You are currently viewing Γιώργος Ρούσκας: αφουγκραζόμενος «τα Παραμιλητά του Τιθωνού», του Δ. Π. Παπαδίτσα

Γιώργος Ρούσκας: αφουγκραζόμενος «τα Παραμιλητά του Τιθωνού», του Δ. Π. Παπαδίτσα

τα γηρατειά αντιμάχονται τις στάχτες και το χώμα1 (Δ. Π. Παπαδίτσας)

 

Αν οι στάχτες είναι η φθορά, αν το χώμα είναι ο θάνατος, πώς μπορεί να τα αντιμάχονται τα γηρατειά, αφού έχουν εισχωρήσει  ήδη στο πετσί τους; Με τι; Και πώς εκλαμβάνεται το ρήμα αντιμάχομαι; Τα γηρατειά είναι απλώς εχθρικά προς τις στάχτες και το χώμα, είναι αντίθετα σε αυτά, προβάλλουν αντίσταση στις στάχτες και το χώμα ή πολεμούν ενάντιά τους; Κάθε ενδεχόμενο ανοιχτό, γιατί η πρόσληψη της Ποίησης είναι ατομική υπόθεση. Αυτό άλλωστε είναι μέρος της Ομορφιάς της. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, ο πόλεμος είναι είτε προ των πυλών, είτε εν εξελίξει. Ο πόλεμος. Απαιτεί όπλα. Τι όπλο έχουν τα γηρατειά απέναντι στον εχθρό, τις στάχτες και (τονίζω την επιλογή του συμπλεκτικού συνδέσμου και αντί του διαζευκτικού ή από τον Ποιητή) το χώμα; Την ελπίδα; Την πίστη; Την υπομονή; Την αποδοχή; Την εμπειρία; Το μέτρο; Αυτά είναι ασπίδες. Το αληθινό, μέγα όπλο; Ο Έρωτας. Άλλο; Η Τέχνη. Άλλο; Η Ιδέα.

Έτσι:

 

Το μάτι αυτό το αράγιστο το διπλό μάτι

ό,τι κοιτάξει μες το φως το πυρπολεί

δες με, της λέω, αν είσ’ εσύ το χέρι του υπνοβάτη

κι εγώ η ματιά που σε ονειροπολεί

 

τα σκόρπια μες στη μνήμη οστά σου συναρθρώνει

και ξαναπιάνομαι κρυφό βαθιά σου φως

κι είσαι το δέντρο που ψηλά ή στη γη φυτρώνει

κι εγώ το αρχαίο τζιτζίκι ο Τιθωνός2

 

Το μάτι της μνήμης; Το τρίτο μάτι (έκτο τσάκρα, μάτι της διάκρισης και της διαυγούς όρασης); Το ένα (διπλό) μάτι των Τιτάνων και των Κυκλώπων; Το ακοίμητο διπλό μάτι του υποσυνειδήτου; Του ονείρου; Της Τέχνης;

 

Υπαινικτική η εισαγωγική κατάσταση. Υπνοβασία; Ονειροπόληση; Παραίσθηση; Ποίησης ανοχή;

Ποιητικόν κάλλος. Ασαφές όσο χρειάζεται, υπαινικτικό άλλο τόσο, συμπυκνωμένο επίσης ως τον βαθμό της Ηρακλείτειας Αρμονίας, υποβλητικό.

