You are currently viewing Πέτρος Χριστοφιλίδης: Κοραής – Σταντάλ – Σατωμπριάν, Η Αναγέννηση της Ελλάδας. Μτφρ.-επιμέλεια: Τατιάνα Τσαλίκη – Μηλιώνη. Εκδ. Νήσος, Αθήνα 2018

Πέτρος Χριστοφιλίδης: Κοραής – Σταντάλ – Σατωμπριάν, Η Αναγέννηση της Ελλάδας. Μτφρ.-επιμέλεια: Τατιάνα Τσαλίκη – Μηλιώνη. Εκδ. Νήσος, Αθήνα 2018

Όσο κι αν η ροή του χρόνου μάς απομακρύνει από το ιστορικό μας παρελθόν, έρχονται στιγμές που σαν από κάποιο χάσμα ξεπροβάλλουν ενώπιόν μας θέματα και μορφές που μας οδηγούν στα ποικίλα ανά τους αιώνες διαμερίσματά του.

Κι αυτό ισχύει βεβαίως διπλά ή πολλαπλά, όταν το ζήτημα που τίθεται είναι αυτό της εθνικής μας ταυτότητας και αυτογνωσίας.
Το τι είναι η Ελλάδα σήμερα μπορούμε να το κατανοήσουμε όχι μόνο μέσα από τη διεισδυτική μελέτη των τάσεων και των φαινομένων που τοποθετούνται στον άξονα της συγχρονίας, αλλά και μέσα από απροσδόκητες και αιφνιδιαστικές μετατοπίσεις και αναδρομές στις συνθήκες ζωής και γενικά στο πρόσωπο της πτωχής χώρας μας, όπως αυτό παρουσιάζεται στον καθρέπτη του παρελθόντος.
Καθώς λοιπόν βρισκόμαστε στο έτος 2018, δηλαδή απέχουμε μόλις τρία χρόνια από τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την έναρξη της εθνικοαπελευθερωτικής μας επανάστασης, και καθώς η ταλαιπωρημένη Ελλάδα δίδει κουράγιο στον εαυτό της να κινήσει το άρμα της σε μια νέα υποπερίοδο της συνεχιζόμενης «κρίσης», που ενώ υπέβοσκε ξέσπασε συνταρακτικά το έτος 2009, κι εννοούμε εδώ την περίοδο που θα ξεκινήσει μεθαύριο, δηλ. την 20η.8.2018, η καθηγήτρια Τατιάνα Τσαλίκη – Μηλιώνη και οι εκδόσεις Νήσος (με τη μικρή συμβολή και των Χριστίνας Αργυροπούλου και Ευγενίας Λαγού) φέρνουν στην ελληνική βιβλιαγορά την «Αναγέννηση της Ελλάδας», ένα πόνημα που ενώνει εν τω αυτώ τις “λησμονημένες” φωνές: α) του Κοραή, από το έτος 1803, όταν ο μεγάλος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού ξενιτεμένος ανέγνωσε στην Εταιρεία των Ανθρωποτηρητών το Υπόμνημά του «περί της παρούσης καταστάσεως του πολιτισμού στην Ελλάδα», β) του Σταντάλ, από το έτος 1816, όταν ο συγγραφέας του «Κόκκινου και του μαύρου» συνέγραψε την «Αναγέννηση της Ελλάδας» (που δίδει και τον τίτλο στην παρούσα έκδοση), αλλά και από τα έτη 1824-1828, όταν ο Σταντάλ, συνεργαζόμενος με σπουδαία της εποχής του περιοδικά, σχολιάζει εκδόσεις μέσα από τις οποίες ο φακός στρέφεται επ’ ευκαιρία και στην εν επαναστατικώ αναβρασμώ τότε ευρισκόμενη Ελλάδα και γ) του Σατωμπριάν, από το έτος 1825, όταν ο ξακουστός υποκόμης συγγράφει το δικό του «Υπόμνημα περί της Ελλάδας», το οποίο εξεφώνησε στη Γαλλική Βουλή υπέρ των ελληνικών δικαίων.
