You are currently viewing Ευγκένι  Γιεφτουσένκο:  Ποιήματα  – Απόδοση: Λίζα Διονυσιάδου   

Ευγκένι  Γιεφτουσένκο:  Ποιήματα  – Απόδοση: Λίζα Διονυσιάδου  

Βροχή

 

Καλοκαιρινή βροχή, και του άνεμου φωνές

Χόρευαν στο λιθόστρωτο

Και σαν κλωστές γυαλιστερές,

πλέκονταν στο ροδαλό ουρανό.

 

Ο κεραυνός χτυπούσε κατακέφαλα

Σα να ’πεφτε  καρπούζι

Και σταγόνες κρυστάλλινες σαν χάντρες,

Σκόρπιζε η βροχή στο κανάλι.

 

Με  καμπάνες  και τραγούδια της βροχής

 Με βροχή χαρούμενη, αγαπησιάρα,

Ήρθες να με βρεις

Ντυμένη  με γαλάζια αστέρια!

 

Έτσι ακαριαία μπήκες στην καρδιά μου

Με το τραγούδι της βροχής στα μαλλιά,

Τα πεισμωμένα φρύδια  ζωγραφιά,

Και τον Aυγουστιάτικο ουρανό  στη ματιά σου. *

 

                                                                                  1949

 

  • Αυτοί οι στίχοι, έκαναν τον δημοσιογράφο Νικολάι Ταράσοφ να πιστέψει στην ποίηση μου. Παρ’ όλα αυτά δημοσίευσε στο περιοδικό «Σοβιετικός αθλητισμός» κάποιους άλλους, για τους οποίους πληρώθηκα με το τεράστιο ποσό των 350 ρουβλιών. Εκείνη την εποχή, μια μπουκάλα σαμπάνια στο ρεστοράν κόστιζε 12 ρούβλια. Στο ρεστοράν «Βουδαπέστη» όπου βρέθηκα με τους καλεσμένους μου, τον γιο του οδοκαθαριστή μας,  τον Τάταρο  Ντιχάν και δύο κοπελιές από ένα κοντινό μας εργαστήριο,  βλέποντας στον κατάλογο την ονομασία «Ξηρή σαμπάνια», περίμενα να μας φέρουν κάποια πακετάκια με σκόνη.(Υπήρχε τότε λεμονάδα σε σκόνη). Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν έγινε και ο σερβιτόρος που κατάλαβε ότι πρώτη φορά μπήκα σε ρεστοράν, στην προκλητική παρατήρησή μου ότι ζήτησα ξηρή σαμπάνια, απάντησε μεγαλοπρεπώς : «Σήμερα νεαρέ, μας έμεινε μόνον υγρή». Και όταν στην συνέχεια του έδωσα σαν πουρμπουάρ, ένα κατοστάρικο, μεγάλο σαν ελεφαντίσιο αυτί, με πήρε διακριτικά παράμερα και με συμβούλεψε να μην δίνω ποτέ  πουρμπουάρ πάνω από 20% του λογαριασμού, γιατί τα γκαρσόνια θα γελάνε πίσω από την πλάτη μου.

 

                                                                         (Από τις σημειώσεις του ποιητή)

 

Όλου του κόσμου  οι θησαυροί  

 

Όλου του κόσμου  οι θησαυροί  για μένα είναι λίγοι.

 Οι νύχτες και οι μέρες δεν μου φτάνουν.

Με  απληστία θρεμμένος

 και ζήλια ποτισμένος.

 

Ο πιο αχόρταγος απ’  όλους

Ξανά και ξανά στους τόπους όλους.

Τα κορίτσια να με βλέπουν στα όνειρά τους

Οι γυναίκες να μου δίνουν τα φιλιά τους.

                                                                   

                                                                      1951

Θέλουν οι Ρώσοι πόλεμο;

 

Θέλουν οι Ρώσοι πόλεμο;

Ρωτήστε τους στη σιγαλιά

Πάνω απ’ τα μακρινά χωράφια

Με τις σημύδες και τις λεύκες.

 

Ρωτήστε εκείνους τους στρατιώτες,

Θαμμένους κάτω απ’ τις σημύδες.

Οι γιοι τους θα σας απαντήσουν

Αν  θέλουνε  οι Ρώσοι πόλεμο.

 

Πέσαν στον πόλεμο οι στρατιώτες

Όχι για την δική τους την πατρίδα μόνο

Αλλά για να μπορούν σε όλη τη γη

Να ονειρεύονται οι λαοί.

 

Κάτω από  φύλλων και αφίσας θρόισμα    

Κοιμάσαι, Νέα Υόρκη, κοιμάσαι,  Παρίσι

 Τα δικά σας όνειρα ας απαντήσουν

Αν θέλουν πόλεμο οι Ρώσοι.

