You are currently viewing Γεωργία Παπαδάκη: ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ, Σεπτέμβριος 1922. Εις μνήμην

Γεωργία Παπαδάκη: ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ, Σεπτέμβριος 1922. Εις μνήμην

             

                               

 Αναδημοσίευση από το βιβλίο Η ΕΞΟΔΟΣ, τόμ. Α΄, Μαρτυρίες από τις επαρχίες των Δυτικών Παραλίων της Μικρασίας, έκδ. ΚΕΝΤΡΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.

 

 

Μαρτυρία Αλέξη Αλεξίου.1

 

…..

Τα πρώτα μηνύματα της Καταστροφής μάς ήρθαν με την οπισθοχώρηση του στρατού μας. Είδα αξιωματικούς στο δρόμο που ξύλωναν και πετούσαν τα γαλόνια τους και τα παράσημά τους, κι εγώ αναζητούσα ο ανόητος από τους γονείς μου να μου βρούνε τέτοια γαλόνια κι εκείνοι αγανακτισμένοι με ξυλοφόρτωσαν. Τα σημάδια της Καταστροφής ήταν ακόμη πιο έντονα, όταν έφθασαν από τα Θείρα 2 συγγενείς μας κατατρεγμένοι και τους φιλοξενήσαμε.

   Μετά από λίγες μέρες κάναν την εμφάνισή τους τα ταγκαλάκια.3 Ο κόσμος τρομοκρατήθηκε. Πότε-πότε ακούγονταν και μακρινές κανονιές. Είπαν οι δικοί μου πως ο Πλαστήρας πολεμά στην περιοχή του Τσεσμέ.4 Εκεί στις συζητήσεις των μεγάλων άκουα για τους Τσέτες· 5 όσο περνούσαν οι μέρες καταλάβαινα ότι κάτι μεγάλο κακό ήταν να γίνει, γιατί κάθε βράδυ οι γονείς μου έπαιρναν εμένα, τον αδερφό μου και την αδερφή μου που ήταν λεχούδι και πηγαίναμε και κοιμόμασταν σε μια φράγκικη οικογένεια στο φαρδύ της Καθεδράλης, γιατί η κυρία του σπιτιού ήταν φιλενάδα της μητέρας μου. Μέναμε στο δώμα και κάθε πρωί που ηπηγαίναμε πίσω στο σπίτι μας ήταν αδύνατο να μη δούμε στους δρόμους ανθρώπους με τα νυχτικά τους, τους οποίους χτυπούσαν με τους υποκόπανους και τους παίρναν τα ταγκαλάκια.

    Ένα μεσημέρι έγινε μεγάλη φασαρία και κακό, μαθεύτηκε ότι οι Τούρκοι βάλαν φωτιά στην συνοικία της Αρμενιάς.6 Είχα ένα προαίσθημα. Μια κατάθλιψη μου βάραινε τη ψυχή και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Δεν αργήσαμε να δούμε τους πρώτους καπνούς της φωτιάς.

     Δεν θυμούμαι αν την ίδια μέρα ή έπειτα από μερικές μέρες ο κόσμος άρχισε να φεύγει από τη Σμύρνη, γιατί η φωτιά όλο μεγάλωνε. Από κει φύγαμε· πήγαμε και μείναμε στο σπίτι της αδελφής της νενές μου που ήταν στην Πούντα,7 γιατί εκείνη ήταν παντρεμένη με έναν Ιταλό και βέβαια η οικογένειά της σαν ιταλική που ήταν, ήταν εξασφαλισμένη. Δε θυμούμαι ούτε τους λόγους, ούτε την αιτία που ύστερα από λίγες μέρες μάς πήρε ο πατέρας μου όλους, εκτός από τον παππού και τη νενέ, και ξεκινήσαμε προς την παραλία της Πούντας, όπου ήταν διάφορα κέντρα. Προχωρήσαμε ακόμη πιο πολύ· περάσαμε το νεκροταφείο της Σμύρνης και το γήπεδο του αθλητικού ομίλου Πανιωνίου Σμύρνης. Από κει και πέρα άρχισε να μαζεύεται χιλιάδες κόσμος σε μια πορεία στο δρόμο που ήταν κοντά στην παραλία, με κατεύθυνση προς το Μπαργιακλί.8