Φωνές, λοιπόν, από εξέχουσες προσωπικότητες που, είτε ακούγονται προεπαναστατικώς είτε ηχούν εν μέσω της επαναστάσεως, μας μεταφέρουν σε κείνα τα πυρακτωμένα χρόνια και μας ξυπνούν σκέψεις και αισθήματα γύρω από την ιστορική μας εξέλιξη.


Το γεγονός ότι εδώ δεν ακούμε μόνο τον Σμυρνιό διδάκτορα της Ιατρικής, που έζησε και έμαθε τα γεγονότα της πολύπαθης Ελλάδας από απόσταση μεν, αλλά με αξιοθαύμαστη γνώση, αλλά και δύο πνεύματα περιωπής, που με τη δράση τους και τις ιδιότητές τους βρέθηκαν μεταξύ των άλλων στα πεδία της δημοσιογραφίας, των γραμμάτων και της επίσημης πολιτικής, βοηθά να διαχωρίζουμε μέσα μας αφενός το πώς εμείς ως γηγενείς βλέπουμε τον εαυτό μας, αλλά και το πώς μας βλέπουν και μας κρίνουν «οι άλλοι», δηλ. οι αλλοεθνείς.
Αυτό φυσικά συμβαίνει και σήμερα, καθώς το εθνικό μας γόητρο μπορεί να έχει κατασκευάσει μιαν υπερασπιστική του ήθους μας εικόνα και να ζητεί να τη μεταφέρει στα διεθνή fora, ωστόσο στα μάτια των ξένων, δηλαδή των εταίρων μας Ευρωπαίων, δείχνουμε διαφορετικοί, κι εδώ είναι που τέμνονται οι «αλήθειες», τόσο η δική μας όσο και των ξένων. Άλλο λοιπόν να βλέπει και να ακούει κανείς τον Τσακαλώτο, φέρ’ ειπείν, κι άλλο τον Γιούνκερ και τον Μοσκοβισί, παρ’ ότι “φιλελληνικά ομιλώντας”.
Ο Κοραής, λοιπόν, ομιλεί 18 χρόνια πριν από το ξέσπασμα της Επανάστασης, και αυτό που τίθεται σε πρώτη γραμμή στην επίσημη διακήρυξή του είναι το παιδευτικό ζήτημα, που άρρηκτα συνδέεται με το τόλμημα της εθνεγερσίας. Γνωστό αυτό και πολυειπωμένο. Ίδρυση σχολείων, πολλαπλασιασμός των βιβλίων, κίνηση και αναζωογόνηση των εκδόσεων, και μέσα και πάνω από αυτά η συγκινητική ιδέα της ελευθερίας πάει κι έρχεται διαμορφώνοντας ατμόσφαιρα ζωηρών εθνικών πόθων. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε μόλις 14 χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, της οποίας ήτο μάρτυρας. Όπως στις μέρες μας πολλοί νέοι της Ελλάδος περνούν τα σύνορα για να κάνουν σπουδές στα μεγάλα πανεπιστήμια της Δύσης, έτσι και τότε υπήρχαν κάποιοι νεανίες που αποδημούσαν για να επιζητήσουν τα φώτα της Ευρώπης, σπουδάζοντας κατά πρώτο λόγο Ιατρική και Θεολογία, μας λέγει ο γέρων. Ήδη βέβαια από το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα εισάγονται στην υπόδουλη Ελλάδα επιστημονικές γνώσεις από τη Δύση και αυτή η εισαγωγή γίνεται είτε μέσω συγγραμμάτων που γράφονται στην ελληνική γλώσσα είτε μέσω μεταφράσεων. Σάμπως κι αυτή εδώ η έκδοση μια εισαγωγή δεν είναι, θα λέγατε. Στις μέρες