You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ:  Η θάλασσα στην πεζογραφία -Το παράδειγμα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη- Όνειρο στο κύμα

Ανθούλα Δανιήλ:  Η θάλασσα στην πεζογραφία -Το παράδειγμα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη- Όνειρο στο κύμα

Το έργο αναπτύσσεται σε επτά ενότητες.

Ένας ώριμος στην ηλικία αφηγητής ανακεφαλαιώνει τη ζωή του. Δικηγόρος  κοντά στον μεγαλοδικηγόρο ευεργέτη του, ζει την πληκτική ζωή της πόλης και αναπολεί την εφηβική του αθωότητα, όταν  βοσκός στα όρη έβοσκε τις κατσίκες της Μονής του Ευαγγελισμού. Λιτός και αυτάρκης, αισθανόταν ιδιοκτήτης όλης της  ευδαιμονικής φύσης που απλωνόταν γύρω του,  βουνά και θάλασσα, όταν στον επίγειο παράδεισό του εμφανίστηκε ο πειρασμός με τη μορφή ενός κοριτσιού που κατά σύμπτωση έχει το όνομα της αγαπημένης του αίγας: Μοσχούλα . Ανάμεσα στα δυο αθώα πλάσματα υποδηλώνεται ότι  αναπτύσσεται, χωρίς να το συνειδητοποιούν,  μια   έλξη που η μόνη της έκφραση είναι ένας τυπικός, περιπτωσιακός διάλογος. 

Μια νύχτα, που ο νεαρός  βόσκει κοντά στην επικράτεια της Μοσχούλας τις αίγες του, αποφασίζει να απολαύσει το νυχτερινό του μπάνιο στη θάλασσα. Την ίδια ιδέα έχει όμως και η Μοσχούλα η οποία, αγνοώντας την παρουσία του νεαρού βοσκού, μπαίνει γυμνή στη θάλασσα και προσφέρει στο βοσκό, εν αγνοία της, το θείο θέαμα του κάλλους της. Ο νεαρός, που δεν έχει τρόπο να απομακρυνθεί χωρίς να γίνει αντιληπτός, και φοβούμενος μήπως την τρομάξει ή παρεξηγηθεί η παρουσία του εκεί, μένει κρυμμένος  και περιμένει να περάσει η ώρα και να φύγει πρώτη η Μοσχούλα. Το πράγμα όμως μπερδεύεται όταν βελάζει η αίγα του και κινδυνεύει να πνιγεί από το σκοινί που την είχε δέσει για να μη χαθεί. Όμως τρομάζει η μικρή κολυμβήτρια και κινδυνεύει να πνιγεί αυτή. Καμιά άλλη σωτηρία δεν φαίνεται παρά από τον νεαρό βοσκό που πέφτει στη θάλασσα και την σώζει. Κι αυτό είναι το «όνειρο στο κύμα» που κράτησε για λίγα λεπτά στα χέρια του. Με ένα μεγάλο αφηγηματικό άλμα στο χρόνο ο αφηγητής επανέρχεται στο παρόν και στην θλιβερή ζωή της πόλης, με τον  απολεσθέντα παράδεισό της εφηβικής του αθωότητας και ευτυχίας.