Ποια είναι αυτή η Εκλεκτή Θηλυκή Ενέργεια (έτσι την ονομάζω και Ε.Θ.Ε. θα την αναφέρω στο εξής), μιας και της δίνει φύλο (δες με, της λέω), που έρχεται να ξεσηκώσει τον Ποιητή, προκαλώντας (ίσως) κατά τη διάρκεια του ενυπνίου του παραμιλητό;    

 

Η ανάμνηση της επίτηδες μη σαφώς προσδιοριζόμενης Ε.Θ.Ε. (Έρωτας, Ποίηση εδώ, Τέχνη γενικότερα), ζωντανεμένης κομμάτι κομμάτι (κόκκαλο κόκκαλο), ενεργοποιείται. Η επιθυμία τη φέρνει από την αποθήκη της Μνήμης στο προσκήνιο. Φωτίζει το παρόν με το μοναδικό της φως, αποδεικνύοντας στο ποιητικό υποκείμενο ότι αφού αισθάνεται τόσο έντονα συναισθήματα, άρα υπάρχει, ζει αληθινά. Αυτή τη συνειδητο-Ποίηση, το γήρας την έχει απόλυτη ανάγκη. Αναφέρεται ο Ποιητής στη δισυπόστατη φύση της Ε.Θ.Ε., ιδωμένης και από την ορφική της διάσταση αλλά και από τη διάσταση του έρωτα για τη ζωή, όπως αυτή τραγικά εξακτινώνεται μέσω της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Ο Παπαδίτσας, θωρώντας και ταυτόχρονα εκτιμώντας και την υλική της υπόσταση (στη γη φυτρώνει) και την πνευματική-θεϊκή (φυτρώνει ψηλά), τοποθετεί τον εαυτό του πάνω στο δέντρο (πάνω στο σώμα, όπου σώμα της Ε.Θ.Ε. το σώμα του Έρωτα, το σώμα της Τέχνης, τόσο υλικό όσο και πνευματικό–θεϊκό) να άδει, ως (βλ. μετενσάρκωση – αρχαία Ελλάδα) αρχαίο τζιτζίκι ο Τιθωνός.

 

Γνωστός ο σχετικός μύθος. Ο Τιθωνός, γιός του Λαομέδοντα και αδερφός του Πριάμου3  ήταν πανέμορφος. Τον ερωτεύτηκε η Ηώς, η (πάντοτε ροδοδάκτυλη στον Όμηρο) Αυγή. Μαζί του απέκτησε  δύο παιδιά4.  Τον αγαπούσε τόσο ώστε ζήτησε από τους θεούς να τον κάνουν αθάνατο, κάτι που εκείνοι έκαναν, ξέχασε όμως να τους ζητήσει να του χαρίσουν και αιώνια νεότητα.  Έτσι καθώς αυτός γερνούσε και κατέπιπτε, οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε τζιτζίκι (τέττιγα). Ο συμβολισμός δεν είναι τυχαίος. Το ποιητικό υποκείμενο, το οποίο σε μία εκδοχή του μπορεί να ταυτιστεί κάλλιστα με τον Ποιητή, χωρίς όμως αυτό να είναι μονόδρομος, νιώθει με το γέρικο σώμα του την αθανασία της Ε.Θ.Ε. (Έρωτας, Ποίηση, Ιδέα) και τραγουδά γι’ αυτήν ως τζιτζίκι, όσο κι αν ξέρει πως το τραγούδι του σε κάποιους μπορεί να ακούγεται μονότονο και δεν θα κρατήσει παρά για λίγες εβδομάδες (τούτο) το καλοκαίρι.

 

Τα πράγματα μπλέκονται με την παρακάτω στροφή, όπου κατανοητός τοις πάσι ο πρώτος στίχος και ο τελευταίος, ποιο είναι όμως το δεκαοχτάχρονο κορίτσι του δεύτερου στίχου και γιατί δεν ισχύουν όσα αναφέρει ο τρίτος, υπονοώντας ότι ενδεχομένως θα μπορούσε και να ισχύσουν ή να είχαν ισχύσει;

 

Αιώνιος μισοαθάνατος όσο γερνάω συ μένεις

κορίτσι δεκαοχτάχρονο που μ’ έχεις στην κοιλιά

ούτε είμαι γιός σου ούτ’ έχεις πια το χέρι αγαπημένης

για το όλο ζάρες σώμα μου και τ’ άσπρα μου μαλλιά.

