You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Άννα Γρίβα, Η Ελληνίδα σκλάβα – Μυθιστόρημα εμπνευσμένο από πραγματική ιστορία.  Εκδ. Μελάνι, 2022

Ανθούλα Δανιήλ: Άννα Γρίβα, Η Ελληνίδα σκλάβα – Μυθιστόρημα εμπνευσμένο από πραγματική ιστορία. Εκδ. Μελάνι, 2022

Η ιστορία της Ελληνίδας σκλάβας έγινε μυθιστόρημα, από την εξαιρετική πεζογράφο, ποιήτρια και κριτικό βιβλίου Άννα Γρίβα, ενώ στην εποχή της – της σκλάβας δηλαδή- είχε γίνει ποίημα από την Ελισάβετ Μπάρετ -Μπράουνινγκ, πίνακας Ζωγραφικής από τον Jules  Lefebvre (στο εξώφυλλο), πορτρέτο σε μινιατούρα από την Αν Χολ το 1831, γλυπτό από τον Χάιραμ Πάουερς το 1843 στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον και πολλά αντίγραφά του σε άλλες αμερικανικές πόλεις· τέλος,  είδηση στα μέσα της εποχής.

Το έργο του Χάιραμ Πάουερς παρουσιάζει μία κόρη δώδεκα ετών, γυμνή, σαν Αφροδίτη, δεμένα τα χέρια της με αλυσίδα, από την οποία κρέμεται  ένας σταυρός.  Πρόκειται για τη νεαρή Γαρυφαλλιά Μιχάλμπεη που μετά την καταστροφή των Ψαρών, όπου σκοτώθηκαν οι γονείς της, η Γαρυφαλλιά και οι δύο αδελφές της πουλήθηκαν στο σκλαβοπάζαρο της Σμύρνης. Την αγόρασε από τους Τούρκους ο Βοστωνέζος έμπορος Τζόζεφ Λάγκτον και την έφερε με το πλοίο Suffolk, τον Μάιο του 1827, στο σπίτι του, στις ΗΠΑ, όπου της συμπεριφέρθηκε σαν να ήταν παιδί του.  Όμως από τις κακουχίες που είχε ήδη περάσει η Γαρυφαλλιά πέθανε τρία χρόνια αργότερα.

Σύμφωνα με το οπισθόφυλλο του βιβλίου της Γρίβα, το κορίτσι δεν σώθηκε από τον Λάγκτον,  αλλά από τον Αμερικανό διπλωμάτη Φίλιπ Κέρτις, ο οποίος όταν πέρασε από μπροστά της στο σκλαβοπάζαρο και εκείνη τον κοίταξε με βλέμμα ικετευτικό, εκλιπαρώντας για την ελευθερία της, ο Κέρτις δεν άντεξε: «Στάθηκα και την κοίταξα κι εγώ. Τότε εκείνη έπεσε στα γόνατα και σταύρωσε τα χέρια της σε ικεσία. Αυτή η εικόνα ήταν ίσως ό,τι πιο θλιβερό έχω δει ποτέ στη ζωή μου… Από πού να ερχόταν; Ποιο ήταν το όνομά της; Ποια η ιστορία της δυστυχίας της;». Πλήρωσε όσα ζήτησε ο έμπορος και την πήρε μαζί του στην Αμερική.

Στο βιβλίο, η συγγραφέας, προτίμησε την εκδοχή του διπλωμάτη, η οποία συνδέει την Γαρυφαλλιά με την Ουάσιγκτον, όπου συνυπάρχει ο θεσμός της δουλείας με τους απελεύθερους μέχρι το 1862, ενώ η Βοστώνη είναι πιο φιλελεύθερη. Έτσι  η μοίρα της ηρωίδας συνυφαίνεται με τη μοίρα όλων εκείνων των σκλάβων που πωλούνται στα σκλαβοπάζαρα της εποχής και ό,τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια του βίαιου και ταραγμένου 19ο αιώνα. Η επαναστατημένη και αιματοβαμμένη Ελλάδα, στην εντεύθεν του Ατλαντικού ωκεανού γη, ενώ στην εκείθεν, στην Αμερικανική ήπειρο, στη  γη της ελευθερίας (!), ετοιμάζεται να εκραγεί ο εμφύλιος πόλεμος, με τον ρατσισμό και την εξόντωση των Αφρικανών και των Ινδιάνων. Τα ελληνικά ολοκαυτώματα στην Ελλάδα του παλαιού κόσμου και η απάνθρωπη εξολόθρευση των ιθαγενών και των βιαίως αποσπασθέντων από τη χώρα τους δυστυχισμένων στον νέο κόσμο.