Η μαγική Θάλασσα

 Ο συγγραφέας θα κλιμακώσει την ευδαιμονική εμπειρία του στη θάλασσα σε τρία στάδια. Στην αρχή η θάλασσα και το μπάνιο του, στη συνέχεια το μπάνιο της Μοσχούλα κι εκείνος να βλέπει και τέλος  εκείνος να κρατάει τη Μοσχούλα στην αγκαλιά του.  Η ιστορία, συνεχίζεται  ευθύγραμμα στο χρόνο ώσπου «μίαν εσπέραν», έφτασε η χρονική στιγμή, η μαγική  «που κόβει τον καιρό στα δυο και τον αποσβολώνει», όπως λέει ο Σεφέρης, που δημιουργεί δηλαδή χάσμα με το έκτακτο,  εξαιρετικό, αλησμόνητο περιστατικό. γιατί είναι το δραματικό απρόοπτο που κλιμακωτά θα μας οδηγήσει από το ένα στο άλλο επεισόδιο που θα ακολουθήσει. το σκηνικό έχει σκηνοθετηθεί και με κάθε λεπτομέρεια προετοιμαστεί από τη φύση τη μαγική: «Μίαν εσπέραν …είδα την ακρογιαλιάν που ήτον χαρά και μαγεία, και την ελιμπίστηκα», λέει. Η πρώτη φράση της παραγράφου δίνει την καθαρή αίσθηση, και η τελευταία την ψυχολογική αντίδραση. Η πρώτη το ερέθισμα και η τελευταία την αντίδραση. Stimulus  response, με την ορολογία της ψυχολογίας.  Όλο το ενδιάμεσο τμήμα της  καταναλίσκεται στην περιγραφή του χώρου για να  καταλήξει δικαιολογημένα στο «ελιμπίστηκα». Το ρήμα «λιμπίστηκα» σχετιζόμενο με τη libido, την ερωτική ορμή, δείχνει πόσο σχετικά είναι τα συναισθήματα  προς τη φύση με αυτά προς τον άνθρωπο.

Η ερωτική ματιά και η περιγραφική διάθεση του Παπαδιαμάντη απογειώνεται. Ο τόπος, που πάντοτε  βλέπει και θαυμάζει, τη συγκεκριμένη «εσπέρα», αποκτά μαγικές ιδιότητες. Η ματιά του αγκαλιάζει  ερωτικά  τον αιγιαλό και τους βράχους, τα γίδια που βόσκουν ανέμελα, το κύμα που σχηματίζει γλαφυρούς  κολπίσκους και  αγκαλίτσες, τους βράχους που κυρτώνονται σε προβλήτες, τις σπηλιές, τις δαιδαλώδεις διαδρομές του νερού έτσι που να μπαίνει η στεριά στη θάλασσα και η θάλασσα στη στεριά, το φλοίσβο και τον αφρό,  το νερό σα βρέφος που «μορμυρίζει», που  χορεύει,  που ψελλίζει λόγια, που αναπηδά στην κούνια του σαν να το έπιασε το χέρι της μητέρας του.

Αυτή την «εσπέραν» ο νεαρός βοσκός, όπως συχνά έκανε,  είχε κατεβάσει τα γίδια για να «αρμυρίσουν» στη θάλασσα, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα της θάλασσας και   την «ελιμπίστηκε».

Η μακρά προετοιμασία του αναγνώστη ήταν αναγκαία για να δικαιολογηθεί ό,τι θα ακολουθήσει. «Κ’ ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα».

Μια ψυχική διάθεση που ξεπερνάει την απλή επιθυμία, «ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω», στην κορύφωση του καλοκαιριού, «ήτον τον Αύγουστο μήνα», όταν  συνθήκες εξωτερικές και εσωτερικές βρίσκονται  σε πλήρη ανταπόκριση. Μάγεμα η φύση και παγίδα.

