You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Αρθούρος Ρεμπώ. Μια ζωή κομμένη στα δύο        

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Αρθούρος Ρεμπώ. Μια ζωή κομμένη στα δύο        

 

                                                          «Εγώ είν’ ένας άλλος» Α.Ρ.

                                                                      

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

 

 

 ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΣ

 

 «Ασφαλώς θα με ευχαριστούσε να τακτοποιήσω αυτή την υπόθεση, αλλά δυστυχώς δεν έχω τρόπο να το κάνω, εγώ που μόλις μπορώ να βάλω το παπούτσι στο μοναδικό μου πόδι», γράφει ο Αρθούρος Ρεμπώ σε γράμμα στην αδελφή του Ιζαμπέλ, από τη Μασσαλία στις 15 Ιουλίου1891.

Το κλίμα, οι εξοντωτικές πορείες σε δύσβατες περιοχές, οι κάθε είδους κακουχίες και οι οικονομικές αποτυχίες που τον οδηγούσαν στην καταστροφή εξαιτίας της απειρίας του σ’ αυτή τη δραστηριότητα στην οποία είχε καταλήξει  έχοντας εγκαταλείψει την ποίηση και τη μποεμία, οδήγησαν μοιραία στον ακρωτηριασμό του ποδιού του. Η μόλυνση στο γόνατο τον βρήκε σε κάποιο απομονωμένο μέρος στη μέση μιας συναλλαγής που δεν ήθελε ν’ αφήσει εκκρεμή, και τον εμπόδισε να φροντίσει έγκαιρα το πόδι του. Η υποτίμηση της ρουπίας, νόμισμα με το οποίο έκανε τις συναλλαγές του, τον ανάγκαζαν να κλείνει τις επιχειρήσεις του «μέσα στη φρίκη των σεληνιακών χωρών», τις οποίες είχε οργώσει την τελευταία δεκαετία. Βρισκόταν στο τέλος αυτής της εμπορικής δραστηριότητας  Αλλά  ήθελε να φτιάξει τη ζωή του,  να παντρευτεί. Προσπαθούσε να συγκεντρώσει ένα αρκετά μεγάλο χρηματικό ποσό- για να πραγματοποιήσει αυτή την ύστατη, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, επιθυμία του.

Η υπόθεση που αναφέρει στο γράμμα του, ότι πρέπει να τακτοποιήσει είναι ο στρατός όπου θεωρείται ανυπότακτος. Προς τούτο πρέπει να καταθέσει στις στρατιωτικές αρχές κάποια έγγραφα που θα δικαιολογούσαν το ότι είχε αποφύγει να υπηρετήσει την πατρίδα του.

«Περνώ τη νύχτα και τη μέρα σκεπτόμενος τρόπους για να κινούμαι: είναι πραγματικό μαρτύριο!», λέει στο ίδιο γράμμα στην Ιζαμπέλ.  Ήταν κουρασμένος , καταπτοημένος. Δεν άντεχε άλλο κι όταν του ακρωτηρίασαν το πόδι καταλάβαινε πως είχε χάσει τα πάντα: τα χρόνια του -και δεν ήταν λίγα -τις προσπάθειές του, τα χρήματα που είχε κερδίσει και τώρα την αρτιμέλειά του. Έβαζε με το μυαλό του το χειρότερο. Τι άλλο μπορούσε να του συμβεί. Αυτός που είχε ντυθεί το ρόλο του ατρόμητου τυχοδιώκτη, τώρα φοβόταν πως τα πράγματα θα πήγαιναν προς το χειρότερο. Κι αυτή η φριχτή υποψία επαληθεύθηκε.

«Εγώ τα χάλασα όλα με την επιμονή μου να περπατώ και να δουλεύω υπερβολικά», παραδέχεται στο ίδιο γράμμα. «Πεποίθησή μου είναι πως αν είχα φροντίσει εκείνο τον πόνο στην άρθρωση από τις πρώτες μέρες θα περνούσε εύκολα και δεν θα είχε συνέπειες». Αλλά δεν το έκανε και τώρα ήταν αργά. «Αν έρθει ο θάνατος θα είναι πάντως καλύτερα από μια ζωή χωρίς μέλη. […] Καλύτερα να υπομένει κανείς την κόλαση παρά ν’ ακρωτηριαστεί». Περιμένει να πέσει η νύχτα για να κλάψει. Είναι πια απελπισμένος και δεν έχει δυνάμεις.

