You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: 100 Χρόνια «ΟΔΥΣΣΕΑΣ» του Τζόυς. Πρώτο μέρος

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: 100 Χρόνια «ΟΔΥΣΣΕΑΣ» του Τζόυς. Πρώτο μέρος

 Αυτοί οι Έλληνες

 

Ο Τζιμ σέρνεται στα καφενεία και στα καπηλεία, κουβεντιάζει με όποιον βρίσκει μπροστά του, με Σλάβους με Ρωμιούς με Αρβανίτες με Εβραίους. Γυρνάει πολύ αργά στο σπίτι. Τον βρίσκουν να κυλιέται μεθυσμένος στο ρυάκι του δρόμου. Η Νόρα φοβάται ότι θα γίνει αλκοολικός. Όλες οι πληθυσμιακές ομάδες που κυκλοφορούν ζουν και αναπνέουν στις σελίδες του ‘’Οδυσσέα’’, είναι γνωστοί του- ή τέλος πάντων έχει συζητήσει μία φορά τουλάχιστον μαζί τους. Είναι μια πανσπερμία από όλες τις φυλές της Μεσογείου. Είναι Χριστιανοί, ή ειδωλολάτρες. άθεοι και ένθεοι. μικροκακοποιοί και Μασόνοι. Τότε είναι που αρπάζει το αυτί του τα πρώτα ελληνικά. Κάνει φίλο του, αυτόν του οποίου το στόμα τα προφέρει. Είναι Έλληνας της διασποράς πιθανόν Κερκυραίος ‘’ελληνότατος των Ελλήνων’’ και λέγεται Νικόλας Σάντας. Η γυναίκα του είναι μπακάλισσα και δεν είναι φυσικά Ελληνίδα. Λέγεται Λίζα Νορμπεντό.

 

Αυτοί οι Έλληνες Οδυσσείς, συμφύρονται στο λιμάνι της Μεσογείου βόρειο πολυτάραχο και ελεύθερο δασμών, την Τεργέστη των αρχών του 20ου αιώνα. Δεν διδάσκει μόνο στην σχολή Μπέρλιτς με επιτυχία αλλά κάνει και ιδιωτικά μαθήματα. Εκτός από Αγγλικά διδάσκει ιρλανδικό πολιτισμό, οικονομία, και διακίνηση ιδεών. Να μια άσκηση: «Αυτή η γυναίκα έχει όμορφα μικρά βυζάκια, όμως η συνείδησή της είναι φαρδιά σαν καταβόθρα. Ο σύζυγος αυτής της κυρίας είναι  ευτυχής, διότι οι εραστές της βοηθούνε στην οικονομικήν ανάπτυξιν της οικογενείας». Με τέτοιου είδους ασκήσεις μ’ αυτό το χιούμορ α λά Τσαρλυ Τσάπλιν και μια γλώσσα αντάξια του Μποστ, διδάσκει διασκεδάζοντας τους μαθητές του. Κι αυτοί γράφονται κατά δεκάδες στη σχολή Μπέρλιτς. Οι μετοχές του Ιρλανδού καθηγητή ανεβαίνουν στα ύψη. Ανάμεσα στους μαθητές του ο Κοντε Σορντίνα και η Βαρώνη Καβαλάρ. Μέλη της ελληνικής παροικίας και της πολύ ισχυρής οικονομικά τάξης της Τεργέστης. Ο Τζόυς θα γίνει ο ιδιωτικός τους δάσκαλος. Είναι μπροστά σε μια πολύ δημιουργική περίοδο ως συγγραφέας.

 

 

Η Νόρα

 

Παρόλα αυτά η Νόρα δε μοιάζει καθόλου ευχαριστημένη, αφού δε περνάει καλά. Το κλίμα δεν της αρέσει. Τα φαγητά καθόλου. Αρνιέται να μαγειρέψει, ακόμη και να μοιραστεί την κουζίνα με την  Ιταλίδα νοικοκυρά. Αλλάζουν συνεχώς δωμάτια. Κάθε βράδυ η Νόρα βάζει τα κλάματα. Η τριεστίνες στρίβουν  αποστρέφουν  τα πρόσωπά τους  για ν’ αποφύγουν να κοιτάξουν τη φουσκωμένη κοιλιά της. Τα βράδια δεν ξέρει τι ώρα θα επιστρέψει ο Τζιμ και σε τι κατάσταση θα βρίσκεται. Ζητάει βοήθεια από φίλους. Γράφει στον Στανίσλαο ότι είναι αποφασισμένη να εγκαταλείψει τον Τζιμ. Ο Τζιμ του στέλνει ένα απελπισμένο γράμμα. Τον καλεί να πάει στην Τεργέστη. Αυτό συμβαίνει λίγες εβδομάδες πριν την γέννηση του πρώτου τους παιδιού, το οποίο γεννιέται στις 17 Ιουλίου 1906. Σ’ ένα δωμάτιο όλο και όλο η Νόρα, το μωρό της που κλαίει διαρκώς και ο Τζιμ να γράφει.  Τελειώνει το ένα μετά το άλλο τα διηγήματα των «Δουβλινέζων»  Ενώ συνεχίζει το «Πορτραίτο του Καλλιτέχνη».