       Από το δρόμο προς την θάλασσα ήταν διάφορα παραλιακά κέντρα. Σε ένα από αυτά είδα κάτι, που όσο ζω δεν θα το ξεχάσω· θα έχω τη φοβερή εικόνα που αντίκρισα μπροστά μου. Λίγο αριστερά από το δρόμο κι έξω από ένα κέντρο είδα ένα πτώμα ανάσκελα, αποκεφαλισμένο, ντυμένο μόνο μ’ ένα πουκάμισο και μαύρο πανταλόνι· το κεφάλι, λίγο πιο πέρα από το σώμα, το τσιμπολογούσαν οι κότες που βόσκαν αδέσποτες. Μια άλλη κότα ήταν ανεβασμένη στο στήθος του πτώματος και τσιμπολογούσε τον κομμένο λαιμό. Σε κάτι τραπέζια, που ήταν παρακάτω, ήταν πεταμένα δυο ή τρία πτώματα.

     ΄Ολος αυτός ο κόσμος, ο χιλιάδες κόσμος, προχωρούσε προς το Κορδελιό,9 γιατί διαδίδονταν πως στο Κορδελιό αράζουν διάφορα βαποράκια και σώνουν τον κόσμο. Κατά το απογευματάκι φτάξαμε στο Μπαργιακλί που κι αυτό είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους του. Οι δρόμοι και η πλατεία του χωριού με τα πλατάνια ήταν γεμάτα από κόσμο, που κάθισε να ξαποστάσει. Ο πατέρας μου βρήκε ένα ωραίο άδειο σπίτι και πήγαμε εκεί μαζί με άλλους να περάσουμε τη νύχτα. Αφού μας άφησε, βγήκε όξω να ζητιανέψει τρόφιμα· θυμούμαι που μας έφερε σατσόπιτες που του ’δωσαν άλλοι χριστιανοί. Φαίνεται πως κάπου βρήκαν λίγο αλεύρι, κάναν όπως-όπως λίγο ζυμάρι και το ψήσαν απάνω σε λαμαρίνα με κουκουνάρες που πέφταν από τα πεύκα. Νερά είχε τρεχούμενα. Όταν έπεσε η νύχτα, ήθελα να πάω κάπου, πριν να κοιμηθούμε. Όλα γύρω πίσσα, σκοτάδι, μέσα κι όξω. Ανάβαμε σπίρτα κι ο πατέρας μου έψαχνε να βρει το αποχωρητήριο· στο ίδιο πάτωμα που μέναμε δεν υπήρχε· βρήκαμε μια σκάλα. Ανάβει κι άλλο σπίρτο στο σκοτάδι, βρήκε το αποχωρητήριο και με φώναξε να πάω. Ξεκινώ να πάω εγώ εκεί που έβλεπα τη φλόγα του σπίρτου. Το σπίρτο έσβησε, αλλά συγχρόνως σκουντούφλησα σε κάτι μαλακό· μπάζω τις φωνές. Ο πατέρας μου άναψε κι άλλο σπίρτο και προχωρούσε προς εμένα. Στο τρεμάμενο φως του σπίρτου είδαμε με φρίκη ότι είχα σκουντουφλήσει σ’ ένα κομμένο χέρι και λίγο παρακάτω είδα φευγαλέα ένα πτώμα γυναικείο. Είχε γίνει μέσα εκεί μακελειό. Ο πατέρας μού είπε να μην πω τίποτα απ’ αυτά που είδαμε στη μητέρα.

        Όταν έφεξε η μέρα, άρχισε ο κόσμος να φεύγει από το Μπαργιακλί με κατεύθυνση προς το Κορδελιό κι έτσι τους ακολουθούσαμε κι εμείς· όπως πηγαίναμε όμως, στ’ αριστερά του παραλιακού δρόμου, είδαμε να έρχεται από το Κορδελιό προς τη Σμύρνη τούρκικη καβαλαρία, οπλισμένη με σπαθιά. Κρατούσαν ακόμη στο δεξί τους χέρι ένα ακόντιο μ’ ένα σημαιάκι στην κορφή. Στήριζαν το ακόντιο στον αναβατήρα. Πιο πίσω ακολουθούσαν Τσέτες.