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

 

Όπως διαπιστώνει κανείς αν κοιτάξει τη φωτογραφία της νιότης του όταν το ‘σκαγε από τη Σαρλβίλ, τη γενέτειρά του, όπου ήταν ο γιός μιας αυταρχικής, φιλάργυρης, πεισματάρας, θρησκομανούς γυναίκας που ήταν επιπλέον ερωτευμένη με το μηδενισμό και ενός ελαφρόμυαλου στρατιωτικού πατέρα που εγκατέλειψε τα τέσσερα παιδιά του στην ανυπόφορη μοχθηρή σύζυγό του θα διαπιστώσει βλέποντάς την αυτή τη νεανική αποτύπωση της νιοτης του πως ήταν όμορφος με αρμονικά χαρακτηριστικά και μια γλυκύτητα που πρόδιδε την ευαισθησία του.

Ο Βερλαίν στο βιβλίο του «Οι Καταραμένοι ποιητές, Κορμπιέρ- Ρεμπώ- Μαλαρμέ» του επιφυλάσσει μια πολύ κολακευτική, σχεδόν λατρευτική, περιγραφή: «Σαν άντρας ήταν ψηλός, καλοφτιαγμένος, σχεδόν αθλητικός τύπος με πρόσωπο τέλεια ωοειδές, ενός έκπτωτου αγγέλου, με μαλλιά ανοιχτά καστανά και με μάτια που είχαν ένα χρώμα ανοιχτογάλαζο»

 Ήταν το 1870 όταν ο Αρθούρος Ρεμπώ διήνυε το 16ο έτος της ηλικίας του. Ένα έξυπνο παιδί που φοίτησε από τα 11 ως τα 16 στο Κολέγιο της Σαρλβίλ κι είχε λαμπρές επιδόσεις . Μάθαινε αρχαία ελληνικά και λατινικά, έγραφε ποιήματα σ’ αυτή τη γλώσσα  κι ύστερα σύνθεσε και το πρώτο του ποίημα στα γαλλικά, τους «Μποναμάδες των Ορφανών». Παίρνει βραβείο για  μια από τις τρεις λατινικές ποιητικές συνθέσεις και αποφοιτά με άριστα. Παίρνει δημόσια συγχαρητήρια από τον αυτοκρατορικό πρίγκιπα για μια ποιητική σύνθεση που του είχε στείλει κρυφά απ’ όλους.

Στο μεταξύ είχε τραβήξει την προσοχή των καθηγητών του που τον προβίβασαν χωρίς να χρειαστεί να φοιτήσει σε μια ενδιάμεση τάξη, όπως οι άλλοι.

Η Σαρλβίλ του προκαλεί ανία, είναι πολύ στενή γι αυτόν που έχει αρχίσει να μη χωρά πουθενά. «Είναι υπέροχα ηλίθια» αυτή η επαρχιακή πόλη στις Αρδέννες που όπως όλες είναι κι αυτή πουριτανική, δογματική, υπερβολικά συντηρητική, αφόρητα ανυπόφορη για τον νεαρό, πολλά υποσχόμενο απόφοιτο, που το σκάει για το Παρίσι, αλλά καταλήγει στη φυλακή γιατί χρωστάει στη σιδηροδρομική εταιρεία ένα υπόλοιπο.

Ο πόλεμος με τους Πρώσους έχει αρχίσει. Ο Ρεμπώ ελπίζει να δει την πτώση του αυτοκράτορα. Ο αγαπημένος του καθηγητής που έχει εντυπωσιαστεί απ’ αυτόν τον αποφυλακίζει και τον φιλοξενεί.

