You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ροΐδης – Προυστ – Μια παράδοξη παραλληλία  Β’ Μέρος

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ροΐδης – Προυστ – Μια παράδοξη παραλληλία  Β’ Μέρος

‘Το βιβλίο μου είναι ένας πίνακας ζωγραφικής” -Μαρσέλ Προυστ.

 

 

Ο Ντεζεσέντ του «Ανάποδα»

Άλλωστε ο αφηγητής ισχυρίζεται πως ο νεαρός Μαρσέλ- κι ίσως όχι μόνο αυτός- δεν είναι άλλος από τον Ντεζεσέντ, τον ήρωα του «Ανάποδα» (1884) του Καρλ Γιορίς Υσμάν που επιχειρεί να δοκιμάσει το ανέφικτο, το αθέατο, το άμορφο, που προσπαθεί να προσεγγίσει τον άνθρωπο που είναι βουτηγμένος στην πλήξη, την ανία, την απόγνωση, σ’ έναν κόσμο κρεμασμένο ανάποδα, ταμπλό  μοντέρνας ζωγραφικής. «Θα ‘πρεπε να ήμουν τρελός για να πάω να καταστρέψω, με μια άγαρμπη μετακίνηση τέτοιες άφθαρτες εμπειρίες! Τι παραλογισμός να θέλω να καταστρέψω τις πειθήνιες φαντασιώσεις του μυαλού μου, να πιστέψω τον οποιονδήποτε αφελή, στην ανάγκη, στην περιέργεια, στο ενδιαφέρον ενός ταξιδιού.», αναφωνεί ο Ντεζεσέντ.

 

Θαρρείς πως με το «Εναντίον του Σαιν Μπεβ» ο νεαρός Μαρσέλ έχει την ανάγκη να ρίξει μια τουφεκιά που θα εκπυρσοκροτήσει εκκωφαντικά για να αφοσιωθεί στο «Αναζητώντας…». Κλαδεύει πρώτα το δάσκαλο, τον κατηγορεί για ό, τι ακριβώς διαθέτει, πνευματική καλλιέργεια, λογοτεχνική αντίληψη, κριτική οξυδέρκεια. Τον εξουθενώνει αλλά εξουθενώνεται κι ο ίδιος.

 

Χρόνος αναστημένος

«Η ζωντανή σχέση με την παράδοση είναι πολεμική. Όποιος θέλει να την υπερασπιστεί, πρέπει ν’ αναλάβει σκληρό αγώνα εναντίον της, διαφορετικά καταντάει απολίθωμα», ισχυρίζεται ο Αντώνης Ζέρβας στο δοκίμιό του, «Η νεκρώσιμη ιεροτελεστία της Βέρμας», που αναφέρεται στο τελευταίο τόμο του ‘Χαμένου Χρόνου’. Κι έτσι έχουμε έναν πολύτιμο αρωγό σ’ αυτό που προσπαθήσαμε να διατυπώσουμε πιο πάνω. Στον «Ξανακερδισμένο χρόνο»- Αναστημένο τον θέλει ο Ζέρβας- αναγνωρίζει πως ο Σατωβριάνδος ήταν ο πρώτος που οσμίστηκε, σε στιγμές ενόρασης τη θεωρία της ποιητικής ασύνειδης μνήμης.

 

Σόδομα

Στο ίδιο βιβλίο μιλά για το λεσβιασμό και τη σοδομία από τη σκοπιά του ηδονοβλεψία. Ο Σταντάλ ομολόγησε κάποτε στον Μεριμέ: «Ένιωθα παράξενη περιέργεια να μάθω όλες τις απιστίες της ερωμένης μου, επέμενα να μου πουν κάθε λεπτομέρεια και-παρά τον φοβερό πόνο που μου προξενούσε- αντλούσα κάποια ευχαρίστηση όταν τη φανταζόμουν σε όλες τις καταστάσεις που μου περιέγραφαν οι πληροφοριοδότες μου.»

