You are currently viewing Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου: Χριστίνα Λιναρδάκη ΣΚΠ, Ενάντια, 2024 ISBN: 978-618-86073-7-8

Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου: Χριστίνα Λιναρδάκη ΣΚΠ, Ενάντια, 2024 ISBN: 978-618-86073-7-8

Αόρατο πεδίο μάχης: Η ποιητική ανατομία μιας χρόνιας ασθένειας

Η ποιητική συλλογή ΣΚΠ της Χριστίνας Λιναρδάκη, (Ενάντια, 2024) αποτελεί μια συγκλονιστική και άκρως προσωπική κατάδυση στον κόσμο της ασθένειας και συγκεκριμένα στο αυτοάνοσο νόσημα Σκλήρυνσης κατά Πλάκας. Από την πρώτη κιόλας σελίδα, η ποιήτρια αιχμαλωτίζει τον/την αναγνώστη/-στρια με τη λιτή, αυθεντική γραφή της και τον ατόφιο, άμεσο λόγο της, χωρίς περιττά ψιμύθια. Καθώς διαβάζεις, ξεδιπλώνονται μπροστά σου οι «στιγμές» της νόσου, δοσμένες με στίχους άλλοτε ωμούς και ρεαλιστικούς, άλλοτε βαθιά μεταφορικούς.

Η Λιναρδάκη ξετυλίγει το χρονικό της ΣΚΠ με μια ειλικρίνεια που σοκάρει και αγγίζει, από τα πρώτα, αδιόρατα σημάδια μέχρι την καθημερινή συνύπαρξη με την ασθένεια. Παράλληλα, φωτίζει τον αντίκτυπό της στην ψυχή, το σώμα και τις σχέσεις με τους γύρω της, καθιστώντας το έργο της ένα ταξίδι στην ανθρώπινη ανθεκτικότητα αλλά και την ευαλωτότητα του καθενός μας μπροστά στο άγνωστο και θολό σύμπαν της αρρώστιας.

Η λογοτεχνία, μέσω της ποίησης, λειτουργεί ως πηγή πληροφόρησης, προσφέροντας μια βαθιά ματιά στην πολυπλοκότητα των ανθρώπινων συναισθημάτων και συμπεριφορών. Μέσα από την τέχνη της γραφής, ενισχύεται η ευαισθησία των αναγνωστών /-στριών, βοηθώντας τους να κατανοήσουν τόσο τις διαφορετικές πτυχές του ανθρώπινου χαρακτήρα όσο και την αντίληψη του εαυτού τους και των άλλων. Αυτή η σύνδεση μεταξύ λογοτεχνίας και ανθρώπινης εμπειρίας γίνεται ιδιαίτερα εμφανής όταν η περιγραφή της νόσου μεταφέρεται στη γραφή, γεφυρώνοντας έτσι τη Λογοτεχνία με την Ιατρική. Και οι δύο κλάδοι, άλλωστε, βασίζονται στην κατασκευή της διήγησης και απαιτούν μια έμφυτη περιέργεια για τη ζωή του άλλου, καθώς και την ανάπτυξη παρόμοιων αναλυτικών ικανοτήτων. Όπως ακριβώς είδαμε στην ποιητική συλλογή ΣΚΠ της Χριστίνας Λιναρδάκη, η λογοτεχνία μπορεί να φωτίσει την προσωπική διάσταση της ασθένειας, προσφέροντας μας μια μοναδική προοπτική στην ανθρώπινη εμπειρία του πόνου και της διαχείρισής του.

Το ποίημα της πρώτης ενότητας με τίτλο: ΟΥΛΕΣ «Πτώση βλεφάρου»,(σ.13) λειτουργεί ως η εισαγωγική εικόνα, η πρώτη ρωγμή στην κανονικότητα, που κατακεραυνώνει τον/την αναγνώστη/-στρια. Η παρατήρηση του Παναγιώτη, «το ένα μάτι ήταν πιο κλειστό, το βλέφαρο πεσμένο», σηματοδοτεί την αρχή μιας διαδρομής όπου το σώμα αρχίζει να προδίδει. Η φράση «Έτσι άρχισαν όλα» είναι τόσο λιτή όσο και εφιαλτική, αφήνοντας να εννοηθεί το βάρος της διάγνωσης που ακολουθεί.

