You are currently viewing Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου: Χρήστος Τζανάκος: Τα Προμήθη. Εκδόσεις Ιωλκός

Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου: Χρήστος Τζανάκος: Τα Προμήθη. Εκδόσεις Ιωλκός

 Στους της θαλάττης λεγόμενους χόας: Για όσους προσπαθούν να μετρήσουν το απροσμέτρητο. [ΠΛΑΤΩΝ ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ]

 ‘’Κάθε πράγμα  έχει την ερμηνεία του [κατά τον Πρωταγόρα τον Αβδηρίτη] ανάλογα με τον άνθρωπο, πομπό ή δέκτη του μηνύματος, ανάλογα με την εποχή, ανάλογα με το περιβάλλον, όπου κάποιος μεγαλώνει.

Με ανοιχτά τα μάτια της ψυχής, μέχρι την ονείρωξη της υπεραιμίας της πρώτης χειμερινής αχτίδας, ο Χρήστος Τζανάκος ΧΑΛΕΎΕΙ [αναζητά] ακούραστα να ερμηνέψει τον κόσμο. Κοσμαγός, [με οδηγό και όχημα τον εαυτό του] τον συλλογίζεται μεταφυσικά και ιδεολογικά σαλπίζοντας το δικό του ιδιαίτερο μήνυμα. Δημιουργεί μιαν ‘’άλλη’’ γλώσσα μέσα στη γλώσσα, που κάνει τα πράγματα γύρω να ηχούν και να φέγγουν. Μια γλώσσα που δεν της λείπει ούτε ο αρχαϊσμός , ούτε η καθαρεύουσα του Κάλβου, ούτε ο Παλαμικός δημοτικισμός, ούτε η σολωμική αντίληψη της ουσιαστικής απλότητας. Ο ποιητής γράφει, εκπέμποντας εκείνη τη λεία στίλβη των χειροποίητων μεταλλικών αντικειμένων τέχνης, προσφερμένων σ’ έναν ασημένιο δίσκο διακοσμημένο με τα πολύχρωμα λουλούδια της γνώσης.

 Το σεληνιακό οροπέδιο του Βώλακα, σπαρμένο ακόμη από τα ‘’πολεμοφόδια’’ του τρομερού πολέμου ανάμεσα στους Τιτάνες και τους Θεούς του Ολύμπου στην Τήνο, είναι ο υποβλητικός χώρος που ο ποιητής ξεκινά το ταξίδι του. Το σχήμα των βράχων, των βολάκων, γεννά σουρεαλιστικές εικόνες και ιστορίες αλλόκοτες όπου αναμετρώνται το Εγώ, το δυσπρόσιτο και φευγαλέο όραμα, με γίγαντες και τέρατα της μυθολογίας. Ένστικτα και γόνατα λυγίζουν αντικρύζοντας την Έρημη Χώρα, τη μοιραία, την αναπόφευκτη πτώση. Δάκρυ το ποιητικό απόσταγμα, διαδοχικά νέφη τα κύματα της θύμισης, η πένθιμη συγκίνηση περιχαρακώνει το παραμύθι της κρυφής ελπίδας. 

 «Εκείνος λύνει τη βάρκα του

στον όρμο της θυσίας

και με επιβίωση ντύνει τους Αποστόλους.

«…»

Αίσθηση κενού να με εξορίσει

προσπαθεί

ενώ το Πνεύμα ακυρώνεται μεταξύ σφύρας και άκμονος.

Δέηση βιάζει το Λόγο ευλαβικά μέχρι ο Πόθος

να δραπετεύσει

και καταγής τη μεταμέλειά μου να πετρώσει.

Βήματα αγκυλώνονται στα καρμικά

σε βεστιάρια σεληνιακά.»