Τώρα δεν του μένει τίποτα άλλο παρά να επιστρέψει σπίτι, αλλά σε λιγότερο από δέκα μέρες ξαναφεύγει. Πηγαίνει περπατώντας στο Βέλγιο όπου θέλει να βρει δουλειά σε εφημερίδα. Αλλά δεν τον προσλαμβάνουν σε καμιά και ξεχνά τη δημοσιογραφική καριέρα. Γράφει «η Πονηρή», «το Πράσινο Καμπαρέ», «ο Μποέμ» , «ο Μπουφές», το «Όνειρο για τον Χειμώνα» κα μια ανελέητη σάτιρα για τον βιβλιοθηκάριο, ο οποίος σκανδαλίζεται με τα βιβλία που διαβάζει.

 

 

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΖΩΗ

 

Εμείς αφήνουμε τον νεαρό φυγά να περιπλανιέται στο Παρίσι, στη γαλλική επαρχία, στις Βρυξέλλες, να γράφει ποιήματα [«Η Νίκη του Σάρεμπρουκ», «Λύσσα των Καισάρων», «Κοιμάται στη Λαγκαδιά», «το Κακό», «η Λαμπρή»], τη μητέρα του να επιφορτίζει την αστυνομία να τον βρει και να της τον φέρει πίσω. Αφήνουμε ακόμη τον ίδιο να διαβάζει στη βιβλιοθήκη από γάλλους σοσιαλιστές και Προυντόν μέχρι αποκρυφισμό καθώς η Σαρλβίλ βομβαρδίζεται και κάνοντας ένα αρκετά μακρύ χρονικό άλμα τον βλέπουμε στο Άντεν ανφάς και ολόσωμο με λευκά λερά ρούχα, εξαιτίας των πολύ υψηλών θερμοκρασιών, πολύ μαυρισμένο, ακόμα νέο. Πρέπει να είναι είκοσι επτά ετών. Στο μεταξύ έχει περιπλανηθεί τόσο όσο κανείς άλλος flaneur. Στη Στουτγάρδη βρίσκει μια θέση παιδαγωγού.

Αισθάνεται τέλεια απογοήτευση. Τον κυριεύει η έμμονη ιδέα να εγκαταλείψει τα πάντα και πρώτα απ’ όλα το ίδιο του το σπίτι. Δε θα τα καταφέρει με την πρώτη. Αργότερα όμως η ζωή που θ’ αφήσει πίσω του δε θα έχει καμιά σχέση με τη ζωή που τον περιμένει. Μελετά ξένες γλώσσες και αρχίζει να περιπλανιέται ανά την Ευρώπη. Από το Παρίσι στο Λονδίνο με σύντροφο τον συνομήλικό του νεαρό ποιητή Ζερμαίν Νουβώ. Στη Στουτγάρδη ξανανταμώνει τον Βερλαίν και του μιλά με φανατισμό για το Χριστιανισμό δυόμιση ολόκληρες μέρες. Όσο του μιλούσε ξεκούκιζε το ροζάριό του. ”Μετά από τρεις ώρες απαρνήθηκε το θεό του και άνοιξε πάλι ματώνοντας τις 98 πληγές του Κυρίου ημών”, γράφει ο Ρεμπώ σε επιστολή γι’ αυτή τη συνάντηση  στον Delahaye.

Από τη Γερμανία, πεζοπορώντας περνά τις Άλπεις και βρίσκεται στην Ιταλία. Κατευθύνεται προς την Πάρο ελπίζοντας να πιάσει δουλειά σε εργοστάσιο σαπωνοποιίας, αλλά παθαίνει ηλίαση, τον μεταφέρουν στην Μασαλλία, ύστερα στο Παρίσι και τελικά στη Σαρλβίλ. Αλλά ξαναφεύγει για το Λονδίνο και ετοιμάζεται για ένα ταξίδι στη Ρωσία. Στη Βιέννη τον ληστεύουν και επιστρέφει στη Γαλλία μέσω Γερμανίας.

