You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ναπολέων Λαπαθιώτης, αποστάτης της τάξης του

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ναπολέων Λαπαθιώτης, αποστάτης της τάξης του

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1888 – ή όπως λέει ο ίδιος το 1893. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Ήταν μοναχογιός του κυπριακής καταγωγής μαθηματικού, αντιστράτηγου και καθηγητή της Σχολής Ευελπίδων Λεωνίδα Λαπαθιώτη που πολιτεύθηκε χρημάτισε βουλευτής και υπουργός και από βασιλόφρων έγινε βενιζελικός. Η μητέρα του Βασιλική Παπαδοπούλου ήταν ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη.

Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και αντίθετα με πολλούς άλλους που κατέληξαν να γίνουν λογοτέχνες όπως αυτός, πήρε το πτυχίο του και ας μην του χρησίμευσε πουθενά. Σπούδασε ξένες γλώσσες, (γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά). Ήξερε να ζωγραφίζει, έπαιζε πολύ καλά πιάνο και η ευρυμάθειά του είναι ολοφάνερη στα δοκίμιά του.

 

      ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΘΗΤΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ

 

 

Το φθινόπωρο του 1916, μαζί με τον πατέρα του, εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και προσχώρησαν στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας. Το πρώτο εξάμηνο του 1917, ο Λαπαθιώτης συνόδευσε τον πατέρα του στην Αίγυπτο για την στρατολόγηση εθελοντών για τον στρατό του κράτους της Θεσσαλονίκης. Στην Αίγυπτο γνώρισε τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Κατατάχτηκε στον στρατό ως ανθυπολοχαγός-διερμηνέας, θέση που διατήρησε ως το 1921.

                  ΓΡΑΜΜΑΤΑ

 

 

Ενώ εμφανίστηκε πολύ νωρίς στα γράμματα, μόλις το 1939 τόλμησε να δώσει ένα δείγμα της ποιητικής του δεινότητας. Γι’ αυτήν υπάρχουν διαφορετικές αντικρουόμενες μεταξύ τους γνώμες.

Ο Αλέξανδρος Αργυρίου πιστεύει πως υπήρξε μετριότατος ποιητής που δεν κατάφερε τίποτε πέρα από τα συμβατικά όρια του στίχου. Και σπάνια κατόρθωνε να δώσει έναν υποβλητικό λόγο.

Αντίθετα ο Τάκης Παπατσώνης θεωρούσε πως ο Λαπαθιώτης ήταν ένας σύγχρονος με την εποχή του Ντόριαν Γκρέυ, που μεταφυτεύτηκε στον τόπο μας, όντας ξένος σ’ αυτόν.

”Ο Λαπαθιώτης και το έργο του…” λέει ο Παπατσώνης. ”Αλλά ποιο είναι το έργο του; Κοντεύω να αμφισβητήσω και την ύπαρξη του έργου του. Ετούτο είναι ακριβώς το περιεργότερο των πραγμάτων: η ύπαρξη που κατά τα πρώτα χρόνια μας αποκαλύφθηκε σα φωτεινό μετέωρο και που όλα τα υπόλοιπά της χρόνια στάθηκε δίπλα μας αλλ’ απόμερ’ από μας σαν σκιά θανάτου, κατόρθωνε εντούτοις κι ενσάρκωνε ολόκληρη τη Λύρα. Αν ο Λαπαθιώτης δεν ήταν ο ιδανικός Ποιητής αναρωτιέμαι ποιος άλλος τότε είναι ή θα είναι ποτέ…”.

                Αυτή η γνώμη με τις τρεις παραμέτρους συνοψίζει εξαιρετικά εύστοχα την ποίηση και τον ποιητή τοποθετώντας τον κι αυτόν και τα ποιήματά του, πρώιμα και όψιμα, μέσα στο κλίμα στο οποίο στάθηκε ενσαρκώνοντας ”ολόκληρη τη Λύρα”. Αλλά και τον ποιητή που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά αυτό. Μια ποιητική ύπαρξη που με μεγάλη ειλικρίνεια έζησε και έγραψε τα ποιήματά του.

 

”Ένα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,

που λάμπει μες τη νύχτα – τίποτ’ άλλο.

 

Μια φωνή που γρικιέται μες στο σάλο,

και που σε λίγο παύει – τίποτ’ άλλο.

 

Πέρα, μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο

του βαποριού που φεύγει – τίποτ’ άλλο.

 

Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο

στα βάθη του μυαλού μου. – Τίποτ’ άλλο”.