 

Ο αδελφός Στανίσλαος

 

Τώρα του λείπει το Δουβλίνο, τώρα που το χρειάζεται όσο τίποτα άλλο, χρειάζεται τους ανθρώπους, τους δρόμους, τα ονόματά τους, τα γεφύρια και τον ίδιο τον Στάνυ, τον αδερφό του τον πρακτικό και τακτικό Στάνυ, ο οποίος θα πάει στην Τεργέστη να ξαλαφρώσει οικονομικά την οικογένεια. Ο Τζιμ του βρίσκει δουλειά στη σχολή Μπέρλιτς.  Τα κανονίζει όλα προς όφελός του. Λέει στον διευθυντή της Μπέρλιτς, «Εγώ είμαι ο πρωτότοκος, έχω οικογένεια και έξοδα, Ο Σταν είναι ανύπαντρος δεν χρειάζεται πολλά λεφτά, εξάλλου γι’ αυτό τον έφερα για να μοιραστούμε τα βάρη.» Μόνο που τα περισσότερα βάρη επωμίζεται ο Στάνυ.

 Στο σπίτι διαδραματίζονται σκηνές απείρου κάλλους.  Τσακωμοί,  θυμοί, βρισιές, ξυλοδαρμοί,  μεθύσια. Μια τυπικά ιρλανδέζικη ζωή στην Τεργέστη. Ο Τζιμ δουλεύει  λιγότερο για να έχει περισσότερο χρόνο για να γράφει. Αλλά ό,τι κερδίζει το ξοδεύει στο ποτό. Συχνάζει στα καπηλειά που την αράζουν Έλληνες «κουβεντιάζει μαζί τους και τα πίνει»  και μαζί τους ανακαλύπτει τον σοσιαλισμό. Με το αλάνθαστο ένστικτο του δημιουργού σχεδόν προφητεύει πως αυτοί οι ανώνυμοι εμιγκρέδες σύντομα θα κατοικήσουν το άγραφο ακόμα και ασχεδίαστο βιβλίο του τον «Οδυσσέα», αλλά που θαρρείς πως ήταν πάντα μέσα στο κεφάλι του. Ο κόσμος αυτός, των Γραικών και των απάτριδων, των ανεπάγγελτων και των τεμπέληδων, των αεριτζήδων και των υποχονδριακών, αυτός ο ανώνυμος κόσμος του είναι απαραίτητος για να γράψει γι αυτό νιώθει μια παράξενη έλξη γι’ αυτούς. Κάποιοι  γίνονται φίλοι του, ο Σάντας, ο ταβερνιάρης Νορμπέντο, η κόρη του και η γυναίκα του φίλου του Σάντα, μια αφράτη πολυλογού. Ο Σάντας προεξάρχων αυτής της πολυεθνικής παρέας των Εβραίων των Αρβανιτών και των Ρωμιών και μέσα σε χωρατά, αφηγήσεις και αντιγνωμίες και μεθύσια σηκώνεται και απαγγέλει την ‘’Οδύσσεια’’. Ραψωδίες ολόκληρες και τις τραγουδάει. Ο Σάντας είναι καταχωρημένος στο δημοτολόγιο της Τεργέστης ως καταστηματάρχης. Έχει ένα πάγκο και πουλάει πορτοκάλια και λεμόνια στην πιάτσα Πόντε Ρόσσο. Ο Τζόυς του δανείζει χρήματα.  Για να δικαιολογήσει το δάνειο ισχυρίζεται στον Στανίσλαο πως τον έκλεψαν κάτι αλήτες. Και τον παροτρύνει να ζητήσει χρήματα απ’ τον Σάντα και ο τελευταίος αυτός ανταποκρίνεται πρόθυμα.