Του περνά η ιδέα να αποπερατώσει τις σπουδές του, ενώ σκέφτεται σοβαρά να πάρει μαθήματα πιάνου. Αντί γι’ αυτά φεύγει για την Ολλανδία. Και για να ταξιδέψει στην ανατολή κατατάσσεται στον ολλανδικό στρατό και αποπλέει για την Ιάβα, τον Ιούνιο του 1876. Φθάνοντας στην Μπατάβια, ύστερα από τρεις βδομάδες λιποτακτεί, περιπλανιέται στη ζούγκλα, ανάμεσα σε ιθαγενείς, ώσπου μπαρκάρει σ’ ένα εγγλέζικο καράβι με προορισμό το Λίβερπουλ. Ξαναγυρνά στο σπίτι του. Φεύγει πάλι όμως για το Αμβούργο όπου βρίσκει δουλειά ως διερμηνέας – ιμπρεσσάριος ενός τσίρκου

(”Μέσα σε κοστούμια αυτοσχεδιασμένα με το γούστο του κακού ονείρου παίζουν θρηνωδίες, τραγωδίες ληστών και πνευματωδών ημιθέων κατά τρόπο που η ιστορία ή οι θρησκείες δεν υπήρξαν ποτέ. Κινέζοι, Οττεντότοι, Γύφτοι, μωροί, ύαινες, μολώχ, παλιές παραφροσύνες, δαίμονες απαίσιοι, ανακατεύουν τους λαϊκούς, μητρικούς τρόπους, με τις πόζες και τις κτηνώδεις τρυφερότητες. (…) Έχω μόνος το κλειδί της άγριας αυτής παράτας”).

 

Περιοδεύει στις Βαλτικές χώρες όπου όμως το κρύο είναι ανυπόφορο και έτσι πάει πίσω πάλι, μέσω Σουηδίας, στη Σαρλβίλ για να ξαναφύγει αμέσως για την Αλεξάνδρεια, να ξαναρρωστήσει, να μείνει για λίγο σπίτι του μέχρι να αναρρώσει, για να ξαναφύγει για το Αμβούργο και να μπαρκάρει από τη Γένοβα προς την Ανατολή. Έτσι σχεδίαζε τουλάχιστον. Περνάει πεζή τις Άλπεις όπου λίγο έλλειψε να πεθάνει από μία χιονοθύελλα. Ωστόσο καταφέρνει να φθάσει στη Γένοβα και να ταξιδέψει στην Αλεξάνδρεια όπου δούλεψε για λίγο ως εργάτης. Ταξιδεύοντας για την Κύπρο βρέθηκε στο Σουέζ όπου έπιασε δουλειά σ’ ένα πλοίο. Στην Κύπρο το 1879 ξανάπιασε δουλειά ως εργοδότης σ’ ένα νταμάρι και τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς γύρισε σπίτι του άρρωστος από τύφο.