μας, λοιπόν, έχουμε την ευκολία να αγοράζουμε με το πάτημα ενός κουμπιού οποιαδήποτε ξενική έκδοση μας ενδιαφέρει και να συνδεόμαστε αυτομάτως με τα επιστημονικά κέντρα της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Η παιδεία, όπως και τότε κατά τις παρατηρήσεις και υποδείξεις του σοφού Κοραή, έτσι και σήμερα κάνει τη διαφορά, ορίζει δηλαδή ένα συγκριτικό πλεονέκτημα ή ένα προβάδισμα σε μια διεθνική σχέση συναγωνισμού ή/και ανταγωνισμού. Και είναι αξιοσημείωτη εν προκειμένω η συμβολή των Ελλήνων εμπόρων στην τότε παιδευτική άνθηση, καθώς η εξωστρέφεια του επιτηδεύματός τους άνοιγε δρόμους επαφής με τις προηγμένες πνευματικά χώρες και έτεινε στην καλλιέργεια της γλωσσομάθειας. Τι θα μπορούσε να πει κανείς σήμερα για τους Έλληνες εμπόρους και επιχειρηματίες; Εξ όσων γνωρίζω, ορισμένοι επιτυχημένοι εξ αυτών γίνονται μικροί ευεργέτες και αθόρυβοι χορηγοί στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, …κι ας μη φτιάχνουν από μόνοι τους σχολεία (όπως έπραξε για παράδειγμα πρόσφατα ο διάσημος Αμερικανός καλαθοσφαιριστής Λεμπρόν Τζέιμς, όπως μάθαμε διά του Τύπου). Το «Υπόμνημα» του Κοραή, χωρίς να επιδιώκει σώνει και καλά να «ευλογήσει τα γένεια του» (ο Κοραής βρέθηκε στην Ευρώπη ως εμπορικός αντιπρόσωπος), περνά μέσα από τις δραστήριες νησιωτικές κοινότητες των Υδραίων και των Χιωτών, και εξυμνεί όταν η χρεία το απαιτεί, τους ηρωικούς Μανιάτες και Σουλιώτες. Η κα Μηλιώνη πιστεύω ότι αισθάνθηκε την ανάγκη να το ξαναμεταφράσει ώστε να δώσει τη δυνατότητα σε όλους μας να επιχειρήσουμε μια δική μας επανάσταση και δη παιδευτική, κόβοντας τις αλυσίδες που μας κρατούν δέσμιους στην αμάθεια και στη μαλθακότητα, παρασυρμένους από τις σειρήνες της σύγχρονης ξενόφερτης πολιτιστικής υποκουλτούρας. Αν η Ελλάδα του σήμερα είναι και… από παρελθόν, ιδού το μεγάλο στοίχημα των νέων γενεών να πρωταγωνιστήσουν στο ευρύχωρο πεδίο της εκπαίδευσης, διαβάζοντας βιβλία, οικοδομώντας σχολικές κοινότητες φιλομαθέστατες, εισάγοντας ιδέες που ανεβάζουν τον πολιτιστικό μας πήχυ. Ή μήπως κανείς δεν διψά όπως τότε για όλα αυτά; Ή μήπως σήμερα αισθανόμαστε αρκούντως ελεύθεροι ώστε να παραμερίζουμε τέτοια εγχειρήματα; Ποιος δεν θα είχε τη φιλοδοξία όμως η σημερινή Ελλάδα να κλέψει τη δόξα της πρωτεύουσας Φινλανδίας; Αλλά για μια τέτοια ειρηνική επανάσταση και οι «μαθηταί» έχουν λόγο και ευθύνη. Οι συγγραφείς πάντως και οι μεταφραστές, ως καλοί εισαγωγείς πολύτιμων διαμαντιών, γίνονται το μισό της όλης προσπάθειας.


