You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Φραντς Κάφκα, Ο γερμανόφωνος εβραίος της Πράγας

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Φραντς Κάφκα, Ο γερμανόφωνος εβραίος της Πράγας

        Ο ΜΠΑΤΑΙΓ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ  ΤΟΥ ΚΑΦΚΑ ΝΑ ΚΑΟΥΝ ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΤΟΥ

 

”Ποτέ δεν θα καταφέρουμε να κάνουμε να καταλάβει ένα αγόρι που κάποιο βράδυ βρίσκεται σε ένα όμορφο σημείο στη μέση μιας συναρπαστικής ιστορίας, ποτέ δε θα το καταφέρουμε να καταλάβει με μια μικρή νουθεσία ότι πρέπει να διακόψει το διάβασμά του και να πάει να κοιμηθεί”.

Ο Κάφκα λέει πιο κάτω:

”Το πιο σημαντικό σε όλα αυτά είναι ότι την καταδίκη που είχε υποστεί το υπερβολικό διάβασμά μου με τα δικά μου μέσα την επεξέτεινα στην παράβαση που είχε μείνει μυστική, στο καθήκον μου, και έτσι έφτασα στο πιο υποβαθμισμένο αποτέλεσμα. Ο ηλικιωμένος συγγραφέας επιμένει επάνω στο γεγονός ότι η καταδίκη αναφέρονταν στις προτιμήσεις που σχημάτιζαν “τις ιδιαιτερότητες του παιδιού”. Ο εξαναγκασμός τον έκανε ή ”να μισεί τον καταπιεστή” ή να θεωρεί για ασήμαντες τις απαγορευμένες ιδιαιτερότητες. ”Όταν αποσιωπούσα, γράφει, για μια από τις ιδιαιτερότητές μου το αποτέλεσμα ήταν πως μισούσα τον εαυτό μου και το πεπρωμένο μου, που θεωρούσα τον εαυτό μου κακό ή κολασμένο”.

Ο Ζωρζ Μπατάιγ σ’ αυτό το κείμενο που προέρχεται από τη περίφημη «Λογοτεχνία και το Κακό» και έχει τίτλο ”Πρέπει να κάψουμε τον Κάφκα;”, αντλώντας αποσπάσματα του Κάφκα από τα ”Ημερολόγια”, επιχειρεί να σκιαγραφήσει το πορτραίτο ενός παιδιού που από νωρίς αισθάνεται μια έλξη προς κάτι που ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα ‘ναι ξένο προς την παιδική ψυχή  και την ικανοποίηση που δίνει το παιχνίδι, τα παραμύθια ακόμα και αυτά που είναι ακατάλληλα για παιδιά ή που τα τρομάζουν όπως ”η Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων”, και το ”Μέσα από τον καθρέφτη” του Λουίς Κάρολ, τις ”Χίλιες και μια νύχτες”,  ή ”Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ” και την εκπληκτικά παρωδιακή ”Σεμνή πρόταση ώστε να πάψουν τα τέκνα των φτωχών να αποτελούν βάρος για τους γονείς τους και τον τόπο και να καταστούν ωφέλιμα στην κοινωνία”  του Τζόναθαν Σουίφτ.

Ο Κάφκα διάβαζε στο δωμάτιό του ως αργά με ένα μικρό φως αλλά όταν η μητέρα του το αντιλαμβανόταν του χτυπούσε την πόρτα να σβήσει το φως και να κοιμηθεί γιατί την επομένη είχε σχολείο.

  ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ

Γενικά όπως φαίνεται και από το απόσπασμα του Μπατάιγ είχαν φορτώσει τον Κάφκα ο πατέρας του, οι αδερφές του, η οικογένειά του, ο κοινωνικός περίγυρος αλλά και ο ίδιος λόγω χαρακτήρα και ιδιοσυγκρασίας, αλλά και λόγω του εβραϊσμού του, με καθήκοντα, με πρέπει, με ενοχές και καταναγκασμούς.

Έτσι μέχρι που μεγάλωσε και άρχισε να απολαμβάνει, ως ένα βαθμό, αυτό ακριβώς που ήθελε να κάνει πάντα, να γράφει, κατάλαβε τότε πως αυτό δεν ήταν αρκετό για να τον αγαπήσει μία γυναίκα. Ήταν αρκετό όμως για να δει τον κόσμο με το δικό του μάτι δημιουργώντας ένα δικό του σύμπαν αφύσικο, αινιγματικό, απόλυτο, σχεδόν παράλογο. Ένα σύμπαν που θα τον οδηγούσε να γράψει μερικά (τρία όλα και όλα) μυθιστορήματα, όλα ημιτελή, την ”Αμερική”, τη ”Δίκη” και τον ”Πύργο” και ένα πλήθος μικρών διηγημάτων που δεν θύμιζαν σε τίποτα, κανέναν προηγούμενο συγγραφέα.