3α.- Στον Αναστημένο Χρόνο

 

    Ας φανταστούμε τώρα μια πόλη. Επίπεδη, όπου κανένα κτίσμα να μην υπερβαίνει το ύψος του περιηγητή έτσι ώστε να μην δυσχεραίνει την περιήγηση. Δεν εννοούμε φυσικά την πόλη στην οποία διαδραματίζεται το έργο, το Παρίσι, αλλά μια άλλη πόλη διαφορετικά μακιγιαρισμένη, με άλλα σημεία αναφοράς, αλλιώτικα από αυτά που θα επισκεπτόταν ένας πληβείος και ας κάνουμε εκεί την περιήγησή μας, ας πλανηθούμε κατ’ αναλογίαν με τον ‘’λυρικό στην ακμή του καπιταλισμού’’, για να θυμηθούμε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τον Μπωντλαίρ του που περιδιαβάζει πάντα στο Παρίσι. Ο Αφηγητής αν και χρόνια αργότερα τον συνάντησε να περπατά νευρικά με τα χέρια δεμένα πίσω και το βλέμμα περίεργα γαλήνιο, μακάριο θα ‘λεγε κανείς.

Προηγουμένως, ο Προυστ περιφέρεται στην πόλη του –  το κανονικό Παρίσι- βλέπει, ακούει και μαθαίνει. Μια αυτοπροσωπογραφία του Ζαν Βαπτίστ Συμεών Σαρντέν του 1775, είναι το μάθημα που αντλεί ο ήρωας του Προυστ Ελστίρ που λέει πως «δεν μπορούμε να ξαναφτιάξουμε αυτό που αγαπάμε παρά μόνο αν το απαρνηθούμε».

Οπτική μετάφραση

Ο αναγνώστης του ‘Σουάν’ κάνει μια άλλου είδους περιφορά στο έργο που στο μεταξύ έχει γραφεί. Αλλά δε διαβάζει τις λέξεις του, τις μεταφράζει σε εικόνες. Είναι μια οπτικοποίηση του κειμένου αυτή στην οποία περιφέρεται ο αφηγητής και ο αναγνώστης. «Ο Αφηγητής στηρίζεται στη Δούκισσα ντε Γκερμάντ για να τον βοηθήσει να αναγνωρίσει όσους ήδη ξέρει και να γνωρίσει όσους βλέπει για πρώτη φορά. Μια νεαρή γυναίκα ξαπλωμένη σε μια σεζλόνγκ του κινεί το ενδιαφέρον. Η κυρία Ντεζέτ – Έβερτ, είναι σύζυγος του ανιψιού μιας γυναίκας που ο αφηγητής γνώριζε πριν χρόνια», «όσο για την μικρανεψιά, δυσκολεύομαι να πω αν το ότι άκουγε μουσική, ξαπλωμένη και αδιαφορώντας για την παρουσία τρίτων οφειλόταν σε κάποιο πόνο στο στομάχι της, σε κάποια πάθηση των νεύρων της, σε μια φλεβίτιδα, σε ένα επικείμενο ή πρόσφατο τοκετό, ή ακόμα και σε μια ενδεχόμενη αποβολή. Το πιο πιθανό είναι ότι απλωμένη στην σεζλόνγκ της και νιώθοντας υπερήφανη για τα εξαίσια κόκκινα μεταξωτά της, ήθελε να εμφανίζεται σαν ενός είδους κυρία Ρεκαμιέ». (Ο πίνακας που υπαινίσσεται εδώ ο Προυστ, προσπαθώντας να απαριθμήσει όλα τα ενδεχόμενα της στάσης της εικονιζόμενης είναι τοιυ Ζακ Λουί Νταβίντ η ‘’Κυρία Ρεκαμιέ’’ του 1800) 

 

4.-Απολογία και απορίες του αφηγητή.

 

Κατόπιν αυτών ο Αφηγητής δεν ξέρει πια, ποια σκοπιά να υιοθετήσει, ποια ‘οπτική γωνία’. Θέλει να κλείσει τα μάτια, για να σκεφτεί, να νιώσει αν υπάρχει, αν λειτουργεί ένα συναίσθημα, η αγάπη, αν η συνήθεια κυριαρχεί, η ζήλεια θριαμβεύει, τα αισθήματα καταστρέφονται.

Ο Αφηγητής νιώθει σαν ψάρι στα παγωμένα νερά μιας λίμνης.

