You are currently viewing Κώστας Γιαννόπουλος: Μιγέλ ντε Ουναμούνο, ο ξεροκέφαλος   

Κώστας Γιαννόπουλος: Μιγέλ ντε Ουναμούνο, ο ξεροκέφαλος  

        Είχε ένα μικρό λεπτό πρόσωπο με αρμονικά χαρακτηριστικά, στοχαστικά και ανήσυχα μάτια που έκανε κάποιους να πουν πως έμοιαζε σαν κουκουβάγια. Ήταν ο πιο ιδιόρρυθμος εκπρόσωπος του ισπανικού πάθους, όπως λέει στον πρόλογό της στην μετάφρασή της Καταχνιάς, η Ιουλία Ιατρίδη. Ήταν ξεροκέφαλος, ανένδοτος και ασυμβίβαστος με τους λόγιους συναδέλφους του, που εκείνο που ήθελαν, μπορούσαν και πρόσφεραν στους άλλους ήταν αποκλειστικά και μόνο η λογική.
     Ήταν θαυμάσιος, παράξενος έως και εξωφρενικός ο καθηγητής των ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα Μιγέλ ντε Ουναμούνο.

 Περνάν οι άνθρωποι

δεν τους γνωρίζω

δεν με γνωρίζουν.

Άλλοι γελάν

σ’ άλλους βλέπεις πως έχουν κλάψει

δεν ξέρω τη χαρά τους

δεν ξέρω το πόνο τους.

Βλέπεις εδώ βρίσκομαι μόνος

μέσα στων ανθρώπων τη θάλασσα.

         Η άλλη, η πραγματική θάλασσα, η απέραντη τον τραβά στις ώρες της αργίας, τις ατέλειωτες, τις θλιμμένες, τότε που βυθίζεται στους στοχασμούς του προσπαθώντας να γεννήσει καινούργιες σκέψεις και ίσως καινούργια έργα. Είμαστε στο 1924, τότε που η δικτατορία του Πρίμο ντε Ριβέρα τον εξόρισε στη χειρότερη νήσο, των Καναρίων, την Φουεντεβεντούρα.

        Ο Ουναμούνο γεννήθηκε στην Χώρα των Βάσκων, στο Μπιλμπάο το 1864 – και ήταν η μόνη εξομολόγηση που έκανε στην νεαρότατη τότε Λιλίκα Νάκου, όταν συναντήθηκαν στο Παρίσι – εξόριστος ήταν πάλι – και την συμπάθησε πολύ, επειδή ήταν απ’ την Ελλάδα της οποίας υπήρξε μεγάλος εραστής. Αγαπούσε τη δημοτική γλώσσα και όχι μόνο τον Πλάτωνα, αλλά και τον Παλαμά με τον Δωδεκάλογο του Γύφτου, τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και τον Σολωμό.

   Το 1880 σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης και το 1891 εγκαταστάθηκε στην Σαλαμάνκα, όπου σχεδόν σ’ όλη του τη ζωή δίδαξε ελληνική γλώσσα και ελληνική λογοτεχνία. Έχασε τον πατέρα του όταν ήταν έξι ετών. Τη ζωή του σημάδεψε ο 3ος Καρλικός πόλεμος σε μια μάλιστα απ’ τις σκληρότερες φάσεις του (1873-1874).

        Δεκατεσσάρων ετών πέρασε μία σοβαρή υπαρξιακή κρίση κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν απαρηγόρητος και ήθελε να γίνει άγιος, αλλά λίγο αργότερα γνώρισε την κατοπινή του γυναίκα και συνήλθε. Το πρόβλημά του ήταν πάντα αυτό που διατυπώνει όχι μόνο στο Τραγικό αίσθημα της ζωής (που έχει θέμα του το θάνατο), αλλά αν υπάρχουμε ή δεν υπάρχουμε, όχι αν τρώμε ή δεν τρώμε, αγαπάμε ή μας αγαπούν. Υπάρχω εγώ; Και αν υπάρχω πώς υπάρχω;

    Η κρίση αυτή που πέρασε στην εφηβεία του, αποτυπώνεται στον Άγιο Εμμανουήλ, τον καλό, τον μάρτυρα, ο οποίος σαν ιερωμένος που είναι, διδάσκει την πίστη, ακριβώς την στιγμή που αυτός την έχει χάσει. Το ίδιο ακριβώς πρόβλημα αντιμετωπίζει και ο συγγραφέας του ο οποίος θέλει να πιστέψει, αλλά δε μπορεί. Ωστόσο αρνείται να ταφεί με την τελευταία του πνοή, απαιτεί την αθανασία.