 

Ιλιγγιώδης θέα αόρατων ρηγμάτων αναγεννά τον μετασεισμικό τρόμο· αμνιακή, στην ασφάλεια τής μοναξιάς της η ζωή, αγκυλώνει και πληγώνει τη δρασκελιά. Στο άδυτο του φόβου κρύβει η τόλμη τις φτερούγες της. Ο Βώλακας απεικονίζει τον Γολγοθά, αλλά επάνω από τον σταυρό, ο αναπεπταμένος ουρανός εξακολουθεί να φέγγει υποσχόμενος τον Ανθρώπινο παράδεισο.

 Ο Ιουδαϊσμός, ο Ινδουισμός, ο Βουδισμός και οι άλλες θρησκείες, [«το συνονθύλευμα της Σαλήμ» της Ιερουσαλήμ,] προσπαθούν διεισδύοντας στις συνειδήσεις των πιστών να ελέγξουν τις πράξεις τους με ανάλογες επιβραβεύσεις ή τιμωρίες. Αλλά το όραμα “Εκείνου,’’ του Ιησού, και των άλλων θρησκευτικών διδασκάλων, ήταν «φεγγαρώνοντας ψυχασθενήματα» να βγάλουν τον κόσμο από την ιστορία· την ιστορία των σφαγών, του πόνου και του μίσους και να τον επανεντάξουν μέσα στη φύση. «Η ιστορία είναι η τραγωδία [λέει ο Νίκος Καρούζος] η ζωή έξω απ’ αυτήν είναι ο Παράδεισος.»

 Προμηθής, όπως Προμηθέας· είναι ο προσεκτικός, ο προνοητικός, είναι αυτός που ανησυχεί, νοιάζεται και φροντίζει όσους έχουν ανάγκη.  Ο ποιητής όμως ταπεινός, ταυτίζεται με τον αδελφό του τον Επιμηθέα, επωμίζεται την απρονοησία του και όλα τα προβληματικά χαρακτηριστικά της φυλής μας·  μεταφέρεται στον Ελικώνα, στο όρος των Μουσών που ενέπνευσαν τον Ησίοδο. Εκεί, με τον μεγάλο ραψωδό συζητούν  για την αδράνεια που λεηλατεί τη σκέψη: Το Πουπουλένιο, το απαθές γένος, οι νέες γενιές, διαδέχονται εκείνες του σιδήρου των ηρωικών εποχών και αντιστάσεων.

«Πεινασμένοι κι αχόρταγοι στη χώρα της εντροπίας,» στη χώρα της αποσύνθεσης και της σπαταλημένης ενέργειας· και το ατσάλι που φορούν στα δάχτυλά τους οι «συνδαιτυμόνες της Γαίας»  θυμίζει τα τεκτονικά δαχτυλίδια εκείνων που ορίζουν την τύχη των λαών, τους άρχοντες των δαχτυλιδιών που σβήνουν το φως στο απεγνωσμένο βλέμμα  των παιδιών της καχεξίας. Οι εμμονές των εμφυλίων, από τους προγόνους Πελασγούς μέχρι σήμερα, «ταξιδεύουν το φλογόλευκο» πυρσό της αυτοεξέτασης «μακριά από την αναρρίχηση των εσωψύχων» δηλαδή μακριά απ’ το παρανάλωμα- ιλασμό της Θείας Χάρης, με την καύσιμη ύλη της ταπείνωσης.

 «ΠΑΥΣΙΣ

Αφέλειες ψελλίζουν στη μνήμη…στο εγώ τη Λήθη.

-Θύμισέ μου διάολε

πόσα σκαλοπάτια έχει η έρημος στη κατεβασιά της προς την

αθανασία.

-Μα, την ίδια κουβέντα δεν είχαμε χθες, γλυκέ μου;

-Μόλις χθες ανέστησες την κόρη μου στο σύσκιο.

-Ναι, μαθές! Σου χαρίζω, λοιπόν, επίκληση τον εαυτό σου στη

θυμέλη να αποκτείνεις:

Πέτρα αστοιχείωτη, ποιο φιλί σε πάταξε;

Σε κάποια λησμονιά μόνη σε μετάνιωσε

σαν φυλαχτό μαζί σε πήρε.