 

       Ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ

 

Όταν γεννήθηκε ο Κάφκα το 1883 στην Πράγα, ο πατέρας του ήταν 31 ετών και η μητέρα του 27, ολόκληρη τη ζωή του – με εξαίρεση τα τελευταία χρόνια που η αρρώστια τον ανάγκασε να αναζητεί σανατόρια σε διάφορα μέρη- ο Κάφκα την πέρασε σ’ αυτόν τον περιορισμένο χώρο στην καρδιά της παλιάς πόλης της Πράγας, την οποία σπάνια εγκατέλειπε.

”Όταν κάποτε κοιτάζαμε από το παράθυρο την πλατεία του Ρινγκ, θυμάται κάποιος που γνώρισε προσωπικά τον Κάφκα, έλεγε δείχνοντας τα κτίρια: ‘εδώ ήταν το Γυμνάσιό μου, εκεί, στο κτίριο απέναντι, το Πανεπιστήμιό μου, λίγο αριστερότερα το γραφείο μου. Σ’ αυτόν τον μικρό κύκλο – και με το δάχτυλό του διέγραφε μια κλειστή καμπύλη – περικλείεται ολόκληρη η ζωή μου’’. Αυτή είναι η συντομότερη αυτοβιογραφία αυτού του γερμανόφωνου τσεχοεβραίου συγγραφέα που παρόλο που δεν μετακινήθηκε από μερικά τετραγωνικά γης της γενέτειρας του, και μάλιστα υγρής, εντελώς επιβλαβούς δηλαδή, για την υγεία του, έγραψε με την οργιώδη φαντασία του μερικές γκροτέσκες παραβολές που έφερναν στο νου αινιγματικά όνειρα σαν αυτά που δεν είχε δει ποτέ ή τα είχε δει πράγματι και τα είχε καταγράψει παραποιώντας τα.

       ΤΟ ΚΑΤΟΡΘΩΜΕΝΟ ΕΡΓΟ

 

   

Σε μια εποχή που όλες οι αξίες ηθικές, πολιτικές ακόμα και λογοτεχνικές, συνεχώς υποβαθμίζονται, σε μια εποχή που αντικρίζει το πρόσωπό της στον καθρέφτη του Κακού, το έργο του Κάφκα θα έρχεται πάντα στην επιφάνεια, όπως είναι δημιουργημένο: δύσκολο, ερμητικό, αινιγματικό, και ωστόσο ανοιχτό σε όλες τις εξηγήσεις, σε όλες τις αναλύσεις που θα μπορούσε κανείς να του προσάψει βάζοντάς το στο χειρουργικό τραπέζι της λογοτεχνικής κριτικής, στο τραπέζι του Προκρούστη, σαν να μην φτάνει το ίδιο το κείμενο από μόνο του, αλλά πρέπει να συνοδεύεται από έναν ολόκληρο όγκο κάθε είδους αναλύσεων που κατά εποχές η κριτική της λογοτεχνίας ή κριτική της Κριτικής επινόησε.

Αυτό όμως είναι μάλλον κάτι αναπόφευκτο, αφού το έργο καθεαυτό έχοντας υποστεί τόσες παρατηρήσεις και τόσες παρεξηγήσεις, θαρρείς, ότι δεν μπορεί πια να διαβαστεί ως μια αφήγηση. Κι όμως, όσο δύσκολο κι όσο δυσπρόσιτο είναι ένα έργο αν καταφέρεις να το αποκαθάρεις από τα ψιμύθια που του έχουν επιδαψιλεύσει καθώς και από τις διαστρεβλώσεις που έχει υποστεί, μπορεί να διαβαστεί με καθαρή σκέψη και απόλαυση ως κείμενο, ως αφήγημα, ως ιστορία, ως μυθιστόρημα, διήγημα ή επιστολή. 

Δεν είναι σίγουρο πια σήμερα ότι ο Κάφκα ήθελε να μας μπερδέψει. Το αντίθετο μάλιστα. Κανένας συγγραφέας δεν θέλει κάτι τέτοιο. Γιατί όλοι οι συγγραφείς χρειάζονται το κοινό τους. Ο Κάφκα δε, ειδικά ήταν ο ίδιος μπερδεμένος μέσα σ’ ένα ορυμαγδό πράξεων και αδράνειας, φαντασιώσεων και φόβων, ενοχών και τύψεων και αναζητούσε όχι τον Χαμένο Χρόνο αλλά τη διέξοδο που θα τον οδηγούσε στη γαλήνη και στην ευτυχία. Και την έζησε στα λίγα τελευταία χρόνια στη Βιέννη με την Ντόρα Ντυμάντ, την οποία είχε ερωτευτεί. Μαζί έσκισαν ή έκαψαν μερικά χειρόγραφα που ο Κάφκα δεν επιθυμούσε να έρθουν στα χέριατων επιγενομένων. Ο Κάφκα έδινε στο γράψιμο τη σημασία που δίνει ο πιστός στην προσευχή. Έπασχε από αϋπνίες κι έγραφε μανιωδώς στα ημερολόγιά του, κομμάτια και αποσπάσματα που αργότερα θα χρησιμοποιούσε στις ιστορίες και τα διηγήματά του.

         ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ

 

Ο Κάφκα σαν άλλος Πόε είχε τρομοκρατηθεί τόσο πολύ, ιδίως από την στάση του πατέρα του απέναντί του, ώστε έβγαζε όλο αυτόν το φόβο που αισθανόταν βλέποντάς τον να βγάζει το πουλόβερ του και να το τακτοποιεί στην καρέκλα αποκαλύπτοντας ένα υγιές και στιβαρό σώμα ενός αρκετά μεγαλύτερού του άντρα, ενώ εκείνος υποφέροντας από φυματίωση, ήταν τόσο ισχνός και το ύψος του τον έκανε ακόμη ισχνότερο, σχεδόν αόρατο. Η σύγκριση ήταν καταλυτική τις ψυχικές αντοχές του.

Οι ίδιοι φόβοι, ο ίδιος τρόμος τον οδήγησε να γράψει την ‘Αποικία των τιμωρημένων’ ένα προφητικό γραπτό όπου μία μηχανή βασανισμού πρωταγωνιστεί βασανίζοντας τους κρατούμενους μιας αποικίας. Ή να γράψει τη ‘Δίκη’ όπου ένας αδαής άντρας πέφτει στα χέρια μιας σκοτεινής δικαιοσύνης που δεν αθωώνει κανέναν. Το ίδιο κάνει και με τον ήρωα τον Γιόζεφ Κ. που στο τέλος τον δολοφονεί χωρίς ποτέ ο ίδιος να μάθει γιατί επιτέλους κατηγορείται.

Σ’ ένα πρωτότυπο δοκίμιό του ο Ελίας Κανέτι, επίσης εβραίος, θαυμαστής του Κάφκα, με τίτλο ”Η άλλη Δίκη”, ισχυρίζεται ότι ο Κάφκα εμπνεύστηκε τη ‘Δίκη’ από τις εξηγήσεις που απαίτησε η οικογένεια της Φελίτσε Μπάουερ για την διακοπή του αρραβώνα τους.

Στον ‘Πύργο’ ο ίδιος ήρωας χωρίς μικρό όνομα, μόνο με το αρχικό Κ. του επωνύμου, που σημαίνει ότι μπορεί να είναι ο κανένας ή ο καθένας, ο χωρομέτρης Κ. ψάχνει τρόπο γυροφέρνοντας το λόφο να βρει διέξοδο προς τον Πύργο, όπου πιστεύει ότι υπάρχει κάτι που θα τον δικαιώσει και θα τον λυτρώσει. Αυτή η αινιγματικότητα των αμφίσημων γραπτών του είναι που τα έχει καταστήσει διαχρονικά. Ένας άλλος συγγραφέας, νεώτερος του Κάφκα, ο Τζέημς Τζόυς ο οποίος δεν νοιαζόταν καθόλου αν θα μπερδέψει το κοινό του ή αν θα δημιουργήσει ποτέ ένα κοινό που θα βρει στο έργο του κάτι ενδιαφέρον, έλεγε, ότι μετά το θάνατό του θα ψάχνουν καθηγητές, κριτικοί και τυμβωρύχοι για το τι ήθελε πραγματικά να πει στα έργα του. Κάτι που ο Κάφκα δεν απαίτησε όπως είπαμε ποτέ.

Ο ίδιος πίστευε: ”πως τα βιβλία που πραγματικά μας χρειάζονται είναι αυτά που σπάνε τη μέσα μας παγωμένη θάλασσα” και είχε δίκιο, γιατί μόνο αυτά μπορούν να δημιουργήσουν ένα ελάχιστο ρήγμα στην καρδιά του αναγνώστη.  

Διάβαζε χωρίς να γνωρίσει ποτέ προσωπικά τον Μούζιλ, τον Ρίλκε και τον Τρακλ, τον ταπεινό Ρόμπερτ Βάλζερ και θαύμαζε τρεις μεγάλους συγγραφείς, τους Φλωμπέρ, Ντοστογιέφσκι και Χάινριχ φον Κλάιστ.