     Γιατί θέλω να ξέρω από πού έρχομαι και πού πάω, από πού έρχεται και πού πάει ό,τι με κυκλώνει, θέλω να ξέρω πρώτα τι σημαίνουν όλα αυτά. Γιατί δε θέλω να πεθάνω ολότελα, και θέλω να ξέρω αν θα πεθάνω ολότελα ή όχι. Και αν δεν πεθάνω, τι θ’ απογίνω; Και αν πεθάνω ολότελα τίποτα πια δεν έχει νόημα.

        Στην Λιλίκα Νάκου εκμυστηρεύτηκε πολύ εμφατικά πως έβρισκε τους Γάλλους είρωνες, αυθάδεις, επιπόλαιους, πολυλογάδες, διαπνεόμενους από μια ελαφρότητα τόσο που η στάση τους απέναντι στον θάνατο ήταν περίπου αδιάφορη. Εκείνος είχε στο μυαλό του πάντα τη χώρα του, την πατρίδα του που την αποκαλούσε με το κτητικό μου. Η Ισπανία μου, έλεγε. Είναι το σπίτι μου. Εξάλλου, όλα όσα γράφω, δεν είναι τάχα γεμάτα απ’ αυτή την Σαλαμάνκα μου όπου ζω, όπου γράφω και εργάζομαι; Δεν πάλλεται σ’ αυτά όλα, τούτο το περιβάλλον; Γιατί αν δεν είναι έτσι, τότε δηλώνω πως τα γραπτά μου δεν αξίζουν τίποτα. Μα τίποτα.

        Την εποχή που γράφει για το πικαρέσκο μυθιστόρημα του Θερβάντες το η Ζωή του Δον Κιχώτη και του Σάντσο, καθώς και τον Άβελ Σάντσεθ, την Καταχνιά και το δοκίμιο η Αγωνία του Χριστιανισμού, μεσουρανούν τα ονόματα του Ίψεν, του Φλωμπέρ, του Γαλδός, του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι, ενώ εκείνος κλείνει προς την φιλοσοφία του Κίρκεγκωρ, του Νίτσε καθώς και την σκέψη του Σπινόζα.

   Μετά την κατάλυση της δικτατορίας του Πρίμο ντε Ριβέρα, και την εγκαθίδρυση της Δεύτερης Δημοκρατίας ο Ουναμούνο εκλέγεται βουλευτής στην εκλογική του περιφέρεια της Σαλαμάνκα, θέση που θα διατηρήσει μέχρι το 1933, ενώ παράλληλα παραιτείται από την έδρα της ελληνικής φιλολογίας και αναλαμβάνει εκείνη της ισπανικής. Αρχίζει την τελευταία του θητεία ως πρύτανης του πανεπιστημίου της Σαλαμάνκα.

    Το 1934 πεθαίνει η γυναίκα του, ενώ το 1936 όταν ξεσπά το στρατιωτικό πραξικόπημα του Φράνκο, ο Ουναμούνο τάσσεται υπέρ των στασιαστών ελπίζοντας να επιβάλλουν κάποια τάξη στη χώρα για να αποφευχθούν χειρότερα δεινά.    Όταν όμως αντικρίζει με τα ίδια του τα μάτια ή ακούει ως αυτήκοος μάρτυρας για τις φρικιαστικές σκηνές που εκτυλίσσονται όταν οι φασίστες εισέρχονται στην Σαλαμάνκα, αλλάζει γνώμη και εκφράζει με θάρρος τη δημοκρατική πίστη του στους παρόντες στρατιωτικούς λέγοντας: Το να νικήσεις δεν σημαίνει ότι πείθεις κιόλας.

  Αυτομάτως καθαιρείται από πρύτανης και περνάει τις τελευταίες μέρες του σε κατ’ οίκον περιορισμό μέσα σ’ ένα κλίμα απόγνωσης, μοναξιάς και απελπισίας καθώς βλέπει το μέλλον της Ισπανίας του, όλο και πιο δυσοίωνο. Δεν προλαβαίνει όμως να δει και την συνέχεια του εμφυλίου που έχει ξεσπάσει, αφού πεθαίνει την 31η Δεκεμβρίου του 1936.

        Προσπαθούν να με τοποθετήσουν, να με κατατάξουν σ’ ένα είδος, σε μια πίστη. Θέλουν να πουν για μένα: Είναι Λουθηρανός, είναι Καλβινιστής, είναι συντηρητικός, σοσιαλιστής, αναρχικός, μυστικιστής, που φυσικά, την ακριβή έννοια από τις λέξεις αυτές την αγνοούν. Ωστόσο χαίρονται να τις αναφέρουν γιατί μόλις τις αναφέρουν, παύουν να σκέφτονται. Και εγώ δεν εννοώ να τοποθετηθώ. Γιατί εγώ είμαι ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, είμαι ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος που έχει συνείδηση του ανθρωπισμού του. Είμαι είδος μοναδικό.

