You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ:  ΟΔΥΣΣΕΑΣ  ΕΛΥΤΗΣ  –  2 Νοεμβρίου  1911, 110 χρόνια από τη γέννησή του  

Ανθούλα Δανιήλ:  ΟΔΥΣΣΕΑΣ  ΕΛΥΤΗΣ  –  2 Νοεμβρίου  1911, 110 χρόνια από τη γέννησή του  

 Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα  παιδί

Σαν παραμύθι θα μπορούσε να αρχίζει  ένα βιογραφικό κείμενο που αφορά τον Οδυσσέα Ελύτη. Εκατόν δέκα χρόνια πίσω, στην Κρήτη, στα 1911,  «σ’ ενός νησιού τα χώματα/ δύο του Νοέμβρη ξημερώματα» (Μαρία Νεφέλη, «Το τραγούδι του Ποιητή») γεννήθηκε ο Οδυσσέας Ελύτης, στη συνοικία  Εφτά Μπαλτάδες, κάτω από τον Μέγα Κούλε, το κάστρο του Ηρακλείου. Ο εμβληματικός τόπος που τον γέννησε και παίρνει θέση από την αρχή στο μέγα έπος της νεότερης Ελλάδας το Άξιον Εστί:

«πρώτα σύρθηκαν με δύναμη/ και ψηλά πάνω απ’ τα μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας/  οι Εφτά Μπαλτάδες». Κι έπειτα «με πλατύ πάτησε πόδι στα νερά και αγέρωχος ο μέγας Κούλες».

Στο ΙΗ΄ των «Παθών» γίνεται λόγος για τον «Πρίγκιπα των Κρίνων» και για τις «πνοές της Κρήτης». Εκεί που άνοιξε τα παιδικά του μάτια, εκεί που νεογέννητο συνάντησε την όμορφη εκείνη γερόντισσα με τα ξέπλεκα μαλλιά και το λαχούρι στους ώμους, την «όμορφη, όμορφη, Αγγέλισσα  σωστή» που ευωδίαζε δεντρολίβανο. Κι αφού ανέβηκε καλά ο ήλιος, πήρε εκείνη ένα βότσαλο, το σήκωσε ψηλά στο φως και του είπε:

«Θα σου δώσω εγώ ένα δέρμα που να κοιτάν οι άνθρωποι από μέσα. Και να μην έχεις ούτ’ ένα μυστικό. Σ’ όλους εσύ θα ανήκεις. Όλος Φως»· παμφώετις.

Σαν προφητεία ακούστηκε ο λόγος της,  σαν φλοίσβος και σαν φυλλωσιά μίλησε.  Λόγια που τα λέει «νύχτα-μέρα ο άνεμος· άστατες συλλαβές που ξεγελούν και κάνουν να παραμιλούν τ’ αηδόνια». Και η προφητεία έπιασε.

                                                      *

Ο πατέρας του, ο Παναγιώτης Θ. Αλεπουδέλης ήταν από τον Καλαμιάρη, προάστιο της πόλης Παναγιούδας, λίγο έξω από τη Μυτιλήνη, μια περιοχή γεμάτη  ροδιές:  «Η έννοια μιας μικρής Παναγίας, είτε με τη μορφή ενός εικονισματίου είτε με τη μορφή μιας Κόρης Παρθένου, συμπίπτει με την προσωνυμία της μικρής πόλης και γενέτειρας του πατέρα μου, με το τυπικό υποκοριστικό: Παναγιούδα. Κι ακόμη περισσότερο, το προάστιο της πόλης αυτής, με τα εξοχικά, που πήρε το όνομα Καλαμιάρης» (Αυτοπροσωπογραφία, σελ. 27-28).  

