You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος:  Η Ταμάρα Λεμπίκα και  ο Σκοτ Φιτζέραλντ στον αφρό της δεκαετίας του ’20.

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Η Ταμάρα Λεμπίκα και  ο Σκοτ Φιτζέραλντ στον αφρό της δεκαετίας του ’20.

 «Τίποτα δεν είναι πιο εμβληματικό για την εποχή της τζαζ από αυτά τα πορτραίτα με το παγωμένο ύφος των μοντέρνων γυναικών και των ελκυστικών ανδρών που παίζουν πόλο την ημέρα και πίνουν κοκτέηλ ως το πρωί»

 Frank Whitford.

Παγωμένα βλέμματα

 

Πράγματι τα πορτραίτα της διαβόητης για την θυελλώδη αλλά  «κρυφή» ζωή της Ταμάρα ντε Λεμπίκα είναι άκρως στυλιζαρισμένα, συναισθηματικά αποστασιοποιημένα, μ’ ελάχιστες χρωματικές τονικότητες, πλακάτα χρώματα χωρίς διακυμάνσεις. Προβάλλουν μια καθημερινότητα που ζούσε μόνο η αριστοκρατία, η ελίτ, η μεγαλοαστική τάξη, εν ολίγοις οι πλούσιοι κι όσοι παρατρεχάμενοι κατάφερναν να παρεισφρήσουν στους κύκλους αυτούς.  Αλλά σ’ αυτήν την περιώνυμη για την ανεμελιά της δεκαετία του ’20 μεσουράνησε κι άλλος αστέρας από την αθάνατη τέχνη της λογοτεχνίας, ο περιώνυμος Σκοτ Φιτζέραλντ. Ας δούμε ένα δικό του πορτραίτο φτιαγμένο από λέξεις της ηρωίδας του διηγήματός του: «Κρυστάλλινο μπωλ»:

”Οι γνώμες για την κυρία Χάρολντ Πάιπερ των τριανταπέντε ετών ήταν διχασμένες – οι γυναίκες έλεγαν πως ήταν ακόμη όμορφη, οι άντρες έλεγαν πως δεν ήταν πια ωραία. Κι αυτό πιθανόν γιατί τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά της ομορφιάς της που φόβιζαν τις γυναίκες και τραβούσαν τους άντρες είχαν χαθεί. Τα μάτια της παρέμεναν το ίδιο μεγάλα, σκοτεινά και μελαγχολικά, μα είχαν χάσει εκείνο το μυστηριακό στοιχείο – η μελαγχολία που έκρυβαν δεν ήταν πλέον αιώνια αλλά μονάχα ανθρώπινη, και είχε αποκτήσει τη συνήθεια, όταν κάτι της έκανε εντύπωση ή όταν εκνευριζόταν, να σμίγει τα φρύδια της και ν’ ανοιγοκλείνει τα μάτια της αρκετές φορές”.

Κάπως διαφορετικό το πορτραίτο του Φιντζέραλντ αλλά και αυτό αποστασιοποιημένο συναισθηματικά αφού μιλά γι’ αυτή την τάξη των ανθρώπων που είναι πλούσιοι και χαίρονται τη πλούσια ζωή τους. Το ίδιο διήγημα αρχίζει με έναν μάλλον υπαινικτικό τρόπο που αναφέρεται στη διαδοχή των εποχών για να φτάσει σ’ αυτήν που ενδιαφέρει τον συγγραφέα:

«Υπήρξε η παλαιολιθική εποχή, η νεολιθική εποχή και η εποχή του χαλκού, και πολλά χρόνια αργότερα η εποχή των κρυστάλλων. Στην εποχή των κρυστάλλων, όταν οι νεαρές γυναίκες είχαν πείσει πλέον τους νεαρούς άντρες με τα μακριά στριφτά μουστάκια να τις παντρευτούν, κάθονταν αρκετούς μήνες αργότερα κι έγραφαν ευχαριστήρια σημειώματα για τα κάθε λογής κρυστάλλινα δώρα – μπωλ για το πωντς, μπωλάκια για το μανικιούρ, ποτήρια του νερού, του κρασιού, μπωλάκια παγωτού, φοντανιέρες, μπωλάκια του λικέρ…”.

Η ελευθέρια ζωγράφος

 

Η Ταμάρα  Λεμπίκα αγαπούσε πολύ τις γυναίκες με κάθε τρόπο αλλά παράλληλα είχε κάνει δυο πλούσιους γάμους. Καταγόταν από μια πλούσια οικογένεια, από τη  Πολωνία, στην οποία μάλλον δεν είχε ζήσει καθόλου. Στην Αγία Πετρούπολη όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς της, ο ρωσοεβραίος πατέρας της και η πολωνίδα μητέρα της όταν ενέσκηψε η επανάσταση του ’17 φρόντισαν να αυτοεξοριστούν στο Παρίσι. Η αταξική κοινωνία δεν ήταν κάτι που τους πήγαινε. Η Λεμπίκα επιρρεπής στην πολυτέλεια, τη φιληδονία, την κοσμικότητα και την εφήμερη περιπέτεια ζούσε τη ζωή μιας flapper. Έτσι λεγόταν η γυναίκα της μόδας, εκείνη τη δεκαετία του ’20 που φορούσε κοντή φούστα, είχε κοντά μαλλιά, έπινε, κάπνιζε, οδηγούσε γρήγορα, κατά προτίμηση, αυτοκίνητα, άκουγε τζαζ μετά μανίας, ήταν ελαφρόμυαλη, παραβίαζε το σαβουάρ-βιβρ και γενικά ζούσε ”τον αφρό των ημερών” σαν τον αφρό της σαμπάνιας. Η γυναίκα αυτής της κατηγορίας ήταν η μετεξέλιξη της απελευθερωμένης Νέας Γυναίκας που κι αυτή ήταν μετεξέλιξη της σουφραζέτας και εξαφανίστηκε με το οικονομικό κραχ του ’30.

