You are currently viewing Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη: ένα διήγημα

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη: ένα διήγημα

Του χρωστούσαν χάρη

 

Την βρήκε μόνη στο σπίτι. Την πλησίασε αποφασισμένος. Η ίδια διαισθάνθηκε κάτι μυστήριο  στις διαθέσεις του. Το πλησίασμα του ήταν κάπως υπερβολικό. Ένιωσε πως είχε υπερβεί τα εσκαμμένα, της προκαλούσε κάποια αμηχανία. Αλλά πάλι δεν μπορεί… ιδέα της θα ήταν, δυσκολεύτηκε να θέσει έστω αυτή το όριο.

            Φίλος του συζύγου. Τον εκτιμούσαν κι οι δύο. Του χρωστούσαν χάρη. Τους είχε βοηθήσει πολύ σε κάποια δύσκολη περίοδο της ζωής τους. Δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει τις ακριβείς προθέσεις του. Δεν κατάλαβε τι συνέβαινε ακριβώς. Ήταν τόσο ξαφνικό. Με μια αιφνιδιαστική κίνηση κατάφερε παραβιάζοντας τα όρια να εισβάλει στον αυστηρά προσωπικό χώρο της. Στάθηκε από πίσω της κολλώντας σχεδόν πάνω της. Η ανάσα του στον αυχένα λάδι στο τηγάνι. Άπλωσε τα χέρια του γύρω από το σώμα της και άγγιξε φευγαλέα τις ρόγες της πάνω απ’ τα ρούχα. Λες και την υπνώτισε. Άρχισε να χάνει τον έλεγχο. Μετά την έπιασε απαλά απ’ τη μέση και την έγειρε στο καναπέ. Ξάπλωσε κι αυτός από πίσω γέρνοντας ελαφρά πάνω της. Ανασήκωσε τη φούστα κι έβαλε το χέρι του μέσα απ’ το εσώρουχο. Τα δάχτυλα γλίστρησαν φευγαλέα πάνω απ’ το ορθό, χάιδεψαν απαλά το αιδοίο και διείσδυσαν με πάθος στον κόλπο. Ένιωσε να υγραίνεται ολόκληρη. Η ανατριχίλα, το μπουμπούκιασμα σ’ όλο το κορμί. Η υγρασία. Η ασθμαίνουσα ανάσα, η φωτιά που άρχισε να πυρώνει. Όλα την εμπόδιζαν να σκεφτεί. Να αρθρώσει λέξη. Να εγείρει αντίσταση στην κυριαρχία της σάρκας. Μα τί γινόταν τέλος πάντων. Πώς ήρθαν τα πάνω κάτω. Πώς βρέθηκαν να κυλιούνται σαν παθιασμένα γουρουνόπουλα;  Κι ο άντρας της; Κι η φιλία τους;

            Ξαφνικά σταμάτησε. Σκέτη παγοκολόνα. Στη θολούρα, στη δίνη της ηδονής πέρασε σφήνα στο νου η εικόνα του άνδρα της. Θολή. Σα να πήρε το πρόσωπο του Γιώργου Φούντα. Ήταν σε έναν ρόλο υπασπιστή ή κάτι τέτοιο. Έρμαιο του στρατηγού του που ορέχθηκε και διεκδίκησε τη γυναίκα του. Η έκπληξη, το παράπονο, η πίκρα, ο θυμός. Η απογοήτευση. Της είχε εντυπωθεί η έκφραση του προσώπου του. Η συναισθηματική σύγκρουση. Από τη μια εκτίμηση για τον ανώτερό του και από την άλλη ταπείνωση και απέχθεια. Το ηθικό διακύβευμα. Αυτό την έκανε να σταματήσει. Λες και την ξύπνησε από βαθύ λήθαργο. Η εικόνα αυτή λες και την ανέσυρε από ηδονικά βαλτώδη λασπόνερα που την ρουφούσαν όλο και πιο βαθιά.            

