You are currently viewing Αριστούλα Δάλλη: Νίκος Μυλόπουλος, «Ερασιτέχνης Σχοινοβάτης», Ποιητική Συλλογή, εκδόσεις ΚΟΡΑΛΛΙ, 2021.

Αριστούλα Δάλλη: Νίκος Μυλόπουλος, «Ερασιτέχνης Σχοινοβάτης», Ποιητική Συλλογή, εκδόσεις ΚΟΡΑΛΛΙ, 2021.

Η ποιητική Συλλογή « Ερασιτέχνης Σχοινοβάτης » του Νίκου Μυλόπουλου, έρχεται να προστεθεί στο συνολικό έργο του, επιβεβαιώνοντας  για μία φορά ακόμη , την πολυπλοκότητα του  δημιουργού, που ξέρει να χαρτογραφεί τους τόπους που   «οδεύει», ζωγραφισμένους  ποιητικά με μνήμες, πύρινους πέτρινους τοίχους, βράχους ποτισμένους με αλάτι. Πολύτροπος ερευνητής των ψυχικών διεργασιών,  με μεγεθυντικό φακό, στιβαρή γραφή και γνώση, προσεγγίζει τα θέματα της υπαρξιακής αναζήτησης.

      Το γαλάζιο χρώμα του εξωφύλλου κοσμεί και περιβάλλει τον «Ερασιτέχνη Σχοινοβάτη», που είναι και ο τίτλος της συλλογής, με μία ηρεμία και σιγουριά αντίθετη με τον προϊδεασμό της επικίνδυνης σχοινοβασίας ενός ερασιτέχνη. Καλλιτέχνης το ποιητικό υποκείμενο, σκηνογραφεί την θεατρική σκηνή, δίνει  ρόλους στα πρόσωπα του συλλογικού έργου του, χορογραφεί και άδει με λυρική  μουσικότητα. Με περίτεχνες εικόνες της φύσης, ρεαλιστικές περιγραφές, σουρεαλιστικές προσομοιώσεις, ελεγεία και παραμυθία, ακροβατεί με το υλικό σώμα του σε οριζόντια πορεία κινούμενος από το Α ως το Ω και κάθετα με το άυλο σώμα του ανάμεσα σε ουρανό και γη, συνεπαίρνοντας τον αναγνώστη με τον αποκαλυπτικό συνειρμό του μύθου του.

         Η ποιητική συλλογή, από την αρχή ως το τέλος διατρέχεται από τις υπαρξιακές αναζητήσεις στον κυκλικό χρόνο, παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα. Χαρτογραφεί τον εκάστοτε χώρο, όπου παίρνει μέρος η βιωμένη ιστορία και η ανάδυση της μνήμης. Συνυπάρχουν τα θέματα του έρωτα, η αρχή και το τέλος της ζωικής ενέργειας, η ατομικότητα και η συλλογικότητα , το « Εγώ»  και το «Εμείς» στους αέναους κύκλους της ζωής.

   

Η ποιητική συλλογή αποτελείται από τρεις ενότητες με τους αντίστοιχους  τίτλους « ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΛΟΓΧΕΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ, ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΓΚΑΘΙΩΝ, ΜΕ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ»  και είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, με τον ίδιο τρόπο που εναλλάσσονται οι χρόνοι και οι εμπειρίες του ποιητικού υποκειμένου.

    Η πρώτη ενότητα « ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΛΟΧΜΕΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ» αφορά στο βιολογικό βιωμένο  ή αβίωτο σώμα, την αλγεινή αίσθηση της φθοράς του στο χρόνο, την ανικανοποίητη επιθυμία της ηδονής, την συνδιαλλαγή της αρσενικής και θηλυκής αρχής, της μέρας και της νύχτας, του πραγματικού χρόνου και του φανταστικού. Γράφει στο πρώτο πρόσωπο του ¨Εγώ¨ και στο συλλογικό ¨Εμείς¨ και μετατίθεται  από το ένα στο άλλο , σαν μία συμφωνία ή αντίσταση της συνύπαρξης. Η προσωπική βιωμένη άποψη γίνεται στιβαρή με την καθολική αποδεκτή άποψη και από υποκειμενική γίνεται αντικειμενική, ματαιώνοντας τις ψυχικές ενδο-συγκρούσεις.