Στη δεκαετία του ’20 είναι που ”η βαρόνη με το πινέλο” όπως αποκαλούσαν την Ταμάρα με μια έκθεση που πραγματοποιεί στο Μιλάνο, θριαμβεύει και γίνεται πασίγνωστη, αφού είχε καταφέρει να κυριαρχήσει μ’ ένα μοναδικό στυλ που αν ήθελες να το κατατάξεις κάπου θα σκεφτόσουν πως ήταν ένα μίγμα κυβισμού και φουτουρισμού, ενταγμένο στην Art-deco. Όμορφη, τολμηρή αλλά άκρως αινιγματική αφού φρόντιζε να περιφρουρεί την ιδιωτική της ζωή η Λεμπίκα κυκλοφορούσε στα ίδια, κατά πάσα πιθανότητα, σαλόνια που διασκέδαζαν ο Φιτζέραλαντ με την Ζέλντα, μια 18χρονη κόρη δικαστικού που είχε γνωρίσει στα 23 του. Αυτοί δεν ήταν πλούσιοι αλλά ζούσαν ακραία κερδίζοντας χρήματα από τα διηγήματα που δημοσίευε ο Σκοτ.

 

Τα τρελά πάρτι

 

Στα τρελά πάρτι που διοργάνωναν πλούσιοι παρακμιακοί τύποι τα ναρκωτικά και το αλκοόλ σερβίρονταν από ημίγυμνους υπηρέτες. Εκεί βρισκόταν και η Ταμάρα που έπαιρνε κοκαΐνη και είχε για παρέα της τον Αντρέ Ζιντ, την Κολέτ, την Ισιδώρα Ντάνκαν, τον Ζαν Κοκτώ και τον Τζέημς Τζόυς.

Σ’ ένα άλλο από τα σπουδαία διηγήματα που σύνθεσε με το μοναδικό προσωπικό του ύφος ο Φιτζέραλντ, ”Το Πλουσιόπαιδο” γράφει γι’ αυτή τη συνομοταξία:

«Επιτρέψτε μου να σας μιλήσω για τους πολύ πλούσιους. Είναι διαφορετικοί από σας και από μένα. Κατέχουν τα πλούτη και τα απολαμβάνουν από νωρίς κι αυτό τους κάνει κάτι, τους κάνει μαλακούς εκεί που εμείς είμαστε σκληροί, και κυνικούς εκεί που εμείς είμαστε εύπιστοι, με έναν τρόπο που, αν δεν έχεις γεννηθεί πλούσιος, είναι πολύ δύσκολο να καταλάβεις. Βαθιά μέσα τους πιστεύουν ότι είναι καλύτεροι από μας, διότι εμείς πρέπει να ανακαλύψουμε μόνοι μας τι ζητάει και τι μας δίνει η ζωή. Ακόμη και όταν μπουν βαθιά στον δικό μας κόσμο ή βουλιάξουν πιο κάτω από μας, συνεχίζουν να πιστεύουν ότι είναι καλύτεροι από μας».

Γενικώς ζουν μεταξύ τους ακόμη κι όταν έρχονται σε εξ’ αποστάσεως επαφή με τους μη πλούσιους. Η Λεμπίκα ξεχάστηκε μαζί με κείνη τη δεκαετία αμέσως μετά τον πόλεμο και επανεμφανίστηκε με πανηγυρικό τρόπο με την μόδα του ρετρό στη δεκαετία του 1970. Πέθανε μόνη, άγνωστη και ξεχασμένη στη Βραζιλία σε ηλικία 82 ετών το 1980.

Ο Σκοτ Φιτζέραλντ πέθανε απ’ την κατάχρηση αλκοόλ, μόνος και δυστυχισμένος το 1940 στα 44 του χρόνια. Το μοναδικό στυλ του ύφους του που απέκτησε με πολύ μόχθο τον διέσωσε στον χρόνο, έτσι ώστε σήμερα να έχει κατακτήσει την ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους νεωτερικούς συγγραφείς που του αξίζει.  

Σημείωση:

 

Τα παραθέματα βρίσκονται στα παρακάτω βιβλία:
Φράνσις Σκότ Φιτζέραλντ, το παιδικό πάρτυ- το κρυστάλλινο μπωλ, μτφρ. Πέρσα Αποστόλη, Νεφάλη, 1997
  1. F. SCOTT FITZERALD, Επιστροφή στη Βαβυλώνα και άλλες ιστορίες, μτφρ. Άρης Μπερλής, εκδόσεις Άγρα, 2013

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.