You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Οι μεταμορφώσεις του Λουί Αραγκόν, Β’ μέρος

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Οι μεταμορφώσεις του Λουί Αραγκόν, Β’ μέρος

Η καθοριστική γνωριμία με την Έλσα και το ταξίδι στην Σοβιετική Ένωση

  

«Δε θέλω πια να βγω από αυτό το μαγεμένο δάσος» διαβεβαίωνε το ’26 στον «Παριζιάνο Χωρικό», ωστόσο η γνωριμία του με τον Μαγιακόφκι στην ‘λα Κουπόλ’ και την αδελφή της Λίλι Μπρικ που ζούσε με τον Μαγιακόφσκι  μαζί με το άντρα της Όσιπ Μπρικ, Έλσα Τριολέ που έγινε η μόνιμη μούσα του με την οποία υπήρξε αθεράπευτα ερωτευμένος και του ενέπνευσε πλήθος ερωτικών ποιημάτων καθώς και το ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση που πραγματοποίησε το 1930 τον έκαναν να βγει από το μαγεμένο δάσος και να υποστεί μια ακόμη μεταμόρφωση, αυτή του κομμουνιστή κι άρχισε να γράφει ό,τι απέρριπτε  πριν: μυθιστορήματα σοσιαλιστικού ρεαλισμού: « Οι Καμπάνες της Βασιλείας», «Οι Καλές συνοικίες», η μεγάλη τοιχογραφία «οι Κομμουνιστές», μέρη ενός πολύτομου έργου  με γενικό τίτλο ο «Πραγματικός Κόσμος» που θα ξεκινήσει να γράφει το 1933 και θα ολοκληρώσει το 1948.

«Πώς θα βρω τις λέξεις να εκφράσω αυτό το οδυνηρό πράγμα, αυτό το συναίσθημα μέσα μου που κολλάει στη σάρκα μου είτε βρέχει είτε φυσάει», αναρωτιέται μετά από αυτό το πρώτο ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση που ακόμα ζει το πρωτόγνωρο σοσιαλιστικό όνειρο, παρά τον πρόωρο θάνατο του Λένιν το 1924, παρά την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι  που πίστεψε πως «η βάρκα της αγάπης συντρίφτηκε»,  παρά την αρχή του τέλους της «Ρώσικης Πρωτοπορίας» και τον παραμερισμό και την απογοήτευση του κομισάριου του πολιτισμού Λουνατσάρσκι.  Σ’ αυτό το καθόλου ευοίωνο σκηνικό που δεν προδικάζει ένα ευοίωνο μέλλον καλείται να ζήσει και να δουλέψει και να γράψει ο Αραγκόν που δεν είναι πια ο κομψός νεαρός μαχητικός λογοτέχνης ούτε ο κοσμικός κύριος με το καπέλο με το φαρδύ μπορ που είχε συνάψει ερωτική σχέση με μια αριστοκράτισσα κι είχε αποκτήσει πολυτελή γούστα, αλλά ένας συνεπής κομμουνιστής που θα εργαστεί για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Αλλά στο μεταξύ κι ενώ μια ομάδα σουρεαλιστών προσχωρεί  στο Κόμμα το περιοδικό «Σουρεαλιστική Επανάσταση» μετονομάζεται σε «Ο σουρεαλισμός στην υπηρεσία της επανάστασης» μια άλλη ομάδα διαφωνεί μ΄ αυτή την προσχώρηση που μοιάζει μάλλον βιαστική κι επιπόλαιη ώσπου εκτός του Αραγκόν  και του Ελυάρ οι άλλοι με τον Μπρετόν να διαπιστώνει τη λανθασμένη αυτή κίνηση επιστρέφουν στην αγκαλιά του δικού τους κινήματος.

