You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Γιάννης Ρίτσος, επικολυρικός και ελεγειακός

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Γιάννης Ρίτσος, επικολυρικός και ελεγειακός

                                                          Το ποίημα είναι

                                              τ’ αρνητικό της σιωπής

                                                                           Γ. Ρ.

 

 

Αν κρίνουμε από τον αριθμό των Νόμπελ Λογοτεχνίας [που θεωρείται,  δικαίως ή αδίκως, η ύψιστη τιμητική διάκριση σ’ έναν λογοτέχνη] που δόθηκαν στην Ελλάδα τότε έχουμε τους δύο κορυφαίους ποιητές Σεφέρη και Ελύτη που τιμήθηκαν μ’ αυτό. Για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας στα πέτρινα χρόνια της διχασμένης χώρας είναι γνωστό πως παρακάμφθηκαν, με ευθύνη της ελληνικής πλευράς, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Άγγελος Σικελιανός. Κι ο Γιάννης Ρίτσος βέβαια μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν, ύψιστη διάκριση που είχε θεσπίσει η ΕΣΣΔ.

Αλλά πέρα από τα βραβεία το έργο των ανωτέρω έτυχε πολλών μεταφράσεων με αποτέλεσμα να βγει η ελληνική ποίηση από τα στενά όρια της γλώσσας και της χώρας μας. Επίσης πολλά ποιήματα και ποιητικές συνθέσεις των προαναφερθέντων μελοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν από πολλές γενιές και διευκόλυναν την πρόσβαση του μεγάλου κοινού σε μια ποίηση, συχνά όχι εύκολη. Κι άλλοι ποιητές μελοποιήθηκαν σε άλλες χώρες, αλλά δεν έτυχαν της ίδιας μεγάλης διάδοσης όπως το Άξιον Εστί του Ελύτη ή ο Επιτάφιος του Ρίτσου και δεν αποτέλεσαν εξεγερτικό ύμνο στην συνείδηση και το αντιστασιακό φρόνημα του κόσμου.

Έτσι κι ο Ρίτσος είναι γνωστός κι αγαπημένος στο ευρύ κοινό από τη Ρωμιοσύνη, τον Επιτάφιο, το Καπνισμένο τσουκάλι, Τα δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, τις Γειτονιές του κόσμου.

 

ΥΦΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗ

 

Ωστόσο ο Ρίτσος υπήρξε εξαιρετικά πολυγραφότατος και ήταν ο ίδιος περήφανος για την πολυγραφία του ευλογώντας το ‘επιούσιο ποίημα’, όπως το αποκαλούσε, που το μοιράζει γενναιόδωρα. Έπειτα ο επικολυρικός τόνος αρκετών έργων του και οι ηρωικοί τόνοι τους οδήγησαν σε μια μονοδιάστατη πρόσληψη του έργου του, πράγμα άδικο γιατί ο Ρίτσος δεν συνέθεσε μόνο εγερτήρια άσματα, αλλά και ελεγεία και ποιήματα όπου κυριαρχεί η εσωτερική φωνή, οι εξπρεσιονιστικοί και φουτουριστικοί τόνοι. Ακόμα η ειρωνεία και ο σαρκασμός ή η επήρεια του Καρυωτάκη, αλλά και ο σουρεαλισμός,  ο ερωτισμός και ο αισθησιασμός. Η πικρία, η μοναξιά πλάι στη θριαμβική ανάταση αλλά και η εσωτερική δόνηση, η ελπίδα πλάι στην ερήμωση της καταστροφής. Επίσης ένα μεγάλο μέρος της κυριαρχείται από μυθολογικά θέματα και τέλος το λακωνικό ποίημα, συμπυκνωμένο απόσταγμα της ποιητικής καλλιτεχνικής εμπειρίας.