Το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα στο ποίημα «ΚΝΣ», (σ.18) περιγράφεται με μια συγκλονιστική μεταφορά: «Χορδή ξεκούρδιστη που κάνει κοιλιά στο σκάφος της κιθάρας στην κόγχη του ματιού το οπτικό μου νεύρο» που αποδίδει την απώλεια της αρμονίας και της λειτουργικότητας του. Εδώ, η νόσος δεν είναι απλώς μια ιατρική πάθηση, αλλά μια αρμονία που χάνεται, μια μελωδία που διαστρεβλώνεται, επηρεάζοντας την ίδια την αντίληψη του κόσμου.

Το ποίημα «Στον διάδρομο», (σ.20) συμπυκνώνει με τρόπο συγκλονιστικό την ανθρώπινη ευαλωτότητα και την αντίθεση της νιότης με τον πόνο. Μέσα από λιτούς αλλά δυνατούς στίχους, η δημιουργός σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός δεκαεξάχρονου αγοριού που, αντί να ζει ανέμελα, κουβαλά το βαρύ φορτίο της ασθένειας. Η εικόνα του «νεαρού / περπατά με πι / δεν μπορεί να ισιώσει την / πλάτη του» αποδίδει με γλαφυρότητα τον σωματικό αγώνα, ενώ η αναφορά στο «τελευταίο / χειρουργείο του / και την αντλία κορτιζόνης / στη σπονδυλική του στήλη» φέρνει στο προσκήνιο την ωμή ιατρική πραγματικότητα. Το συνταρακτικότερο σημείο του ποιήματος έγκειται στην τελική διαπίστωση: «είναι μόλις δεκάξι». Αυτή η φράση αποτελεί μια ισχυρή γροθιά στο στομάχι, αναδεικνύοντας την τραγική ειρωνεία μιας ζωής που μόλις ξεκινάει και ήδη σημαδεύεται από τον πόνο και την αναπηρία. Το ποίημα λειτουργεί ως σπαρακτική υπενθύμιση της απρόβλεπτης φύσης της ζωής και της αξίας της υγείας, καλώντας τον αναγνώστη σε ενδοσκόπηση και ευαισθησία.

Τα ποιήματα «Εστίες», (σ.22) και «Όταν η νόσος είναι ενεργή»,(σ.23) απεικονίζουν τη μάχη που δίνει το σώμα στο εσωτερικό του. Ο μυελός παρομοιάζεται με «ένα πεδίο μάχης διάστικτο από λευκούς κύκλους πάνω στο μαύρο της μαγνητικής νάρκες έτοιμες να εκραγούν ανά πάσα στιγμή οι απομυελινωτικές εστίες». Αυτή η εικόνα των «ναρκών» μεταφέρει αποτελεσματικά την αγωνία και την αβεβαιότητα που συνοδεύουν κάθε νέα βλάβη. Στη συνέχεια, οι «εστίες» γίνονται «λευκοί νάνοι, κατάλοιπα παλαιών πληγών, ουλές σε ένα ζοφερό σύμπαν», υποδηλώνοντας τη μόνιμη παρουσία των σημαδιών της νόσου, ακόμα και σε περιόδους ύφεσης.

Το ποίημα «Ιατρικός ρομαντισμός», (σ.27) αγγίζει με διεισδυτικό τρόπο τη σύγκρουση μεταξύ επιστημονικής ελπίδας και προσωπικής πραγματικότητας. Η ποιήτρια σκιαγραφεί την εικόνα μιας νευρολόγου που «πιστεύει πως / τα φάρμακα / βρίσκεται η / θεραπεία», έναν ιδεαλισμό που επιμένει «στο όραμα / της / επιστήμης που σώζει», παρά το γεγονός ότι «έχει / δει πολλούς / συνεχώς να / χειροτερεύουν / παρά τα / φάρμακα». Η πραγματική δύναμη του ποιήματος βρίσκεται στην εσωτερική σύγκρουση του ίδιου του ποιητικού κειμένου. Ενώ και αυτός «Κατά βάθος / το πιστεύω / κι εγώ», η καθημερινή του εμπειρία είναι αυτή του «αναπόδραστο / της κατάστασής μου / κάθε μέρα με διαπερνά / και με συνθλίβει». Αυτή η φράση συμπυκνώνει τον ανεπανόρθωτο πόνο και την αίσθηση του αδιεξόδου. Το ποίημα λειτουργεί ως ένας συγκλονιστικός προβληματισμός για τα όρια της ιατρικής, την ανθρώπινη ελπίδα και την σκληρή, συχνά αναπόδραστη φύση της αρρώστιας.