 

     Ο Στανίσλαος γίνεται ένα είδος προστάτη του αδερφού του, ωστόσο δεν συμφωνεί με το τρόπο ζωής του Τζιμ και της Νόρας. Δεν συμφωνεί ούτε με το πώς διάγει την καθημερινότητα του ο Τζιμ, και φυσικά φοβάται πάρα πολύ ότι το πιοτό θα τον καταστρέψει. Ο Στανίσλαος είναι μεθοδικός, μετρημένος, προνοητικός, εργατικός και προπάντων ηθικός. Ο Τζιμ κλέβει τα λεφτά που βγάζει από τα μαθήματα ο Στάνι. Και επειδή δεν ανέχεται να επεμβαίνει κανείς στη ζωή του, -αυτό που θέλει  είναι μόνο να τον συντηρεί ο αδελφός του οικονομικά – αντιδρά το ίδιο δυναμικά και επιθετικά όπως ο αδελφός του. Αποτέλεσμα, βρίζονται, καυγαδίζουν και έρχονται στα χέρια. Ο Στάνι είναι πιο δυνατός και έτσι ο Τζιμ τις τρώει. Ο Στάνι θέλει να οδηγήσει τον αδερφό του στο μεγάλο έργο που πρέπει να αναλάβει και που αυτός ξέρει καλύτερα από τον αδελφό του πώς πρέπει να το κάνει. Ο Τζιμ, λοιπόν, πρέπει να ξυπνήσει την συνείδηση της Ιρλανδίας, να γίνει ο Ρουσσώ  και ο Βολταίρος της κι ίσως και ο Ντιντερό της. Γι’ αυτό  πρέπει να σταματήσει να συναγελάζεται με αυτά τα παράσιτα, τους ανεπάγγελτους Γραικούς, Εβραίους και Αρβανίτες, όλους αυτούς τους απόβλητους, τους εξόριστους λες και ο Τζιμ δεν είναι εξόριστος, δεν έχει αυτοαποβληθεί από την ιρλανδική κοινωνία και την λογοτεχνική της κοινότητα. Είναι βέβαια και ο σοσιαλισμός που ενδιαφέρει τον Σταν, οπότε αυτό φέρνει μια κάποια ισορροπία σε όλη αυτήν την αποστροφή που νιώθει γι’ αυτά τα αποβράσματα. Για τον Ίταλο Σβέβο, το σπουδαίο Ιταλό συγγραφέα, κάτοικο Τεργέστης και μαθητή του Τζόυς, όταν βλέπει μαζί τα δύο αδέλφια νομίζει ότι βλέπει τον Δον Κιχώτη και τον ακόλουθό του Σάντσο Πάντσα. Ο Στάνι σ’ αυτό το ημερολόγιο του επίτροπου ή προστάτη του αδερφού του, όπως το επιγράφει, λέει ότι ο Τζιμ είναι ένας ανήθικος, ότι η φύση του είναι αντίθετη σε οποιαδήποτε ηθική, την οποία αν ακολουθήσει για λίγο, γρήγορα τη βαριέται. Η ουσία της ζωής δεν έχει καμιά αξία γι’ αυτόν, δεν έχει ιδανικά και δεν ενδιαφέρεται παρά για τους πόρνους και τις γυναίκες. Ο Στάνι είναι ένας ακόμα από τους ήρωες του αδερφού του. Ο Τζιμ τον εκδικείται, έστω και καθυστερημένα, αυτόν τον κήνσορα που θέλει να τον θεραπεύσει, γι’ αυτό του δίνει το ρόλο του Κάιν στην «Αγρύπνια…»:

«Α, Τριέστη, α, Τριέστη, μου έφαγες το συκώτι μου», λέει στον «Οδυσσέα». Τον καταλαμβάνουν κρίσεις απύθμενης αισιοδοξίας τις οποίες διαδέχονται τρομερές κρίσεις απελπισίας.

 

Παύλος Φωκάς

 

 

Οι γνωστότεροι σε όλους τους ερευνητές Ρωμιοί ήταν ο Παύλος Φωκάς από την Κεφαλονιά και ο Παύλος Ρουτζιέρο από την Θεσσαλονίκη, ο οποίος σπούδασε σε γαλλικό σχολείο της πόλης που γεννήθηκε. Από την Θεσσαλονίκη η οικογένειά του μετακόμισε στην Πόλη όπου πατέρας και γιος εργάστηκαν στην εταιρία Διεθνών Σιδηροδρόμων και το 1916 έφυγαν για την Ιταλία και έπειτα για την Ελβετία. Ο δεύτερος Έλληνας ο Παύλος Φωκάς υπήρξε υπάλληλος του Ελληνικού Προξενείου αλλά διώχθηκε ως Βενιζελικός. Χάρη στο βιβλίο του καθηγητή Ενεπεκίδη, έχουμε άφθονες πληροφορίες γι’ αυτή τη περίοδο. Την εποχή που ο Τζόυς έγραφε τον ‘’Οδυσσέα’’, η δίψα του για τα ελληνικά ήταν άπληστη. Τα ελληνικά του Φωκά ήταν τα ελληνικά των Ελλήνων της διασποράς. Άψογη καθαρεύουσα, αρχαϊκοί τύποι. Αυτά τα ελληνικά μιλάει, αυτός που παραδίδει μαθήματα ελληνικών στον Τζόυς. Στα τετράδια του υπάρχουν ιστορίες, βωμολοχίες , προσευχές, τραγουδάκια, καλαμπούρια, γράμματα, αλληλογραφίες με τράπεζες για μετοχές και δάνεια, φανταστικοί διαπληκτισμοί με διευθυντές τραπεζών για κάποιες χιλιάδες λίρες αλλά και για κάποια φανταστικά εμβάσματα που θα λάμβανε.