Στην Γκραγκάντα [1972] για παράδειγμα κυριαρχεί μια γραφή μετα-υπερεαλιστική, εξπρεσιονιστική, ένας λόγος άναρχος όπου καταστρατηγούνται η χρονική αλληλουχία ακόμα κι η λογική συνοχή, ενώ η γλώσσα είναι αμάλγαμα λόγιας και λαϊκής γλώσσας. «Ένας κόσμος ρευστός, όπου άνθρωποι, ζώα, πράγματα συνδιαλέγονται απειθάρχητα», σημειώνει η Χρύσα Προκοπάκη που ασχολείται χρόνια με τον ποιητή. «Χειμαρρώδες και ποιητικά ανατρεπτικό» χαρακτηρίζει επίσης η ίδια το Τερατώδες αριστούργημα [1977] όπου κι ο στίχος «κι ο Καρυωτάκης δεν είχε πάει ακόμη στην Πρέβεζα».

ΠΟΛΥΓΡΑΦΙΑ

 

 Ο πολυγραφότατος ποιητής έχει γράψει πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και εκτεταμένες συνθέσεις, εννέα πεζογραφήματα, τέσσερα θεατρικά έργα, μελέτες, πολυάριθμες μεταφράσεις [Μαγιακόφσκι. Μπλοκ, Γιεσένιν ενδεικτικά μόνο], χρονογραφήματα και άλλες ποικίλες δημοσιεύσεις.

 

«Ένα μικρό κορίτσι, ανύποπτα, νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη/ λύπη./ Τι ‘ταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος;/Κι η κραυγή τούτη;/ Ήταν δικά του αυτά; Και περίμεναν πίσω απ’ το γέλιο του πανέτοιμα κι επίβουλα;» [από το Σχήμα της Απουσίας, 1958].

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΠΟΧΗΣ

«Αν κάποιος θα’ θελε να διαβάσει την ιστορία του αιώνα [του 20ου εννοείται], θα την έβρισκε ακέρια στην ποίηση του Ρίτσου», γράφει η Χρύσα Προκοπάκη, «στα ποιήματα που την κατέγραψαν σαν χρονικό, στα  εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία, στη μεταπλασμένη ποιητικά βιογραφία του εγκατεσπαρμένη σε ποικίλες συνθέσεις».

ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Η βιογραφία τώρα του ανθρώπου είναι στιγματισμένη από τη φθίση, την τρέλα, τον πλούτο και τη φτώχεια αλλά και από το θάνατο και την απώλεια.

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά Πρωτομαγιά  του 1909 σε οικογένεια μεγαλογαιοκτημόνων που αρχίζει να φθίνει οικονομικά. Ο Ρίτσος είναι ο Βενιαμίν μιας οικογένειας με τρία μεγαλύτερα αδέλφια. Τη Νίνα, τον Μίμη, τη Λούλα που συχνότατα εμφανίζονται με τ’ όνομά τους ή μεταπλασμένα σε μυθικούς μορφές στα έργα του. Στα προεφηβικά του χρόνια βιώνει  την ολοσχερή οικονομική καταστροφή. Το 1921 χάνονται  από φυματίωση η λατρεμένη μητέρα κι ο Μίμης.

Το «Νεκρό σπίτι» [1959] σφραγίζει όχι μόνο τη ζωή αλλά και το έργο.

«όσο κι αν ξέρουμε πως κι η έξοδος, τις πιο πολλές φορές,/ είναι ένας άλλος, αναγκαίος, πονηρός και αναπότρεπτος θάνατος», τελειώνει η εκτεταμένη σύνθεση κι αρχίζει με το στίχο: «κι ο χώρος των νεκρών μας εδώ – δεν μπορείς να τους/ πουλήσεις -/ κι άλλωστε ποιος τους παίρνει τους νεκρούς;».