«Η Αναγέννηση της Ελλάδας» του Σταντάλ, κατά δεύτερον, είναι ως επί το πλείστον «η μετάφραση μιας αρκετά πρόσφατης έκθεσης ενός διπλωμάτη», ο οποίος την εμπιστεύθηκε στον συγγραφέα της, όπως λέγει εντός του κειμένου. Σε αυτή την έκθεση δεν λείπουν οι κριτικές παρατηρήσεις του διπλωμάτη που αποκαλύπτουν την εσωτερική μας κατάσταση, όπως π.χ. το ότι «μεταξύ των Ελλήνων βλέπω πολλούς λογάδες και λίγους στρατιώτες» (σήμερα άραγε περισσεύει η στρατιωτική αρετή ή η φλυαρία;) ή το ότι «το πνεύμα της διάκρισης και της αντιπαλότητας διχάζει τους Έλληνες και μέσα στην κοινή τους εξαθλίωση» (σήμερα άραγε από ποια πηγή ρέει το ευλογημένο νάμα της ενότητας που ανέκαθεν μας λείπει;). Βρισκόμαστε στο έτος 1816 και το λεγόμενο Ανατολικό ζήτημα είναι φλέγον για τους ευρωπαϊκούς κύκλους, και εννοώ εδώ τη μέλλουσα τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τι θα συμβεί αν μια «ελεύθερη» Ελλάδα σχηματιστεί στην άκρη της Μεσογείου; Ποια είναι τα πιθανά σενάρια αυτής της απελευθέρωσης; Μπορεί η Ελλάδα μόνη της να την κατακτήσει χωρίς τη συμβολή μιας ξένης δύναμης; Και ποιο άραγε πολίτευμα θα ταίριαζε καλύτερα σε αυτό το “ελεύθερο νήπιο” που θα άρχιζε να μπουσουλάει; Τέτοια συζητούσαν τότε οι πολιτικοί και διπλωματικοί κύκλοι της Ευρώπης, όπως ακριβώς τώρα συζητούν για ποικίλες μεταρρυθμίσεις (450 [!] έχουν γίνει κατά τα τελευταία χρόνια, διαβάσαμε χθες), για πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και για επιτόκια δανείων, για τη σταθερότητα του τραπεζικού μας συστήματος και για τη διαφθορά. «Χρειάζεται κάποια δύναμη να ενδιαφερθεί να διώξει τους αφέντες τους», λέγει ο διπλωμάτης και μέσω αυτού ο Σταντάλ, «η Ελλάδα χρειάζεται έναν μονάρχη», εκτιμά λέγοντας κάπου αλλού, προτού αφιερώσει το μεγαλύτερο (και τελευταίο) μέρος της έκθεσής του στο «αγγλικό σενάριο», στο σενάριο δηλαδή κατά το οποίο η Αγγλία θα είναι εκείνη που θα επέμβει στο ελληνικό ζήτημα, ήδη κατέχοντας από το 1864 την Επτάνησο Πολιτεία. «Η Αγγλία σε μια απροσδιόριστη περίοδο του 19ου αιώνα θα εγκαταστήσει Πολυτεχνική Σχολή στην Κέρκυρα και σ’ όλα τα νησιά σχολεία, κατά το πρότυπο Λάνκαστερ», γράφει σε κάποιο άλλο σημείο. Βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων, μπορούμε να θαυμάζουμε, να καγχάζουμε ή και να σαρκάζουμε. Όπως όταν στην καταληκτήρια περίοδο της «Αναγέννησης» του Σταντάλ διαβάζουμε, σαν να πρόκειται για μια μεγαλειώδη προφητεία ή για εκλεκτό απάνθισμα εκτός τόπου και χρόνου ανοησίας, το εξής: «Τέλος, κατά τον 21ο αιώνα οι Τέχνες και τα Γράμματα θα αναγεννηθούν στην Ελλάδα» (ευτυχώς, δεν αργήσαμε τόσο πολύ… – δόξασαν την Ελλάδα ουκ ολίγοι ποιητές και ζωγράφοι, γλύπτες και αρχιτέκτονες και στον 19ο και στον 20ό αιώνα).