Κανείς από τους φίλους του δεν ξανάδε τον Ρεμπώ μετά την φυγή του απ’ την Κύπρο το 1880. Από κει μπαρκάρει για την Ερυθρά Θάλασσα και τον Νοέμβρη του 1880 ξεκίνησε για το Χαράρ της Αιθιοποίας, επικεφαλής ενός καραβανιού. Είναι ο πρώτος ευρωπαίος που εγκαταστάθηκε στο Χαράρ. Εξερεύνησε συστηματικά τις γύρω αγεωγράφητες περιοχές και το 1884 τύπωσε μια πραγματεία των εξερευνήσεων του στη Societé de Geografhie. Αυτή την περίοδο κόλλησε σύφιλη. Υπέφερε από την αδράνεια και τη μοναξιά στις οποίες βυθίστηκε εξαιτίας της εκεί παραμονής του, αλλά και γιατί είχε αφήσει πίσω του το καλύτερο ως τότε κομμάτι της ζωής του. Ο Βερλαίν θεώρησε πως επειδή δεν απάντησε στην επιστολή που του έστειλε, είχε πεθάνει. Γι’ αυτό δημοσίευσε μια συλλογή από τα ανέκδοτα ποιήματά του, το 1886. Από το 1886 μέχρι το 1890 ανακατεύτηκε με τις πιο επικίνδυνες επιχειρήσεις: συνόδεψε ο ίδιος καραβάνια με όπλα, πότε για Αιγύπτιους, πότε για Αβησσυνούς φυλάρχους που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Πλούτιζε μέσα σε μια μέρα και την άλλη χρεοκοπούσε εξαιτίας των περιπεπλεγμένων οικονομικών καταστάσεων και συμφωνιών στις οποίες έμπλεκε γιατί του έλλειπε εντελώς η πείρα σε τέτοια ζητήματα. Αυτό το διάστημα έζησε με μια μικρή κοπέλα της φυλής των Χαράρι. Πάμπτωχος φτάνει στο Κάιρο και υποβάλλει αίτηση ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Les Temps για να καλύψει τον πρώτο Ιταλο – Αβησσυνιακό πόλεμο, αλλά μάταια. Ξαναγυρίζει στο Χαράρ όπου συνεταιρίζεται με δύο άλλους εμπόρους όπλων και σκλάβων γιατί είναι αποφασισμένος να πλουτίσει και μάλιστα γρήγορα για να αποτραβηχθεί πια από τις δουλειές και να ζήσει ελεύθερα και ανεξάρτητα. Η μόνη ευτυχία του είναι ο υπηρέτης και σύντροφος του, Dgami. Ύστερα από πολλές περιπέτειες, δυσκολίες και ακατανόμαστες κακουχίες ήθελε πια να ξεκουραστεί λογαριάζοντας να ξαναγυρίσει στη Γαλλία.

 ”Αλοίμονο! Εμένα δε με δένει τίποτα με τη ζωή και εάν ζω, είμαι συνηθισμένος να ζω από κούραση, αλλά εάν υποχρεωθώ να συνεχίσω να κουράζομαι όπως τώρα και να τρέφομαι με καημούς τόσο σφοδρούς και παράλογους σ’ αυτά τα φριχτά κλίματα, φοβάμαι πως θα συντομεύσω τη ζωή μου […]

Να μπορούσαμε επιτέλους να απολαύσουμε μερικά χρόνια πραγματικής ανάπαυσης σ’ αυτή τη ζωή και ευτυχώς που αυτή η ζωή είναι μοναδική, αυτό είναι προφανές, εφόσον δεν μπορούμε να φαντασθούμε κάποιαν άλλη με τόση ανία όσο αυτή”, γράφει ο Μωρίς Μπλανσό.

 

Σε γράμμα στη μητέρα του λέει:

”… τουλάχιστο ν’ αποκτήσω ένα γιο, να αφιερώσω ακέρια τη ζωή μου, μεγαλώνοντάς τον σύμφωνα με τις ιδέες μου οπλίζοντας τον με πλήρη συγχρονισμένη κατάρτιση για να μπορεί κάποτε να γίνει ένας φημισμένος μηχανικός, ένας άντρας ορίζοντας δύναμη και πλούτο μέσω της επιστήμης”.

 

”… όλα θέλουν γκρέμισμα. Όλα θέλουν σβήσιμο μες το κεφάλι μου. Αχ! πόσο ευτυχισμένο είναι το παιδί το παρατημένο μια γενιά μεγαλωμένο στην τύχη του φθάνει στην ηλικία του άντρα χωρίς να του έχουν χώσει καμιά ιδέα ούτε δάσκαλοι ούτε οικογένεια. Καινούργιο, καθαρό. Χωρίς αρχές, χωρίς έννοιες, αφού ό,τι μας διδάσκουν είναι τρίχες, και ελεύθερο απ’ όλα”.

”Γονείς, φτιάξατε τη δυστυχία μου, και φτιάξατε τη δική σας”. Παρόλ’ αυτά ή ίσως με όλα αυτά ο μεγαλύτερος κίνδυνος που τον απειλεί είναι η απέχθεια για τον εαυτό του, η μοναξιά του, το ότι ξεχωρίζει τόσο φανερά απ’ όλους. Τόσο που να κάνει τον Χένρι Μίλερ στην ”Εποχή των δολοφόνων” που εμπνεύστηκε απ’ αυτόν να αναφωνήσει: ”Ο τύπος του Ρεμπώ θα αντικαταστήσει τον Άμλετ και τον Φάουστ”.