    Από το πρώτο ποίημα της ενότητας ο ποιητής ορίζει το χρόνο της δράσης,  « Οκτώ το πρωί», ανάμεσα στο τέλος της νύχτας και την έναρξη της μέρας, η μνήμη αναδύεται από τον παρελθόντα  χρόνο, φέρνοντας μαζί και το επώδυνο βάρος της.

      Γράφει:   « Ήταν τόσες πολλές οι αναμνήσεις στο λαιμό/ Που ακουστικά μας προκαλούσαν τραύματα / και ακατάσχετη αιμορραγία στη μέση του αύριο/ {…} τρυπούσαμε το παρθενικό της θλίψης υμένιο/ -Ήδη από καιρό απειλούσε τη σιωπή μας/   Οκτώ το πρωί κι οι πεινασμένοι ανήλικοι θεοί / με πρόσωπα ανάγλυφα καθώς κοχύλια φαγωμένα/ την αγιάτρευτη επικροτούν ακόμη  ματαιότητα».(σελ. 13). 

     Διανύει τον οικείο δρόμο της σιωπής προς το παρελθόντα χρόνο, αναμοχλεύει τις ομοιότητες και  τις διαφορετικότητες των συνοδοιπόρων του σ΄ ένα αβέβαιο κόσμο.

     « Αγγίζουμε ξανά το παρελθόν μας.{….} « Σε μία διήγηση βγαλμένη από μαγιάτικο στεφάνι/ λίγο πριν το βουνήσιο αντηχήσει συσσίτιο/   Ανάμεσα σε δύο χωριά μεσίστια γεννηθήκαμε/Από ψωμιά και σπόρους πρωτόπλαστων/ θαλασσογραφία οργής σε στάση εμβρύου/ Χωρίς το ανάλογο ένδυμα» (σελ. 14).

    Ποιο είναι το ανάλογο ένδυμα , πως και γιατί χάθηκε στην πορεία του χρόνου, μέσα στην πλειονότητα, το όραμα του έρωτα για ζωή του ερασιτέχνη αναζητητή, διερωτάται  ο ποιητής. Ο Νίκος Μυλόπουλος  συσπειρώνεται γύρω από τον προσωπικό του χρόνο, εστιάζει στη γήινη ύλη , τις ιδέες  και την σκέψη , προτείνει  απευθυνόμενος στο συλλογικό  ¨ Εμείς¨ , ένα βήμα  αδοκίμαστο  στο πλάι, έξω από το  προσωπικό ¨Εγώ¨, με ρίσκο στο άγνωστο κενό.

   « Να ζητιανέψουμε αμέτρητα φιλιά / σε όρμους λαιμών αχαρτογράφητων ακόμη/  Να εστιάσουμε στην ίδια ευθεία σαν έμπειροι σκοπευτές /  το έξυπνο μάτι, το ξέπνοο σώμα και τον θάνατο/ να ζήσουμε επιτέλους / Ορθάνοιχτοι στο ενδεχόμενο.»   ( σελ. 16,).

   Σε όλη την πρώτη ενότητα,  το ποιητικό υποκείμενο κινείται ανάμεσα στις λόχμες, τις φωτισμένες από την Πανσέληνο και τα μυστήρια της νύχτας. Τον ποιητικό λόγο διατρέχει μία θλίψη για την ανικανοποίητη επιθυμία του βιωμένου σώματος , την απώλεια του ονείρου και της φαντασίωσης, την μη συνάντηση του  ¨Εγώ¨ με τον  ¨ Άλλον ¨. Με λέξεις εκφράζεται ο κοπετός για την  χαμένη συμφιλίωση της αρσενικής και θηλυκής φύσης του εαυτού,  για το τέλος της βεβαιότητας ενός κόσμου χωρίς όριο και θάνατο, για το  τέλος της μαγείας της ουτοπίας.  «  {….} Το όλον γεννιέται για να χαθεί / κι ο χρόνος εξανεμίζεται/ γιατί δεν υπάρχει » .( σελ.20) .

      Έρωτας, Ζωή, Ύπαρξη, η ματαιωμένη συνάντηση τους σε μία ολοκλήρωση,  βασανίζει και πληγώνει  τον αναζητητή στις εσωτερικές ψυχικές διαδρομές του και τον απομονώνει στο περίκλειστο¨ Εγώ¨.  Μιλάει στο πρώτο πρόσωπο και θρηνεί για την ματαιότητα, την μοναξιά, το άδειασμα της υλικής υπόστασης σε άηχες σκιές, τους ανούσιους παράλληλους  βίους , άγνωστοι μέσα  στην αυταπάτη  της συμβατικής επανάληψης μιας άχρωμης καθημερινότητας. 