            Αυτά σκεφτόταν εκ των υστέρων. Όταν συνήλθε κάπως, καθισμένη στο πεζούλι έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού κι αναλογιζόταν τι να κάνει. Απορούσε πως έγιναν όλα αυτά. Λες και κάποιος τα έκανε ερήμην της. Μια αράχνη που την έπλεξε στον ιστό της εν αγνοία της για να τη ρίξει σε λαγούμια θεοσκότεινα και της ξέφυγε την τελευταία στιγμή. Ευτυχώς που ήρθε η εικόνα του άνδρα της με το πρόσωπο του Γιώργου Φούντα και αντέδρασε. Τί θα έκανε αλλιώς; Θα χανόταν…

Ήταν το πρώτο θέατρο που είχε δει στη ζωή της. Μαθήτρια Γυμνασίου. Δεν θυμόταν τον τίτλο του έργου. Ούτε τον συγγραφέα ή τον θίασο. Μόνο το Γιώργο Φούντα στο ρόλο του θιγμένου συζύγου και υφιστάμενου. Εκείνη την έκφραση του προσώπου του. Έρμαιο της επιβολής του ανωτέρου. Αλλά και τώρα, τί θα έκανε τώρα; Τί ήθελε ο ευλογημένος; Γιατί συνέχισε; Γιατί; Πρέπει να καλέσει τις πρώτες βοήθειες. Επειγόντως. Ναι. Αυτό έπρεπε να κάνει, αλλά αυτή έγινε ένα με το πεζούλι. Τα δάχτυλα πλεγμένα λες και κλειδώθηκαν, δεν άνοιγαν, ν’ απλώσει τα χέρια να πιαστεί να σηκωθεί. Τα πόδια λες και ήταν παράλυτα, δεν αντιδρούσαν στις εντολές της.

            Ο φίλος, παρά την παγωμάρα της, συνέχιζε να διατρέχει το σώμα με τα λαίμαργα χέρια εστιάζοντας στις ερωτογενείς ζώνες. «Έλα μουρμούριζε λιγωμένος, το νιώθω πως το θέλεις κι εσύ έλα…». Κείτονταν σε απόλυτη ακινησία. Τον κοίταζε με αποδοκιμασία ελπίζοντας πως θα τον έκανε να σταματήσει. Αυτός απτόητος προσπαθούσε να της κατεβάσει το εσώρουχο. Προσπαθούσε να διεισδύσει μέσα της. Τότε ήταν που συνήλθε και αντέδρασε. Τινάχτηκε απότομα. Προσπάθησε να τον συνεφέρει κι αυτόν. Προσπάθησε να του μιλήσει καλοσυνάτα, με κατανόηση. Αυτός ανένδοτος. Σε απόλυτη διέγερση, κυριευμένος απ’ την σαρκική επιθυμία, να την ελέγξει αδύνατον. 

            Όρμησε πάνω της. Αυτό ήταν. Αηδίασε. Την κυρίευσε ένας ανεξέλεγκτος θυμός. Ενστικτώδης, πρωτόγονος. Από που πήγαζε αλήθεια; Που τον είχε καταχωνιασμένο; Τον έσπρωξε με όλη τη δύναμη που διέθετε. Τον είδε να πέφτει. Να χτυπά στη γωνία του ξυλόγλυπτου καναπέ. Να σωριάζεται στο πάτωμα. Είδε να σχηματίζεται στο πάτωμα μια κόκκινη γκιόλα γύρω απ’ τον  κρόταφο. Έβαλε τα χέρια στο στόμα για να πνίξει τον γόο. Βγήκε απ’ το σπίτι έντρομη. Το έδαφος χάθηκε κάτω απ’ τα πόδια. Σωριάστηκε στο πεζούλι. 

 

(Από ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων)

 

 

* Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι κλινικός ψυχολόγος (Msc) και μέλος της Εταιρείας

Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ). Γράφει ποιήματα και διηγήματα, καθώς επίσης μεταφράζει από τα σουηδικά. Τελευταίο της βιβλίο είναι η ποιητική συλλογή «Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα» (εκδ. Ρώμη).

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.