Ο Αφηγητής διχάζεται και με τις παρωδίες, τους λίβελους, το σαρκασμό, τις λοιδορίες, το γέλιο και αναρωτιέται μήπως το τελευταίο αυτό απαύγασμα σοφίας μεταβάλλεται σε δείγμα απανθρωπίας. Μήπως, όπως λέει ο J. C. Lavater, «αυτός που γελάει πάντοτε και με όλα δεν είναι μόνο τρελός αλλά και κακός, όπως ακριβώς αυτός που κλαίει πάντοτε και με όλα είναι παιδί, ανόητος ή υποκριτής» Μήπως οι διασκεδαστές, οι χιουμορίστες, οι είρωνες, όση τέχνη κι αν βάζουν μέσα στη σάτιρά τους είναι μοχθηροί και μνησίκακοι; Αλλά καθησυχάζεται γρήγορα, λέγοντας στον εαυτό του πως κάθε πράγμα περιέχει και το αντίθετό του. Το άμορφο, το κακό, το ανάποδο έχει και την άλλη όψη.

 Και αφού, ο Αφηγητής ισορρόπησε βρίσκει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στο δίδυμο που εξετάζουμε:

Ο πρώτος είναι χολερικός, ένας δαίμονας με σηκωμένο το ραβδί του απειλητικά. Η βαρηκοΐα του έχει στερήσει το δώρο της μουσικής. Έτσι δεν γαληνεύει. Ωστόσο μουσικός ρυθμός ενυπάρχει στα κείμενά του.

Ο Προυστ είναι πιο σύνθετος, πιο αμφιθυμικός, αν και μονομανής. Θέλει πάντα να ευτυχήσει όσο κι αν αντιλαμβάνεται πως ένας τόσο κακομαθημένος, όσο αυτός δεν μπορεί εύκολα ν’ αγαπηθεί.

Ο Αφηγητής έχει σοβαρές αδυναμίες, πολλούς πειρασμούς στους οποίους, σχεδόν πάντα υποκύπτει, κατά τη ρήση του Ουάιλντ.

Η σοβαρότερη αδυναμία του είναι ότι διαθέτει καλή μνήμη. Το ελεεινότερο είδος μνήμης, ή όπως το λέει ο Μπέκετ στο νεανικό δοκίμιό του για τον Προυστ: « ο άνθρωπος που έχει καλή μνήμη δεν θυμάται τίποτα γιατί δεν ξεχνάει τίποτα. Η μνήμη του είναι ομοιόμορφη, δημιούργημα της ρουτίνας, όρος και συνάμα λειτουργία της άψογης συνήθειάς του, όργανο αναφοράς αντί όργανο ανακάλυψης (…) Η μνήμη του είναι ένα σκοινί της μπουγάδας και οι εικόνες από τα παλιά του άπλυτα, λυτρωμένες, γίνονται οι αλάνθαστοι, πρόθυμοι υπηρέτες των αναμνηστικών του αναγκών.»

Ωστόσο ο Αφηγητής δεν μπορεί ν’ αλλάξει το είδος της μνήμης που διαθέτει. Είναι καταδικασμένος να την ακολουθήσει. Δεν νιώθει, άλλωστε να έχει αλλάξει σε σημαντικό βαθμό, αφού «το παλιό εγώ δύσκολα πεθαίνει.» Ίσως παραμείνει αδιόρθωτος. Αλλά ποιος νοιάζεται τώρα για τον Αφηγητή, το εγώ του και τις προσδοκίες του;

Το θέμα δεν είναι αυτός, αλλά ο χρόνος «αυτό το δικέφαλο τέρας της καταδίκης και της σωτηρίας». Μιλάει πάντα ο νεαρός Μπέκετ. «Δεν είμαστε μόνο πιο καταβεβλημένοι από το χτες, είμαστε άλλοι, διαφορετικοί απ’ αυτό που είμαστε πριν μας βρει η κατάρα του χτες. Οι επιδιώξεις του χτες ίσχυαν για το εγώ του χτες, όχι του σήμερα.»

Ο Μπέκετ ισχυρίζεται πως έχει κακή μνήμη. Ας τον πιστέψουμε. Οι νέοι ξέρουν μ’ ένα μαγικό τρόπο τα πάντα- άλλο αν δεν τα γνωρίζουν.