Κραυγάζει στη σιωπή με άσαρκες νότες , σχοινοβατεί, μοναχικός ακροβάτης ανάμεσα στα δύο άκρα , της επιθυμίας και του χρέους απέναντι στα παραδοσιακά πρότυπα. Το Εγώ και το εμείς, οι αξίες και οι  επιθυμίες, απέναντι σε θέση σύγκρουσης για επικράτηση του Είναι και του συν-Είναι.

  « Είμαι μία ασήμαντη σιδερένια ράγα / Δίπλα μου μία άλλη/ Μοναχική επίσης/  ανάμεσα μας χαλίκια κι αγριολούλουδα/ δεν συναντιόμαστε ποτέ / {…} χορταριάσαμε με εικασίες για την αγάπη/ Όμως το τραίνο / δεν φάνηκε στον ορίζοντα ποτέ » .

     Στα ποιήματα του « Μικρό απόδειπνο,  Κραδασμοί ,  Λίγο πριν την απόβαση»,  ο ποιητής βρίσκεται στη μεταιχμιακή  φάση κορύφωσης του τώρα, προσδοκά να γευτεί μία νέα παλίρροια , ένα γενέθλιο φως επίγνωσης.  Αναθεωρεί θέσεις και ιδέες για το νόημα της ζωής, των πόθων και των παθών, της αλήθειας και της ψευδαίσθησης , της τελειότητας και της υπεροχής, θέτοντας το αίτημα για ελπίδα , αποδοχή και έξοδο από τα ¨σκονισμένα ημερολόγια του καταχείμωνου¨ σε μία άνοιξη που μοσχοβολά.

  Στη δεύτερη ενότητα, «ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΓΚΑΘΙΩΝ», ο Ν.Μ., παντογνώστης παρατηρητής,  σε τριτοπρόσωπη αφήγηση  ξετυλίγει το δρόμο του γλυκόπικρου νόστου , τα μοναχικά απομεινάρια του μυαλού,  τις ηχηρές στιγμές στο κόκκινο του πάθους χρώμα, τον  πολύχρωμο χάρτη καταγραφών από το παρελθόν, παρόν και το απρόσμενο.

Ακολουθεί τις αναμνήσεις στον αέναο κύκλο της ζωής σε χρόνο παρόντα και μέλλοντα, που τρέχει ασταμάτητα ακυρώνοντας την πραγμάτωση των ανικανοποίητων επιθυμιών.  Βιώνει το άλγος της φθοράς, το φόβο της απώλειας και της ανυπαρξίας με το τέλος της ζωικής και ψυχικής  ορμής, τις εντάσεις των εσωτερικών  συγκρούσεων ανάμεσα στα άκρα του καλού και του κακού.  Ερασιτέχνης σχοινοβάτης σε διαδρομές αμφίδρομες ,  «  από το άλφα ως το ωμέγα μεσολαβούν γράμματα εικοσιδυό/ Πολύ περισσότερα  απ ΄τη σπορά ανάμεσα και στο θέρος / κι η διαδρομή του καθενός/ Άδηλη και άχρονη συνάμα.»( σελ.41).

   Δύσβατος  δρόμος ο στόχος να  παραμείνουμε πρότυπα , σε αντίσταση καλεί  ο ποιητής τον αναγνώστη για τα  φτιαχτά πανομοιότυπα αντίτυπα . Κάλεσμα για  ξύπνημα από την υπνοβασία , ρωγμές και τέλος του  κοπετού  για την απώλεια και τη χαμένη νίκη του ονείρου και σκοπού. Η ιδέα για υπαρξιακή διασύνδεση των αντιθέτων ροπών και ενορμήσεων της ζωής και του θανάτου, δηλώνεται ξεκάθαρα από το ποιητικό υποκείμενο και αφορίζεται με τον ηχηρό στίχο «  Ποιος άραγε ορίζει το τέλος ; » .

