μέσα μας! Ο  τόπος μέσα μας…» (σ. 100), αλλά και στο Φουσκίτσες οι στιγμές, η ηρωίδα συλλογίζεται: «Φουσκίτσες οι στιγμές να σκάνε. Να εγκιβωτίζουν τον χρόνο, τον τόπο. Τον τόπο μέσα μας. Έξω από μας» ( σ. 245).

Συμπερασματικά θα έλεγα ότι έχουμε να κάνουμε με μια εξαιρετική από κάθε άποψη,  θεματική, γλωσσική, ιδεολογική, συλλογή διηγημάτων, που συγκινούν και κρατούν αδιάπτωτο ως το τέλος το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η Δ.Κ.Χ. ψυχογραφεί τους ήρωές της, ανατέμνει τις ψυχές τους, και κατορθώνει να αναδείξει το γεγονός ότι ο ξεριζωμός από τον γενέθλιο χώρο, τον τόπο μας, αλλά και όσα μας κατατρέχουν, είναι συγχρόνως και ένα αγιάτρευτο τραύμα για τον «τόπο μέσα μας».

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.