You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Κώστας Μπαλάσκας (1939-2023)

Ανθούλα Δανιήλ: Κώστας Μπαλάσκας (1939-2023)

               

Στον Μέντορά μου με αγάπη

 

Τον γνώρισα τότε που η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα. Ήμουν νέα και φιλόδοξη φιλόλογος. Ήθελα να μάθω τα πάντα και αφού διέθετα τα απαιτούμενα για την επιλογή μου στη ΣΕΛΜΕ, η οποία γινόταν με κριτήρια και όχι με κλήρο όπως αργότερα, πέταξα στα ουράνια από τη χαρά μου. Πρώτο μάθημα, Ποίηση της γενιάς του τριάντα.

Πρώτος επιμορφωτής ο  Κώστας Μπαλάσκας,  νέος, ο νεότερος από τους άλλους καθηγητές στη ΣΕΛΜΕ Αθήνας.  Μπήκε μέσα, σεμνός και ντροπαλός, άνοιξε την τσάντα του κι έβγαλε τα χαρτιά του. Απέφευγε το βλέμμα της τάξης, κοιτούσε πέρα, έξω από τη τζαμαρία της αίθουσας εκείνου του κακόγουστου κι αδιάφορου ογκολιθικού κτηρίου της οδού Μενάνδρου, που αν εξαιρέσεις την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου,  που φέρει και το όνομά του,  και του Αγίου και του Μπαλάσκα, και το Εθνικό Θέατρο απέναντί της, αυτή η υποβαθμισμένη από χρόνια περιοχή, καθόλου δεν ενέπνεε  για το είδος της Σχολής και το μαθημάτων που γίνονταν εκεί πάνω, στον 4ο όροφο, νομίζω. Μια περιοχή περίεργη που όταν πλησίαζα αισθανόμουν δυσάρεστα, μέχρι που κάποια μέρα μπήκα στην διπλανή καφετέρια να πάρω καφέ κι ο καφετζής με ρώτησε: «τι θα πάρεις, δασκαλίτσα;» κι αμέσως ανακουφίστηκα. Ήξερε ότι είμασταν «δασκαλίτσες» εμείς που πηγαίναμε εκεί και δεν είμαστε οι άλλες που κυκλοφορούσαν ώρες βραδινές.

Ο Μπαλάσκας, μπήκε, συστήθηκε και μας ανακοίνωσε πως θα μας διδάξει ποίηση της γενιάς του τριάντα. Πρώτος καθηγητής και πρώτο μάθημα αυτό που μόνο γι’ αυτό με ενδιέφερε η Επιμόρφωση. Μπήκε κατευθείαν στα χωράφια μου και στην καρδιά μου. Όταν μας έδωσε βιβλιογραφία, πήγα και τον ρώτησα: «τον Σαχίνη γιατί δεν τον αναφέρατε»;  Κι εκείνος πάλι πολύ σεμνά μου είπε: «νομίζω πως ο Σαχίνης είναι της πεζογραφίας». «Α, ναι», είπα και ντράπηκα, που ήθελα να δείξω κι εγώ πως κάτι ξέρω. Μετά άρχισε τις ερωτήσεις… Σήκωνα το χέρι τρέμοντας σαν καλή μαθήτρια μήπως και πω κάτι  λάθος. Γενιά του τριάντα ήταν αυτή και ο Ελύτης στη διδακτέα ύλη, στα χρόνια εκείνα, με νέα κείμενα στα βιβλία, χωρίς βοηθήματα, μπουσουλούσαμε σαν βρέφη σε πεδία άγνωστα.

Ο Μπαλάσκας είχε κάνει σωστές επιλογές. Πάντα, κι ας περνούσε ο καιρός, με τα «κουμπώματά» του, όπως είπε αργότερα, όταν πια είχαμε καλύτερα γνωριστεί, μας πήγαινε σταδιακά από τα απλά στα δύσκολα. Εγώ στον νου μου πάντα είχα τον Ελύτη. Του άρεσε κι εκείνου πολύ και για πρώτη φορά στην μέχρι τότε ζωή μου,  έβρισκα άνθρωπο να μιλάει με τόση αγάπη για την ποίηση που κι εγώ αγαπούσα.

Μια συνάδελφος από το τμήμα, θέλοντας κι εκείνη να κάνει την έξυπνη, όπως εγώ με τον Σαχίνη, τον  ρώτησε «γιατί δεν κάνουμε και κανένα δημοτικό» κι εκείνος: «Αυτά όλα έχουν ειπωθεί», νομίζω πως απάντησε. «Να φέρουμε την Καραΐνδρου;», αλλά δεν θυμάμαι πως έδενε η Καραΐνδρου, με την περίσταση. Ο Μπαλάσκας, βεβαίως,  δεν σκόπευσε να αλλάξει ρότα. Είχε πολλά να πει για τη μοντέρνα ποίηση και γι’ αυτήν θα μας μιλούσε μόνο…