 

 

Ο διωκόμενος διώκτης & το «Κόκκινο Μέτωπο»

 

 

Ο Αραγκόν δεν είναι καθόλου έτοιμος να αποφασίσει με ποιους  θα πάει και ποιους θ’ αφήσει δημοσιεύει στη συλλογή «Διωκόμενος Διώκτης» το ποίημα «Κόκκινο Μέτωπο» και ξεσπάει μέγα σκάνδαλο γιατί θεωρείται πως υποκινεί στρατιωτική στάση και κάνει ανατρεπτική αναρχική προπαγάνδα κατά του καθεστώτος.

Οι σουρεαλιστές συμπαρίστανται και συγκεντρώνουν πάνω από 300 υπογραφές διανοουμένων και καλλιτεχνών. Αλλά η ρήξη καθίσταται αναπόφευκτη. Ο Αραγκόν αποχωρεί από την ομάδα των σουρεαλιστών χωρίς να εγκαταλείψει τη σουρεαλιστική γραφή στην αρχή τουλάχιστον. Αργότερα βέβαια θα αναγκαστεί να προσαρμόσει ακόμα και την ποίησή του στην δεκτικότητα των πολλών.

 

 

Το δεύτερο ταξίδι

 

Μετά το δεύτερο ταξίδι του στη Σοβιετική Ένωση και την εκεί διαμονή του για κάποιο διάστημα παγιώνει τη θέση του και εμπνεόμενος από τα Ουράλια Όρη γράφει  στο ομώνυμο ποίημα:

«Πήραν στα χέρια τους τη γη

Είπαν το μαύρο θα γίνει άσπρο

Δόξα στη γη και στους τόπους

Κάτω από τον ήλιο των μπολσεβίκικων

                                                [ημερών

Και δόξα στους Μπολσεβίκους»

 

Το ποιητικό έργο

Επειδή έγραφε και πεζά μ’ ένα μισοδοκιμιακό χαρακτήρα, πεζά σχεδόν υβριδικά και ποιήματα σ’ ελεύθερο στίχο, πολλά απ’ αυτά μακροσκελείς συνθέσεις δυσκολεύονταν να τον συναριθμήσουν στους ποιητές. Ο ίδιος δε διαχώριζε τα δύο είδη, όπως οι μεταγενέστερες από τη δική του εποχή θεωρίες υποστηρίζουν. Αλλά οι φιλόλογοι, οι ειδικοί αλλά κι ένα μεγάλο μέρος του κοινού νιώθουν ασφαλείς με τις κατατάξεις, όπως και με τις  σχολαστικές αναλύσεις που δεν αφήνουν το έργο να μιλήσει κι ο αναγνώστης συνήθως ακούει τη φωνή που βγαίνει από τα σπλάχνα του ποιήματος, διακρίνει τον ίσκιο που ρίχνει ο δημιουργός του έργου, αναγνωρίζει τα σημάδια ενώ καμιά φορά σημαδεύει κατευθείαν στην καρδιά και στο μυαλό ταυτόχρονα. Το έργο μιλά μόνο του δε χρειάζεται μεσολαβητή.

«Για βάστα ας μιλήσουμε γι άλλα

Κατσούφικα υπάρχουνε πνεύματα

Εσκιμώοι εκχυμώσεις»

Ο Αραγκόν κατάφερε να μιλήσει σε διαφορετικές εποχές με ολότελα διάφορες τεχνικές αλλά διατηρώντας το προσωπικό του ύφος, περιπλανώμενος στους δικούς του δρόμους στο δάσος ξαποσταίνοντας στα ξέφωτα.

Είχε θαυμάσει το Μαγιακόφσκι γιατί ήταν η φωνή της επανάστασης, ήταν ο βάρδος της, αυτός που χόρδιζε τη λύρα του στα σωστά και τα λάθη της, ποιος άλλος μπορούσε να συνθέσει, να γίνει ο ίδιος «Σύννεφο με παντελόνια»; Έτσι ο Αραγκόν  ήθελε να μεταμορφωθεί στη στεντόρεια εκείνη  φωνή που θα επούλωνε τις πυορροούσες πληγές της δολοφονημένης Γαλλίας  καθώς στο Βισύ οι γερμανικές μπότες μαζί με τις γαλλικές των συνεργατών τους [Λαβαλ,  Πεταίν και συντροφία] υμνούσαν τα’ αγαθά της ήττας – αν μπορούν να υπάρξουν τέτοια. Πάντως αυτός τους προδότες συμπατριώτες του ήθελε να καταγγείλει την Κυβέρνηση του Βισύ πιο πολύ κι από το στρατό Κατοχής.