 

Μήπως είναι ο ίδιος ο έρωτας αποστασιοποιημένος με τα χρόνια; Δεν είναι πια η λατρεία για τη μάνα, δεν είναι η λατρεία προς την αγαπημένη, είναι κάτι άλλο πέρα από αυτά. Είναι η Αίσθηση της Υπέρβασης. Η Αίσθηση της Ιδέας. Μήπως γερνάει ο Έρως; Μήπως γερνάει η Υψηλή Τέχνη, γερνάει η Υψηλή Ποίηση; Μήπως την αγαπημένη σου Ε.Θ.Ε. (Γυναίκα, Ποίηση, Ιδέα), δεν τη βλέπεις πάντα εκεί, πάντα νέα, φρέσκια, προκλητική; Το τρίτο μάτι, μπορεί να βλέπει πέρα από το γήρας, όπως ξεκαθαρίστηκε (ή έστω εδόθη ως θεμελιώδες αξίωμα) πριν:

 

Το μάτι αυτό το αράγιστο το διπλό μάτι

ό,τι κοιτάξει μες το φως το πυρπολεί

 

όπου ο δεύτερος στίχος μπορεί να εκληφθεί με κάθε δυνατή έννοια, όπως λ.χ.

(α) ό,τι δει να υπάρχει μέσα στο φως το κατακαίει με τη φωτιά του σε μία προσπάθεια ένωσης μαζί του, συν-ένωσης των ουσιών τους, συνουσίας

(β) ό,τι δει μέσα στο φως το κατακαίει για να παραμείνει μόνο το καθάριο, ανόθευτο φως (για το φως στον ποιητικό λόγο του Παπαδίτσα αξίζει να γίνει κάποτε διδακτορική διατριβή) (γ) ό,τι υπάρχει στο φως πυρπολείται με το ζωτικό πυρ και περνάει στην αθανασία μέσω της μνήμης

(δ) βλ. στην αρχαιοελληνική σκέψη το δίδυμο: φως – πυρ

(ε) ευπρόσδεκτη κάθε άλλη αναγωγή.

 

Το κορίτσι όμως το δεκαοχτάχρονο σαν τα κρύα τα νερά, το οποίο τον έχει στην κοιλιά του ποιο είναι; Φαντασίωση της νεαρής αγαπημένης με το σπέρμα του εντός της και με τον πόθο για ένα παιδί; Οραματισμός για μία εγκυμοσύνη; Ή μια νέα Ιδέα στα σκαριά; Μία νέα ζωή στη θέση αυτής που φεύγει;  Μια υπαρκτή νεάνις την οποία ερωτεύτηκε παράφορα; Μια Γυναίκα την οποία με τα μάτια του Έρωτα τη βλέπει δεκαοχτάχρονη, παρόλο που εκείνη μπορεί να τα έχει τα χρονάκια της; Μία Γυναίκα με την οποία δεν μπορεί εκείνος λόγω γήρατος να ενωθεί σωματικά και διοχετεύει το ερωτικό του πάθος στην προβολή ότι βρίσκεται στην κοιλιά της και έτσι θα ξαναγεννηθεί; Μια νεαρή ύπαρξη που προσπαθεί (εκείνη, στην κοιλιά της) να χωνέψει τη σχέση της μαζί του; Η Εκλεκτή του, ες αεί παραμένουσα νέα, αγέραστη, με την οποία έχουν κατορθωθεί τέτοιας ποιότητας συνάψεις, ώστε να μπορεί εκείνος να μεταμορφώνεται σε έμβρυο και να βρίσκει καταφύγιο στην κοιλιά της, στη μήτρα της, όπως τότε που ξεκίνησε από την ασφάλεια στην κοιλιά της μητέρας του; Είναι άραγε η μήτρα, η κοιλιά της αγέραστης Ποίησης, το καταφύγιο που φθονούμε κατά Καρυωτάκη, το μόνο που μας δέχεται χωρίς φθόνο εντός του; 