 

 

     Ενώ το τέλος του ‘’Οδυσσέα’’ το έγραψε στο Παρίσι με ισχυρούς πόνους στα μάτια που παρά τις εγχειρήσεις δεν ήταν σε καθόλου καλή κατάσταση. Όσο ωρίμαζε συγγραφικά το φως των ματιών του λιγόστευε. Λίγο πριν το τέλος του ήταν σχεδόν τυφλός.

 

 Συγκρούσεις-1916

 

Το ματωμένο Πάσχα του 1916, ο Τζόυς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ουδετερότητά του. Ιρλανδοί πατριώτες σκοτώνονταν κατά δεκάδες. Τουφεκίζονταν οι αρχηγοί του κινήματος που συλλαμβάνονταν. Μέσα σ’ αυτούς ήταν ένας συμμαθητής του και φίλος, ο οποίος εκτελέστηκε εν ψυχρώ από Άγγλο αξιωματικό. Η Αγγλική διοίκηση επικοινώνησε με τη χήρα του και τη διαβεβαίωσε πως η εκτέλεση του άντρα της ήταν λάθος. Εκείνη παρέμεινε σταθερή στην απόφασή της. Ο Τζόυς παρακολουθεί τα γεγονότα με μεγάλη αγωνία. Γνωρίζοντας το τέλος. 

 

 

           Ο Τζόυς μόνο μέσα από την γραφή μπορεί να πάρει την εκδίκησή του. Θέλει να εκδικηθεί  τους Άγγλους που κατάντησαν τον τόπο του αγνώριστο. Χτυπημένος από θυμό και νοσταλγία, μπολιασμένος από φαρμακερό χιούμορ θα φανερώσει ‘’το παρόν, το παρελθόν, την γλίτσα, τη χυδαιότητα, το θαύμα, τις θυσίες, τις προδοσίες και τους αγώνες’’. Την ίδια εποχή που ο Τζόυς τελείωνε τον «Οδυσσέα» στο Παρίσι ο Μαρσέλ Προυστ είχε κλειστεί σε δωμάτιο αποστειρωμένο και έγραφε το «Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο», του οποίου το πρώτο μέρος είχε κυκλοφορήσει το 1913 με τίτλο ‘’Από τη Μεριά του Σουάν», αλλά αυτός είχε ταφεί ζωντανός. Και ο Τζόυς δεν ήθελε να είναι ένας ζωντανός νεκρός. Όμως οι συγγραφείς είναι κάτι τέρατα που ασχολούνται με τις λέξεις, μόνο με τις λέξεις και δεν έχουν τίποτα άλλο στο νου τους, εκτός από τις λέξεις. Η μητέρα του Φλωμπέρ έλεγε ότι ο γιος της είχε αποκτήσει ένα ψυχρό ύφος σχεδόν αντι-ανθρώπινο απ’ αυτήν την εμμονική ενασχόλησή του με τις λέξεις. Αυτός όμως, παρότι είχε την ίδια εμμονή με τους άλλους, μπορούσε να ξαναμπαίνει στην πραγματικότητα, να ακούει την Νόρα να του ετοιμάζει βραδινό και να του λέει επιτακτικά «βγάλε επιτέλους αυτή την φριχτή παλιοζακέτα γιατί θα πάμε να φάμε έξω – αφού όταν ο Τζιμ άρχισε να βγάζει λεφτά τρώγανε πολλές φορές βραδινό σε εστιατόριο». Ο Τζόυς συνέχισε τα μαθήματα των ελληνικών όσο ήτανε στην Ζυρίχη, και περηφανευόταν σε φίλους λέγοντας ότι ανήκει σ’ αυτήν την γλώσσα η οποία είναι το πεπρωμένο του. «Ξέρω να διαβάζω και να γράφω Ελληνικά». Και δεν ήταν καθόλου υπερβολή, δεδομένου ότι υπάρχει μια σειρά τετραδίων, τεράστιας έκτασης, που λέγονται τα ‘’Τετράδια της Ζυρίχης’’ και φυλάσσονται στο Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο στις ΗΠΑ. Ανάμεσα στις τολμηρές ιστορίες, τα ανέκδοτα και τα τραγουδάκια, υπήρχε ο ελληνικός Εθνικός Ύμνος, στην αγγλική του μετάφραση, καθώς και το «Μαύρη είναι η Νύχτα στα Βουνά».    