Τώρα, ξύπναγε και ύφαινε στων σκουληκιών το άλας

χθες δεν ήσουν παρά ο πόνος μου

σήμερα η λευτεριά μου.»

 Ο αφελής αφήνεται και λησμονεί· και πάντα επιστρέφει στο λιβάδι της αθωότητάς του, παραβλέποντας τα σκουλήκια και τους τυφλοπόντικες που καβροχθίζουν μεθοδικά κι αόρατα τις ρίζες. Ο έρωτας, η φιλία, η κοινωνική συναναστροφή, αλλά και ολόκληροι λαοί, είναι οι καταπράσινες πεδιάδες που γίνονται απέραντοι ωκεανοί από άμμο, δόλιχος, ατέλειωτη η απόσταση μέχρι την Ιθάκη της πρώτης σταγόνας. Πέτρα αστοιχείωτη η καρδιά, αρνείται να μάθει απ’ τα πάθη της. Κι ας φωτίζει το βλέμμα η μνήμη ξανοίγοντας τους ίσκιους, εκείνη πάντα αναρωτιέται και αναρωτά. Και παίρνει την ίδια απάντηση: ‘’Πρέπει να σταθείς στον κεντρικό βωμό της ορχήστρας, εσύ, η κορυφαία του χορού και τον εαυτό σου να εξοντώσεις. Κι ύστερα να συλλέξεις όλες τις ήττες σου·  ήττα την ήττα, βαθμηδόν, μορφοποιείται η Νίκη!’’

 «Πλάσμα προμηθές

στο είναι μας πνευστιώ

…σαν η Άνασσα διατάζει φως να γεννηθεί…»

 Προσήλυτος ο ποιητής στο Βακχικό Φως· η λίμπιντο -σαν περισπωμένη επάνω σε μακρά συλλαβή- καμπυλώνει το χρόνο, η «σάρκα της ψυχής» αναπλάθει με άτρωτα λέπια το θνητό σώμα. Είναι η Βασίλισσα, που με το μαγικό της άγγιγμα επαναφέρει τον τρελό κι ευαίσθητο χτύπο στο στήθος, ενώ η πύρινη γλώσσα της ανάσας δίνει πνοή στη κοιμώμενη φύση. Ημιτελής θνητός ο Χρήστος Τζανάκος, σκουπιδάκι στο τυφλό μάτι του χρόνου, θηρεύει το Ιδανικό και το Αθάνατο σ’ ένα απονενοημένο ταγκό των ερεβών.

[Από το ποίημα ΟΙ ΛΙΝΟΒΑΤΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΤΟΣ.]

 Το μυστικό του Χρήστου Τζανάκου είναι ότι παίρνει τον απτό κόσμο, την ύλη, τις εικόνες, πράγματα ασύνδετα μεταξύ τους και τα ρίχνει στο λυκόφως του χρόνου. Έτσι τον αναπλάθει αναδρομικά μέσα στην ποίηση, τον αναβιβάζει σε προσωπικό του Αρχέτυπο. Τότε ο εξωτερικός κόσμος, ο ορισμένος, ο περιγραμμένος,  ενώνεται με τον απεριόριστο εσωτερικό, τον υποσυνείδητο, μεγαλώνει και ολοκληρώνεται, από μεμονωμένη εικόνα γίνεται πλατιά παράσταση, συνείδηση του παρόντος, μνήμη της ιστορίας και της μυθολογίας, ένας ιδεατός χάρτης συναισθημάτων. Ένας κόσμος που πότε ιριδίζει,  πότε λαμπαδιάζει,  πότε γίνεται μάρμαρο και πέτρα. Τα ΠΡΟΜΗΘΉ εξιστορούν θρηνητικά και ταυτόχρονα αφηγούνται αποσπασματικά και ρεαλιστικά τη μεγάλη Εβδομάδα των σταυρωμένων πατρίδων που δεν γνώρισαν Ανάσταση.