 

Άρα, υπάρχει περίπτωση να είναι η Ποίηση η ίδια; Και ο Έρωτας, μήπως αναφέρεται στην Ποίηση; Μήπως το όπλα του γήρατος απέναντι στη φθορά και στον θάνατο είναι ο Έρως και η Τέχνη ή ο Έρως για την Τέχνη, και στην περίπτωσή μας ο Έρως για την Ποίηση; Μήπως η Ποίηση δεν εκπέμπει φως; Δεν τη βρίσκεις και στη γη (λέξεις, μορφή, τρόπος, έκφραση, συνδυασμοί, αφή, όραση, ακοή) και στον ουρανό (νοητικό, θυμικό); Μήπως ο Ποιητής είναι ο τζίτζικας που καταθέτει το  τραγούδι του (τα ποιήματά του) στο Δέντρο της Ποίησης; Σάμπως δεν είναι Αθάνατη Εκείνη και ο Ποιητής θνητός; Μήπως υπονοείται ότι εκείνος γερνά και πηγαίνει προς το τέλος, ή προς μία μεταμόρφωση (σε τζίτζικα, άρα το χώμα μπορεί να μην είναι ο θάνατος, αλλά το τέλος ενός σταδίου και η αρχή του επόμενου, το έναυσμα για την επανεμφάνιση με άλλη μορφή –βλ. ξανά αρχαιοελληνική φιλοσοφία), ενώ οι στίχοι του μπορεί να παραμείνουν αλησμόνητοι, αθάνατοι;

 

Μπορεί σήμερα να μην ακούγεται πολύ το όνομά του. Μπορεί να μην έχει ακόμη συνειδητοποιηθεί το μέγεθός του, όπως συμβαίνει συχνά σε τούτο τον τόπο στις μεγάλες αξίες. Αυτό όμως δεν δείχνει τίποτε άλλο παρά την προσωρινή ταυτότητα του πνευματικού προσανατολισμού της εκάστοτε εποχής. «Ό,τι αξίζει θα μείνει», μου έλεγε συχνά ο αξιότατος ποιητής Γιώργος Γεωργούσης.

Και πώς να μη μείνει η Ποίηση του Παπαδίτσα, όταν όλα τα παραπάνω συμβαίνουν στις τρεις πρώτες στροφές του μακροσκελούς, έμμετρου, με ομοιοκαταληξία ποιήματος με τίτλο «Τα παραμιλητά του Τιθωνού», το οποίο συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του «Το Προεόρτιον», εκδόσεις Στιγμή, 1986 (η παρούσα κριτική ανάγνωση χρησιμοποίησε τον συγκεντρωτικό τόμο για την Ποίησή του: Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, εκδ. Μέγας Αστρολάβος – Ευθύνη, 1997) το οποίο μπορεί κάλλιστα να ιδωθεί και ως ποιητική σύνθεση;   

 

Στην πρώτη κιόλας αράδα της, υπάρχει ως μότο η εξής σημείωση:

με κάτι μέσα μου ένας τζίτζικας με δένει / Δ.Π.Π. (1941)

 

Παραθέτω άνευ σχολίου Ανδρέα Εμπειρίκο5 :

 

Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μές’ στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον.

 

Γιατί τέττιξ, ήτοι τζίτζικας; Ίσως γιατί τα τζιτζίκια είναι τα μόνα που αντιστέκονται, κατά τον έξοχο Έκτορα Κακναβάτο6:

 

Εξόν τα τζιτζίκια που αντιστέκονταν

Πέφτοντας στην πύλη του Αυγούστου.

 

(συσχ. και με τη φράση που αναλύθηκε παραπάνω: τα γηρατειά αντιμάχονται).