 

 

Καρλ Γιούνγκ

 

 

  Γνωρίζεται με την σοπράνο της Ζυρίχης Σαρλότ Σάουερμαν, στην οποία άρεσε η φωνή του. Με την μεσολάβησή της κερδίζει μια υποτροφία δώδεκα χιλιάδων φράγκων,  από την μίσες Μακ Κόρμικ, που, από το 1913 βοηθούσε με τον τρόπο αυτό, μεγάλους συγγραφείς και μουσικούς της Ζυρίχης. Ύστερα όμως από την έντονη άρνηση (την έβρισε πατόκορφα) του Τζόυς να αφήσει να τον ψυχαναλύσει ο Γιουνγκ με υπόδειξη και έξοδα της ευεργέτιδάς του, αναστέλλει τη μηνιαία βοήθεια που του παρείχε. Ο Γιουνγκ λοιπόν δεν κατάφερε να ψυχαναλύσει τον συγγραφέα, «ψυχανάλυσε» όμως τον «Οδυσσέα». Και έγραψε την εξής επιστολή στον Τζόυς, ο οποίος έχει επιστρέψει στο μεταξύ στην Ζυρίχη.

 

 

 

«Αγαπητέ Κύριε,

 

 

 

 Ο «Οδυσσέας» αποδείχθηκε υπερβολικά σκληρό καρύδι και υποχρέωσε το νου μου όχι μόνο σε ασυνήθιστες προσπάθειες, αλλά και σε εξωφρενικές περιπλανήσεις (μιλώντας από τη σκοπιά του επιστήμονα). Εν γένει το βιβλίο σας μου έθεσε προβλήματα ων ουκ έστι αριθμός και επί χρόνια το γυρόφερνα στο μυαλό μου μέχρις ότου, επιτέλους, να μπω στο νόημα. Οφείλω πάντως να σας πω ότι είμαι βαθύτατα υποχρεωμένος τόσο σε σας όσο και στο γιγάντιο έργο σας, γιατί διδάχθηκα πολλά απ’ αυτό. Δεν νομίζω ότι θα είμαι ποτέ απόλυτα σίγουρος αν το απόλαυσα, γιατί απαιτούσε πολλή τριβή των νεύρων και της φαιάς ουσίας. ‘Όπως επίσης δεν ξέρω αν εσείς θα απολαύσετε όλα όσα έγραψα εγώ για τον «Οδυσσέα», γιατί μου ήταν αδύνατον να μη πω στον κόσμο πόσο έπληξα με το βιβλίο, πόσο γόγγυσα, πόσο έβρισα και πόσο θαύμασα. Οι 40 σελίδες χωρίς τελεία στο τέλος είναι μια αρμαθιά από γνήσια ψυχολογικά διαμάντια. Μόνο του σατανά η νόνα ξέρει τόσα για την αληθινή ψυχολογία της γυναίκας. Εγώ πάντως δεν τα ήξερα. Τέλος πάντων, απλώς προσπαθώ να σας συστήσω το μικρό μου δοκίμιο σαν ένα διασκεδαστικό πείραμα ενός ανθρώπου που σας είναι εντελώς άγνωστος και που πλανήθηκε στον λαβύρινθο του «Οδυσσέα» σας και κατά σύμπτωση ξαναβγήκε μόνο χάρις στην καλή του τύχη. Όπως και αν έχει το πράγμα, από το άρθρο μου μπορείτε να συναγάγετε τι έκανε ο «Οδυσσέας» σας σ’ έναν, υποτίθεται, ισορροπημένο ψυχολόγο.

 

 

 

Σας εκφράζω την βαθύτατη εκτίμησή μου

Κ. Γιουνγκ».  

 

 Δουβλινέζοι

 