 Οπιούχος ανθός η ανάμνηση, σαν ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΑ λαμπυρίζει τα απέραντα, ο ποιητής ταξιδεύει στην αποφράδα εκείνη ημέρα του 1453 που θλίψη κι αέναη μαύρη βροχή την ποτίζει. Έτσι ανεβαίνει στο Βάθρο, στην Πόλη της Αγια Σοφιάς και της Ρωμιοσύνης, εγερμένος από τη βραχνή σάλπιγκα μιας χαραμάδας της νοσταλγίας. Η εκρίζωση του ομφάλιου λώρου και το άηχο δάκρυ σφυρηλατούν την ψυχή, καθώς το κλειδί σφραγίζει οριστικά τη μεγάλη Πύλη, γίνεται συνείδηση ο οριστικός αποχαιρετισμός. Εκεί που πιστοί και κόλακες με το μίσος και τον διχασμό παρέδιδαν σιγά σιγά τα κλειδιά του Βωμού, τώρα προσκηνούν τη Σιγή και τον Φόβο της Ατρόπου, της σκοτεινής Μοίρας, της κόρης της Νύχτας που αντιπροσωπεύει το άτεγκτο του πεπρωμένου. Κι ενώ ο βοριάς του ανεπίστρεπτου τρεμοπαίζει τη φλόγα της ύστατης Τιμής [της ηρωικής αυλαίας], λίγο πριν το απόλυτο σκοτάδι, μια πυγολαμπίδα –σαν ματάκι, σαν φυλαχτό, σαν στιγμιαία αφύπνιση- τρυπώνει στο πέτο του ποιητή κι ένα μικρό σελάγισμα φωτίζει την ημέρα που το άσβεστο πυρ της Αλήθειας θα παραναλώσει τα νέα, τα νεκρά ευαγγέλια.

 Στο ποίημα ΓΟΝΥΚΛΥΣΙΑ ο μάγος Κύνωψ, ή Κύνωπας, ή Κένεψης, που μεταμόρφωσε σε πέτρα ο ευαγγελιστής Ιωάννης όταν εκείνος προσπάθησε με τα μαγικά του να αχρηστέψει την διδασκαλία του, εδώ σοφίζεται πάλι διάφορες μαγγανείες για ν’ αναστείλει την άγρα, το κυνήγι της αναζήτησης της Αλήθειας του ποιητή. Μακριά από το γεννετήσιο φως, ο σκοτεινός μάγος αναγεννάται στου χάους τον ανήλιαγο νου και με μαύρα αλλεπάλληλα κύματα αλμύρας σκουριάζει το εφικτό του ονείρου. Περιπλανιέται -σαν Οδυσσέας- ο ποιητής στους ωκεάνιους εσπερινούς που τον έχει εξορίσει ο Κύνωπας και ξεβράζεται στην Πάτνο, την αρχαία πόλη της Αρμενίας· εκεί, στον άνεμο αποξηραίνει την Οφηλία ποίηση [από την αρχαιοελληνική λέξη όφελος- αυτή που βοηθάει, που θεραπεύει] για να την αφουγκραστεί να αντηχεί στα απόκρυμνα τοιχία των φιλιατρών της αποτέφρωσης. Η σποδός [η στάχτη του ποιητή] αντιτάσσει  τη λυρική πυγμή των στίχων:

 «σε αχνούς από λεβάντες

αποξηραίνω Ποίηση Οφηλία

για να αντιχήσει τα φιλιατρά της Αποτέφρωσης

στων γκρεμνών τη πάχνη.

Η σποδός αντιτάσσεται

σε κάθε μετάληψη της φλόγας μου

με πυγμή λυρική.»

