You are currently viewing Κ.Ζ. Καπελώνης: Ποιητική. Μπορούνε οι παλιές γραφές να λένε καινούργια πράγματα;  Μέρος ΙΙ

Κ.Ζ. Καπελώνης: Ποιητική. Μπορούνε οι παλιές γραφές να λένε καινούργια πράγματα; Μέρος ΙΙ

Σε συνέχεια του Μέρους Ι, όπου είχαμε αποσπάσματα από τα προλεγόμενα του Ι. Συκουτρή, στην έκδοση της Ποιητικής του Αριστοτέλη από την Ακαδημία Αθηνών, του 1937, παραθέτουμε τα παρακάτω, που -κατά κάποιον τρόπο- σχολιάζουν και τη σύγχρονη θεατρική και λογοτεχνική πραγματικότητα.

 Η ποίηση εξαίρεται «εις την περιωπήν τέχνης», αν έχει ως αντικείμενό της το «καθόλου»  και δικαιολογείται επομένως η επιστημονική διαπραγμάτευσή της. Ως τέχνη δε των «καθόλου» της ανθρώπινης πράξης και μοίρας, η ποίηση προσεγγίζει προς την φιλοσοφία, η οποία επίσης το «καθόλου» εξετάζει. Είναι επομένως και η ποίηση —αντιθέτως προς την πλατωνική καταδίκη— κάτι «φιλόσοφον», είναι μια αναζήτηση της αλήθειας, κατά τον δικόν της φυσικά τρόπον.

 Όσο δε περισσότερο μετέχει «του Εικότος και του Αναγκαίου» η ποίηση, όσο περισσότερο δηλαδή επεξεργάζεται το «καθόλου», τόσο φιλοσοφικώτερη είναι, τόσο πλησιάζει περισσότερο προς το ύψιστο κριτήριο της αξίας μιας τέχνης: προς την φιλοσοφία. Αντίθετα από την σημερινή αντίληψη, η οποία θεωρεί τόσο ανώτερο ένα είδος της ποίησης, όσο προσωπικώτερο είναι, ο Αριστοτέλης (πιστός ως προς αυτό στην αρχαία αντίληψη) τοποθετεί στην πρώτη ιεραρχική βαθμίδα των ειδών της ποίησης τα αντικειμενικώτερα είδη, το δράμα πρώτο, το έπος κατόπιν— και αγνοεί σχεδόν τελείως την λυρική ποίηση, ως ανεπίδεκτη ακριβώς τεχνικής επεξεργασίας.

 Ο ποιητής δεν περιγράφει τα «γενόμενα»· περιγράφει «μόνον οία αν γένοιτο», και τα δυνατά κατά «το εικός ή το αναγκαίον», τα πράγματα δηλαδή που θα ήταν δυνατόν να γίνουν και όσα αισθανόμαστε ότι είναι ανάγκη ή πιθανόν να γίνουν έτσι. Αναπλάθει δηλαδή ο ποιητής το παρελθόν σύμφωνα με τους κανόνες της εσωτερικής λογικής ή ηθικής αναγκαιότητας, και κατ’ αυτόν τον τρόπο προσθέτει στη διήγησή του καθολικότητα. Εξ αυτού η Ιστορία γίνεται κάτι φιλοσοφώτερο, πλησιάζει δηλαδή περισσότερο «εις την γνώσιν του όντος», η οποία είναι γνώση του «καθόλου», όχι των επί μέρους, υπερπηδά τα όρια του αισθητού και εισέρχεται στη σφαίρα του νου. Και επειδή στην ιεραρχία της τέχνης, η φιλοσοφία είναι η ύψιστη των τεχνών, καθίσταται η ποίηση κάτι ανώτερο και σημαντικώτερο (σπουδαιότερο) από την ιστορία.

 Η ποίηση δεν εργάζεται με νόμους μηχανικούς, αλλά με αξίες.

«Εντεύθεν» παρατηρεί ο Βάκων «δικαίως η ποίησις θα ημπορούσε να θεωρηθή ότι μετέχει θείας τινος φύσεως: εγείρει την ψυχήν και την μεταφέρει προς τα υψηλά, προσαρμόζουσα τα ομοιώματα των πραγμάτων προς τους πόθους της ψυχής, όχι υποτάσσουσα την ψυχήν εις τα πράγματα, όπως κάμνει η σκέψις και η Ιστορία».