Το 1895  μετέφερε τις επιχειρήσεις του στο Ηράκλειο της Κρήτης και νυμφεύθηκε την Μαρία Ε. Βρανά, από τον Παπάδο,  χωριό της Γέρας. Απέκτησαν έξι παιδιά με πιο μικρό τον Οδυσσέα.  Η Κρήτη και η Λέσβος, τα δυο νησιά, ασκούν μια μαγεία πάνω του που θα παίξει το ρόλο της στο έργο του. Αν και δεν είχε άμεση φυσική επαφή, αισθανόταν ένα μυστηριακό δεσμό μαζί τους: «Εγώ, επί παραδείγματι, από την Κρήτη δεν πρόφτασα να συναποκομίσω τίποτα, εν τούτοις κάθε φορά που πηγαίνω αισθάνομαι κάτι σαν σκίρτημα, κάτι, ένα γνέψιμο φιλικό. Το ίδιο και με τη Μυτιλήνη, δεν πρόφτασα να ’χω εμπειρίες, εν τούτοις όταν πηγαίνω εκεί αισθάνομαι ότι σε κάθε φύλλο της ελιάς υπάρχει η ταυτότητά μου. Αυτά είναι μυστήρια πράγματα» (Αυτοπροσωπογραφία, σελ. 9). Και τα θαύματα συνεχίζονται. Πέρα από τη γερόντισσα είδε και Εκείνον που ακουμπούσε τα δάχτυλα και άναβαν τα χωριά της Γέρας:  «Μια στιγμή μου εφάνηκε θωρούσα Εκείνον/ …/ Μια φοράν ακόμη/  στα νερά της Γέρας ν’ ακουμπά τα δάχτυλα/  και τα πέντε ν’ ανάβουνε χωριά/ ο Παπάδος, ο Πλακάδος, ο Παλαιόκηπος/ο Σκόπελος κι ο Μεσαγρός» (Το ‘Άξιον Εστί σελ. 22). Και ποιος είναι «Εκείνος»; Είναι  ο Άγιος Θεόδωρος Μυτιλήνης, ο πρόγονός του. 

Αυτά τότε, στο Άξιον Εστί. Και όπως ο χρόνος τρέχει φτάνει  στα Δυτικά της Λύπης, στο ποίημα «Προς Τροίαν»: «Γέρνουν όπως βάρκες από μια μπάντα/  Με τις αυλές και τις ντουλάπες τους τα σπίτια και μια/          καταγωγική  δύναμις/ απαλείφει αργά τ’ αποτυπώματα της οσμής που αφήσανε/  Στα προπατορικά ελαιοτριβεία των σκληρών της Γέρας χεριών/ δάχτυλα…/ Μιλώ για την αλήθεια που κατεβάζει της Μύρινας  ο αέρας ως/    Της Κρατήγου τα νερά».

Το 1914, η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα και από τότε και στο εξής ο μικρός Οδυσσέας  επισκέπτεται άλλοτε την Κρήτη και άλλοτε τη Λέσβο.

Την άνοιξη του 1915 ο  Παναγιώτης  Αλεπουδέλης  φιλοξένησε στη Μυτιλήνη τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος προκάλεσε εντύπωση στο νεαρό. Με τον Βενιζέλο συναντήθηκε πάλι, το 1923 στη Λωζάνη, όταν η οικογένεια ταξίδεψε  στο εξωτερικό, τη χρονιά που υπογράφτηκε  η Συνθήκη της Λωζάνης, με την οποία αποφασίστηκε η ανταλλαγή των πληθυσμών. 

Το 1929, γοητεύτηκε από το Ελεύθερο πνεύμα του Γιώργου Θεοτοκά: «Τα βράδια, επιστρέφοντας από τις παρόδους του Λυκαβηττού, “φρέσκοι ακόμα  από τα φιλιά των κοριτσιών”, κρατούσαμε το Ελεύθερο Πνεύμα του Γιώργου Θεοτοκά και το καρδιοχτύπι μας δεν ξέραμε αν ήταν τόσο δυνατό για τη Λογοτεχνία ή για τον Έρωτα». Τα δύο αυτά, Ελεύθερο Πνεύμα και φιλιά ορίζουν το βόρειο και νότιο πόλο της ζωής. Το σώμα και το πνεύμα σε εξέγερση.