    Δεν θέλω να φύγω από την Σαλαμάνκα χωρίς να δω τον τρομερό σκαντζόχοιρο, τον Ουναμούνο, γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης σε μια ανταπόκρισή του από την Ισπανία για την εφημερίδα Η Καθημερινή, στο κρίσιμο έτος 1936, που αργότερα ενσωματώθηκε μαζί με άλλα κείμενα στο ταξιδιωτικό του βιβλίο Ισπανία. Και συνεχίζει: Πάω και έρχουμαι στο χινοπωρινό κήπο και περιμένω να έρθει ή ώρα να χτυπήσω την πόρτα του. Τα φύλλα είχαν κιτρινίσει, οι λεύκες έλαμπαν ολόχρυσες, τρία μεγάλα κυπαρίσσια ακίνητα, αναλλοίωτα, άνοιξη και χειμώνα, στέκουνταν κατάμαυρα μέσα στο πυρωμένο δειλινό (…) Χτύπησα την πόρτα, μπήκα σ’ ένα μακρόστενο γραφείο γυμνό: λιγοστά βιβλία, δύο μεγάλα τραπέζια, δύο ρομαντικά τοπία στους τοίχους. Μεγάλα παράθυρα, άπλετο φως, (…) Τέντωσα το αυτί, από μακριά στο διάδρομο ακούγεται το βήμα του Ουναμούνο να ζυγώνει. Κουρασμένο, σουρτό, γεροντίστικο. Πού ήταν οι μεγάλες δρασκελιές και η νεανική ελαστικότητα που του καμάρωνα τώρα και λίγα χρόνια στην Μαδρίτη; Και όταν εκείνος μπήκε στο δωμάτιο ο Καζαντζάκης τον είδε γερασμένο απότομα, καμπουριασμένο, σχεδόν σαν να είχε λιώσει πριν καν μπει στον τάφο, αλλά το μάτι του άγρυπνο, γοργό και βίαιο σαν ταυρομάχου. Και πριν προλάβει να μιλήσει ο Καζαντζάκης, τον άκουσε να λέει πως είναι απελπισμένος, πως οι μισοί πιστεύουν την θρησκεία του Χριστού και οι άλλοι μισοί του Λένιν. Αλλά όλα αυτά ένα πράγμα δείχνουν, πως οι Ισπανοί δεν πιστεύουν τίποτα! Τίποτα! Είναι ντεσπεράντος!(…) Το πρόσωπο της αλήθειας είναι τρομερό. ”Όποιος κοιτάξει το θεό κατά πρόσωπο, πεθαίνει!”, λέει η Διαθήκη. Ο Μωυσής ο ίδιος δεν μπόρεσε να τον δει κατά πρόσωπο, τον είδε από πίσω (…) Τέτοια είναι η αλήθεια! Να απατάς, να απατάς το λαό, για να ‘χει ο κακομοίρης δύναμη και κέφι να ζήσει. Αν ήξερε την αλήθεια, δε θα μπορούσε πια, δε θα ‘θελε πια να ζήσει. Ο λαός έχει ανάγκη από μύθο, από πλάνη, από απάτη. Αυτά τον στηρίζουν στη ζωή.

Και του έδωσε τη νουβέλα Δον Μανουέλ ο καλός ο μάρτυρας. Η αλήθεια είναι κάτι τρομερό, αβάσταχτο, θανάσιμο… Ο απλός λαός, αν την μάθει, δεν θα μπορέσει πια να ζήσει, και πρέπει να ζήσει (…) Είναι καιρός να ξυπνήσουν οι βαθιές δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου.

    Σ’ ένα ποίημά του αυτός ο ασυμβίβαστος άνθρωπος που αρνιόταν να μπει σε καλούπια και ήταν αφοσιωμένος στην διδασκαλία και την συγγραφή έγραψε:

Όσο περισσότερο πεθαμένο θα με νομίζετε

τόσο εγώ με το βιβλίο μου στα χέρια σας θα σπαρταρώ.

Κι όταν όλος θα πάλλεσαι αναγνώστη,

εγώ θα είμαι μέσα σου θα δίνω τον παλμό.

Και συνεχίζει χωρίς διόλου ν’ αστειεύεται: Μην ανησυχείτε, εγώ θα υπάρχω για πάντα. Εγώ. Ο Μιγέλ ντε Ουναμούνο, ο Βάσκος γεννηθείς εν Μπιλμπάο, ο άνθρωπος με σάρκα και οστά. Θα υπάρχω επειδή το θέλω. Η βούληση μου είναι ισχυρότερη από το θάνατο.

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.