 Η σύνδεση των ιστορικών γεγονότων είναι έργο τού ποιητή. Ελεύθερος συμπληρώνει τα κενά της ιστορικής πραγματικότητας (όσα ο ίδιος αισθάνεται ως κενά), παρεμβάλλοντας κατά φαντασία πρόσωπα, σκηνές, ιδέες, πάθη· τροποποιεί τα δεδομένα, απομονώνει ορισμένα στοιχεία, εξαίρει ένα εμπειρικά ασήμαντο ή και «αμάρτυρον» επεισόδιο, ολοκληρώνει και αποστρογγυλώνει την διήγηση, χωρίς να τη συνδέσει (όπως έχει καθήκον ο ιστορικός) με τα προτού και με τα κατόπιν, χωρίς να παρουσιάσει ολόκληρο το πλέγμα των «πολλαχώς διασταυρουμένων παραγόντων». Οδηγός του, στην επιλογή των γεγονότων και τη σύνθεση του μύθου, είναι όχι οι νόμοι της εμπειρικής πραγματικότητας, αλλά οι κανόνες του κόσμου των αξιών,  των ηθικών, των αισθητικών, των θρησκευτικών, ακόμη τα επιτάγματα μιας λογικής καθαρής και απόλυτης. Έτσι έχει την ελευθερία, και την υποχρέωση πολλές φορές, να εισάγει στην εξήγηση ιστορικών γεγονότων το θαύμα, υπό την έννοια φυσικά μιας δύναμης που δεν ενεργεί «παρά λόγον», αλλά πέρα και υπεράνω του λόγου του εμπειρικού—αυτό που συνήθως ονομάζουμε θεία δικαιοσύνη, θεία οργή, μοίρα κλπ.

 Ο Αισχύλος παραμερίζει στους Πέρσες την ενοχή ανδρών και βλέπει στην ήττα των Περσών θέλημα των αθανάτων. Εκείνοι συντρίβουν με «κραταιάν χείρα» την υπερφίαλη δύναμη βαρβάρων και ασεβών δεσποτών και εμψυχώνουν υπερανθρώπως τους ολιγάριθμους αλλά θεοσεβείς υπερασπιστές της ελληνικής ελευθερίας. Και με τη μεγαλειώδη  αυτή  κατά την απλότητα και την βαθύτητά της σύλληψη παραγόντων λογικώς αστάθμητων, αντιμετωπίζει ο Αισχύλος φιλοσοφικώτερα το ιστορικό γεγονός, αφού προχωρεί πέρα από την πραγματικότητα: προς την Αλήθεια.

 Η ποίηση έχει να κάμει πάντοτε με άτομα, και μάλιστα με άτομα εξαιρετικά. Ακόμη και όταν τα θέματά της είναι παρμένα από τη ζωή του προλεταριάτου, τα πρόσωπά της ανήκουν σε μια αριστοκρατία, είναι ή ρ ω ε ς. Επειδή θέμα της ποίησης είναι η ανθρώπινη ψυχή, και η ψυχή αυτή ενεργεί ελεύθερα, δηλαδή ως παράγοντας ηθικής ενέργειας, στις πράξεις των ατόμων, και μάλιστα των εξαιρετικών σε πλούτο και βάθος ψυχικότητας ατόμων, όχι της μάζας. Για τον ποιητή όμως η μάζα έχει διακοσμητικό μόνο χαρακτήρα, χρησιμεύει κυρίως ως βάθος ιστορικό ή σκηνικό, ενώ για τον ιστοριογράφο, τον οποίο ενδιαφέρουν περισσότερο οι πράξεις παρά τα ελατήρια, η μάζα είναι ένας ουσιώδης παράγων ιστορικής εξέλιξης. Και από αυτή την άποψη η ποίηση αποκτά φιλοσοφικότητα, δηλαδή αλήθεια, μεγαλύτερη παρά η ιστοριογραφία.

 Εδώ βρίσκεται η πλάνη του νατουραλισμού, ο οποίος πιστεύει ότι το υλικό της τέχνης είναι απολύτως ασήμαντο για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Λησμόνησε, ότι ορισμένα θέματα εγκλείουν καθ’ εαυτά περισσότερα σπέρματα αισθητικών αξιών, ότι διευκολύνουν περισσότερο τον λογοτέχνη στην πραγματοποίηση του «καθόλου», επί του οποίου και μόνο είναι δυνατή η συνάντηση δημιουργού και κοινού. Η λογοτεχνία, οιαδήποτε λογοτεχνία, έχει να κάνει πάντοτε με  ή ρ ω ε ς, και όλοι οι άνθρωποι δεν είναι επιδεκτικοί εξηρωισμού.

 Αυτός που απολαμβάνει το καλλιτέχνημα ανασυγκροτεί και ξαναζεί εσωτερικά το δημιούργημα του καλλιτέχνη· όπως και το να κατανοείς τους στοχασμούς ενός φιλοσόφου σημαίνει να επαναλάβεις από μέσα, από την σκοπιά εκείνου, τη σειρά των συλλογισμών του. «Το μανθάνειν γίνεται τώρα το εις το κατά φύσιν καθίστασθαι.»

 Η ποίηση πρέπει να κρίνεται κατά κριτήρια δικά της και κατά τους δικούς της νόμους, και όχι κατά τους νόμους άλλων επιστημών, της λογικής π.χ. ή της ηθικής.