Καθένας έχει μια σύντομη ή μακριά ”εποχή στη Κόλαση”. Όχι όλοι, αλλά κάποιοι που παθιάζονται με όλα και χωρίς να πιστεύουν σε τίποτα. Ο Ρεμπώ έφτιαξε μόνος του τη δική του κόλαση. Και αυτό γιατί κανείς δεν ήταν ικανός να του την επιβάλλει. Και έπαψε να γράφει ποιήματα και να προκαλεί τη μήνιν των Φιλισταίων, ποιητών και μη. Αλλά δεν προχώρησε κιόλας όπως ο Δάντης μέσω του Καθαρτηρίου στον Παράδεισο. Για τον Αρθούρο Ρεμπώ δεν υπάρχει Καθαρτήριο, ούτε το δίπολο Κόλαση-Παράδεισος. Υπάρχει μόνο  Κόλαση κι αυτή είναι εδώ.

”Ναι, η εποχή που ανατέλλει είναι το λιγότερο αμείλικτη. Μπορώ να πω ότι νίκησα

Καταραμένοι έτσι κι έπαιρνα εκδίκηση”.

«Αυτό ήταν! Λούστηκα κι εγώ στο ποίημα το θαλασσινό.

Έναστρο, γαλαξιακό, μάκρη γαλάζια χόρτασα

ίσα μ’ εκεί που, ένας νεκρός από πνιγμό εκστατικός,

πλανιέται στου ορίζοντα την κάτωχρη γραμμή.

 

Εκεί που ξάφνου, βάφοντας το άκρο γαλάζιο με σπασμούς

και με παλμούς -καθώς το φως της μέρας σπαρταρά

να γεννηθεί- κι απ’ το αλκοόλ πιο δυνατή,

κι απ’ τα τραγούδια πιο πλατιά,

του έρωτα ζυμώνεται η ξανθή παραφορά!

 

Είδα ουρανούς -και γνώρισα- κουρέλια από τις αστραπές·

είδα τυφώνες κύματα: θεριά αφρισμένα, ρεύματα·

κι είδα το δείλι, κι έμαθα το χάραμα να υψώνεται:

σμήνος περιστεριών·

γνώρισα ό,τι ο άνθρωπος νομίζει πως γνωρίζει.

 

Τον ήλιο είδα να σέρνεται στην τρύπα του με μυστικούς

τρόμους χαρακωμένος,

σπέρνοντας πίσω πήγματα πορφύρας και φωτός

-μάσκες αρχαίων τελετών-

καθώς το κύμα έκλεινε μια πουπουλένια αυλαία

πάνω απ’ τις αποστάσεις.

 

Την σμαραγδένια ανταύγεια της χιονισμένης νύχτας

είδα στον ύπνο μου βαθιά, φιλί που ανέτειλε αργά

στο βλέμμα της θαλάσσης,

δρολάπι απίστευτων χυμών,

κίτρινα-μπλε ξυπνήματα κελαϊδισμών εωσφόρων!

 

Μήνες πολλούς ατένιζα τις φουσκοθαλασσιές

να οργώνουν, σαν υστερικές αγέλες αγελάδων,

τις ξέρες κι ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα το φωτεινό

πόδι της Παναγιάς

να διώχνει τις ασθμαίνουσες μουσούδες των ωκεανών!

 

 

[Απόσπασμα από το πρώτο μεγάλο ποίημα του Ρεμπώ «Μεθυσμένο Καράβι» σε μετάφραση Γιώργου Μπλάνα] Ας σημειωθεί πως αυτό το ποίημα το έστειλε μαζί με άλλα ο ποιητής στον Πωλ Βερλαίν, ο οποίος ενθουσιάστηκε.

 

”Ναι, η εποχή που ανατέλλει είναι το λιγότερο αμίλεικτη

Μπορώ να πω ότι νίκησα

Καταραμένοι έτσι κι έπαιρνα εκδίκηση”.

 

 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.