Αλλά δεν είναι μόνο οι νεκροί που φεύγουν αμετάκλητα κι ωστόσο οι ζωντανοί τους στήνουν ορθούς στη μνήμη τους, αλλά κι η πορεία των υπόλοιπων , των επιζώντων: Ο πατέρας χτυπημένος από την τρέλα μπαίνει στο Δαφνί.  Μα κι η αγαπημένη αδελφή, η Λούλα χτυπιέται από την ίδια αρρώστια το 1937 και προκαλεί το συγκλονιστικό Τραγούδι της αδελφής μου:

 «Όμως εγώ,

αδελφή μου, αγρυπνώ

μετρώντας τους παλμούς

και την ανάσα σου.

Στυλώνομαι, πύργος νυχτός,

Μες την ακατανόητη βοή

των διασταυρουμένων κεραυνών

κι αγγίζω αδίστακτος τα ξίφη.

Οι αψίδες του φωτός κατέρρευσαν

κάτω απ’ τα βλέφαρα σου.

Τίποτ’ άλλο δε ζει

έξω απ’ τον πένθιμο κύκλο

που χαράζουν στην πλάση τα μάτια σου».

 

RITSOS9.TIF

 

 Ο ποιητής προσβάλλεται από φυματίωση το 1926 στα 17 του χρόνια και θα μπαινοβγαίνει έκτοτε στα φθισιατρεία. Στη «Σωτηρία» μυείται στο μαρξισμό από κομμουνιστές αγωνιστές. Τη μαρξιστική ιδεολογία και τον ιδεολογικό του αντιπρόσωπο το ΚΚΕ θ’ ακολουθήσει σ΄ όλη του τη ζωή. Εκεί συναντά και την Μαρία Πολυδούρη και της αφιερώνει ποιήματα. Στο μεταξύ έχοντας μετακομίσει με τη Λούλα στην Αθήνα θα κάνει και τη πρώτη του εμφάνιση στην «Διάπλαση των Παίδων». Και υποχρεώνεται να δουλέψει με εξευτελιστικούς όρους ως ηθοποιός, χορευτής αλλά και διορθωτής και επιμελητής κειμένων. Παράλληλα γράφει νεορομαντικά ποιήματα, λυρικά, μικρής φόρμας. Αλλά ανάμεσα στα 1930-36 εκδίδει το Τρακτέρ [«Ω, απόψε αιχμάλωτος σιωπώ στη μέθη της θανής»] και τις Πυραμίδες επιχειρώντας ρήξη με το παρελθόν όπου συμφύρονται επιρροές καρυωτακικές, παλαμικές, σικελιανικές αλλά και επιρροές από τον Μαγιακόφσκι.

Η καταστολή της απεργίας των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη το Μάΐο του 1936, έχει ποιητικό αποτέλεσμα τον αριστουργηματικό Επιτάφιο.

ΤΑΡΑΓΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ

 

Ανάμεσα στα 1937 και 1944 έχουμε μια μοντέρνα λυρική έξαρση: Εαρινή Συμφωνία, Εμβατήριο του Ωκεανού [«οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες/με ανθρώπινα κόκαλα/ για ν’ ανέβουν»], αλλά και σε τόνους χαμηλούς και οικεία γλώσσα τις συνθέσεις: Ο λύχνος των φτωχών και ταπεινών, Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα, Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού, Δοκιμασία.

 Στη διάρκεια της κατοχής ο ποιητής υποτροπιάζει σοβαρά κι είναι καθηλωμένος στο κρεβάτι. Συμμετέχει στο καλλιτεχνικό τμήμα του ΕΑΜ. Στον εμφύλιο εξορίζεται διαδοχικά από το 1948 ως το 1952 στη Λήμνο, στη Μακρόνησο, το Άη Στράτη. Ο Πέτρινος χρόνος [1949] είναι κραυγή για την κόλαση της Μακρονήσου, ενώ Οι γειτονιές του κόσμου [1949-51] χρονικό της δεκαετίας 1940-50 αριθμεί 5.500 στίχους. Καταγγελία για τα μαρτύρια των εξόριστων της Λήμνου είναι το Καπνισμένο Τσουκάλι [1949].

