You are currently viewing Γεωργία Κακούρου – Χρόνη: 28η Οκτωβρίου

Γεωργία Κακούρου – Χρόνη: 28η Οκτωβρίου

Τον πατέρα τον γιορτάζαμε την 28η Οκτωβρίου. Γιορτάζαμε την ονομαστική του εορτή. «Δημοσθένης, είναι αρχαίο ελληνικό όνομα», έλεγε ο πατέρας, «δεν έχω καμιά δουλειά να γιορτάζω με τον Άγιο Δημήτριο» και ξαφνιαζόμουν, επειδή ήταν πολύ θρησκευόμενος άνθρωπος, αλλά πάντα με ξάφνιαζε ο πατέρας.

 Έτσι έμεινε και ο δικός μου ο Δημοσθένης χωρίς ονομαστική εορτή. Και έως τώρα το έχει παράπονο, γιατί είχε ένα δώρο λιγότερο. Αλλά δεν γινόταν να τον γιορτάζουμε και τον εγγονό την 28η Οκτωβρίου. Τον παππού τον γιορτάζαμε, γιατί πολέμησε στην πρώτη γραμμή στην Ήπειρο (δεν την είπε ποτέ Αλβανία). Τον γιορτάζαμε κανονικά, με ιδιαίτερο πλήρες μενού και με τις διηγήσεις του πολέμου, τα τραγούδια της Βέμπο, την ανάγνωση, για άλλη μια φορά, του μικρού μέρους του ημερολογίου του που κατάφερε να διασώσει.

Έτσι και από τότε που έφυγε, παραμονή πρωτοχρονιάς, συνεχίσαμε να τον γιορτάζουμε τον πατέρα την 28η Οκτωβρίου. Με βασιλικό, γιασεμιά και ένα τριανταφυλλάκι άσπρο στον τάφο, παρόλο που τα χρυσάνθεμα είχαν ανοίξει, αλλά ο βασιλικός, τα γιασεμιά και τα άσπρα τριαντάφυλλα ήταν τα αγαπημένα του λουλούδια.

 «Να πάμε σήμερα, παιδί μου», είπε η μητέρα, «για τη γιορτή του πατέρα που είναι ωραίος ο καιρός, κι έτσι όπως είμαι εγώ, δεν ξέρουμε ποτέ τι γίνεται έως τις 28».

Ο βασιλικός, τα γιασεμιά κι ένα άσπρο τριανταφυλλάκι και λαδάκι για το καντήλι. Και δες πόσες και πόσες φορές έχουμε κάνει την ίδια διαδρομή σπίτι-νεκροταφείο. Μόνο σήμερα είπε: «κάθε φορά που περνάμε από την Τάραψα, θυμάμαι τη θειά Γιωργιώ». Η θεια Γιωργιώ, πρώτη της εξαδέλφη· οι πρώτες της εξαδέλφες στο βουνό· και κάθε φορά που την ρωτούσα «πες μου, μαμά, για τη θεια Γιωργιώ, τη θειά Βασίλω και τη θεία την Πότα» το σφράγιζε κανονικά. Έλεγε μόνο «δίσεχτα χρόνια, παιδί μου, δίσεχτα χρόνια, να μην τα θυμάμαι».

 