Το ποίημα «Θεωρία», (σ.34) θίγει την πιθανή σύνδεση των αυτοάνοσων νοσημάτων με ψυχολογικά τραύματα. Η φράση «Όλα μετατρέπουν το σώμα σε ρηγματώδη πλανήτη μ’ έναν πυρήνα συμπιεσμένο γεμάτο μάγμα» είναι εξαιρετικά δυνατή, υποδηλώνοντας πώς το εσωτερικό βάρος και το στρες μπορούν να εκδηλωθούν ως σωματικές βλάβες, ένα θέμα που συχνά απασχολεί όσους πάσχουν από τέτοιες ασθένειες.

Η αρρώστια, η απώλεια, η θλίψη και το πένθος αποτελούν τέσσερις αναπόφευκτες καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τη ζωή του κάθε ανθρώπου. Παρότι συχνά σχετίζονται με τον θάνατο ή άλλα τραυματικά γεγονότα, οι έννοιες αυτές είναι σύμφυτες με την «αλλαγή», ανεξάρτητα από το αν αυτή γίνεται αντιληπτή θετικά ή αρνητικά από το άτομο. Όπως έχουμε ήδη δει στην ποιητική συλλογή ΣΚΠ της Χριστίνας Λιναρδάκη, η τέχνη της ποίησης έχει τη δύναμη να φωτίσει αυτές τις δυσμενείς εμπειρίες.

 

Στη δεύτερη ενότητα της συλλογής της, με τίτλο «ΠΛΗΓΕΣ», η Λιναρδάκη δημιουργεί ένα τοπίο όπου η φωνή της αιωρείται μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού. Δεν είναι ξεκάθαρο στα ποιήματά της σε ποιον απευθύνεται – αν μιλάει σε κάποιον άλλον, ή αν στρέφεται στον ίδιο της τον εαυτό. Άλλοτε μοιάζει να καταγράφει σκέψεις σε ένα ημερολόγιο, άλλοτε να μονολογεί, κι άλλοτε να απαγγέλλει ποίηση. Είναι σαν μια εσωτερική φωνή που γίνεται εξωτερική, και μια εξωτερική φωνή που απορροφάται και γίνεται εσωτερική. Ίσως αυτός να είναι και ο βασικός της σκοπός, μέσα από την εξαιρετικά προσωπική της καθημερινότητα, να λειτουργήσει ως ένας καθρέφτης στον οποίο μπορούμε να αντικρίσουμε και τις δικές μας στιγμές ευαλωτότητας και αναπότρεπτης αλλαγής.

Τα ποιήματα «Νήμα», (σ.44) «Της ταφής»(σ.45) και «Λήθη»(σ.46) αναφέρονται στην απώλεια της μητέρας της σε μικρή ηλικία. Η φράση «Πλέκω και ξεπλέκω το νήμα των αναμνήσεων η θύμησή σου κουβάρι, μαμά” αποτυπώνει τον αέναο αγώνα της μνήμης και της απώλειας. Η ορφάνια στην ηλικία των εννέα ετών, όπως αναφέρεται στην «Ταφή», εξηγεί ένα βαθύ, διαρκές τραύμα που πιθανόν να επηρέασε την ψυχολογική της πορεία, όπως υπονοεί και η «Θεωρία». Η «Λήθη» ενισχύει την αίσθηση του ανείπωτου πόνου και της απώλειας, με τον συγκλονιστικό στίχο «σαν να μην υπήρξε ποτέ». Το ποίημα αναδεικνύει την ψυχική οδύνη που προκαλεί η εξορία ενός αγαπημένου προσώπου από τη συλλογική μνήμη, καθιστώντας τη λήθη μια πιο σκληρή μορφή απώλειας από τον ίδιο τον θάνατο.

Η «Περούκα»(σ. 43) μας εισάγει σε μια άλλη διάσταση της απώλειας και του φόβου, αυτή τη φορά σε σχέση με την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου από τον καρκίνο. Η εικόνα της περούκας που αποκαλύπτει «ένα κρανίο γυμνό» είναι μια σκληρή υπενθύμιση της φθαρτότητας και της αιφνίδιας μεταμόρφωσης που φέρνει η ασθένεια. Η παιδική αθωότητα που έρχεται αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα «Ήμουν οκτώ» προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο συγκίνησης και τραύματος.

Το «Εσύ» (σ.52)  είναι μια σύντομη, αλλά πολύ δυνατή και φορτισμένη εξομολόγηση για την αγάπη και την απογοήτευση. Η ποιήτρια περιγράφει μια σχέση που ξεκίνησε με την ιδανική εικόνα ενός ονείρου, ένα «μισό» προσώπου που φαινόταν «γελαστό, όμορφο, γενναίο», και που το ερωτεύτηκε αμέσως και βαθιά. Ωστόσο, το ποίημα καταλήγει στο χάσμα μεταξύ της προσδοκίας και της αλήθειας της σχέσης, με την ποιήτρια να ανακαλύπτει ότι ο άνθρωπος που αγάπησε δεν είναι αυτός που φανταζόταν, καθώς το «άλλο μισό» του προσώπου του παρέμενε «κρυμμένο στο σκοτάδι».