 

Ο Παπαδίτσας έγραψε-συνειδητοποίησε το δέσιμό του με τον έσω του τζίτζικα, όταν ήταν δεκαεννέα ετών. Πέρασαν χρόνια ώσπου να καρποφορήσει ποιητικά εντός του ως ποίημα-σύνθεση, με κυρίαρχο εκείνον (τον τζίτζικα). Ήδη σε προηγούμενο βιβλίο του, το 19707, τον πρώτο λόγο είχε το τριζόνι. Και τα δύο αθέατα, ή σχεδόν αθέατα, όμως πολύ ηχηρά. Όπως κι εκείνος. Παρά τα δύο Κρατικά Βραβεία Ποίησης (1963 και 1980) και το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών (1983), επέλεξε να μένει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, σχεδόν αθέατος. Η Ποίησή του όμως έχει ενέργεια: ήχο, παλμό, ουσία. Όπως και η ποιητική σύνθεση με την οποία συνομιλούμε και η Ε.Θ.Ε. της.  Έρωτας, Ποίηση, Έρωτας για την Ποίηση, Ιδέα, άλλο τι, ό,τι κι αν εννοούσε ο Ποιητής, ό,τι κι αν εννοεί ή νιώθει ο αναγνώστης, συνεχίζει να υπάρχει σε αντίθεση με τον άνθρωπο που γερνά, χωρίς αυτό όμως να του στερεί το προνόμιο κάποιες φορές να βλέπει πέραν των εμφανών, και στον συγκεκριμένο Ποιητή, χωρίς αυτό να του στερεί το χάρισμα να ορά ποιητικά: 

 

Αιώνιος μισοαθάνατος όσο γερνάω εσύ μένεις8

 

Ας σημειωθεί ότι την επόμενη χρονιά από την έκδοση του Προεόρτιου (1986), απεβίωσε (1987) σε ηλικία ούτε εξήντα πέντε ετών. Μπορεί εκείνος να γερνούσε έχοντας συνείδηση της κατάστασης και του ότι θα φύγει, το έργο του όμως έμεινε. Ο πολλαπλά σημαντικός ποιητικός του λόγος συνεχίζει ως Τιθωνός μεταμορφωμένος σε τέττιγα, απτόητος να τραγουδά.  

 

Ήξερε το μυστικό αλλά ως μύστης συνεπής, αποκάλυψε μόνο όσα του επιτρεπόταν να αποκαλύψει:

 

Ξέρεις ετοιμοθάνατο όν; το μυστικό είναι πως

ό,τι πεθαίνει μέσα μας έξω μας είναι φως9

 

Συνεπώς είχε πλήρη συναίσθηση της φθαρτότητας του σώματος, του πόνου των γηρατειών (τα οποία δεν πρόλαβε να ζήσει) αλλά και του μεγαλείου του Φωτός: του Έρωτα, είτε αφορά σε πρόσωπο, είτε σε Τέχνη, της Τέχνης αυτής καθαυτής, της Ιδέας.

Τέχνη, Ιδέα ή Έρως, με τη μορφή της Ηώς, δίνουν ζωντάνια και ενέργεια στο σώμα του:

 

άρπα μονόχορδη το σώμα μου το φωτοαγγίζουν

τα ρημαγμένα ουρανοδάχτυλα της Ηώς10

 

Όταν όμως η Ηώς λυγίσει βλέποντας τα γεράματα του Τιθωνού, αντικρίζοντας την κατάντια του σώματός του, όταν την πιάσουν ενοχές για την παράλειψή της που τον οδήγησε εδώ, θα είναι αργά, εκείνος θα έχει «φύγει» σε άλλο πεδίο:

 

και διαμαντένια της Ηώς τα μάτια δάκρυα στάζουν

μα αθέατο κι άπιαστο τζιτζίκι ο Τιθωνός11

 

Ή, με τη φωνή της υπέροχης Μάτσης Χατζηλαζάρου12:

 

Πού ’ναι οι αχτίδες του ήλιου πάνω στα βλέφαρά μου,

που ’ναι οι καημοί της σάρκας μου πάνω στην άμμο, πού ’ναι

ο γκιώνης, τα τζιτζίκια, κι οι πέντε μου φωνές;

 

Ευθεία αναφορά στον Έρωτα γίνεται μόνο στο παρακάτω δίστιχο, όπου με την έλευσή του (κάτι που ισχύει για όλες του τις μορφές, σε όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις ή σε όποιες ελεύθερα κάθε αναγνώστης μπορεί να αισθανθεί –δεν λέω νοήσει, η Ποίηση βιώνεται), ακόμα και ο χρόνος κάνει για λίγο πίσω:

 

Πίσω απ’ την αίσθηση μονοιάζει ο χρόνος πλάι στο χέρι

που και στον τάφο φλέγεται από χάδι ερωτικό13

 

Όμως και η Ποίηση μπορεί να είναι το αντικείμενο του πόθου, στην περίπτωση που Ποιητής και ποιητικό υποκείμενο ταυτίζονται, κάτι που δηλώνεται με σχεδόν άμεση αναφορά σε ένα τετράστιχο:

 

Σαν ρόδι νύχτα που έσκασε κι έπεσε απ’ τη ροδιά

τα λόγια μου είναι τα σπυριά που έχουνε σκορπίσει

σπίνοι μυρμήγκια σκώληκες κι ό,τι προστάζει η μυρωδιά

ζητούν από το θάνατο το αθάνατο μεθύσι.14

 

Οι στίχοι σκορπίζουν σαν σπυριά από ρόδι, η μυρωδιά τους ελκύει πλάσματα (ανθρώπινους χαρακτήρες μεταφορικά) κάθε λογής, τα οποία μέσα από αυτούς, μέσα από την Ποίηση, ζητούν από την υλική φθορά (θάνατο, γήρας προ του θανάτου) να  μεταλάβουν αθανασία: Τέχνη (Ποίηση). Έρωτα. Πρόκληση το ρόδι, μιας και πέρα από σύμβολο γονιμότητας, καλής τύχης, αφθονίας, είναι και σύμβολο του κάτω κόσμου (να τη πάλι η Περσεφόνη και τα σπυριά ροδιού που της έδωσε να φάει ο Άδης). Στίχοι-σπυριά από ρόδι: χωράνε τη χαρά, την καλοτυχία, την αφθονία αλλά και τον θάνατο. Όπως και τα φιλιά: φιλί από και εις τη μάνα, φιλί από και εις την ερωμένη, φιλί στη χαρά, στο γλέντι, φιλί όμως και στον τελευταίο ασπασμό.

 

Φιλί; Σώμα. Το γερασμένο σώμα έχει τα θέματά του, ντρέπεται για τη φθορά του, περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις (Σολωμός),

λαχταρά να κρυφτεί από τα μάτια της αγαπημένης (είτε αυτή είναι πρόσωπο, τωρινό ή ανάμνηση, είτε η Ποίηση η ίδια, είτε Ιδέα), δεν θέλει να «πέσει» στα μάτια της λατρεμένης του Ε.Θ.Ε. και εύχεται να λυτρωθεί με μία μεταμόρφωση:

 

… το σάπιο μου κορμί … /

μα εκείνο βόγκαε μέσα του να γίνει ένα τζιτζίκι

κι από τα μάτια της θεάς στα δέντρα έχει κρυφτεί15

 

Το σώμα. Οι εσωτερικές του φωνές, το προτρέπουν να δει την κατάστασή του, το γήρας στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και να βρει τα κρυμμένα εντός του ιαματικά κλειδιά, τους κώδικες αντιγήρανσης ή της εντοπισμένης αυτοΐασης, ώστε να συνεχίσει να πορεύεται στον χρόνο (άλλωστε ο χρόνος είναι το μέγα ζήτημα στη ζωή και σε όλα όσα εξ’ αυτής πηγάζουν):