Ο Προυστ, κάποια στιγμή ξεχνά ολοσχερώς τον παλιό κακό εαυτό του και κλείνεται σ’ ένα δωμάτιο με φελλό για να γράψει τις δικές του χίλιες και μία νύχτες. Ξεχνά τα πάντα για να ξαναθυμηθεί. Να ξανακερδίσει τον Χαμένο Χρόνο, τον απολεσθέντα Παράδεισο. Αλλά ο Χρόνος κι ο Παράδεισος δεν ξανακερδίζονται-λες και τους είχε κανείς (μας) ποτέ κατακτήσει…

Ας ακούσουμε όμως, ακόμα μια φορά, το λόγο του Marcel σε μια ευφρόσυνη ανάμνηση (από το μεταθανάτια εκδομένο «Διαβάζοντας»):

«Δεν υπάρχουν ίσως μέρες της παιδικής μας ηλικίας που να τις ζήσαμε τόσο έντονα, όσο εκείνες που νομίσαμε πως τις αφήσαμε να περάσουν χωρίς να τις ζήσουμε, όσο εκείνες που περάσαμε μ’ ένα βιβλίο αγαπημένο. Όλα όσα- όπως φαινόταν τότε- τις γέμιζαν για τους άλλους και που εμείς παραμερίζαμε σαν ένα τιποτένιο εμπόδιο μπροστά σε μια θεσπέσια απόλαυση: το παιχνίδι, για το οποίο ερχόταν να μας ξεσηκώσει κάποιος φίλος, πάνω στο πιο ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου, η μέλισσα ή η ηλιαχτίδα που μας ενοχλούσαν και μας ανάγκαζαν να σηκώσουμε τα μάτια μας από τη σελίδα ή ν’ αλλάξουμε θέση, το κολατσιό που μας φορτώνανε και παρατούσαμε δίπλα μας, πάνω στον μπάγκο, χωρίς να τ’ αγγίξουμε, ενώ έσβηνε πάνω απ’ το κεφάλι μας ο ήλιος στον γαλάζιο ουρανό, το βραδινό φαγητό για το οποίο έπρεπε να γυρίσουμε σπίτι και που όσο κρατούσε δεν είχαμε τίποτ’ άλλο στο νου μας παρά ν’ ανέβουμε πάνω να τελειώσουμε, αμέσως μετά, το κεφάλαιο που αφήσαμε στη μέση, όλα αυτά η ανάγνωση θα έπρεπε κανονικά να μας εμποδίσει ν’ αντιληφθούμε πόσο ενοχλητικά ήταν, κι όμως τα χάραζε μέσα μας σα μιαν ανάμνηση τόσο γλυκιά (και πιο πολύτιμη μάλιστα, όπως κρίνουμε σήμερα, απ’ όσα διαβάζαμε τότε με αγάπη) που αν τύχει, ακόμα και σήμερα, να ξεφυλλίσουμε τ’ αλλοτινά εκείνα βιβλία, δεν είναι πια παρά σα τα μοναδικά ημερολόγια που φυλάξαμε από τις μέρες που έφυγαν, ελπίζοντας να δούμε να καθρεφτίζονται, πάνω στις σελίδες τους τα σπίτια κι οι λιμνούλες που δεν υπάρχουν πια.»

5.-Ο σκοτεινός πόθος του Αφηγητή

 

«Αναστενάζοντας βαθειά», λέει ο Βιργίλιος στην Αινειάδα «άφησε το νου του να ταξιδέψει στον άψυχο πίνακα και στο πρόσωπό του έτρεχαν ποτάμια τα δάκρυα».

Οπτικοποιημένο ή όχι το κείμενο όπως και η εικόνα είναι ικανά να σε συγκινήσουν. Αυτός είναι και ο στόχος του Αφηγητή, ακόμα και όταν είναι ψυχρός και φλεγματικός, όπως δεν είναι ο Αφηγητής του Προυστ. «Τις μέρες του φθινοπώρου στο Παρίσι, το δάσος της Βουλώνης ασκεί μια υπερβατική δύναμη πάνω στον ερωτοχτυπημένο Αφηγητή. Ανάμεσα στους δεντρόκηπους, ο μικρός μαραζώνει μέσα στον «σκοτεινό του πόθο», «προχωρούσαν στην αλέα με τις ακακίες […] τα δέντρα εξακολουθούσαν να ζουν με την δική τους ζωή και όταν δεν είχαν πια φύλλα, η ζωή τους έλαμπε καλύτερα πάνω στο πράσινο βελούδινο θηκάρι που τύλιγε τον κορμό τους ή στο άσπρο σμάλτο απ’ τα μπαλάκια του ιξού τα σκορπισμένα στην κορυφή κάθε λεύκας, στρογγυλά σαν τον ήλιο και το φεγγάρι στη ‘’Δημιουργία’’ του Μιχαήλ Αγγέλου.»