. Και η κρίσιμη στιγμή έχει φτάσει. Με το ένα πόδι στο βράχο, έτοιμος  να ανεβεί, ακούει το «σφοδρόν πλατάγισμα». «Ο κρότος ήρχετο …από το μέρος του άντρου του κογκυλοστρώτου και νυμφοστολίστου», όπου συνήθιζε να λούζεται η Μοσχούλααλλά το πρωί, με την ανατολή του ήλιου, όχι το βράδυ με το φεγγάρι. Αν το ήξερε δε θα ερχόταν… Εδώ το δραματικό  απρόοπτο, το μη αναμενόμενο, αυτό που προωθεί το μύθο. Το «πλατάγισμα» αποκτά μεγαλύτερη ένταση από όση είχε, έγινε «κρότος» όχι τόσο από το βάρος του σώματος αλλά από την έκπληξη,  μέσα στην απόλυτη ησυχία, και την απήχησή της στην ψυχή του βοσκού. Και ο χώρος όμως είναι ειδικά προετοιμασμένος για τη στιγμή. Το άντρο στολισμένο από τις νύμφες, στρωμένο με κοχύλια, τα νερά βαθιά και άπατα, όλα μακριά από την ανθρώπινη πρόσβαση, προσιτά μόνο στη Μοσχούλα και σ’ εκείνον. Χώρος που θυμίζει νυφική εστία, θάλασσα ερωτική και ώρα μαγική υπό το φως της σελήνης. Η Μοσχούλα ήταν «Γυμνή κ’ ελούετο». Μετά την έκπληξη του ήχου η έκπληξη του θεάματος Μετά την έκπληξη του ήχου η έκπληξη του θεάματος-θαύματος. Ο αφηγητής γίνεται μέρος της ηθικής και υλικής ουσίας. Ψυχική πληρότητα, μάγεμα, λατρεία. Το εσπερινό λουτρό του το αισθάνεται σα βάφτισμα σε ιερά νάματα, όπου συνυπάρχουν τα  χριστιανικά με τα παγανιστικά στοιχεία. Κολυμπώντας στα μέρη που κολυμπούν οι νύμφες μετέχει της θείας ουσίας. Τα ρήματα «ελιμπίστηκα» και «λαχτάρησα» είναι ενδεικτικά της μεγάλης επιθυμίας. Αλλά και τα υποκοριστικά «κολπίσκους», «αγκαλίτσες», φανερώνουν την γλυκιά  οικειότητα που έχει με το ανθρωποποιημένο –θεοποιημένο τοπίο. Η δύναμη της φύσης επηρεάζει τον ψυχισμό του και ο ίδιος αισθάνεται να μεταλλάσσεται, να γίνεται ένα με το κύμα,  και να μετέχει της «φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους». Και το συντάραγμα της ψυχής.  από το μούρμουρο του νερού στον «κρότον» του «πίπτοντος  σώματος», και στη συνέχεια, στη θέα  της λουομένης κόρης. Η  Μοσχούλα «είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει». Η αναδυομένη κόρη που τα μαλλιά της στάζουν νερά σαν  ποτάμι από μαργαριτάρια είναι η  εικόνα της τελειότητας, ζωγραφιά παραδεισένια, της οποίας απρόσμενα γίνεται μάρτυρας ο ακούσιος θεατής. Και επειδή εκείνη έβλεπε προς το μέρος του, μπορεί κι εκείνος να την απολαμβάνει, «εδώ κ’ εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα» Τις κινήσεις εκείνης συμπληρώνει με μια κρίση «ήξευρε καλώς να κολυμβά».