Αν προσπεράσουμε βιαστικά το εκδοτικό ημερολόγιο του Σταντάλ, που αποτελείται από μικρά άρθρα έμμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος, όπου κατά τόπους ανθίζει και ο ειρωνικός τόνος του συντάκτη τους που, σημειωτέον, τα γράφει ανώνυμα, τα οποία (άρθρα) έχει πολύ σχολαστικά μελετήσει η κα Μηλιώνη δίδοντας στον αδαή αναγνώστη ποικίλα πραγματολογικά δεδομένα γύρω από πρόσωπα και πράγματα που απαντούν σε αυτά, ερχόμαστε στο τρίτο και τελευταίο κείμενο της έκδοσης, αυτό του Σατωμπριάν, το οποίο αξίζει, νομίζω, να διαβαστεί ως δείγμα ρητορικής γραφής, αν και δεν είναι λόγος δικανικός. Κι αυτό γιατί ο Γάλλος αυτός υποκόμης, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Ελλάδα το 1806 και «είχε αρχικά εξοργίσει τους λογίους για την απαξιωτική του στάση απέναντι στη σύγχρονη Ελλάδα και στον πολιτισμό της», όπως διαβάζουμε στην εισαγωγή, ανασκευάζει τις απόψεις εκείνων που ισχυρίστηκαν «…ότι δεν έπρεπε να αναμειχθούμε στα ελληνικά πράγματα για 4 βασικούς λόγους» (οι λόγοι αναφέρονται στη συνέχεια και γίνονται ο παράγων δόμησης του κειμένου ή διαίρεσής του σε επιμέρους ενότητες). «Πρώτος λόγος: Η Τουρκική αυτοκρατορία αναγνωρίστηκε ως αναπόσπαστο μέλος στο Συνέδριο της Βιέννης… 2. Ο Μεγάλος Αφέντης είναι ο νόμιμος Κύριος των Ελλήνων, απ’ όπου προκύπτει ότι οι Έλληνες είναι υπήκοοι που εξεγέρθηκαν… 3. Η μεσιτεία των Δυνάμεων να πάρουν θέση θα μπορούσε να προκαλέσει πολιτικές δυσκολίες… 4. Δεν συμφέρει μία δημοκρατική κυβέρνηση να συσταθεί στα ανατολικά της Ευρώπης…». Ο Φρανσουά Ρενέ ντε Σατωμπριάν πρωτίστως και ιδεολογικά ομιλώντας «απαιτεί ελευθερία», λέγει ότι «οι νόμιμοι υπήκοοι του διαδόχου του Μωάμεθ είναι μωαμεθανοί», τολμά να πει πως «αν το Διβάνι αρνούνταν να ακούσει τις τόσο δίκαιες συστάσεις, τότε η αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας απ’ όλες τις Δυνάμεις της Ευρώπης θα μπορούσε να είναι η άμεση συνέπεια της άρνησης». Ενώ η Τουρκία, από την πλευρά της, «δεν δυσκολεύεται ουδόλως να φυλακίζει τους πρέσβεις των εθνών με τα οποία αρχίζει εχθροπραξίες», κι εδώ ο νους μας αστραπιαία μεταβαίνει στον σημερινό ιταμό τουρκικό εθνικισμό και απροκάλυπτο φασισμό, που φροντίζει να φυλακίζει Έλληνες στρατιωτικούς και εξακολουθεί να μην απελευθερώνει έναν Αμερικανό πάστορα, οχυρωμένη πίσω από αβάσιμους λόγους και αναχρονιστικούς κανόνες δικαίου. Δεν το λέγει φυσικά ο Τσίπρας του 2016 στο Συμβούλιο της Ευρώπης, αλλά ο πολύς Σατωμπριάν του 1816 στη Γαλλική Βουλή ότι «η Ελλάδα θα κάλυπτε καλύτερα από την εκτεταμένη Τουρκία τα ανατολικά της Ευρώπης, παρά τη μικρή της έκταση, και θα δημιουργούσε ένα αντίβαρο πιο χρήσιμο στη ζυγαριά των εθνών». Διότι εκτός από το δίκαιο, ως γνωστόν, υπάρχει και το νόμιμο, και εκτός από το νόμιμο υπάρχει και το συμφέρον… Ο Σατωμπριάν εκτιμά ότι «η μισοελεύθερη Ελλάδα θα είναι ισχυρή για να συνάψει συμφωνίες και να συνομολογήσει δάνεια με τους ξένους και ότι, με εξαίρεση τα νησιά, θα έκλινε περισσότερο προς το μοναρχικό σύνταγμα μάλλον παρά προς το δημοκρατικό». Κάντε υπομονή, Ευρωπαίοι, ο Λεοπόλδος έρχεται, κι αν δεν είναι αυτός, υπάρχει κι ένας ανήλικος του Μονάχου. «Είναι αντάρτες και επαναστάτες οι Έλληνες; Όχι!», λέγει ο υποκόμης, και επιχειρηματολογεί επ’ αυτού. «Είναι διεφθαρμένοι και τεμπέληδες οι Έλληνες; Όχι!», θα ακούγαμε σήμερα να λέει ο Κον Μπεντίτ. «Η Ελλάδα είναι εκείνη που αναγεννάται από τις στάχτες της και αυτό που έχει ανάγκη μονάχα είναι ένα ευνοϊκό βλέμμα εκ μέρους των χριστιανών ηγεμόνων». Ιδού μία διατύπωση ακόμη, που κάλλιστα θα μπορούσε να λεχθεί και στο πλαίσιο του γνωστότατου Eurogroup, …παρουσία πιθανόν (χριστιανού γαρ) Ρώσου παρατηρητή.