  Καλοδεχούμενη η « φωτισμένη σύγκρουση η μη αποδοχή/ φορτωμένοι με αίματα ξερά/ ανοίγουμε δρόμους» 

      Και συνεχίζει την ανίχνευση της εξόδου από τη σκοτεινιά της νύχτας  με πάθος ο ποιητής, υποστηρίζοντας ότι, ο αντίλογος χαράζει  ρωγμές στους απόλυτους νεολογισμούς, στις βασανιστικές μνήμες των  αρχέγονων  ροπών, στις τραυματικές αποτυπώσεις του ανοίκειου, στο ξεφτισμένο ημερολόγιο ενός επίμονου ταξιδιώτη, του κάθε ερασιτέχνη σχοινοβάτη  που διεκδικεί πλεόνασμα αγάπης και ελευθερίας.

        Και ύστερα η επόμενη μέρα. Η ενότητα κλείνει με το  ξύπνημα από τον πυρετό της λήθης. Άνοιγμα στο φως της μέρας, μουσικές που αναπαράγουν γέλιο, αγκαλιές  με πουλιά στον άνεμο και τον γαλάζιο ουρανό.  « Μετέωρος στα σύννεφα των αφανών  τα χαμένα χρωματίζω ηλιοτρόπια..{…} στις εκβολές μελανού αναφύομαι στοχασμού/ πριν το ακούσιο πέρασμα στην έφεδρο θλίψη/  Με χούφτες φωτός/ το βρώμικο παρελθόν καθαρίζω» .

   Στη τρίτη ενότητα « ΜΕ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ», ο ποιητής απομακρύνεται από την ιδιωτική ερημιά και τον άνεμο που όπως ήθελε φύσαγε , αναταράζοντας την επιφάνεια της θάλασσας  και τα υπόγεια άγρια  συναισθήματα  του.  Προσανατολίζεται προς τον ανατολικό άνεμο, όπου  ο αέρας ευωδιάζει αισθησιασμό από αγγίγματα , από αρώματα ακακίας και ευκαλύπτου, από ήχους ρυθμικού βηματισμού στον λιθόστρωτο δρόμο , στην γαλήνια σιωπή του ονείρου και της προσδοκίας. Τώρα δεν αμφιβάλει αν το ρούχο με το οποίο  ντύνει την γύμνια του είναι το κατάλληλο. Με τους στίχους του  απογυμνώσει την  κρυμμένη σάρκα  πίσω από την μάσκα  και την ντύνει με λέξεις και ύστερο χάδι δέησης . 

Με χρυσαλίδας γυαλισμένα φτερά σχοινοβατεί, αντί για ρούχα φοράει πεταλούδας πολύχρωμα φτερά, ντύνεται το κόκκινο του έρωτα και το φως της αγάπης. Η ζωή μετά την θυσία και την κάθαρση,  ισορροπεί  στο οριζόντιο και κάθετο επίπεδο, μέσα από το πέρασμα της φωτιάς του πόθου και του πάθους.  Αντίστροφα μετράει  το χρόνο , απ ΄ αρχής σε μία νέα πορεία, με χαρμολύπη για το απρόσμενο τέλος του χρόνου. Κύκλοι ομόκεντροι ο χρόνος που ορίζει ανορθόδοξα το τέλος στη δύση και την γέννηση στο ξημέρωμα μιας άλλης μέρας.

  Ο Νίκος Μυλόπουλος μέσα από την πορεία του « Ερασιτέχνη Σχοινοβάτη»,  στο τελευταίο ποίημα του « ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΣΥΝΟΡΟ» τολμάει και  ακουμπάει το τύπο των ήλων και μελαγχολεί , όταν απεργούν οι αγγελιοφόροι του ωραίου.

 Γράφει :

 « Νηστεύοντας εμφατικά από τα δειλά των υπονόμων ηλιοτρόπια /Μικρά παιδιά παίζουν κρυφτό με τους ανάργυρους και τους δισκοβόλους/  Σκεπάζοντας την γη με χλωροφύλλης ένδυμα εξιλέωσης /Ώσπου να μην κρυώνει  / κι ούτε να κλέβει άλλο πια τα όνειρα μας» .

 

  

   

     Αριστούλα Δάλλη: Εικαστική  Συστημική ψυχοθεραπεύτρια. Διευθύνει το Κέντρο Τέχνης και ψυχοθεραπείας μέσω της Τέχνης ¨ΑΚΕΣΑ¨ , στη Θεσσαλονίκη.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.