 

 

                Δεν ήταν κανένας εύκολος άνθρωπος ο Λαπαθιώτης. Ούτε ήθελε να ζήσει μια ”εύκολη ζωή” που είχε ετοιμαστεί γι’ αυτόν. Θα μπορούσε να τη ζήσει αυτή τη ζωή και παράλληλα να κερδίσει μια θέση στο λογοτεχνικό κατεστημένο. Αυτός όμως ήθελε να είναι κάτι άλλο απ’ αυτό που οι άλλοι περίμεναν απ’ αυτόν. Ήταν ομοφυλόφιλος – πράγμα που για τα χρόνια του ήταν από αμαρτία μέχρι έγκλημα καθοσιώσεως. Εν πάση  περιπτώσει ήταν κάτι που δεν τον έκανε κοινωνικά αποδεκτό. Και αν τον έσωνε κάτι ήταν το οικογενειακό του όνομα αλλά κι αυτό όχι για πολύ. Μετά έπρεπε να βαδίσει μόνος. Επηρεασμένος από τον Συμβολισμό, την Παρακμή , τον Όσκαρ Ουάιλντ και τον Μπωντλαίρ, φιλοτέχνησε έναν εαυτό δανδή με κάπως προκλητικό ντύσιμο, φανταιζί που να θυμίζει Fin de Siècle.

Τα ποιήματά του είναι γεμάτα από παραίτηση, νοσταλγία, ανεκπλήρωτους πόθους και θάνατο. Υπήρξε επιστήθιος φίλος του Μήτσου Παπανικολάου και μαζί έπαιρναν κάθε βράδυ “το δρόμο της αμαρτίας” ψαρεύοντας νεαρούς, παίρνοντας ναρκωτικά, πίνοντας αλκοόλ, απαγγέλλοντας στίχους, επιμένοντας να ζήσουν στο δικό τους κόσμο, ένα σύμπαν που τους απομόνωνε και τους κρατούσε απόμερα μαζί με τους περιθωριακούς, τους μαχαιροβγάλτες και τους αλήτες. Στον κόσμο αυτό περνούσαν για κάποιοι. Στον άλλο κόσμο, αυτόν που είχαν εγκαταλείψει τους έβλεπαν με μισό μάτι. Πάντως η κρίση των ομοτέχνων τους δεν επηρεαζόταν σημαντικά και πάντως όχι αρνητικά.

 

                   ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Ήταν κομμουνιστής – συνειδητοποιημένος μάλιστα – έδωσε στο ΕΑΜ που πολεμούσε έξω από το σπίτι του στα Εξάρχεια, όλα τα όπλα που είχαν περιέλθει στην κατοχή του από το οπλοστάσιο του πατέρα του. Είχε δηλώσει στον Αρχιεπίσκοπο πως πρέπει να λογίζεται άθρησκος.

«Ο κομμουνισμός είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας. Αν αποτύχει και σ’ αυτό, δεν της απομένει παρά η επιστροφή στο σκοτάδι και την αποκτήνωση»  (23.11.1932).

«Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλυτοι -ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης- οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι -και για να σ’ αφανίσουν, μια για πάντα, μεταξωτή μυγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκώνα με τη σάπια την ψυχή!…

 

… Φτάνουν απ’ τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια, για να σου δώσουν τώρα, μια για πάντα, το μεγάλο μάθημα τ’ αξέχαστο, της πρώτης και στερνής δικαιοσύνης, καθώς την πήραν απ’ τα χέρια της ζωής -με τα θαμπά και τ’ άξεστα μυαλά τους πυρπολημένα από την αγανάκτηση…

 

… Φτάνουν οι γυμνοί κι αδικημένοι -κι οι ταπεινοί κι οι καταφρονεμένοι- που μέρα νύχτα τους κεντούσες με τα σίδερα, για να σου γλύφουν δουλικά τη φτέρνα- πλακώνουν τώρα, κύμα μανιασμένο, να τραγανίσουν τη ζεστή καρδιά σου, για το μεγάλο κρίμα που τους έκανες, να τους σκοτώνεις αναμεταξύ τους, για να ρουφάς τα δόλια τους μεδούλια, και να χορταίνεις, μέσ’ στην ξενοιασά σου, καλοθρεμμένο τέρας αστικό…».

Το είχε δημοσιεύσει στο αριστερό περιοδικό ‘’Πρωτοπόροι’’ το 1932.

 

 

              Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

Ο Λαπαθιώτης υπήρξε παρά την ‘’αποστασία’’ του και τον ελευθεριάζοντα τρόπο της ζωής του στενά δεμένος με την οικογένειά του. Μετά το θάνατο των γονιών του, τελευταίος πέθανε ο πατέρας του τα πρώτα χρόνια της Κατοχής, έμεινε μετέωρος, έρημος, αδύναμος να προχωρήσει, πραγματικό ψυχικό ράκος. Ο πατέρας του συγχωρούσε τα πάντα ακόμα και τα σούρτα – φέρτα των νεαρών που μπαινόβγαιναν σπίτι τους.

Δεν κατάφερε να εκδώσει μια δεύτερη ποιητική συλλογή κι αυτό τον γέμισε απελπισία. Η οικονομική του κατάσταση ήταν άθλια. Τον κήδεψαν με έραν οι φίλοι.