 Η κατάρα της συγχρόνου τέχνης: που νομίζει ότι δείχνει ανωτερότητα με το να απευθύνεται στους ειδικούς, τους παρακουρασμένους από το πλήθος της βιβλιακής σοφίας.

 Η καλλιτεχνική ηδονή μετριέται σύμφωνα με τους νόμους της ψυχολογίας του κανονικού ανθρώπου. Η ηδονή, όπως τη βλέπει ο Αριστοτέλης, δεν είναι παρά η υποκειμενική πλευρά ενός γεγονότος αντικειμενικού, είναι επακόλουθο οργανικά συνδεδεμένο προς την τήρηση ορισμένων αισθητικών κανόνων, αποκτά καθολικότητα εφ’ όσον στηρίζεται σε αντικειμενικά διαπιστωμένους και καθολικής περίπου ισχύος νόμους της ανθρώπινης ψυχής. Ειδεμή, πώς θα ήταν τέχνη η ποίηση;

 Ο θεατής μπορεί να δεχτεί πρόθυμα ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να προβεί σε ορισμένες παραχωρήσεις στην φαντασία και την ψευδαισθησία, ή ακόμη και στην ανάγκη της εξιδανίκευσης. Ακόμη μπορεί, υπό το κράτος ζωηρής συγκίνησης, να μην προσέξει ή να μην επιμείνει σε ένα ποιητικό ψεύδος, μια απιθανότητα, μια υπερβολή. Μέσα όμως στην καλλιτεχνική μίμηση ζητεί να βλέπει μια ποιητική πραγματικότητα, η οποία δεν θα διαψεύδει ολοφάνερα τα δεδομένα της εμπειρίας (της άμεσης ή της ιστορικής), δεν θα προσκρούει στην προσωπική του πίστη ή στην πεποίθηση της κοινής γνώμης, στην αρχή της αναγκαιότητας, της πιθανότητας ή και της απλής έστω δυνατότητας… Χαρακτηριστικό όμως για τον Αριστοτέλη είναι, ότι οι παραβάσεις αυτές καταδικάζονται όχι εν ονόματι της φιλοσοφικής ή επιστημονικής αλήθειας, αλλά εν ονόματι της αισθητικής σκοπιμότητας: «ως καταστρέφουσαι ή διαταράσσουσαι την εκ του καλλιτεχνήματος ηδονήν.»

Αλλά η ποίηση είναι φαινόμενο κοινωνικό, είναι (υπό αριστοτελική έννοια) τέχνη, και ως τέχνη προϋποθέτει «παράδοσιν», προϋποθέτει επίσης την αντικειμενική αναγνώριση και εκτίμηση εκ μέρους των άλλων· είδεμή, καταντά απλή εκδήλωση ατομικής ιδιορρυθμίας. Στην κρίση μας περί τέχνης ο παράγων του απολαύοντος το καλλιτέχνημα δεν είναι λιγώτερο σημαντικός από τον παράγοντα του δημιουργού, και ο Αριστοτέλης δεν ήτο δυνατόν, φιλοσοφών περί τέχνης, να εγκολπωθεί τον άκρατο υποκειμενισμό και την ματαιοφροσύνη «μοντέρνων» καλλιτεχνών, που συχνά αγνοούν το κοινό, συχνότερα όμως αγνοούνται και απ’ αυτό, και απ’ αυτούς ακόμη τους χάσκοντες που τους λιβανίζουν. Έτσι προστίθεται και δεύτερη γενεσιουργός αιτία της τέχνης, «το χαίρειν τοις μιμήμασι πάντας», η ηδονή την οποία δημιουργεί το καλλιτέχνημα όχι μόνον στο δημιουργό του, αλλά και στους βλέποντες.

 Σε ένα ποίημα ή σε ένα μουσικό έργο μάς θέλγουν και οι λέξεις, ο ρυθμός, η μελωδία, η φωνή του εκτελεστή, ακόμη και όταν δεν εννοούμε το περιεχόμενο.

 Η τέχνη είναι — το είπαμε ήδη — «έξις μετά λόγου αληθούς ποιητική.»

Κωστής Καπελώνης

Κωστής Καπελώνης Ο Κωστής Καπελώνης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1952. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστημίο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Tέχνης Kαρόλου Kουν. Διετέλεσε Kαλλιτεχνικός Διευθυντής του ΔHΠEΘE Kρήτης, υπηρέτησε στο Kρατικό Θέατρο Bορείου Eλλάδος και το 2002 ίδρυσε τον θίασο “Θ όπως Θέατρο”. Από το 1994 έχει σκηνοθετήσει πάνω από 50 παραστάσεις – μεταξύ των οποίων Το Παραμύθι από Χαρτί που τιμήθηκε με το βραβείο δραματουργίας Κ. Κουν 2003. Έχει εκδώσει αρκετά βιβλία, έχει γράψει στίχους για τραγούδια και έχει ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Είναι διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης και εργάζεται ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, σχεδιαστής φωτισμών κλπ.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.