Ευτυχώς. Να κι ένας που δεν πιάστηκε από τη σιγουριά του πολυμελετημένου για να ξεφύγει από τον σκόπελο της προβληματικής νοηματικής αλληλουχίας. Ήθελε κότσια όμως για να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί ο επόμενος που μας μίλησε για Ποίηση ήταν ο Τάκης Καρβέλης που  μας δίδαξε την  Πρώτη Μεταπολεμική γενιά, η οποία είχε σαφώς πιο απλή γραφή. Όπως είπε ο Μπαλάσκας, η ποίηση βάδιζε την ευθεία της μέχρι που εμφανίστηκε η γενιά του τριάντα που την ανέβασε στα ύψη κι έπειτα πάλι ξανακατέβηκε κι έπιασε το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει πριν εμφανιστούν ο Σεφέρης, ο Ελύτης και οι άλλοι.

 Όταν ήρθε η ώρα κι ο καιρός, μας ζήτησε, όποιος θέλει, να αναλάβει εργασία. Πλησίασα τρέμοντας στην έδρα και είπα: Ελύτη, Προσανατολισμούς θα ήθελα, αλλά εκείνος, χωρίς να ακούσει τι ήθελα, μου είπε με την μπάσα φωνή του: «Δεν μας κάνεις αυτό το καινούριο που βγήκε τώρα, Τρία Ποιήματα με Σημαία Ευκαιρίας, που δεν το έχει πιάσει κανείς. Εσύ τα πιάνεις κάτι τέτοια». Τρόμαξα και χάρηκα συγχρόνως. «Η καλύτερη εργασία», είπε «θα δημοσιευτεί σε ένα περιοδικό της Σχολής», δεν θυμάμαι τίτλο. Έτρεμα από λαχτάρα, πρώτον γιατί το νέο βιβλίο ήθελα να μελετήσω και όχι τους Προσανατολισμούς αλλά φοβόμουν το άγνωστο και ντρεπόμουν για την αλαζονεία μου… Εκείνος είπε, από τα Τρία Ποιήματα να μελετήσω το ένα. Εγώ μελέτησα και τα τρία. Δηλαδή και τα Τρία μέρη με εφτά ποιήματα το καθένα, σύνολο είκοσι ένα ποιήματα, ολόκληρη η συλλογή.

Κατέβασα τόνους βιβλία, διάβασα όλους τους υπερρεαλιστές, έμαθα νεράκι τον Μπρετόν, διάβασα Πολ Ελυάρ, Μπωντλέρ, Μαλαρμέ, υπογράμμισα ό,τι μου θύμιζε Ελύτη, ανέτρεξα στον Μορίς Μπλανσό, στον Μπασλάρ, διάβασα ό,τι γαλλικό και σχετικό με τον υπερρεαλισμό, φυλλομετρούσα κάθε μέρα την Antologieg de la Poésie Française του  George Pompidou, αποστήθιζα στίχους, έψαχνα τα περιοδικά ζωγραφικής, την Εγκυκλοπαίδεια Τέχνης, ανέτρεχα στα έργα που μνημόνευε ο Ελύτης… Ποίηση, Μουσική, Ζωγραφική. Βέβαια όλα αυτά τα είχα κάνει και τα έκανα συνέχεια αλλά μόνο για τη δική μου γνώση και απόλαυση. Πρώτη φορά για να εκτεθώ σαν μαθήτρια στα μάτια του δασκάλου μου και ήμουν ήδη καθηγήτρια. Ήταν για μένα θέμα τιμής να μη φανώ κατώτερη από τις προσδοκίες που του είχα, ίσως, δημιουργήσει. Όταν τελικά το τελείωσα, το έδεσα σε ένα σώμα, στο βιβλιοδετείο, και μετά πήγα στη Σχολή να του το δώσω. Το πήρε στα χέρια… «Βρε θηρίο, τα έκανες όλα;» ρώτησε με μεγάλη έκπληξη.  «Ναι», είπα, ντροπαλά, σαν ένοχη κι ενώ κοιτούσα σαν να περίμενα κάτι ακόμα, εκείνος με ρώτησε με απορία: «Λοιπόν;». «Τίποτα», είπα, και σηκώθηκα να φύγω, ενώ μέσα μου περίμενα μια πρώτη επιβράβευση. «Τηλεφώνησέ μου σε δεκαπέντε μέρες». Από εκείνη την ώρα δεν κοιμήθηκα. Έμεινα ξάγρυπνη και περίμενα να περάσουν οι δεκαπέντε μέρες για να του τηλεφωνήσω. Φοβόμουν και ντρεπόμουν. Όταν τηλεφώνησα, βγήκε η γυναίκα του, η εξαιρετική Καίτη, εκείνος δεν ήταν εκεί. Της είπα το όνομά μου και ότι «πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό», θεωρώντας πως αυτό που είχα αποτολμήσει έκανε τομή στην ιστορία του σύμπαντος κόσμου. Μου τηλεφώνησε εκείνος: «Τι κάνετε», τον ρώτησα, διστακτικά∙ «απολαμβάνω την εργασία σου», μου είπε. Ήταν Μεγάλη Τετάρτη, κι εγώ έκανα Ανάσταση!