«Ο Βασιλιάς τον πόλεμο δε θέλησε / τις τραγωδίες προτιμά […] Ρόζενγκρατς Γκίλντενστερν εσείς που για χρήμα σκοτώνετε / αυτόν που καλός για σας ήταν./  Κι αυτός κουφός μένει στα χάλκινα όργανα./ Που ωστόσο αντηχούσαν τη νύχτα / Ω σάλπιγγες του Φορτεμπρά». Οι προδότες εδώ ντύνονται πρώην συμφοιτητές και φίλοι που αναλαμβάνουν να ξεκάνουν το πρίγκιπα Άμλετ για να μην πάρει εκδίκηση ενώ οι  σάλπιγγες αναγγέλλουν τον ερχομό του απελευθερωτή Φορτεμπρά! Το απόσπασμα ανήκει σε ποίημα που περιέχεται στον «Σπαραγμό» [1941].

«Αγρυπνώ Ειν’ αργά του Μεσαίωνα η νύχτα

Σκεπάζει με μαύρο μανδύα τον κόσμο που εγίνη κομμάτια…»

«Δεν είμαι δικός τους αφού η ανθρώπινη σάρκα

Δεν είναι ένα γλύκισμα που το σίδερο κόβει»

«Είμαι δικός σου κι η σάρκα είναι πρώτα πρώτα των εραστών» Το ποίημα διάβασε χωρίς να συνειδητοποιεί τον κίνδυνο που διέτρεχε, ισχυρίζεται ο Σαντούλ στο βιβλίο που αφιέρωσε στον φίλο του ποιητή το 1967 για τις εκδόσεις Σεγκέρ η μεγάλη ηθοποιός Μαντλέν Ρενώ στην Κομεντί Φρανσέζ, γιατί στο δεύτερο δίστιχο λέει: «Για μας ίσως όχι μα θα πάψει μια μέρα η αντάρα/ Θα γυρίσει ξανά ο καιρός των σταυρολέξων» που τον Οκτώβρη του 1940  τα σταυρόλεξα θα γίνουν  «σταυροφόροι» και  θα υμνούν  τη γλυκιά Λευτεριά.

Στην ίδια συλλογή τον «Σπαραγμό» η «Τοιχογραφία του Μεγάλου Τρόμου» τελειώνει έτσι: «Η ομορφιά της εσπέρας ως πέφτει το φτερό της παντρεύει / Τον Μπρέγκελ της Κόλασης μ’ ένα Μπρέγκελ γλυκό σα βελούδο».

Τα υπόλοιπα, όλα σχεδόν είναι για την Έλσα, για τα «μάτια της Έλσας»[1942]την «Έλσα»[1959], παντοτινή του μούσα, την αγαπημένη του, που είναι τρελός γι αυτήν [«Τρελός για την ‘Ελσα», 1963], « Δεν υπάρχει για με άλλο Παρίσι μόνο της Έλσας [1964]:

 «Σ’ ακραγγίζω και βλέπω το κορμί σου αναπνέεις / Δεν είναι πια της ζωής χωρισμένες οι μέρες / Είσαι εσύ έρχεσαι πας δικό σου είμαι βασίλειο / Για καλό για κακό / Και ποτέ σου δεν ήσουν για μένα απόμακρη τόσο»

Από το: «Ξοπίσω μου σέρνω…»

«…Κουβαλώ την κακία ανθρώπου που πνίγεται / Κι όλη η πίκρα της θάλασσας μέσα μου υψώνεται…» [ «Το Ημιτελές Μυθιστόρημα», 1956].