            Τότε μας βρήκαν τα χειρότερα· οι Τσέτες πέσαν απάνω στον κόσμο και κάναν όλων των ειδών τα εγκλήματα. Χτυπούσαν τους άντρες και τους ζητούσαν παράδες, και μαλαματικά από τις γυναίκες. Αρπούσαν όποια κοπέλα τούς σφαντούσε 10 και την ντρόπιαζαν· φόβος και τρόμος μας έπιασε όλους. Οι καβαλαραίοι μόνο που μας τρόμαξαν, αλλά οι Τσέτες κάναν τα εγκλήματα. Ωστόσο, όπως πηγαίναμε, ένας από τους καβαλαραίους ξέκοψε από τη σειρά του, στάθηκε μπροστά στη μητέρα μου και της είπε σε καθαρά ελληνικά: «τσερά, δώσε μου τα δαχτυλίδια σου». Ο πατέρας κρατούσε αγκαλιά την αδελφή μου κι ένα μπόγο· ό,τι άρπαξε φεύγοντας από το σπίτι. Η μητέρα μου από το ένα χέρι κρατούσε τον αδερφό μου, ενώ στο δεξί της χέρι βαστούσε ένα μπόγο στηρίζοντάς τον στην πλάτη της, κι εγώ ένα μπόγο· πήγαινα κοντά στη μητέρα μου για να μη χαθούμε. ΄Ετσι σφάνταζαν τα δαχτυλίδια στο χέρι της μητέρας. Σταθήκαμε και η μητέρα προσπαθούσε να βγάλει τα δαχτυλίδια. Από την ταραχή της όμως και το φόβο της δεν μπορούσε να τα βγάλει εύκολα. Τότε ο Τούρκος καβαλάρης, επειδή έχασε τη σειρά του, βιαζόταν κι ετοιμάστηκε να κόψει το δάχτυλο της μητέρας με την κάμα του. Ο πατέρας τότε σάλιωσε  το δάχτυλό της κι έτσι έβγαλε τα δαχτυλίδια και τα ’δωσε στον εξαγριωμένο Τούρκο. ΄Ηταν ο κόσμος θάλασσα, χιλιάδες κόσμος, που έκλαιε και βογγούσε. Προχωρούσαμε, όπου προχωρούσαν όλοι, προς το Κορδελιό· από κει θα σωθούμε.

      Σαν πλησιάζαμε στο χωριό Πετρωτά, που η παραλία του ήταν γεμάτη βράχια ίσαμε κει πάνω, δυο και τρία μέτρα ύψος, είδαμε να ’ρχεται προς το μέρος μας ένα άλλο μπουλούκι, δηλαδή με αντίθετη κατεύθυνση. Μουρμουρίστηκε σε λίγο, ότι οι Τούρκοι διώχνουν τους χριστιανούς από το Κορδελιό, για να τους εμποδίσουν να φύγουν από κει. Κλαθμός και οδυρμός! Αλίμονο σ’ εμάς! Η ελπίδα να σωθούμε από κει, από τη θάλασσα του Κορδελιού, χάθηκε.

‒Θεέ μου, λυπήσου μας, έλεγε η μητέρα κι έκλαιγε.

     Ο κόσμος τα ’χασε πια, απελπίστηκε τελείως. ΄Αλλοι κλαίγαν, άλλοι χτυπιούνταν και μοιρολογούσαν κι άλλοι σέρναν τα πόδια τους και σώπαιναν. Ο βόγγος, ο θρήνος έγιναν ένα δυνατό βουητό. Σε μια στιγμή δεν πιστεύαμε τα μάτια μας· γυναίκες πολλές, μια σειρά ατέλειωτη από το μπουλούκι που ερχόταν από το Κορδελιό, σπρώχνοντας η μια την άλλη και σκύφτοντας, τραβούσαν κατά τους ψηλούς βράχους, εκεί στα Πετρωτά. ΄Ωσπου να καλοκαταλάβεις, πηδούσαν και χάνονταν μέσα στη θάλασσα. Πολλές απ’ αυτές κρατούσαν αγκαλιά και τα μωράκια τους. Πλάι τους, πάνω από τα κεφάλια τους, ήταν οι Τσέτες, έτοιμοι να τις ντροπιάσουν, και ήθελαν να γλυτώσουν από τα χέρια τους, να πέσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στο γκρεμό, να χαθούνε.