Η αφήγηση στέκεται σε γεγονότα, σταθμούς της ελληνικής ιστορίας και πρόσωπα, φωτίζοντας την εποχή. Το έτος 1827 προβάλλεται ο Καποδίστριας και οι ελπίδες που είχε στηρίξει ο ελληνικός λαός πάνω του. Ο Κέρτις γράφει στον πατέρα του, με τον οποίο μοιράζεται την αγωνία του για τον κόσμο, και ο νους του τρέχει στις κόρες του τη Λουίζ και την Κάθριν. Περιδιαβάζοντας στην παραλία της Σμύρνης βρέθηκε στο σκλαβοπάζαρο και τότε ήταν που είδε με φρίκη τα τρομαγμένα πρόσωπα των δεμένων ανθρώπων, τη μοίρα του σκλάβου και ανάμεσα στη ζωντανή ανθρώπινη πραμάτεια το βλέμμα του στάθηκε στο κορίτσι της ιστορίας μας με «μακριά μαύρα μαλλιά και βαθιές χαρακιές στα μπράτσα». Και τότε άκουσε μέσα του τη φωνή του πατέρα: «Βοήθησέ την κάνε καλό σ’ ένα πλάσμα για να βοηθήσεις όλη την ανθρωπότητα».

Με αφορμή το κορίτσι και την καταγωγή του από τα Ψαρά, θα δοθεί η ευκαιρία στον Κέρτις να μιλήσει για τη μεγάλη καταστροφή εκεί, για τον Κωνσταντίνο Κανάρη «από τους πιο έντιμους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου». «Τι να σου πω, πατέρα, για τα Ψαρά;… οι Τούρκοι έσφαξαν δίχως έλεος τους αμάχους». Άλλες γυναίκες έπεσαν στη θάλασσα με τα παιδιά στην αγκαλιά και πνίγηκαν, άλλες πήραν τα όπλα και πολέμησαν, πολλοί Ψαριανοί ανατινάχτηκαν. «Τι να είδε η Γαρυφαλλιά από όλη αυτή τη φρίκη;».

Η Γαρυφαλλιά θα κάνει τη δική της αναδρομή και θα θυμηθεί τα παιδικά της χρόνια στο σπίτι με τον κήπο, την οικογένεια, τον μπαμπά που ήθελε οι κόρες του να σπουδάσουν στην Κωνσταντινούπολη. Ο  Φίλιπ θα θυμηθεί τις κουβέντες που είχε με εκπροσώπους της οθωμανικής εξουσίας για τους οποίους τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες ήταν αμελητέα ποσότητα.   Το 1826 είχε βρεθεί στο Παρίσι κι εκεί είχε διαβάσει Κάλβο, την Ωδή «Εις Ψαρά» και είχε ανατριχιάσει με τη φράση  «Επί το μέγα ερείπιον»… Η Γαρυφαλλιά θα επανέλθει με την περιπέτεια των πωλήσεών της από έμπορο σε έμπορο και με το ταξίδι της από την μια πόλη στην άλλη και στην ωραία Πόλη που ήθελε να πάει αλλά όχι ως σκλάβα.

Από την αλληλογραφία του Φίλιπ με τη σύζυγό του και τον πατέρα του,  μαθαίνουμε  τον χαρακτήρα του, το ενδιαφέρον του για τους ανθρώπους και τη θλίψη του από τη δυστυχία και την αδικία που πλήττει την ανθρωπότητα. Το βιβλίο, δηλαδή, συναπαρτίζεται από αφηγήσεις διαφορετικών προσώπων που όλοι όμως, ο καθένας από τη δική του πλευρά, φωτίζουν το ίδιο θέμα, συμπληρώνοντας το πολύπαθο  σώμα των δυστυχισμένων.

Στην αφήγηση θα μπουν κι άλλα πρόσωπα, τα οποία γεννά η φαντασία της συγγραφέως, για να αναδείξουν, με αφορμή την αληθινή ιστορία της Γαρυφαλλιάς, την Ινδιάνα και την Αφρικανίδα σκλάβα και να φτάσουν  στις μέρες μας και στα σύγχρονα σκλαβοπάζαρα, όπου πολλές Γαρυφαλλιές υφίστανται τα μαρτύρια της ηρωίδας του βιβλίου, παραμένοντας κακοποιημένες, αφανείς και σιωπηλές. Διότι το θέμα του βιβλίου, επισήμως 200 ετών, προϋπήρξε και δυστυχώς είναι ακόμα επίκαιρο διότι δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, όπως λέει ο ποιητής.

Η φράση της Λουίζ, «Ίσως ο κόσμος αυτός να μην αλλάξει ποτέ» ακούγεται απαισιόδοξη (όπως και ο σίγουρος στίχος  των Νίκου Γκάτσου-Μάνου Χατζηδάκι προς τον «Κεμάλ», αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ), όμως και μόνο η αναμόχλευση του γεγονότος  είναι μια μικρή αχτίδα φωτός που ευχόμαστε να διαψεύσει την αμφίβολη πρόβλεψη της Λουίζ. Η Άννα Γρίβα μίλησε, με αφορμή τη Γαρυφαλλιά, για την αιωνίως και παντοιοτρόπως βασανισμένη γυναίκα. Ας θυμηθούμε εδώ και τους  χαρακτηριστικούς στίχους της Κικής Δημουλά:

Για τα δεμένα χέρια σου, πού έχεις /όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,/ σε λέω γυναίκα./ Σε λέω γυναίκα/ γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη.

Και έτσι συμβαίνει η Λογοτεχνία να στρώνει το κόκκινο χαλί για να περπατήσει η  Ιστορία …

 

Ανθούλα Δανιήλ

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.