 

Ναι,  ξέρουμε να πολεμάμε,

Μα πόλεμο δεν θέλουμε ξανά

Δεν θέλουμε πολεμιστές να κείτονται

Νεκροί στο χώμα, θλιβερά.

 

Ρωτήστε τις μανάδες.

Ρωτήστε τη γυναίκα τη δική μου.

Και τότε θα το μάθετε

αν  θέλουν πόλεμο οι Ρώσοι.

 

                                                                   1961, Κούβα

Δεν θέλω τίποτα μισό

 

Δεν θέλω τίποτα μισό!

Δώσε μου όλο τον ουρανό! Τη γη ολόκληρη μπροστά μου!

Θάλασσες και ποτάμια, βουνίσιες χιονοστιβάδες

Δικά μου- δεν θα τα μοιραστώ !

 

Όχι, ζωή, με κομμάτια δεν θα με μπαλώσεις.

Όλα ολόκληρα! Στους ώμους μου!

Δεν θέλω ούτε  το μισό της ευτυχίας,

Ούτε μισό καημό δεν θέλω!

 

Θέλω μονάχα το μισό από το προσκεφάλι

Που ακουμπάει απαλά στο μάγουλο σου,

 Όταν  αδύναμο αστέρι, πεφταστέρι,

Την βέρα αχνοφωτίζει στο δικό σου χέρι…

 

                                                                                   1963

 Πυκνό χιόνι

 

 

Πυκνό χιόνι πέφτει, πέφτει,

Και βλέπω μέσα στον καμβά του

Πως  έγινε συνήθειο στη νιότη μου

Να με κοιτάει στα κρυφά.

 

Θα με οδηγεί κάπου απ’ το χέρι

Σε κάποιου  βήματα και σκιές,

Και μια συνωμοσία παλιά θα φέρει,

 Με χιονοθύελλες, δέντρα και φωτιές.

 

Και θα μου δείχνει, θα μου δείχνει

Στους δρόμους που έχω ζήσει

Πως νέος ακόμη δεν υπήρξα

Μα η νιότη μου θα με προσμένει…

 

Κι  όπως η νύχτα γυροφέρνει

Σαν ρουφήχτρα που τραβάει  στην αμαρτία

Η νιότη μου  θα σκεπαστεί μαζί μου

Με το χιόνι προστασία.

 

 Κι όταν μετά θα φτιασιδώνεται

Από το φως το αμερόληπτο, σαν μέρα

Ίδια τσιγγάνα, που καμώνεται

Η νιότη θα με κάνει πέρα.

 

Τη ζωή μου θ ’αρχίσω ν’ αλλάζω

Την αφέλειά μου θα ντροπιάζω

Και στον εαυτό μου, σαν σε αδέσποτο σκυλί

 Την σκοτεινιά θα αλυσοδέσω .

 

Αλλά το χιόνι πέφτει πυκνό

Και θα γυρίζει στην ανέμη

Όταν η νιότη μου θα εμφανιστεί

ξανά τσιγγάνα απ’ το παράθυρο.

 

Κι όπως πυκνό χιόνι θα πέφτει, πέφτει,

Τις αλυσίδες θα τις σπάσω,

Και η ζωή, σαν χιονομπάλα, θα κυλίσει

στις μπότες κάποιας εκεί, κάτω.

                                                                 1966

 

Η τρίτη ρουτίνα

 

Αντιπαθώ τους εξτρεμιστές,.. Βαριέμαι

Την φλυαρία, την πνευματική διαφθορά.

Όλη αυτή η ακροδεξιά και ακροαριστερά,

Βρωμάνε την ίδια ρουτινιάρικη φθορά.

Στον κόσμο μας, διπλά ρουτινιασμένο,

Που για της εξουσίας την κατάκτηση, στον κόρφο κρύβει βόμβα,

Η σωτηρία δεν βρίσκεται ούτε στο “Ζήτω !” το φανατικό

Ούτε στο “Κάτω!” το μοχθηρό και καταστροφικό.

 

Όμως, ανάμεσα στα υπέρ και τα κατά,

Όπως ανάμεσα σε δυο πυρά,

Βρίσκεται η Τρίτη, η ρουτίνα των μεσαίων:

Η μικρόψυχη, σιχαμερή ρουτίνα των νοικοκυρέων.

  

                                                                         1972-1975

 

Ευπρεπώς

 

Με ευπρέπεια. Το σπουδαιότερο: ευπρεπώς

Τους  καιρούς όλους να δέχεσαι

Όταν η εποχή βαλτώνει

Ή ως τον πάτο αναταράζεται.

 

Ευπρεπώς, το σπουδαιότερο, ευπρεπώς

Έτσι που όσοι τα αγαθά μοιράζουν

Να μην σε οδηγήσουνε στον στάβλο

Και σου βουλώσουν με άχυρα το στόμα.

 

Φόβος για τους καιρούς – κατάπτωση.