Και τώρα … «κάθε φορά, παιδί μου, που περνάμε από την Τάραψα, θυμάμαι τη θειά Γιωργιώ. Είχε έρθει στη Σπάρτη, να δει τον θείο τον Βάσο (τον αδελφό της) που τον είχαν φυλακή, με το γαϊδούρι από την Πετρίνα· μέχρι να τον βρει, μέχρι να τον δει, νύχτωσε. Πού να συνεχίσει ως το χωριό με κομμουνιστή αδελφό στη φυλακή και τους ταγματασφαλίτες να την παραμονεύουν. Θα χτυπήσω –είπε– το πρώτο σπίτι που θα βρω, εδώ στην Τάραψα, και θα τους πω να με αφήσουν να περάσω το βράδυ. Κάνει να πλησιάσει το πρώτο σπίτι, ο γάιδαρος τα στύλωσε και δεν κουνιόταν με τίποτα, βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τίποτα! Τι να κάνει; Πάει κατά το δεύτερο σπίτι. Ο γάιδαρος πολύ υπάκουος, πλησιάζει σα στο σπίτι του. Χτυπάει η Γιωργιώ την πόρτα και της ανοίγει η Πατριανάκου που ήταν ταραψόνυφη. Την καλοδέχεται. Το βράδυ ακούνε μια φασαρία, ένα κακό … Λουφάξαν! Και τι μαθαίνουν το πρωί. Στο πρώτο σπίτι που τα στύλωσε ο γάιδαρος μπήκαν οι ταγματασφαλίτες και τά ’καναν ρημαδιό. Α, η Γιωργιώ, η Γιωργιώ, ήρωας, παιδί μου. Ο αδελφός κομμουνιστής, ο γαμπρός ταγματασφαλίτης. Και τους γλύτωσε και τους δυο. Πιάνουν τον Θανάση (τον γαμπρό της) οι κομμουνιστές να τον πάνε στο Γύθειο, να τον δικάσουν. Από πίσω με τον γάιδαρο η Γιωργιώ, γιατί η αδελφή της μόλις είχε γεννήσει το μωρό. Τι να την διώχνουν, τι να την σπρώχνουν να γυρίσει πίσω στην Πετρίνα. Τίποτα αυτή. Θέλω να δω αν θα τον φτάσετε ζωντανό στο Γύθειο να τους φωνάζει, αν τον σκοτώσετε στον δρόμο, να σκοτώσετε και μένα. Και τον έφτασαν, παιδί μου, στο Γύθειο, τον έφτασε, δηλαδή, η Γιωργιώ που πήγαινε πίσω με το γαϊδούρι. Και να πεις, μια μπουκιά άνθρωπος, όπως την θυμάσαι, έτσι ήταν και στα νιάτα της, αδύνατη, αδύνατη, μόνο με μάτια και ψυχή. Αγάπαγε πολύ και τον πατέρα σου. Θα τα λένε τούτες τις μέρες». Είπα να την ρωτήσω, εάν το πιστεύει αυτό, ότι θα τα λένε αυτές τις μέρες, αλλά είδα με την άκρη του ματιού μου τα δάκρυά της που αυλάκωναν τα μάγουλά της.

 

Είχε φτιάξει τα παξιμαδάκια της η μητέρα, για να σταματήσουμε πριν πάμε στο νεκροταφείο στη θειά Φωφώ, τη θεία της· «πρώτα, παιδί μου, οι ζωντανοί· οι πεθαμένοι δεν έχουν την ανάγκη μας». Ένα καλαμάκι η θειά Φωφώ, τρία αδέρφια της δεν έφτασαν τα τριάντα, ούτε οι δύο από τους τέσσερίς της γιους. Ένα καλαμάκι με μαύρα. Δεν με έχει φιλήσει άνθρωπος τόσο ζεστά, όσο η θεία η Φωφώ. Όταν ήμουν μικρή, έκλεινα με τα χέρια μου τα μάγουλά μου για να μην με φιλήσει· και τώρα νομίζω ότι την φιλάω εγώ πιο ζεστά από ό,τι εκείνη.

 Είπαν με τη μητέρα τα δικά τους. Και την ώρα που άνοιγε την πόρτα να φύγουμε, το καλαμάκι με τα μαύρα που ήταν ενενήντα τεσσάρων χρονών, που μαζί με τον δικό της έχει θάψει έξι άντρες, τα τρία αδέρφια της και τα δυο της παιδιά, χτυπάει το δεξί πόδι με δύναμη στο τσιμέντο «δεν το βάζω κάτω, δεν το βάζω κάτω, δεν το βάζω κάτω! Αυτό λέω, Γιώργη μου! Αυτό να λες κι εσύ!»

Και τώρα ήταν τα δικά μου δάκρυα που αυλάκωναν τα μάγουλά μου.

 «Άντε, πηγαίνετε, Γιώργη μου», είπε η θειά Φωφώ, «σας περιμένει ο Δήμος».

 

Σημείωση: «Γιώργη», φώναζε εμένα η θειά Φωφώ, όπως κι όλα τα θηλυκά που συμπαθούσε τα «ξαναβάφτιζε» με τα αντίστοιχα αντρικά τους ονόματα.

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.