 Στις 9 του Σεπτέμβρη εγκαταλείπει το Δουβλίνο με το μικρό του γιο και την αδερφή του Ηβ. Στην τσέπη του έχει το καινούργιο συμβόλαιο για την συλλογή διηγημάτων του, «οι Δουβλινέζοι». Εντούτοις, ο νέος εκδότης φοβάται το σκάνδαλο που θα ξεσπάσει με την έκδοση του βιβλίου. Ζητάει αλλαγές. Μια φράση εδώ για την εκκλησία, μια εκεί για τον Παρνέλ, μια άλλη που μπορεί να παρεξηγηθεί, ένα σεξουαλικό υπονοούμενο (…) Ο Τζόυς αποφεύγει το δίλημμα: να διατηρήσει ακέραιο το κείμενό του ή να το δει τυπωμένο, που ήταν ο διακαής του πόθος, υποχωρεί και διορθώνει, και απαλείφει παραγράφους, όπως και στην περίπτωση του πρώτου εκδότη. Αρχίζουν πάλι οι καθυστερήσεις. Μια νέα εμπλοκή παρουσιάζεται όταν ο τυπογράφος αρνείται να τυπώσει μια φράση. Ο Τζόυς επιμένει, ο εκδότης προτείνει κι άλλη αλλαγή και όλη αυτή η διελκυστίνδα κρατάει δύο χρόνια, από το 1909 ως 1911. Ο Τζόυς εν τω μεταξύ γράφει σβήνει και αλληλογραφεί με επτά δικηγόρους στο Δουβλίνο. Σε μια στιγμή απελπισίας γράφει ένα γράμμα σε δυο εφημερίδες. Αυτό αντί να καλυτερέψει τα πράγματα, τα περιπλέκει. Ο εκδότης λέει ότι το βιβλίο δεν τον αφορά πια. Ο Τζόυς ορκίζεται μπροστά σε μάρτυρες και στους δικηγόρους ότι θα αποζημιώσει τον εκδότη για τυχόν κατάσχεση του βιβλίου. Προτείνει ακόμα να γίνει ο ίδιος εκδότης του.

 

 

 

Το βιβλίο δεν κατασχέθηκε έγινε όμως κάτι πολύ χειρότερο, κάτι αδιανόητο. Το βιβλίο κάηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1912. Κανείς δε ξέρει ποιος  αποφάσισε κάτι τέτοιο. Πάντως το βιβλίο κάηκε! Κάτι που θύμιζε το μεσαιωνικό κάψιμο των μαγισσών, κάτι που προανήγγειλε την ναζιστική εποχή. Αυτό το γεγονός θα είχε συντρίψει έναν άλλον θα τον είχε καταρρακώσει και αυτόν και το τάλαντο που διέθετε, ωστόσο ο Τζόυς σκλήρυνε πλέον τη θέση του και δεν υποχώρησε στο εξής σε κανέναν εκδότη, ποτέ και για κανέναν λόγο. Και κάτι άλλο εξίσου τελεσίδικο, ουδέποτε ξαναγύρισε στο Δουβλίνο.

 

 

 

«Οι συμπατριώτες μου δεν κατάφεραν να με στραγγαλίσουν, αυτό δε το κατάφεραν. Όμως με την υποκρισία, την στενοκεφαλιά, και τους σεκταρισμούς τους, μ’ έκαναν να μη ξαναγυρίσω ποτέ στο Δουβλίνο», έγραψε στην Μις Γουήβερ.

 

 

 

 

 

 

Τα βιβλία του γεμάτα προδοσίες και απογοητεύσεις περασμένα μέσα από το φίλτρο μιας σάτιρας ιδιαίτερα σκληρής προορίζονταν να αναγνωριστούν από τους συμπατριώτες του. Εκείνο που διακαώς επιθυμούσε ήταν να τον παραδεχτεί το Δουβλίνο. Αυτό συμβαίνει πάντα με τους εξόριστους συγγραφείς. Παρά το γεγονός ότι οι δεκαπέντε ιστορίες του βιβλίου δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα ειδεχθείς, ούτε απροκάλυπτα πορνογραφικές, ούτε περιφρονητικές για την πολιτική απάθεια των συμπατριωτών του, ούτε συκοφαντικές, ωστόσο είναι λίγο απ’ όλα αυτά. Με μόνη εξαίρεση τα παιδιά, οι ενήλικες είναι μαστροποί, ομοφυλόφιλοι, μεγαλομανείς, απατεώνες, υποκριτές, μοχθηροί, ζηλόφθονοι, κακεντρεχείς, μνησίκακοι και ηλίθιοι. Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά δεν διατυπώνονται ξεκάθαρα, αλλά μια αχλή βρώμας και δυσωδίας μαζί με μια ανηλεή σάτιρα σκεπάζει τις ζωές και τις συμπεριφορές όλων.

 

 

Ο Μπλουμ

 

 

      Ο Τζόυς ακριβώς όπως ο Μπλουμ στον «Οδυσσέα» ή να ο καθένας στην «Αγρύπνια των Φίννεγκαν» παίζοντας το ρόλο του άτυχου θύματος της προδοσίας και της ιρλανδέζικης αμάθειας και αδιαφορίας, διαφθοράς και αγυρτείας των συμπατριωτών του υπερασπίζεται τον εαυτό του και τα έργα του σ’ ένα γράμμα που απευθύνει στον Γέητς.