 

Ψάξε το σώμα σου, άκουσα από μέσα να μου λέει

ο αντίλαλος που χάθηκε απ’ το μάτι του Πανός16

 

Πάλι ο Ποιητής αποκαλύπτει όσα μπορεί, δεν μπορεί όμως να κρύψει τη χαρά του όταν καθρεφτίζεται στα μάτια Εκείνης (Έρως, Ποίηση, Τέχνη, Ιδέα), στα μεταφορικά μάτια της Ε.Θ.Ε.,  δεν μπορεί να μην ομολογήσει τις θαυματουργικές της ιδιότητες, ολόιδιες με εκείνες των ελιξιρίων νεότητας:

 

σώμα μου αστράφτεις το ίδιο κάθε νύχτα ή μεσημέρι

στης Ηώς τα μάτια ως ξαναλάμπεις νεανικό17

 

Μετά το σώμα, διόρθωση, μαζί με το σώμα, η ψυχή, η οποία ποθεί να ζήσει το καλοκαίρι τραγουδώντας (η παράμετρος χρόνος και εδώ παρούσα):

 

και τζίτζικας να τραγουδάω μόνο ένα καλοκαίρι18.

 

Όταν έρθει η ώρα της να βγει, θα ήθελε να βγει με ένα άσμα, γιατί ως τώρα, της δόθηκαν (από τις Μοίρες; τους Θεούς;) τα όνειρα για θάνατο, σαν να ήταν άλλος Ενδυμίων (σύμφωνα με τον μύθο, τον ερωτεύτηκε η Σελήνη και αξιώθηκε τον αιώνιο ύπνο με τα μάτια ανοιχτά):

 

κι αν η ψυχή σου λαχταράει μ’ ένα άσμα σου να βγει,

σαν Ενδυμίωνα σου ’δωσαν για θάνατο τα ενύπνια 19

 

Η Τέχνη όμως, ο Έρως, τον κρατάνε στη ζωή, η Ε.Θ.Ε. δηλαδή, όπως πολλά χρόνια πριν (το 1970) είχε αλλού20 αποκαλύψει:

 

θα πεθάνω αν από μέσα μου λείψει η άγρια μέθη σου.21

 

Τότε, την κίνηση θα διαδεχτεί η ακινησία. Δια χειρός Σεφέρη (31-10-1946)22:

 

θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας

πώς σταματούν τα ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.

 

Τα «τζιτζίκια σταμάτησαν ξαφνικά» για εκείνον «όλα μαζί» στις 22 Απριλίου 1987. Όπως όμως είχε προβλέψει, άφησε πίσω του σημαντικότατο Ποιητικό Έργο. 

 

Σε προσωπικό επίπεδο, τα παραμιλητά του Τιθωνού, τα βίωσα ως μία ωδή στην Εκλεκτή Θηλυκή Ενέργεια. Δεν τα ένιωσα μόνο ως ποίημα ερωτικό για ένα πρόσωπο αλλά ως έναν ύμνο στον Έρωτα, με ό,τι αυτός πυρπολεί κάθε φορά (πρόσωπο, Τέχνη –όπως εδώ Ποίηση, Ιδέα), όποια κι αν ήταν η αφορμή του Ποιητή και ανεξάρτητα από αυτή. Τα μετάλαβα ως μία ιδιαίτερη Ποιητική Κοινωνία. Τα είδα ως έναν ύμνο στην ίδια την Ποίηση. Αλλά και ως ένα μοιρολόι για τη νεότητα που χάθηκε. Ως ένα νανούρισμα στα γηρατειά, πριν από τον έσχατο ύπνο. Δεν ήθελα να τελειώσει η ανάγνωση. Όμως όταν ήρθε η ώρα το κατάλαβα, λες και σταμάτησαν τα τζιτζίκια λίγο πριν γυρίσω στην τελευταία σελίδα. Και πώς αλλιώς  θα μπορούσε να τελειώσει το υπέροχο ποίημα-σύνθεση, παρά με μία φωνή αυτογνωσίας, μία δήλωση προσήλωσης στις προσωπικές αρχές-αξίες, με κατακλείδα έναν αινιγματικό οξύμωρο στίχο, ιδανικό για ταφικό επίγραμμα, δηλωτικό της απόλυτης εξάρτησης απάντων από τον Χρόνο, μέσα στον οποίο εδρεύουν τα ήδη εκτεθέντα δίπολα: γήρας – νεότης, γήρας αντιμαχόμενο – φθορά και τέλος, φθορά – αθανασία, Άνθρωπος – Τέχνη, τζίτζικας – σιωπή, Τιθωνός – κοινός θνητός, θάνατος – φως;