Το 1930 γράφτηκε στη Νομική Σχολή, την οποία παρακολούθησε, χωρίς ενδιαφέρον, απλώς  για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της οικογένειας, αλλά και για να την χρησιμοποιεί ως  άλλοθι για να ασχολείται με την ποίηση.

Σε ένα από τα όνειρα, που έχει καταγράψει στα Ανοιχτά Χαρτιά, μιλάει για τη στάση της  οικογένειας  απέναντί του. Στο όνειρο λοιπόν, ο θείος  Στρατής «με ελεειονολογεί για τη δουλειά που  κάνω [….]. Τεντώνει το χέρι του σα να δείχνει το θέαμα που παρουσιάζω κι ύστερα το χτυπάει στα γόνατα σα να λέει: βρε τον ηλίθιο! Δίπλα του ο αδελφός μου Ε. Δε μοιάζει το ίδιο εχθρικόςμάλλον ζητά να με συμβουλέψει: ‘‘βλέπεις’’;  μου λέει. ‘‘Αν μας είχες ακούσει κι είχες χωθεί σε καμιά Τράπεζα, τώρα θα ’χες σίγουρο μισθό και μεθαύριο σύνταξη. χώρια το εφ’ άπαξ. Όχι να παιδεύεσαι με τέτοιες ανοησίες’’»[1]. Το όνειρο της οικογένειας δεν θα πραγματοποιηθεί. Ο Οδυσσέας, που ενδιαφέρεται μόνο για την ποίηση, κάθε μέρα, «με κρυφό χτυποκάρδι», παρακολουθούσε τις σελίδες των περιοδικών και τις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, για να επισημάνει τον ασυνήθιστο τίτλο βιβλίου, στη θέα του οποίου αναπηδούσε με  συγκίνηση και σαν «λάφυρο» συναποκόμιζε στο σπίτι. Και έτσι πολύ σύντομα η πρώτη συγκομιδή από μοντέρνα ποιητικά βιβλία που συσσωρεύτηκε στο φοιτητικό τραπέζι του απώθησε «τις ταλαίπωρες Εισηγήσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου».

Παράλληλα, παρακολούθησε τα μαθήματα φιλοσοφίας των νέων καθηγητών, Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου και Ι. Θεοδωρακόπουλου, που «γνώριζαν δόξες και ασκούσανε πάνω στους νέους μιαν αδιαφιλονίκητη γοητεία». Συνέπεια αυτής της «γοητείας» ήταν και η ίδρυση της «Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας», που είχαν σκαρώσει καμιά δεκαπενταριά φοιτητές. Όμως μετά την πρώτη γοητεία άρχισε να πλήττει και σκεφτόταν  να δραπετεύσει,  πράγμα που έκανε.

Απορρίπτοντας τη μια φορά τη Νομική και την άλλη τη Φιλοσοφία  ξεκαθάρισε το τοπίο και το άφησε ελεύθερο στην Ποίηση. Και τότε, στα 1934, γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο που  τον μύησε στον  υπερρεαλισμό και την Ψυχανάλυση και έθεσε στη διάθεσή του την πλούσια βιβλιοθήκη του. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το Μυθιστόρημα του Γ. Σεφέρη και η Υψικάμινος του Εμπειρίκου. Σαν εξαπτέρυγα στέκονται πλάι του οι δυο μεγαλύτεροί του ποιητές, σχεδόν Γκουρού: «Ήταν τύχη μου ότι βρέθηκα ανάμεσα στον Γιώργο Σεφέρη και τον Ανδρέα Εμπειρίκο, ήτανε βέβαια δέκα χρόνια μεγαλύτεροί μου, περίπου, και πραγματικά με βοηθήσανε, θα έλεγα, κατά έναν αντίστροφο τρόπο. δηλαδή, ενώ ήταν φυσικό ο Σεφέρης να με πάει στις πηγές της ελληνικότητας, με βοήθησε να συνειδητοποιήσω απεναντίας τα προβλήματα που έχει η μοντέρνα, η επαναστατική τέχνη – και από την άλλη μεριά ο Εμπειρίκος με οδήγησε στον Θεόφιλο».      