 

Αυτοκτόνησε πάνω που μετέφραζε το δοκίμιο του Αντρέ Ζιντ για τον Όσκαρ Ουάιλντ – τον οποίο αγαπούσαν και οι δύο – και το άφησε ημιτελές. Πάνω στην τελευταία φράση της μετάφρασης βρέθηκε ακουμπισμένο το πιστόλι με το οποίο είχε αυτοπυροβοληθεί το 1944. 

”Το στρώμα σκληρό

η κάμαρή σου μαύρη”.

‘Ένας στίχος του Μήτσου Παπανικολάου για το φίλο του αν και ο ίδιος είχε πεθάνει ένα χρόνο νωρίτερα.

          Ο Βάρναλης εκτιμούσε το ότι σε σχέση με τους άλλους ”λογίους και συναδέλφους”, το σινάφι δηλαδή των νέων ποιητών που ήταν θορυβοποιοί, ”μεγαλορρήμονες και μεγαλομανείς”, αυτός ήταν ”σιωπηλός, σεμνός και πάντα χαμογελαστός όταν κουβέντιαζε – αν και απόφευγε και αυτές τις τυπικές κουβέντες”. Όταν κυκλοφόρησε η πρώτη εκείνη συλλογή του το ’39 ο φίλος του Μήτσος Παπανικολάου, έγραψε μια διθυραμβική κριτική για τα ποιήματά του, ποιήματα όπως αυτό:

 

”Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα, πάλι, το στενό,

ως που να πέση η σκοτεινιά, μια μέρα, του θανάτου,

στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,

τι μου στοιχίζει, στην καρδιά, το ξαναπέρασμά του.

 

Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,

στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση!

Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,

κι όμως δε μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου τό δώση…

 

Ίσως, μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας, πάλι, στο βυθό,

και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε, πάλι, ταίρι,

αυτό τ’ ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,

σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρη!”.

 

Η ΤΑΙΝΙΑ, ΤΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Ο σκηνοθέτης Τάκης Σπετσιώτης έκανε μια πολύ ατμοσφαιρκή και νοσταλγική ταινία πάνω στις νύχτες των δύο φίλων του Λαπαθιώτη και του Παπανικολάου και έγραψε ένα θαυμάσιο δοκίμιο για την τέχνη του Λαπαθιώτη σε εννέα μέρη παραθέτοντας και εξήντα τρία από τα πεζά του ποιήματα.

Ο Άγγελος Παπαδημητρίου πρόσθεσε στην έκδοση αυτή εικόνες με προτομές και αγαλματίδια που απεικονίζουν τον ποιητή από πορσελάνη. Ο καλλιτέχνης αυτός γεννήθηκε στο Κιάτο το 1952. Παρά τις σπουδές του στις Καλές Τέχνες αλλά και το θέατρο, θεωρεί τον εαυτό του αυτοδίδακτο. Και ίσως έχει δίκιο, ως ένα βαθμό, γιατί ο τρόπος που φιλοτεχνεί τα έργα του αλλά και που υποκρίνεται φροντίζει να είναι περίπου ερασιτεχνικός με την καλή σημασία της λέξης. Από την πρώτη του έκθεση στην γκαλερί Νέες Μορφές το 1983, εργάζεται συστηματικά ως εικαστικός καλλιτέχνης και περφόμερ. Το 1993 συμμετείχε στην Μπιενιάλε της Βενετίας. Έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές και ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Εκτός από τα εικαστικά και την υποκριτική έχει επίσης ερμηνεύσει ζωντανά στις εμφανίσεις του παλιά ελαφρά ελληνικά τραγούδια. Και έχει εμφανιστεί συμμετέχοντας σε παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής και στην Επίδαυρο. Πρόκειται για έναν ιδιότυπο καλλιτέχνη με εξαιρετικά πολυσχιδή δραστηριότητα, πολλά ταλέντα και μεγάλο οίστρο, ο οποίος δουλεύει πάντα με κέφι πάνω σε διάφορα θέματα και μοτίβα. 

   ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:

-ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ, Χαίρε Ναπολέων, δοκίμιο για την τέχνη του ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΑ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ 63 πεζά ποιήματά του και εικόνες του ΑΓΓΕΛΟΥ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΑΓΡΑ, 1999
-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΓΥΡΙΟΥ, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του Μεσοπολέμου [1918-1940] τόμος Β’, Καστανιώτης, 2002
-Αντρέ ΖΙΝΤ, Όσκαρ ΟΥΆΙΛΝΤ, απόδοση, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ίνδικτος, 2005 3η έκδοση
-Λίνου ΠΟΛΊΤΗ, Ποιητική Ανθολογία, βιβλίο έβδομο, ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ, ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ, Γαλαξίας 1967

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.