 

 

 

‘’Υπάρχουν ξέρετε κάποιοι ηθικολόγοι στην Ιρλανδία που με νομίζουν μειωμένης ηθικής αντίστασης. Αυτοί πιστεύουν πως το μοναδικό καθήκον του ανθρώπου είναι να πληρώνει τα χρέη του, όμως αυτή η στενοκέφαλη ιρλανδέζικη αρετή είναι μονάχα η καρικατούρα της όποιας άλλης ευρωπαϊκής αρετής και ηθικής και του όποιου ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Μάλιστα, λοιπόν, δέχομαι να δικαστώ. Όμως από ένα δικαστήριο ενόρκων που θα το συνθέτουν άνθρωποι της ίδιας μ’ εμένα κοινωνικής τάξης και της ηλικίας μου, και από ένα δικαστή που θα ήταν επίορκος των αγγλικών νομικών μεθόδων. Όμως, γιατί επιμένω; Γιατί και τη σημερινή αξιοθρήνητη οικονομική κατάστασή μου, μοιάζει να την θεωρούνε όνειδος και να την στρέφουν εναντίον μου.’’

 

           Ο Στήβεν λέει σε μια σελίδα του ‘’Οδυσσέα’’ «μια μεγαλοφυΐα δεν κάνει λάθη». Ο ίδιος  στο «Πορτραίτο του Καλλιτέχνη» μονολογεί:  «κλείνω τα μάτια μου τόσο που δε βλέπω, ή μάλλον βλέπω την ανθισμένη νιότη μου, είμαι ένα αγοράκι που στήνει μια ξόβεργα, και ένας μεγαλύτερος ετοιμάζει μια παγίδα για μένα».

 

Η ξόβεργα του Στήβεν στάθηκε ανίσχυρη μπροστά στην παγίδα του μεγαλύτερου, αυτό το κόστος δεν το πλήρωσε μια φορά μόνο ο Τζόυς. Αυτοί που του έστησαν την παγίδα ήξεραν πως ειδικά αυτός ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι θα πιανόταν σ’ αυτήν. Όλα αυτά τα χρόνια τα οικονομικά προβλήματα του Τζόυς επιδεινώνονταν το ίδιο και τα χρέη. Βοηθούσε φυσικά και ο Στάνισλας. Δεν είναι σαφές, λοιπόν, που βρήκε το κεφάλαιο ο Τζόυς, ωστόσο σ’ ένα τελευταίο πολύ σύντομο ταξίδι στο Δουβλίνο έγινε επιχειρηματίας. Άνοιξε ένα κινηματογράφο, έχοντας διαπιστώσει προηγουμένως την έλλειψή του. Αλλά η επιχείρηση δεν πήγε και τόσο καλά.  Έπειτα δεν ήτανε ο πρώτος συγγραφέας που έλπισε να βγάλει χρήματα   από μια άλλη δουλειά εκτός της δικής του. Πρώτος διδάξας είναι ο Μπαλζάκ που έστηνε την μία επιχείρηση κατόπιν της άλλης και τις έριχνε όλες έξω, ώσπου μπήκε στη φυλακή.                    

 

 

Η Νόρα ο έρωτάς του, η μούσα του

 

 

Στο μεταξύ και ενώ βρίσκεται ακόμα στο Δουβλίνο ο Τζόυς παίρνει την απάντηση της Νόρας στα απελπισμένα γράμματά του. Πολύ ωμά εκείνη του γράφει ότι θέλει να πάει να τη γαμήσει. Η τρελή επιθυμία της Νόρας γι’ αυτόν και η λαγνεία της, το γεγονός ότι ήθελε να τον κρατήσει κοντά της να τον έχει δικό της, να μην σκέφτεται καμιά άλλη εκτός απ’ αυτήν την οδήγησαν να τον παρασύρει σε πολύ παθιασμένα γαμήσια ατέλειωτες ερωτικές νύχτες στη στενή και φτωχή τους κρεβατοκάμαρα, που ωστόσο υπήρχε ένα ντουλάπι με τα αρωματισμένα πολύχρωμα εσώρουχα της Νόρας, όπως ακριβώς το ήθελε ο Τζιμ. Ο Μπωντλαίρ έλεγε ότι η «αφή έχει μνήμη». Και αυτή η μνήμη όταν ο Τζιμ ήταν μακριά της τον υποχρέωνε εκτός από το να τη θυμάται να περιγράφει κάθε λεπτομέρεια του σώματός της, και μετά της έστελνε αυτές τις παροξυσμικές περιγραφές σε γράμμα. Στο μεταξύ μέσα στην «αμαρτωλή μυστική νύχτα» καθόταν στον τραπέζι της κουζίνας και τον έπαιζε. Ήξερε ότι εκείνη την ώρα που διάβαζε το γράμμα του ή έγραφε το δικό της έλεγε ξανά και ξανά την λέξη που τον άναβε – «Βίαιη αναπότρεπτη, διαβολική, σαν την ίδια τη πράξη».. Και ύστερα παρόλα τα αισχρόλογα , την χυδαία και επαίσχυντη στιγμή ήξερε καλά, πως θα την αγαπούσε κι άλλο, ακόμα πιο πολύ, και όταν της το έλεγε εκείνη θα τον κοίταζε στα μάτια με ύφος Αγίας και θα του μάλαζε τον πούτσο μέχρι να χύσει. Αυτό το απόλυτα γήινο ζευγάρι που ζούσε μια εκστατική ταύτιση κάνοντας έρωτα και εκλύοντας έναν απίστευτα φλογερό πόθο δεν είναι ούτε βάρβαροι ούτε ζωώδεις είναι και τα δύο, όπως είναι όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο όπου γης όταν η ερωτική έλξη τους χτυπάει κατακούτελα. Ουδέποτε η Νόρα σκέφτηκε τον εαυτό της χωρίς τον Τζιμ και ο Τζίμ χωρίς την Νόρα, ανεξάρτητα από τις παρασπονδίες στις οποίες υποχώρησαν κατά καιρούς και οι δύο. 