       Ο Ροΐδης σε μια άλλη φωτογραφία με μακρύτερα γένια ολοφάνερα μεγαλύτερος, στα 45 του νιώθει πια την ανάγκη να στηρίζεται κάπου σαν να μην είναι σίγουρος ότι το έδαφος είναι στέρεο κάτω από τα πόδια του. Στηρίζει τον δεξί του βραχίονα στο ερεισίνωτο μιας καρέκλας και το αριστερό σε ένα παραστάτη που δεν διακρίνεται και πολύ καλά. Πίσω αριστερά μια μισοτραβηγμένη κουρτίνα κρύβει τα περασμένα χρόνια, τις χαμένες ευκαιρίες, την χαμένη ακοή του, την παιδική ηλικία που πνίγηκε στην ειρωνεία και την χλεύη, τη μητέρα που δε ζει πια, τον έρωτα που δεν γνώρισε, τον χαμένο χρόνο που δεν ξανακέρδισε.

Όσο για τον Προυστ, αυτός προσπαθεί να περιφρουρήσει τον χρόνο που τάχα ξανακέρδισε, το ανέφικτο που προσπάθησε να κάνει εφικτό, το έργο που πραγμάτωσε.

Και ο Αφηγητής συνεχίζει να περιδιαβαίνει αγκαζέ με τον Αναγνώστη στην επίπεδη πόλη που κανένα κτίριο δεν εμποδίζει την θέα και όλες οι λέξεις μεταμορφώνονται σε εικόνες. Η οπτικοποίηση του κειμένου, τουλάχιστον του Προυστ, είναι γεγονός, έτσι που να επιβεβαιώνεται ότι το βιβλίο του «είναι ένας πίνακας ζωγραφικής».-

Βοηθήματα:
1.Εμμανουήλ Ροΐδης, Σκαλαθύρματα, επιμέλεια: Άλκης Αγγέλου, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Νέα Ελληνκή Βιβλιοθήκη, 1999,
2.Εμμανουήλ Ροΐδης, Αθησαύριστα Κείμενα, 1882 – 1885, Φιλολογική επιμέλεια: Παν. Μουλλάς, εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 2005,
3.Μαρσέλ Προυστ, Αφιέρωμα του Περιοδικού Διαβάζω, τ.χ. 52, Απρίλιος 1982,
4.Μαρσέλ Προυστ, Ηδονές και Μέρες, μετάφραση: Βαρβάρα Νουνοπούλου, εκδόσεις Ηριδανός, 2002,
5.Μαρσέλ Προυστ, Διαβάζοντας, μετάφραση: Πέτρος Παπαδόπουλος – Κώστας Τσιταράκης, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1985,
6.Αντώνης Ζέρβας, Μαρσέλ Προυστ, Η νεκρώσιμη Ιεροτελεστία της Βέρμας, εκδόσεις Ίνδικτος, 2000,
7.Τζωρτζ Ντ. Πέηντερ, Μαρσέλ Προυστ, Μια βιογραφία, μετάφραση: Τερέζα και Νάση Βεκιαρέλλη, έκδοση αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη, εκδόσεις Χατζηνικολή, 1990.  
 8,ERIC KARPELES, Η ζωγραφική στο έργο του Προυστ, ένας εικαστικός οδηγός στο: ”Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”, επιστημονική επιμέλεια: Παναγιώτης Πούλος, μετάφραση, Μαίρη Κιτροέφ, Μετάφραση αποσπασμάτων από το ”Αναζητώντας…”, Παύλος Α. Ζάννας, – Παναγιώτης Πούλος, περιέχει 206 πίνακες, εκδόσεις, Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.