Το ποίημα «Εγώ», (σ.56) χαρακτηρίζεται από μια βαθιά αυτοκριτική και αυτογνωσία. Η ποιήτρια εκφράζει την αντίφαση του πώς, παρά όλα όσα έχει περάσει, δεν φέρεται «καλά στον εαυτό» της, σπρώχνοντάς τον «στα άκρα», στερώντας του «ξεκούραση και ύπνο», καταδικάζοντάς τον «σε μοναξιά», γεμίζοντάς τον «θλίψη». Αυτή η ειλικρινής παραδοχή της αυτοκαταστροφικής τάσης και της δυσαρέσκειας προς τον εαυτό της, που κορυφώνεται με την εικόνα του εαυτού της ως «ένα μικρό παιδί ορφανεμένο», είναι το πιο σπαρακτικό μήνυμα της συλλογής. Είναι η αναγνώριση ότι ο αγώνας δεν είναι μόνο με τη σωματική νόσο, αλλά και με τις εσωτερικές πληγές και την αποδοχή του ίδιου του εαυτού.

«A beacon in the darkest Hours» είναι το ποίημα το οποίο ολοκληρώνει τη συλλογή ΣΚΠ με μια δυνατή, συμβολική εικόνα της αναζήτησης της ελπίδας μέσα στην απόλυτη απόγνωση. Η ποιήτρια περιγράφει μια κατάσταση υπαρξιακού σκοταδιού: «Τα μεσάνυχτα / με βρήκαν στο κατάστρωμα του πλοίου / πηχτό σκοτάδι γύρω / αδιαπέραστο μαύρο», μια μεταφορά της σκληρής πραγματικότητας της νόσου και της ανθρώπινης ευαλωτότητας. Μέσα σε αυτό το σκοτάδι, η παρουσία «κάπου μακριά / ένα φως αδύναμο» γίνεται το σημείο αναφοράς. Η συνειδητοποίηση έρχεται με την παραδοχή ότι «όλη μου η ζωή / ένα σκοτάδι πηχτό ήταν», και η ποιήτρια αναγνωρίζει την αδιάκοπη προσπάθειά της: «κι εγώ / έβαζα πάντα τα δυνατά μου / να φτάσω / ένα φως αδύναμο / κάπου μακριά». Το ποίημα είναι μια συγκινητική δήλωση για την ανθρώπινη ανθεκτικότητα και την αδιάκοπη αναζήτηση της ελπίδας, ακόμα και όταν αυτή μοιάζει αμυδρή και μακρινή. Ένα ποίημα που εμπνέει, συγκινεί και υπενθυμίζει ότι ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες, η φλόγα της ελπίδας παραμένει ζωντανή.

Εν κατακλείδι, η ποιητική συλλογή ΣΚΠ, γραμμένη με έναν τρόπο που συνδυάζει τη λιτότητα με μια ανυπέρβλητη εκφραστικότητα, προσφέρει ένα μοναδικό παράθυρο στην ψυχολογία και τη βιωμένη εμπειρία του ποιητικού υποκειμένου που ζει με χρόνια ασθένεια. Η ποιήτρια αναδεικνύει αριστοτεχνικά την αόρατη μάχη, την καθημερινή αγωνία, την απώλεια της αθωότητας και την έμφυτη ανθρώπινη δύναμη να αντιμετωπίζει το αναπόδραστο. Κάθε στίχος της λειτουργεί ως μια συγκλονιστική υπενθύμιση ότι πίσω από κάθε ιατρικό διάγραμμα και κάθε διάγνωση, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος συναισθημάτων, αγώνων και ψυχικών μετατοπίσεων. Μέσα από την ποίησή της, η Χριστίνα Λιναρδάκη καταφέρνει να μετατρέψει την προσωπική της οδύνη σε μια καθολική μαρτυρία για την ανθρώπινη φύση, την ευαλωτότητα και την ακατάβλητη επιμονή της ψυχής, αφήνοντας τον αναγνώστη με μια βαθιά αίσθηση κατανόησης και ενσυναίσθησης, καθώς βιώνει, μαζί της, το αναπόδραστο της κατάστασης που κάθε μέρα διαπερνά και συνθλίβει.

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.