”Όταν η ψυχή και η καρδιά δεν αντέχουνε πια το φορτίο παίρνουν οι πνεύμονες το μισό πάνω τους για να είναι τουλάχιστον το φορτίο κάπως ίσα μοιρασμένο”, έγραψε σε μια επιστολή του.

 

       Η ΜΙΛΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΦΚΑ

Η γυναίκα που τον κατάλαβε σε όλο του το προσωπικό και συγγραφικό βάθος ήταν η Μίλενα Γιέσενσκα, η οποία είπε περίπου τα εξής όταν ο μεγάλος συγγραφέας χάθηκε στα 41 του χρόνια: ”Ήταν δειλός, περιδεής, πράος και καλός, αλλά όλα τα βιβλία που έγραψε ήσαν σκληρά και επώδυνα. Έβλεπε τον κόσμο γεμάτο αόρατους δαίμονες που τσακίζουν και αφανίζουν τον απροστάτευτο άνθρωπο. Ήταν περίσσια διορατικός, περίσσια σοφός για να είναι ικανός να ζήσει, περίσσια αδύναμος για να αγωνιστεί, αδύναμος όπως είναι οι ευγενείς, ωραίοι άνθρωποι που δεν είναι ικανοί να αγωνιστούν ενάντια στο φόβο τους για την έλλειψη κατανόησης, καλοσύνης, για το πνευματικό ψεύδος, αφού έχουν εκ των προτέρων επίγνωση της ανημπόριας τους και ηττημένοι ντροπιάζουν τον νικητή. Γνώριζε τους ανθρώπους όπως μόνο ένας άνθρωπος με οξύ αισθητήριο μπορεί να τους γνωρίζει, ένας άνθρωπος που μονάχος και σχεδόν προφητικά μπορεί να διαβάσει τον άλλον από μια και μόνο λάμψη του ματιού. Γνώριζε τον κόσμο με ασυνήθιστο και βαθύ τρόπο, ο ίδιος ήταν ένας ασυνήθιστος και βαθύς κόσμος. Έγραψε τα σημαντικότερα βιβλία της νέας γερμανικής λογοτεχνίας. Η πάλη της σημερινής γενιάς ολόκληρου του κόσμου βρίσκεται σ’ αυτά […]. Είναι αληθινά, γυμνά και επώδυνα έτσι ώστε ακόμη, κι εκεί που εκφράζεται συμβολικά, είναι σχεδόν νατουραλιστικά. Είναι γεμάτα από την στεγνή χλεύη και την ευαίσθητη ματιά ενός ανθρώπου που είδε τον κόσμο με τέτοια ενάργεια, ώστε δεν μπόρεσε να το αντέξει και έπρεπε να πεθάνει γιατί ήταν απρόθυμος να κάνει υποχωρήσεις και να αναζητήσει σωτηρία όπως κάνουνε οι άλλοι, στις διάφορες, έστω και ευγενείς πλάνες της λογικής ή του ασυνείδητου”.

                ΤΟ ΤΕΛΟΣ

  

Η Μίλενα Γιέσενσκα μεταφέρθηκε από σοβιετικό σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης για γυναίκες όπου και πέθανε από τις κακουχίες. Η αγαπημένη αδελφή του Κάφκα Ότλα με την οποία είχε ανταλλάξει επιστολές που αναφερόντουσαν στα παιδικά τους χρόνια οδήγησε εβραιόπουλα στους φούρνους των Ναζί όπου κατέληξε και η ίδια όπως και οι αδελφές της.

Από τους λίγους που γλίτωσαν την φριχτή μοίρα των στρατοπέδων θανάτου, ο φίλος του Κάφκα, συγγραφέας και κριτικός Μαξ Μπροντ, διέφυγε στην Παλαιστίνη διασώζοντας τα χειρόγραφα των έργων του Κάφκα παρά την ρητή εντολή που του είχε δώσει να τα κάψει.

Κάθε συγγραφέας γράφει στην εποχή του με βάση το συγκεκριμένο περιβάλλον της. Ο Κάφκα φαίνεται πως προχώρησε αρκετά διορατικά προς ένα μέλλον ζοφερό που ο ίδιος πάντως δεν έζησε αλλά έγραψε γι’ αυτό.

 

 

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
-Ζωρζ Μπατάιγ, Πρέπει να κάψουμε τον Κάφκα; μτφρ,. Ντίνος Απ. Κατσόγιαννος, από το: ΚΑΦΚΑ, εκατό χρόνια από τη γεννησή του, Ευθύνη/Κείμενα της Μεθορίου [ανθολόγηση κειμένων], 12/1983, σελ. 125-140
NICHOLAS MURRAY, Κάφκα, μτφρ, Αλέξανδρος Κυπριώτης – Ξενοφών Κομνηνός, Ίνδικτος, 2005

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.