Τη σημαδιακή χρονιά του 1935, ο Κατσίμπαλης  του απέσπασε ποιήματα, τα οποία δημοσίευσε στα Νέα Γράμματα. Το πρώτο ποίημα που δημοσίευσε είχε τον τίτλο «Του Αιγαίου», με το ψευδώνυμο που ο ίδιος είχε επιλέξει, «Ελύτης»· και αυτό θα ήταν πλέον το επίσημο επώνυμό του στο εξής. Και πόθεν το Ελύτης;

Όταν ο Guido Demoen  τον ρώτησε:  «Μα τι σημαίνει ‘‘Αρετή με τις  τέσσερις ορθές γωνίες’’;;;» ο Ελύτης απάντησε: «Α! Πρώτα είναι απλώς η αρχιτεκτονική των ‘‘περιστεριώνων’’ […] και επίσης η αρχιτεκτονική πολλών μικρών ελληνικών σπιτιών […] Αλλά είναι προπαντός η σύνθεση διαφόρων πραγμάτων… Ως βάση: τα 4 στοιχεία του καλλιτεχνικού μου ονόματος Ελ/ύτης, τα γνωρίζετε: Ελ/λάδα, Ελ/ευθερία, Ελ/ένη, Ελ/πίδα» (Φιλολογική, τχ. 60, σελ. 17-20: «Ελύτης, ο μυστικός ποιητής»).

Το Πάσχα του 1935 είχε γνωρίσει  στη Μυτιλήνη τη ζωγραφική του Θεόφιλου, ο οποίος επίσης είχε προκαλέσει και την προσοχή του Σεφέρη, πράγμα που προκύπτει και από το σχετικό δοκίμιο. Το 1936 γνώρισε  τον Νίκο Γκάτσο, τον Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα, τον Γιάννη Μόραλη, τον Νίκος Νικολάου και τον ποιητή Νίκο Καρύδη, τον μετέπειτα εκδότη του. Παράλληλα μετέφρασε Ελυάρ.

 Στο στρατό υπηρέτησε στην Κέρκυρα ως ανθυπασπιστής και στη συνέχεια στην Αθήνα, στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού. Απολύθηκε το 1938. Με την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επιστρατεύτηκε ως ανθυπολοχαγός και προωθήθηκε στην πρώτη γραμμή του πυρός, στη Βόρειο Ήπειρο. Το 1941 προσεβλήθη από κοιλιακό τύφο και σχεδόν ετοιμοθάνατος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Ιωαννίνων, με συνεχές παραλήρημα και, όπως γράφει, «με όλες τις ενδείξεις τις επιστημονικές ότι δεν πρόκειται να ξανασηκωθώ». Τέλος έχασε τη μιλιά του, μέχρι την ώρα που ήρθαν να τον πάρουν για το μικρό καμαράκι, όπου «απομονώνανε ετοιμοθάνατους». Και τότε έγινε το θαύμα: ««Α, όχι. Αυτό ποτέ. Μεμιάς η γλώσσα μου λύθηκε. Βρήκα τη δύναμη να διαμαρτυρηθώ, ν’ αρνηθώ, να φωνάξω, ακόμη και να χτυπήσω μιαν από τις νοσοκόμες […]. Δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα. Φύλαγα τη θέση μου ανάμεσα στους ζωντανούς σαν το σκυλί. Την άλλη μέρα, όταν είδα να με πλησιάζει ένας παπάς με το δισκοπότηρο στο χέρι, μόνο που δε γάβγισα […]. Και την άλλη μέρα – κάτι απίστευτο- ξύπνησα σχεδόν απύρετος» (Τα πένθη είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του.  Από παιδί είδε να πεθαίνουν άνθρωποι της οικογένειάς του με αποκορύφωμα το 1919 της Μυρσίνης της αδελφής του και το 1925 του πατέρα του). Από τα Ιωάννινα μεταφέρθηκε στο Αγρίνιο και από το Αγρίνιο στην Αθήνα, όπου μετά από μακρά ανάρρωση, θεραπεύτηκε.