Ο Σατωμπριάν κλείνει το «Υπόμνημα» με αναφορά στο προγονικό κλέος της Αθήνας και της Σπάρτης, κι αυτή η επίκληση είναι σίγουρο ότι δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Όσο υπάρχουν ακόμη στητές στους ημέτερους αρχαιολογικούς χώρους οι ένδοξες κολόνες και τα ανεκτίμητα μάρμαρα. Αυτή είναι η αιώνια δόξα αυτής της χώρας.


Η Αναγέννηση της Ελλάδας, εκτός από μιαν ιδέα ή μιαν έκδοση με επιγραφόμενη αυτή την επίκαιρη ιδέα, θεωρώ, είναι ένα διακύβευμα του παρόντος και του μέλλοντος. Γιατί ένας λαός, ή ένα έθνος, ποτέ δεν (εφ)ησυχάζει. Αλλά και τα «κείμενα εποχής» (όπως των τριών προαναφερομένων) τόσο μάλλον καθίστανται κλασικά, όσο επιτυγχάνουν έναν διάλογο μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων, επί της ιδίας του χρόνου γραμμής, που δεν είναι άλλη από τον ιστορικό του έθνους μας ρου. Επαναστάσεις με άλλη μορφή απαιτούνται και στις μέρες μας, οπότε ο ζυγός διαφόρων ειδών σκλαβιάς ακόμη καλά κρατεί. Και βεβαίως δεν χρειαζόταν η τωρινή οικονομική κρίση για να αντιληφθούμε πόσο πτωχοί (ευτυχώς όχι εν πνεύματι) ακόμη παραμένουμε εντός του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Διαβάζοντας την «Αναγέννηση της Ελλάδας», υπάρχει ένα κυρίαρχο αίσθημα στον αναγνώστη: αυτό που περίπου περιέχεται στον στίχο: «Τίποτε δεν έχει αλλάξει. Τίποτε δεν είναι όπως παλιά».

Θα το διαπιστώσει καλώς όποιος διαβάσει το βιβλίο, που κλείνει το μάτι στις Σκύλλες του παρόντος.

Νομίζω ότι αξίζουν συγχαρητήρια στη μεταφράστρια και επιμελήτρια διότι διείδε μιαν καίρια της εποχής μας, θα έλεγα, ανάγκη: να ξανακοιτάξουμε μέσα μας, να βρούμε το νήμα που μας συνδέει με το παρελθόν, να φέρουμε τις ιδέες του στην κοίτη του παρόντος. Γιατί αν μη τι άλλο, οι ιδέες δεν πεθαίνουν ποτέ. Τι θα είναι άραγε η Ελλάδα ύστερα από 100 ή 200 χρόνια; Αυτό βεβαίως κανείς δεν μπορεί να το προδιαγράψει. Ωστόσο, τα ίδια αιτήματα θα παραμένουν ζωηρά και τότε: ζητούμε παιδεία και χειραφέτηση για σεβασμό της ελευθερίας μας. Και κάποια στιγμή αναμένουμε και την έκρηξη του ”ζητιάνου”… Δεν μπορεί να είμαστε διαρκώς “υπό”. Το βιβλίο περιέχει παραδείγματα ανδρείας και ηρωισμού που μπορούν να εμπνεύσουν. Εκτός κι αν ο πατριωτισμός μας είναι τόσο κοντόφθαλμος ώστε να μη διακρίνει καν… Μεσολόγγι από Ζάκυνθο…

Η Αναγέννηση της Ελλάδος θα ήταν στα αλήθεια θαύμα, αν από μια έκδοση γινόταν αίτημα παλλαϊκό και σκοπός ζωής. Από μας εξαρτάται. Ή μάλλον από τον καθέναν από μας. Υπάρχει εδώ ένα ζήτημα συνευθύνης και συνενοχής.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.