Την ψυχή σου μην ξοδεύεις στον φόβο

Παρά για την απώλεια προετοιμάσου

Για ότι τρέμεις μην το χάσεις.

 

Κι αν γύρω σου όλα τσακιστήκαν

Τόσο που δεν μπορούσες να προβλέψεις

Σκέψου εκείνο το ελάχιστο:

«κι αυτό θα πρέπει να το αντέξω…»

  

                                                                          1976

Για τον Γεφτουσένκο
 
Ο Εβγένι  Γιεφτουσένκο γεννήθηκε το 1932, σε μια μακρινή πολιτειούλα της Σιβηρίας. Οι γονείς του ήταν γεωλόγοι.  Μεγάλωσε κοντά στη γιαγιά του, μέσα σε μυρωδιές από κέδρους και γάλα. Στα δεκαπέντε του, τον έδιωξαν από το σχολείο, τιμωρώντας τον για κάτι που δεν έκανε.  Σε συνέχεια τον έστειλαν σαν εργάτη σε γεωλογική αποστολή στο Καζακστάν. Με τα πρώτα χρήματα που κέρδισε, αγόρασε μια γραφομηχανή. Ήθελε να γίνει ποιητής!  Και, έγινε ποιητής ! Δεκαπέντε χρόνια μετά, ο Γιεφτουσένκο ήταν γνωστός σε όλον τον κόσμο. Λίγοι άνθρωποι γνώρισαν δόξα σαν την δική του, εν ζωή. Το αγόρι από την «Ζιμά»,  μπόρεσε να βρει εκείνον τον ρυθμό, εκείνες τις λέξεις και εκείνη την αλήθεια, που τον έκαναν φωνή της εποχής του. Η λυρική του ποίηση, έγινε κάτι σαν το ημερολόγιο του αιώνα.  Επίτιμο μέλος πολλών ακαδημιών, βραβευμένος με πολλά λογοτεχνικά βραβεία, με τα έργα του να έχουν μεταφραστεί σε πάνω από εβδομήντα γλώσσες. Πολλοί από τους στίχους του έγιναν τραγούδια (Θέλουν οι Ρώσοι πόλεμο;», «Nα τι συμβαίνει με μένα…», «Πέφτει, πέφτει το χιόνι», Να δώσει ο θεός», και άλλα).
 Ο Γιεφτουσένκο υπήρξε το σύμβολο του αντισυμβατικού τρόπου ζωής κατά την περίοδο της Σοβιετικής ένωσης. Ποίηση ελεύθερη χωρίς περιστροφές. Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι τον κατηγόρησαν, ότι παρά τις διαφωνίες του με το σύστημα, δεν έθιγε κάτι περισσότερο από ότι θα ήταν ανεκτό. Γεγονός πάντως είναι ότι πέρα από ποιητής υπήρξε ένας πολίτης με έντονη δημόσια παρουσία. Θεωρούσε την ανθρώπινη συνείδηση ως την ανώτερη πνευματική αξία. Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, η ποίησή του δεν είναι πολιτική, αλλά ποίηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Πέθανε το 2017.
Το μικρό βιογραφικό που παρατίθεται είναι η μετάφραση από το οπισθόφυλλο ενός βιβλίου με ποιήματά του, από το 1949 μέχρι το 2013, με τίτλο: «Να τι μου συμβαίνει…», που εκδόθηκε από εκδοτική ομάδα στην Αγία Πετρούπολη το 2018. Εντυπωσιακό είναι ότι στα βιογραφικά στοιχεία δεν αναφέρεται κάτι σχετικό με τα παραπάνω σχόλια. Είναι σαν η Ρωσία του σήμερα να θέλει να ξεχάσει, όχι μόνο την περίοδο του σταλινισμού, αλλά ακόμη και την περίοδο της αποσταλινοποίησης. Μια άλλη χώρα, όπου μετά από δυο γενιές, όταν και οι τελευταίοι πολίτες που έζησαν με το όνειρο της αλλαγής του κόσμου θα έχουν φύγει, κανείς δεν θα θυμάται τον σοσιαλισμό … Οι αφίσες της σοσιαλιστικής περιόδου, ήδη κοσμούν τους τοίχους των πολυτελών καφέ, όπως σε μας τα πορτρέτα του Τσε, τα μπλουζάκια στα τουριστικά καταστήματα. Η ιστορία  κάνει παιχνίδια και γελάει μαζί μας, ενώ εμείς, δυσκολευόμαστε να το συνειδητοποιήσουμε…

 

Λίζα Διονυσιάδου

Η Λίζα Διονυσιάδου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα και την Αίγινα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Σοβιετική Μόσχα και εργάσθηκε σε Αθήνα και Πειραιά. Ασχολείται με την λογοτεχνική γραφή τα τελευταία είκοσι χρόνια. Έχει εκδώσει ποιήματα (ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ), μικρές ιστορίες (ΡΟΕΣ) και μυθιστορίες (ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ).

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.