 Η ποίηση είναι η απόδειξη της ζωής,» μας λέει ο Κοέν. Η  στάχτη της δηλαδή. «Αν η ζωή μας καίγεται σωστά, τότε η ποίηση είναι απλώς η στάχτη.” 

 «Η Ψημ’ [η ψυχή μου] γεννήθηκε στην πάχνη της Μεγάλης Ιδέας

μόνο για να τη βρω βιασμένη

στων μπαχαλάκηδων τα κάτουρα, τον Απρίλιο του ’15.

 [Από το ποίημα ΤΑ ΓΕΜΕΛΑ- Τα δίδυμα]

 Από «ψηλά, μ’ ένα πυρσό από στάχυα» [στίχος του Ο. Ελύτη- Ήλιος ο Πρώτος] ο Χρήστος Τζανάκος στο έσχατο, δραματικό ποίημα αναζητά τις εσχατιές των Γέμελων, των διδύμων αδελφών, του Πόντου και της Αρμενίας. Αλλά «τίποτα πια δε μαρτυρά γενοκτονίας αργαλειό» κι αυτός  ψάχνει να φωτίσει τις ρίζες και τα πάθη των προγόνων του. Βλέπει τον εαυτό του πάνω στο άλογο της ανταρσίας, στο Εντίκ Πινάρ, το θρυλικό χωριό του Πόντου, δίπλα στον αρχιστράτηγο, τον Αναστάσιο Παπαδόπουλο με τον Γραίγο [τον Ελληνικό άνεμο] ν’ ανεμίζει τη σημαία της αντίστασης και τον Πυρρίχιο χορό να διασείει [να συνταράζει] και να ξυπνά τη Λευτεριά.

 Ο Χρήστος Τζανάκος με την ιδιαίτερη αισθητική του, μας δίνει τη δική του ερμηνεία για τον κόσμο. Αρθρώνει το υλικό του με τάξη και μια ιδιαίτερα εύγλωττη τεχνική, σαν βαθυχάρακτο επίγραμμα.  «Πολλοί ‘ ναι οι δρόμοι πώχει ο νους» λέει ο Σολωμός. Οι εικόνες καταιγιστικές, αποτυπώνονται σαν ποιητικές σφήνες, ενώ από την τελετουργία του λόγου αναβρύζει ο συμβολισμός και ο υπαινιγμός.  Kατά τον Μπόρχες ‘’ μπορούμε μόνο να υπαινισσόμαστε, μπορούμε να κάνουμε τον αναγνώστη να φαντάζεται. Ο αναγνώστης αν είναι αρκετά εγρήγορος, μπορεί να ικανοποιηθεί με την απλή νύξη ενός πράγματος.’’

 Το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του Χρήστου Τζανάκου είναι μια απόπειρα καταγραφής της απώλειας, προσπάθεια να αναπαρασταθεί το ίχνος της χαμένης στιγμής, εμφανίζοντας την αστραπή της. Οι σημασίες που αναδύονται, δικαιώνουν απόλυτα όποιον διεξέρχεται με προσήλωση τις λέξεις και τους στίχους αναδεικνύοντας το κείμενο σε κοινό τόπο δια- συννενόησης, όπου συναντιούνται οι προκτάσεις της σκέψης του γράφοντα με του αναγνώστη. Διαβάζοντας ΤΑ ΠΡΟΜΗΘΗ  αγκιστρώνεσαι από τους πρώτους στίχους στην πρόκληση να αποκωδικοποιήσεις μια διαφορετική οπτική και όσο προχωράς, ενεργοποιείται μέσα σου αυτό το ‘’κάτι.’’ Αυτό το κάτι που καθορίζει το βαθμό μελαγχολίας που κουβαλάει ο καθένας για το υπόλοιπο της ζωής του. Μελαγχολία πάνω στο ερώτημα ‘’ποιο είναι το νόημα της ζωής του ανθρώπου;’’

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                                                       

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.