 

Όσο πετάω και τραγουδώ ποτέ δεν θα πεθάνω

κι όλα αν αλλάζουν γύρω μου, εγώ στο δέντρο επάνω

 

θα ’μαι μονάχα μια φωνή στη φύση που απεκρίθη

ο κόσμος είναι ανάμνηση που αρχίζει από τη λήθη23

 

Γίνεται;

–Ναι.

Γιατί;

–Διότι: ό,τι πεθαίνει μέσα μας έξω μας είναι φως9

 

 

 

22 Σεπτεμβρίου 2022, ακριβώς 100 χρόνια μετά από τη γέννηση του Δ. Π. Παπαδίτσα

 

Αναφορές:

  1. Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, εκδ. Μέγας Αστρολάβος – Ευθύνη, 1997, σ. 494
  2. ό. π. σ. 491
  3. Ιλιάδα υ, 236-239: Ἶλος δ᾽ αὖ τέκεθ᾽ υἱὸν ἀμύμονα Λαομέδοντα· / Λαομέδων δ᾽ ἄρα Τιθωνὸν τέκετο Πρίαμόν τε / Λάμπόν τε Κλυτίον θ᾽ Ἱκετάονά τ᾽ ὄζον Ἄρηος
  4. Ησίοδος, Θεογονία, 984-985: Τιθωνῷ δ᾽ Ἠὼς τέκε Μέμνονα χαλκοκορυστήν, / Αἰθιόπων βασιλῆα, καὶ Ἠμαθίωνα ἄνακτα
  5. Ανδρέας Εμπειρίκος, Οκτάνα, «Εις την Οδόν των Φιλελλήνων», εκδ. Ίκαρος, 1980
  6. Έκτωρ Κακναβάτος, Ποιήματα, «τα αναρχικά», εκδ. Άγρα, 2010
  7. Δ. Π. Παπαδίτσας, Όπως ο Ενδυμίων, εκδ. Πρώτη Ύλη, 1970
  8. Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, ό. π. σ. 491
  9. Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, ό. π. σ. 497
  10. Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, ό. π. σ. 497
  11. Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, ό. π. (σ. 496
  12. Μάτση Χατζηλαζάρου, με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου, Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης, έκδ. Ίκαρος, 1944
  13. Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, ό. π. σ. 493
  14. Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, ό. π. σ. 496
  15. Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, ό. π. σ. 496
  16. Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, ό. π. σ. 493
  17. Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, ό. π. σ. 493
  18. Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, ό. π. σ. 495
  19. Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, ό. π. σ. 497
  20. Δ. Π. Παπαδίτσας, Όπως ο Ενδυμίων, ό. π.
  21. Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, ό. π. σ. 220
  22. Γ. Σεφέρης, Κίχλη, «Γ΄, το ναυάγιο της Κίχλης / το φως», συγκ. έκδοση Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, 2014, τελευταίοι στίχοι
  23. Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, ό. π. σ. 498

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.