 

 

Η Νόρα είναι η πλέον ευνοημένη λογοτεχνικά σύζυγος και σύντροφος στην παγκόσμια λογοτεχνία. Είναι η Γκρέτα Κονρόι, στους αριστουργηματικούς «Νεκρούς» από τους «Δουβλινέζους», Η Μπέρτα στους «Εξόριστους», το μοναδικό του θεατρικό έργο α λά Ιψεν, η Μόλλυ Μπλουμ στον «Οδυσσέα», η Άννα Λίβυα Πλούραμπελ στο «Finnegan’s Wake». Η Νόρα είναι για τον Τζόυς η θηλυκή εκδοχή του κόσμου. Το ασθματικό, διακεκομμένο, συνειρμικό ακαλόπιστο ύφος πολλών από τους γυναικείους μονολόγους του «Οδυσσέα» κοπιάρει το επιστολικό ύφος της Νόρας όταν του γράφει «Αγαπημένε Τζιμ νιώθω τόσο κουρασμένη απόψε που δεν μπορώ να πω πολλά ευχαριστώ πολύ για το γλυκό σου γράμμα που έλαβα απροσδόκητα σήμερα το βράδυ ήμουνα πολύ απασχολημένη όταν ήρθε ο ταχυδρόμος, έτρεξα και κλειδώθηκα σ’ ένα δωμάτιο να διαβάσω το γράμμα σου με κάλεσαν πέντε φορές αλλά καμώθηκα πως δεν άκουσα τώρα είναι εντεκάμιση και δεν χρειάζεται να σου πω ότι με το ζόρι κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά και είμαι κατευχαριστημένη που θα ξεραθώ στον ύπνο τώρα δεν μπορώ να σε σκεφτώ όσο θέλω όταν ξυπνήσω το πρωί δε θα σκέφτομαι τίποτα άλλο αύριο το απόγευμα στις 7 μ.μ.»  Και για του λόγου το αληθές ιδού ένα χωρίο από το μονόλογο της Μόλυ στον «Οδυσσέα»:

 

«Όλοι το κάνουν από συνήθεια και δεν το σκέφτονται πια γιατί να μη μπορείς να φιλήσεις έναν άντρα χωρίς να πας πρώτα να τον παντρευτείς κάποτε το ζητάς τόσο άγρια όταν νιώθεις έτσι τόσο όμορφα σ’ όλο το κορμί σου δεν μπορείς να το αποφύγεις λαχταράω αυτόν ή κάποιον άλλον άντρα να με ‘παιρνε κάποτε εκεί που βρίσκουμαι και να με φιλούσε μέσα στην αγκαλιά του δεν υπάρχει τίποτα όπως ένα μακρύ και ζεστό φιλί που κυλάει βαθειά μέσα στην ψυχή σου σχεδόν σε παραλύει ύστερα σιχαίνομαι την εξομολόγηση τότε που πήγαινα στον πατέρα Κόρριγκαν με άγγιξε Πάτερ μου και τι πείραζε που με άγγιξε κι αυτός με ρώτησε πού και εγώ είπα στις όχθες του καναλιού σαν ηλίθια όμως πού στο πρόσωπό σου τέκνον μου στο πόδι πίσω ψηλά ήταν ναι μάλλον ψηλά ήταν εκεί που καθόμαστε ναι».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.