    Η εικόνα αυτή ύστερα από τόσα χρόνια ούτε έσβησε ούτε θα σβήσει από τη μνήμη μου, όσο ζω. Την παράστησα στους φίλους μου, αργότερα στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου.

    Γυρίσαμε με τις χιλιάδες κόσμο στο Μπαργιακλί. Μέναμε στο ύπαιθρο· τη μέρα φοβούμασταν, ενώ τη νύχτα τρέμαμε τους ανήμερους Τσέτες.

    Μια μέρα ήρθε κι άραξε ένα μικρό βαποράκι με ιταλική σημαία· βγήκε ο συγγενής μας ο Ιταλός ‒ φαίνεται πως μαθεύτηκαν τα νέα του Κορδελιού ‒ μας πήρε και μας πήγε στη Σμύρνη, στο σπίτι του.

     Τη μέρα του Σταυρού 14 Σεπτεμβρίου, μέρα σημαδιακιά, μας πήρε ο πατέρας, περπατήσαμε κάμποσο και μπήκαμε στο μπουλούκι για να μπαρκάρουμε. Μόλις περάσαμε τα συρματοπλέγματα ‒ ήταν μαζί μας τούτη τη φορά η νενέ και ο παππουλής ‒ οι Τούρκοι χώριζαν τα γυναικόπαιδα από τους άνδρες. Στο σημείο αυτό ήταν και στρατιωτικοί ξένης υπηκοότητας, όχι Τούρκοι. Πιάσαν τον μπαμπά μου και τον παππουλή μου και τους χώρισαν από μας. ΄Εγινα έξαλλος, αγανάκτησα και τράβηξα τον πατέρα μου να τον φέρω μαζί μας. Εκεί ένας Αμερικάνος ναύτης ‒ τους γνώριζα από το καπελάκι που

φορούσαν ‒  δεν πρόκανα και μου ’δωσε μια στο λαιμό μ’ ένα σιδερένιο μπαστούνι που κρατούσε, από κείνα που χρησίμευαν για ν’ αλλάζουν τις ράγες των τραμ. Τελικά ο πατέρας μου κι ο παππουλής μείναν, κι εμείς τα παιδιά με τη μητέρα μας και τη νενέ μας μπήκαμε στο βαπόρι «Ισμίντι».

       Μόλις ξεκίνησε το βαπόρι, η μητέρα μου από την απελπισία της ήθελε να πέσει στη θάλασσα και τη συγκράτησαν οι άλλοι πρόσφυγες. Εμένα πρήστηκε ο λαιμός μου και πονούσε αβάσταχτα· και μ’ όλα αυτά έβλεπα τη φλεγόμενη Σμύρνη μέσα από το καράβι που σιγά-σιγά απομακρύνονταν.

      Το καράβι μάς έβγαλε στη Μυτιλήνη…

 

 

 

  • Κάτοικος Σμύρνης, γεννημένος το 1910.
2)Θείρα (τουρκ. Tire): πόλη της επαρχίας της Σμύρνης, στην κοιλάδα του Καΐστρου ποταμού.
3)΄Ετσι ονομάζονταν Τούρκοι χωρικοί που είχαν επιστρατευθεί από τον Κεμάλ.
4)Παραθαλάσσια πόλη στο δυτικό άκρο της Τουρκίας απέναντι από τη Χίο.
5) Οι Τσέτες ήταν Τούρκοι άτακτοι ληστές οπλισμένοι, υπεύθυνοι για αμέτρητες ωμότητες, θηριωδίες σε βάρος των Χριστιανών, Αρμενίων και Ελλήνων, που έλαβαν χώρα στις δεκαετίες του 1910 και 1920.
6)Συνοικία της Σμύρνης από τους εγκατεστημένους εκεί Αρμένηδες.
7)Ελληνική συνοικία της Σμύρνης.
8)Χωριό 4-5 χλμ. Β-ΒΑ της Σμύρνης.
9)Ξακουστό παραθαλάσσιο προάστιο ΒΔ της Σμύρνης.
10) Σφαντώ=κάνω εντύπωση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.