Η επιστροφή στην Αθήνα που στο μεταξύ εκσυγχρονίζεται κι εφησυχάζει ναρκωμένη έχοντας  καταχωνιάσει τις μνήμες και ξεχώνει νέα πρότυπα θα φέρει τη βαθιά συνειδητοποίηση της ήττας και την Ανυπόταχτη Πολιτεία [1952-53].

Το 1954 παντρεύεται τη σαμιώτισσα γιατρό Φαλίτσα Γεωργιάδη κι η Σάμος θα γίνει η δεύτερή του πατρίδα και πηγή πολλών έργων που θα ακολουθήσουν. Η γέννηση της κόρης του Έρης του ενέπνευσε το Πρωινό Άστρο [1955].

 

ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

 

Πολύστιχα έργα, μονόλογοι, κατά κύριο λόγο, υψηλής σύλληψης και ευρηματικών μορφικών τρόπων και ρυθμών γράφονται ανάμεσα στα 1956-66.

Το 1956 τιμάται με το κρατικό βραβείο ποίησης για τον υποβλητικής γοητείας δραματικό μονόλογο η Σονάτα του Σεληνόφωτος.

«Ο Ρίτσος, μέσα από διαφορετικές περσόνες, σύγχρονες ή μυθολογικές, θα πραγματοποιήσει  καταβυθίσεις στο σκοτεινό πηγάδι της ψυχής και του υποσυνειδήτου, θα μιλήσει για τη μοναξιά, την ερωτική στέρηση, το γήρασμα του σώματος και των πραγμάτων [Σονάτα…, το νεκρό σπίτι], θ’ αναδείξει την αλήθεια της απλής ζωής όπου συντελείται το θαύμα, αποενοχοποιώντας τον αντιήρωα [ Ισμήνη, 1966-71], θα ανατάμει τις συνειδησιακές συγκρούσεις του ατόμου-φορέα της κοινωνικής πράξης [Ορέστης, Φιλοκτήτης 1962-65] και στο Όταν έρχεται ο Ξένος, 1958 θα επιχειρήσει μια δυναμική  ανακατάκτηση του ‘χαμένου χρόνου’ μέσα από την  αναπλαστική ατομική και ιστορική μνήμη», υπογραμμίζει η Χρύσα Προκοπάκη.

«Όλα του κόσμου τούτου-/ και τους νεκρούς μας τους κουβαλάμε μέσα μας/ χωρίς  ο χώρος να στενεύει, χωρίς να βαραίνουμε-/ συνεχίζουμε τη ζωή τους απ’ τις βαθιές στοές και τις έρημες ρίζες, / τη δική τους ζωή, τη δική μας ακέρια μες στον ήλιο».

Στο πλάι των μεγάλων συνθέσεων γράφονται τα μικρά ολιγόστιχα ποιήματα: Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου [1938-41], Παρενθέσεις [1946-47], Ασκήσεις [1950-60].

Στους αρχαιόθεμους σχοινοτενείς μονολόγους, στην πραγματικότητα ποιητικοθεατρικές συνθέσεις, οι μυθικοί κύκλοι των Ατρειδών και των Λαβδακιδών συμπλέκονται με τις κοινωνικές αλλά και με τους οικογενειακούς μύθους. Οιονεί δοκιμιακός λόγος επικαλυπτόμενος από τον εξομολογητικό τόνο της καθημερινής ομιλίας.

 

 

1967-1971

 

 Η δυσοίωνη εποχή ξαναστέλνει τον ποιητή στην εξορία: Γυάρος, Λέρος, Καρλόβασι Σάμου ως και το τέλος της δεκαετίας 1970. Το φάσμα του θανάτου σκεπάζει άλλη μια εποχή νοσηλείας στον «Άγιο Σάββα», όπου βρίσκεται φρουρούμενος βέβαια. Επέμβαση των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία, διάσπαση του ΚΚΕ. Και τα δύο τον απογοητεύουν φυσικά, ωστόσο η δικτατορική περίοδος αποβαίνει  ιδιαίτερα παραγωγική και ταυτόχρονα τιμητικές διακρίσεις, πλήθος μεταφράσεων σε πολλές γλώσσες  αποδεικνύουν την όλο και μεγαλύτερη διεθνή απήχηση του έργου του.

Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα [1968-69], τριπλή καταγγελία του καθεστώτος. Ο ποιητής εργάζεται ακατάπαυστα σ’ ένα χώρο όπου κυριαρχεί η ζοφερή μόνωση κι η καταπίεση «με μια πέτρα στο στόμα». Χειρονομίες, Νύξεις [1969-71]. Ένας εφιαλτικός κόσμος ερήμωσης  μαζί με μια  αίσθηση ματαιότητας και θανάτου κυριαρχεί στις συλλογές: Ο  Τοίχος μέσα στον καθρέφτη, Διάδρομος και σκάλα, Θυρωρείο [1967-71].

Προανάκρουσμα μέσα στη δικτατορία μιας ευφορικής δημιουργικής εγρήγορσης: Το Κωδωνοστάσιο, Γκραγκάντα, Γίγνεσθαι [1977]. «Έτσι να κάνω μια μικρή χειρονομία σου χτίζω έναν άνθρωπο».

ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ

 

Ο αισθησιασμός, ερωτικό ρίγος, απόλαυση αισθήσεων, χρώματα, γεύσεις, μουσικές έχουμε στα Ερωτικά [1980-81] και νωρίτερα στη Φαίδρα [1974-75].

Ενώ η πεζή εννεαλογία Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων [1983-86] είναι πλημυρισμένη από κοινωνικά και προσωπικά βιώματα και έντονες ερωτικές φαντασιώσεις. Σ’ αυτά εκφράζει τις μύχιες σκέψεις και επιθυμίες σε δραματικούς αλλά και ανάλαφρους τρόπους με μια τολμηρή ελευθεροστομία.

 

Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1990 προλαβαίνοντας το ξήλωμα-την αρχή του τουλάχιστον- του σοσιαλιστικού οράματος  στο οποίο ο ποιητής πίστεψε με πάθος. Μ’ αυτή τη διάψευση να τον πικραίνει  και με το φάσμα του θανάτου να τον πλησιάζει συνθέτει την μεταθανάτια συλλογή σαν ύστατη ποιητική χειρονομία με τίτλο: Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα [1987-89].

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Ο Ρίτσος στην πυκνή και αδιάλειπτη ποιητική προσφορά του δοκίμασε και χρησιμοποίησε όλες τις ποιητικές κλίμακες κι όλους τους ποιητικούς τρόπους σ’ ένα διαρκές δημιουργικό κρεσέντο.

Ο Ρίτσος είναι αναμφίβολα μια πρωτεϊκή ποιητική προσωπικότητα που μόνο ‘εξ όνυχος’ καταφέραμε ν’ ακραγγίξουμε. Το μέγεθος και το εύρος της δεν μπορεί παρά να διαφεύγει από όποιον θελήσει να συνθέσει ένα πορτραίτο του.

Ο Ρίτσος έχει πλέον λάβει τη θέση που του αξίζει στο «εικονοστάσι των επωνύμων αγίων της ποίησης».

«διαφαίνεται/ η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι/ με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του, / με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα, / με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω από τα μπαλ-/κονακια/ και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θάναι το τελευταίο», Καρλόβασι, 3/9/89.

Μ’ αυτούς τους ελεγειακούς τόνους σε απλή γλώσσα και καθημερινές εικόνες μας αποχαιρέτησε, ή μάλλον, μας αποχαιρετά όποτε τον διαβάζουμε.

 

 

 

ΠΗΓΕΣ:
-Ανθολογία ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ, επιλογή , Χρύσα Προκοπάκη, εκδ., Κέδρος, 2000
-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα, εκδ., Κέδρος, 2006

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.