You are currently viewing ΟΜΗΡΟΥ Ιλιάδα Ρ 424-447  (Τα άλογα του Αχιλλέα θρηνούν τον θάνατο του Πατρόκλου) . Μετάφραση: Γεωργία Παπαδάκη

ΟΜΗΡΟΥ Ιλιάδα Ρ 424-447 (Τα άλογα του Αχιλλέα θρηνούν τον θάνατο του Πατρόκλου) . Μετάφραση: Γεωργία Παπαδάκη

 Σχ. 1

΄Ετσι εκείνοι2 μάχονταν· κι ο σάλαγος από τα σιδερένια όπλα

στο χάλκινο3 έφθανε ουρανό μέσ’ από τον απέραντο αιθέρα.

Και τ’ άλογα του εγγονού τού Αιακού,4 που ήτανε παράμερα απ’ τη μάχη,

κλαίγανε, με το που απ’ την πρώτη τη στιγμή κατάλαβαν πως έπεσε ο ηνίοχος

μέσα στα χώματα απ’ του αντροφονιά τού ΄Εκτορα το χέρι.

Και είν’ αλήθεια πως ο Αυτομέδοντας,5 ο αντρειωμένος του Διώρη γιος,

από τη μια πολλά χτυπήματα επάνω τους τούς έδινε με το μαστίγιο το γρήγορο,

κι από την άλλη πάλι, άλλοτε με πολλά γλυκόλογα τους μίλαγε,

κι άλλοτε με πολλές φοβέρες. Όμως αυτά μήτε πίσω στα πλοία

ήθελαν να πάνε, προς τον πλατύ Ελλήσποντο, μήτε στη μάχη με τους Αχαιούς,

μα όπως μένει σταθερά στη θέση της στήλη που ’χει στηθεί

πάνω στον τύμβο ενός αντρός που πέθανε είτε μίας γυναίκας,

έτσι μένανε και αυτά ακούνητα στο άρμα το πανέμορφο ζεμένα,

έχοντας σκύψει τα κεφάλια τους στη γη· και δάκρυα ζεστά

κυλούσανε στο χώμα από τα βλέφαρά τους καθώς θρηνούσανε

ποθώντας τον ηνίοχό τους· κι οι πλούσιες οι χαίτες τους

λερώνονταν (μέσα στη σκόνη) πέφτοντας απ’ τη ζεύγλα

πλάι κι από τα δύο μέρη του ζυγού.

Μα σαν τα είδε να θρηνούν ο γιος του Κρόνου,6 τα σπλαχνίστηκε

και το κεφάλι του κουνώντας είπε μέσα του:

« Α δύστυχα, γιατί σας δώσαμε στον βασιλιά Πηλέα τον θνητό,

ενώ εσείς είστε αγέραστα κι αθάνατα;!

Μήπως για να ’χετε πίκρες κι εσείς μες στους ταλαίπωρους ανθρώπους;

Γιατί θαρρώ πως τίποτε δεν είναι πιο αξιοθρήνητο από τον άνθρωπο,

απ’ όλα, ναι, τα πλάσματα, όσα πάνω στη γη κινούνται κι αναπνέουν.

[…]

 

 

Όμως και στις μέρες που ακολούθησαν τα άλογα συνέχιζαν να πενθούν τον Πάτροκλο, όπως λέει ο ποιητής στους στίχους 283-284 της ραψωδίας Ψ:

[…]

Αυτόν, αλήθεια, ακίνητα τονε πενθούν κι οι χαίτες τους

κάτω στο χώμα ακουμπούν και δίχως να σαλεύουν στέκονται,

γιατί περίλυπη είναι η καρδιά τους.

 

 

Αυτοί οι γοητευτικοί, οι παλλόμενοι από τρυφερό λυρισμό στίχοι άγγιξαν βαθιά  τον Καβάφη που σμίλεψε το ποίημά του «Τα άλογα του Αχιλλέως».

 

                 Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,

         που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,

         άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·

                  η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε

         για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.

                                       […]      

 

  

 

1 Θέμα της ραψωδίας Ρ, όπως έχουμε ξαναπεί, είναι η φοβερή μάχη που διεξάγεται μεταξύ Αχαιών και Τρώων γύρω από το πτώμα του Πατρόκλου. Ας θυμηθούμε πώς έχασε τη ζωή του ο Πάτροκλος, ένας από τους πιο αγαπητούς ήρωες του Ομήρου. Σε κάποια στιγμή του πολέμου, οι Τρώες με επικεφαλής τον ορμητικό ΄Εκτορα κατάφεραν και εισήλθαν στην περιοχή των ελληνικών πλοίων, και οι Αχαιοί διέτρεξαν μεγάλο κίνδυνο. Τότε ο Πάτροκλος ζήτησε επίμονα από τον Αχιλλέα να τον αφήσει να μπει στη μάχη με τον στρατό των Μυρμιδόνων και να του δώσει να φορέσει τη δική του υπέροχη πανοπλία, μήπως οι Τρώες τον περάσουν γι’ αυτόν και φοβισμένοι υποχωρήσουν, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στους Αχαιούς να πάρουν ανάσα από την απειλητική πίεση που τους ασκούσαν οι Τρώες. Ο Αχιλλέας τού το επέτρεψε, ο Πάτροκλος οδήγησε τους Μυρμιδόνες στη μάχη, έτρεψε σε φυγή τους εχθρούς και, παρασυρόμενος από την επιτυχία του, απομακρύνθηκε από τα πλοία και χωρίς να το καταλάβει έφθασε μπροστά στα τείχη της Τροίας, όπου σκοτώθηκε από τον ΄Εκτορα.
Στο απόσπασμα που παραθέτουμε, ο ποιητής τραγουδάει με συγκλονιστικό τρόπο τη θλίψη και τον θρήνο των αλόγων του Αχιλλέα για τον θάνατο του αγαπημένου του φίλου. Τα άλογα αυτά, ο Ξάνθος (← ξανθός ) και ο Βαλίος (← βαλιός = στικτός, παρδαλός ), ήταν αθάνατα και γεμάτα ορμή, ἅμα πνοιῇσι πετέσθην, σαν του ανέμου τις πνοές πετούσαν. Μητέρα τους ήταν η γοργοπόδαρη ΄Αρπυια, θεότητα της θύελλας,  που τα απέκτησε από τον Ζέφυρο, τον ταχύτερο, τον πιο θυελλώδη απ’ τους ανέμους. Τα είχε δώσει ο Ποσειδώνας ως δώρο στον Πηλέα, τον πατέρα τού Αχιλλέα, όταν παντρεύτηκε τη Θέτιδα. Ο Πάτροκλος, όσον καιρό πολεμούσε ο Αχιλλέας, στεκόταν δίπλα του πάνω στο άρμα που το σέρναν τα ξεχωριστά αυτά άλογα και το κυβερνούσε. Μετά τη μάχη τα φρόντιζε με τρυφερότητα, τα έλουζε, άλειβε τις χαίτες τους με λάδι, κερδίζοντας και τη δική τους αγάπη.
2 Οι Αχαιοί και οι Τρώες.
3 Το επίθετο εδώ χρησιμοποιείται μεταφορικά, για να δηλώσει το στερεό και αιώνιο.
4  Ο λόγος για τον Αχιλλέα ( θυμίζουμε ότι ο Αιακός ήταν ο πατέρας του Πηλέα).
5) Σύντροφος και ηνίοχος, τόσο του Αχιλλέα, όσο και του Πατρόκλου.
6) Δηλαδή ο Δίας.

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.