Πήρα το «Άριστα». Την  επόμενη χρονιά πήγα στο σχολείο κι εκείνος έγινε Σχολικός Σύμβουλος στην περιοχή μου. «Δεν μας κάνεις έναν Ελύτη;», μου είπε. «Μα τον έχω κάνει όλον το Ελύτη», είπα και εννοούσα όλα τα ποιήματα του σχολικού βιβλίου. «Να μας κάνεις ό,τι θέλεις από αυτό το καινούριο», είπε και εννοούσε το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου που πάλι μόλις είχε εκδοθεί. Είπα, «Ναι», αλλά από μέσα μου, «όλα τα δύσκολα μου βάζει». Επέλεξα, ωστόσο, το  2ο ποίημα της συλλογής, «Τετάρτη, 1 β» με την Flora Mirabilis στο κέντρο του ποιήματος. Την ημέρα της διδασκαλίας εκείνη  έφερε πάνω από σαράντα φιλολόγους στο σχολείο μου να παρακολουθήσουν το μάθημα. Η συγκίνησή μου, η ταραχή μου, η αγωνία μου όλα στην κορυφή της έντασης κι έπειτα η συζήτηση στο γραφείο, ο έπαινος για τη δουλειά μου, μπροστά σε όλους τους συναδέλφους, την παιδαγωγική μου, τη μέθοδο μου. «Ποια μέθοδο ακολουθήσατε;» με ρώτησε. Κι εγώ: «την μέθοδο που ακολούθησα δεν ξέρω πώς τη λένε…». Κι εκείνος: «Πολύ καλά εκάνατε και ακολουθήσατε τη μέθοδο δεν ξέρω πώς τη λένε», γιατί δεν του άρεσαν τα καλούπια.

Μετά μου είπε να εκδώσω τη μελέτη για ολόκληρη τη συλλογή, μου υπέδειξε τον εκδότη, επέβλεψε την έκδοση, μου επεσήμανε πάλι και πάλι τα σημεία που πρέπει να προσέξω. Έπειτα καταπιάστηκα με τα Τρία Κρυφά Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, πάλι με καθοδήγησε. Έπειτα εκπόνησα το Διδακτορικό μου, το διάβασε και μου έκανε σημαντικότατες υποδείξεις. Μου είπε «ό,τι θέλεις είμαι στη διάθεσή σου», αλλά εγώ δεν ήθελα να τον επιβαρύνω. Θα με είχε προφυλάξει από πολλά … Όταν ήταν στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο με κάλεσε να αναλάβω διάφορες δουλειές, σχετικές με βιβλία πάντα. Μετά πήρε σύνταξη, έγραψε μερικά βιβλία άλλοτε μελέτες άλλοτε βοηθήματα για τον φιλόλογο της τάξης που είχε υψηλές απαιτήσεις, άλλοτε μικρές μελέτες για βιβλία που διάβασε και του άρεσαν. Πάντα όμως τον ενδιέφερε το σχολείο και ο φιλόλογος στην τάξη.

Όμως, ο Μπαλάσκας δεν ήταν μόνο καλός καθηγητής και επιστήμονας με λόγο πειστικό, αποδεικτικό, ενημερωτικό, γοητευτικό. Ήταν και ΠΟΙΗΤΗΣ, αλλά η σεμνότητά του δεν τον άφησε να εκδώσει τα ποιήματά του. Έκανε μόνο μια ιδιωτική έκδοση και τα χάρισε σε φίλους. Είχα την τιμή και τη χαρά να νιώσω πώς ένας άνθρωπος είναι τόσο βαθιά τρυφερός και τόσο καλά κρυμμένος πίσω από τον κοινωνικό του ρόλο. Δεν ήθελε να αφήσει την Κρυφή π(λ)ηγή του να την δουν άλλοι. Και είναι κρίμα που κράτησε «κρυφά» αυτά τα ποιήματα τα συγκλονιστικά, που ανάμεσα σε τόσα άλλα   «παίζει» πάνω στα σχεδιάσματα του Σολωμού και φτιάχνει τα δικά του. Και πόσο επίκαιρος μοιάζει ο στίχος του Μπωντλέρ που επιλέγει  σαν να ’χε από τότε ετοιμάσει την αποχώρησή του: Bientôt nous plongerons dans les froides ténèbres


Τετάρτη χθες, μοιραία μέρα τελικά, τρίτωσαν οι Τετάρτες, σ’ αυτό το κείμενο, έφτασε πάλι η flora mirabilis ορθή πάνω στο άρμα της  κι αδειάζοντας από ’να  πελώριο χωνί  λουλούδια….

    Καλό κατευόδιο, Κώστα  Μπαλάσκα, δάσκαλέ μου, Μέντορά μου! 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.