Τον Δεκέμβριο του 1939 είχαν ήδη τυπωθεί οι Προσανατολισμοί του. Το 1940, έγραψε  τη Βαρβαριά, που ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Τον ίδιο χρόνο ο S. Baud Bovy μετέφρασε ποιήματά του στα γαλλικά. Και κάποτε έφτασε η ώρα, μετά το Αιγαίο, να περάσει στο έργο του η εμπειρία  της Αλβανίας: «Η Αλβανία, για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη, αλλά για την ψυχική μου όμως ιστορία, μια τομή βαθιά».

Το εγώ του ποιητή,  επηρεασμένο από το όλο κλίμα, την πείνα, τη σκλαβιά και το θάνατο, γίνεται πληθυντικού αριθμού. Το 1942 δημοσιεύει το δοκίμιο «Η αληθινή φυσιογνωμία του Ανδρέα Κάλβου» και παίρνει μέρος στην ίδρυση του «Κύκλου Παλαμά». 

Το 1943, χρονιά που πεθαίνει ο Παλαμάς  και ο Μαλακάσης, ο Ελύτης  δημοσιεύει τον Ήλιο τον Πρώτο μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα. Εκεί με αποθησαυρισμένη στο βάθος την ιστορική εμπειρία και με μια αλληγορία εκδηλώνει την αποστροφή του προς την Κατοχή. Η συλλογή είναι γεμάτη από υπερρεαλιστικά στοιχεία, κοιτάζει όμως  με ελπίδα το μέλλον. Ανάλογο είναι και το πνεύμα της Αμοργού του  Ν. Γκάτσου και του Μπολιβάρ του Ν. Εγγονόπουλου. Την ίδια χρονιά  δημοσιεύει το δοκίμιό του «Τ.Τ.Τ.» (Τέχνη-  Τύχη- Τόλμη).  Τον Δεκέμβριο αρχίζει ο εμφύλιος, που έληξε με τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Ο Ελύτης εν τω μεταξύ είχε κάνει το πρώτο σχέδιο  της  Αλβανιάδας.

Κάθε ποιητική απόπειρα όμως  αναιρείται από την πίκρα των ημερών του εμφυλίου σπαραγμού. Το 1945 δημοσιεύει στο περιοδικό Τετράδιο μεταφράσεις του Lorca και του Levesque. Παράλληλα μετέφρασε δικά του ποιήματα στα Γαλλικά. Με εισήγηση του Γιώργου Σεφέρη διορίστηκε διευθυντής του Εθνικού  Προγράμματος  Ραδιοφωνίας (Ε.Ι.Ρ), από όπου όμως παραιτήθηκε την ίδια χρονιά. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ελευθερία και το περιοδικό Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, που διηύθυνε ο Γ. Κατσίμπαλης.    Το 1945 επίσης δημοσίευσε στο Τετράδιο (Αυγούστου- Σεπτεμβρίου) το ποίημα Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, ποίημα στο οποίο αφομοιώνει παραδοσιακές φόρμες. Πρόκειται για ένα μοιρολόι, σε μορφή δημοτικού τραγουδιού, με χωνεμένα τα υπερρεαλιστικά και παραδοσιακά στοιχεία. Στο ποίημα αυτό, αν και το θέμα είναι ο θάνατος, υπάρχει η ελπίδα της ζωής. Παράλληλα ασχολείται και με τη ζωγραφική, μια τέχνη που συμπληρώνει την ποίησή του. Έτσι δικαιολογούνται τα τεχνοκριτικά σημειώματα που δημοσιεύει το 1946 στην Καθημερινή. Το 1947 δημοσιεύει, στο περιοδικό Τετράδιο, το ποίημα Η Καλωσύνη στις λυκοποριές. Ο δρόμος έχει ανοίξει και έχει μπροστά του περισσότερο από μισόν αιώνα για να γράψει, να τιμηθεί με το Νόμπελ και να γίνει ο μεγαλύτερος ανάμεσα στους μεγαλύτερους ποιητές του αιώνα.

 

                                                              

 

 

 

 

 

[1] Ελύτη,  Ανοιχτά Χαρτιά,  σελ. 174.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.