Η θέση του εκεί είναι ανεπίτρεπτη. (Δεν αγγίζει κανείς ατιμωρητί τα πέπλα της Θεάς, λέει ο ποιητής) και επειδή ο ίδιος συναισθάνεται το ανάρμοστον της παρουσίας του εκεί σκέφτεται να φύγει. Κάνει διάφορες υποθέσεις, πού να πατήσει, πώς να σταθεί, πού «να κύψει», να λύσει την αίγα, να γίνει άφαντος. Όμως η Μοσχούλα «έβλεπε προς το μέρος του» και εκείνος δεν μπορούσε «να φύγει αόρατος». Όμως δεν επιτρέπεται να βρίσκεται εκεί. Άλλωστε το μέρος είναι  απρόσιτο για τους ανθρώπους. Είναι χώρος μυστικός, είναι το άντρο των νυμφών, μακριά  από τα μάτια των πολλών. Το λουτρό εκεί είναι απολαυστικό όχι μόνο γιατί είναι ωραία η θάλασσα αλλά γιατί εκεί κολυμπούν οι νύμφες και συχνά η Μοσχούλα. Έτσι  κι εκείνος κρυφά μετέχει της θείας ουσίας του νερού. Το κολύμπι του είναι κάτι σαν ερωτική επικοινωνία. Κι αφού έφτασε εκεί δεν είναι δυνατόν να φύγει. Έτσι η δυσκολία της φυγής θα του ανοίξει θέα στον παράδεισο. Κρυμμένος   πίσω από τους θάμνους έσκυψε για να δει. Και είδε το «όνειρο», τη Μοσχούλα που κολυμπούσε,  «την αμαυράν και χρυσίζουσαν κόμην της», τον τράχηλον της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς… την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της». Πόντο πόντο περιγράφει τα κάλλη της κόρης, από την κορυφή μέχρι τα νύχια, μέσα σ’ εκείνο το «φέγγος της σελήνης» «μεταξύ φωτός και σκιάς». Και όσα δεν βλέπει τα συμπληρώνει με τη φαντασίαˑ «στο στέρνον της, τους κόλπους της, δεχομένους όλας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα… Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα. Ήτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική,  η ναυς των ονείρων… Δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια»… Αυτό είναι το δεύτερο στάδιο της απόλαυσης. 

Και φτάνουμε στο τρίτο, όταν η Μοσχούλα θα τρομάξει  μόλις αντιληφθεί τον μαύρο ίσκιο του, τον  διακαμό του, πάνω στο βράχο, μέσα στη νύχτα και θα κινδυνεύσει να πνιγεί. Τότε ο ήρωάς μας, «έξαλος εκ τρόμου», «λίαν τεταραγμένος», όπως ήταν, ντυμένος «πηδήσας με την κεφαλήν κάτω, από το ύψος του βράχου …Το βύθος του νερού ήτον υπέρ τα δύο αναστήματα. Έφθασα σχεδόν εις τον πυθμένα… Πάραυτα ανέδυν και ανήλθον εις τον αφρόν του κύματος… με τρία στιβαρά πηδήματα και πλευσίματα, έφθασα πλησίον της… εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην». Σ’ ένα σημείο που έκανε δίνες και κύκλους, επικίνδυνο για την κόρη, που παράδερνε στο βυθό.  Την  έπιασε με το αριστερό χέρι, αισθάνθηκε την αναπνοή της εξασθενημένη, την τίναξε δυνατά, την στήριξε στην πλάτη του, έπλεε με το δεξί χέρι και τα πόδια, και αισθανόταν ότι οι δυνάμεις του πολλαπλασιάζονταν. Το πλάσμα – η κόρη – «προσεκολλάτο» επάνω του δείχνοντας την επιθυμία για ζωή. Κι εκείνος, που λίγο πριν είχε ευχηθεί να κινδυνεύσει για να του δοθεί η ευκαιρία να την σώσει, τώρα ευχόταν να ζήσει, χωρίς ιδιοτέλεια, «πλήρης αυτοθυσίας και   αφιλοκερδείας» και δε θα ήθελε ποτέ αμοιβή.

«Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε» μας καθησυχάζει. «Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τι γίνεται τώρα», «οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι». «Αλλά εγώ πλήρωσα τα λύτρα για τη ζωή της» και εννοεί τον πνιγμό της μικρής κατσικούλας του η οποία «εσχοινιάσθη»,  τελικώς, μπερδεύτηκε στο σκοινί της και πνίγηκε. Όμως δεν στεναχωριέται γι αυτό, την έκανε θυσία για χάρη της άλλης  Μοσχούλας. Κι εκείνος έμαθε γράμματα «εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων» και έγινε δικηγόρος, αφού πέρασε από δύο ιερατικές σχολές,  μακριά από τη φύση, τη θάλασσα και τα βουνά του  και την ελευθερία που είχε εκεί, χωρίς να φεύγει από το μυαλό του «η μοναδική εκείνη περίστασις / η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις».

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.