«Κανείς το τραγούδι μου δεν το ακούει

Δεν ακούει τις λίγες του έρωτα λέξεις

[…]

Σκοτωμένα πουλιά όπως είναι οι λέξεις» [1965]

«Ο άνθρωπος μόνος είναι μια σκάλα

Πουθενά δεν τον πάει τον άνθρωπο

[…]

Ο ύπνος του είναι μια σκρόφα του δρόμου

[…]

Ο άνθρωπος μόνος δεν έχει καν όψη

[…]

Απωλεσθέν είναι γράμμα…»

 

«Μ’ άφησες παρούσα ακίνητη

Μ’ άφησες παντού μ’ άφησες απ’ τη ματιά

Την καρδιά και τα όνειρα

Μ’ άφησες σαν μια φράση ατέλειωτη»

 

Τελευταία χρόνια

 

Στις αρχές του Απρίλη του 1940 επιστρατεύεται και πηγαίνει στο βελγικό μέτωπο. Προηγουμένως επειδή είναι αριστερός δε μπορεί να δημοσιεύει πολιτικά άρθρα.

Το μέτωπο πέφτει και ο Αραγκόν μένει με την Έλσα και δέχεται την πρόταση του εκδότη Σεγκέρ να διευθύνει ένα περιοδικό ποίησης στο πλαίσιο ενός είδους λογοτεχνικής αντίστασης στους γερμανούς κατακτητές και την προδοτική κυβέρνηση του Βισύ. Φθάνει με την Έλσα στο κατεχόμενο Παρίσι. Οργανώνουν με τον Σαντούλ και τον Τερινέ το 1943 παράνομο δίκτυο διανοουμένων στην πρώην μη κατεχόμενη ζώνη.

«Γράφω σ’ ένα τόπο αφανισμένο απ’ τη χολέρα / που μοιάζει καθυστερημένος εφιάλτης του Γκόγια / όπου τα σκυλιά δεν ελπίζουν πια / παρά μόνο στο θείο μάννα / και λευκοί σκελετοί καλλιεργούν τη σόγια».

Με την απελευθέρωση ξαναβγαίνει το αριστερό περιοδικό που με το κλείσιμό του του είχε στερήσει το βήμα που είχε.

Εκδόθηκαν πολλά ποιήματά του και το αντιπολεμικό μυθιστόρημα «Σκλαβιά και Μεγαλείο», ενώ μελετά συνέχεια το Μεσαίωνα και τη γαλλική παράδοση. Το 1951 κυκλοφορεί  το εξάτομο έπος  με τον προκλητικό τίτλο «Οι Κομμουνιστές, ένας συνδυασμός της ιστορικής πορείας προς τον σοσιαλισμό, ιστορικών ντοκουμέντων και σουρεαλιστικής φαντασίας.

Του απονέμεται το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1950.

Μετά το θάνατο του Στάλιν κατηγορούνται ο Αραγκόν κι ο Πικάσο για τη συμμετοχή τους στο Κόμμα στη διάρκεια της σταλινικής περιόδου. Αλλά και το Κόμμα διαφωνεί με το είδος του Σοσιαλιστικού ρεαλισμού που μετέρχεται ο Αραγκόν.

Εκλέγεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΓ και βρίσκει την ευκαιρία να πάρει τη ρεβάνς ειρωνευόμενος το Κόμμα για τις παλαιολιθικές απόψεις του σχετικά με το ρεαλισμό και τον Σοσιαλιστικό του πρόσημο. Δημοσιεύει το άρθρο: « Η κομματική τέχνη στη Γαλλία και το βιβλίο «Σοβιετική Λογοτεχνία» [1955]. Κυκλοφορεί το θεωρητικό τόμο «Ανοιχτά Χαρτιά». Ο Αραγκόν μελετά τον αραβικό πολιτισμό. Και το 1962 κυκλοφορεί τη δίτομη «Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης από το 1917 ως το 1960». Συνεχίζει να γράφει μυθιστορήματα. Το 1967 βγάζει ένα μάλλον σουρεαλιστικό μυθιστόρημα το αριστουργηματικό:  «Μπλανς ή η λησμονιά». Ανανεώνεται αν και μεγαλώνει.

«Τη γδύνω απ’ όλα τα ονόματα. [Γιατί διστάζω μπροστά στη μοίρα μου;]

«Τη γδύνω από όλα τα ονόματα, το ένα ύστερα από το άλλο… Όλγα… Λουίζα  ή Ιουλιέτα… το ένα μετά το άλλο όλα τα ονόματα της τα βγάζω με τα αργά, βαριά μου χέρια… όλα τα ονόματα που έχει ψελλίσει, είναι όπως στο τραγούδι: Ήταν η Ντιν – Ήταν η Σιν, Ήταν η Κλωντίν, και η Μαρτίν… Α! η Μαρτίν… Ήταν η όμορφη η Σουζάν – Η δούκισσα του Μονμπαζόν… Ήταν η Μαντλέν… Θα μπορούσα, στο κάτω κάτω, να την ονομάσω Μαντλέν. Ούτε ένα όνομα δεν στέκεται στους ώμους της, γλιστρούν από πάνω της σαν νυχτικό, όλα είναι γι’ αυτήν μόνο φορέματα που έχει δοκιμάσει. Αργότερα, θα έρθει αργότερα, με το δικό της όνομα».

«Σαν το Σισύμβριο η Σοφία, είμαι ένα σταυρανθές που φυτρώνει μέσα στα ερείπια.

Αυτό δεν έχει σχέση με τίποτα. Και σας εφιστώ την προσοχή στο γεγονός ότι το επίθετο σταυρανθές, λαμβανόμενο ως ουσιαστικό είναι, στα γαλλικά, πάντοτε γένους θηλυκού.

”Πως μπορείτε να θυμάστε αυτή τη φράση, ένα τέταρτο του αιώνα μετά;” είπε η Μαρί – Νουάρ. Και ο Γκαφιέ: ”δεν την θυμάμαι, την εφευρίσκω”.

 

 Το 1970 μετά το θάνατο της Έλσας ξανανιώνει και περιφέρεται από δω κι από κει κάνοντας παρέα με νεαρούς.

Ταξιδεύει στην Ελλάδα το 1977, όπου γνωρίζεται με το Γιάννη Ρίτσο. Παραβρίσκεται και σε προεκλογική συγκέντρωση  της Αριστεράς στο Σύνταγμα με το ολόλευκο κεφάλι του πλάι στο Ρίτσο. Είναι φίλος με το Φασιανό και ξανάρχεται το1980 για να παραβρεθεί σε μια έκθεσή του.

Στις 20 Ιουνίου του 1982 συμμετέχει σε ειρηνιστική διαδήλωση  250. 000 ατόμων στο Παρίσι. Πεθαίνει στις 24 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου σε ηλικία 85 ετών. Η κηδεία του γίνεται λαϊκό προσκύνημα και θάβεται πλάι στην Έλσα στον κήπο του σπιτιού του.

«Η ιστορία κι η αγάπη μου έχουν την ίδια περπατησιά».

Αισιοδοξώντας  είχε γράψει: «Κουβαλάω τη νίκη στην καρδιά του χαμού μου / Ακόμα κι αν ξεριζώσετε τα μάτια απ’ όλα τ’ άστρα / κουβαλάω τον ήλιο μες στο σκοτάδι μου»

 

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
Περ. ”Διαβάζω” τχ.168, 20-5-1987. Πρόσωπα / Ιδέες Αραγκόν του Ζωρζ Σαντούλ, μτφρ. Γιώργιος Σπανός, εκδ. Πλέθρον 1985. Λουί Αραγκόν, Περί του ύφους, μτφρ. Στέφανος Ν. Κουμανούδης, εκδ. Ύψιλον / βιβλία 1985, Λουί Αραγκόν, ο Παριζιάνος Χωρικός, μτφρ, Στέφανος Ν. Κουμανούδης, εκδ. Ύψιλον / βιβλία 1986 και Αραγκόν, Μπλανς ή η Λησμονιά, μτφρ. Γιώργος Σπανός, εκδ. Εξάντας 1987.

 

               

                                                        

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.