You are currently viewing  Κώστας Ξ.Γιαννόπουλος: Ο Μπέρνχαρντ κι ο Μπέκετ κοιτάζουν μια έρημο μ’ ένα έλος στη μέση κι ένα Μ που πνίγηκε στο έλος.

 Κώστας Ξ.Γιαννόπουλος: Ο Μπέρνχαρντ κι ο Μπέκετ κοιτάζουν μια έρημο μ’ ένα έλος στη μέση κι ένα Μ που πνίγηκε στο έλος.

     

 ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΠΟΜΠΙΝΑ

 

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Η γλώσσα είναι μια πατρίδα. Η νύχτα είναι χώρος ελευθερίας. Η αφοσίωση είναι απαραίτητη. Οι διάλογοι στο θέατρο και τα διαλογικά μέρη στα πεζά θέλουν μια ιδιαίτερη μαεστρία. . Είναι σαν να γράφεις φούσκες σε κόμικ. Πρέπει να καρφώνονται στο μυαλό των άλλων. Να σημαίνουν και ταυτόχρονα να είναι αινιγματικοί. Κάποτε γριφώδεις. Υπαινικτικοί.

ΜΠΕΚΕΤ: Αλλά και παραινετικοί: «Όταν είμαστε μέσα στα σκατά ως το λαιμό δεν μένει παρά να τραγουδήσουμε».

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Ναι, ξέρω, αλλά τι τραγούδι θα πούμε;

ΜΠΕΚΕΤ: Το τραγούδι του σκατού! Ή το τραγούδι της φρίκης. Όπως λέει ο προσφιλής σας Μπρεχτ.

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ:  …ο οποίος μας έμαθε πολλά.

ΜΠΕΚΕΤ: Όπως και ο Αρτώ. Αυτοί οι δύο δεν είναι τα πρόσωπα της διατριβής σας;

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Ναι βέβαια, κι αυτός και «το είδωλο του θεάτρου» του. Τα μανιφέστα και ο ενθουσιασμός ενός τρελού.

ΜΠΕΚΕΤ: «Όλοι γεννιόμαστε τρελοί, κάποιοι όμως συνεχίζουν να είναι»

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Σ’ αυτούς συναριθμούμαστε.

ΜΠΕΚΕΤ: Πέστε μου τι σας κάνει να ανατριχιάζετε;

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Σας το είπα πριν:»Η ερημιά μ’ ένα έλος στη μέση».

ΜΠΕΚΕΤ: Γιατί;

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Γιατί είναι μια ζοφερή εικόνα που μου έδειξε ο παππούς μου.

ΜΠΕΚΕΤ: Ωραία, αλλά αυτήν την εικόνα μπορεί να την κάνετε ό,τι θέλετε.

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Μπορώ να κάνω την ερημιά πιο έρημη, το έλος πιο βαθύ, τη φρίκη ποιητικότερη και το λυρισμό δεν ξέρω…

ΜΠΕΚΕΤ: Χωρίς διέξοδο λοιπόν;

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Κι όμως συνεχίζουμε. Θα συνεχίσω. Μ’ αρέσει κάτι που λέει ο Κραπ προς το τέλος του έργου: «Ίσως έφυγαν τα καλύτερά μου χρόνια. Τότε που υπήρχε ακόμη ευκαιρία για ευτυχία. Δε θα ‘θελα όμως επ’ ουδενί να γυρίσουν. Τουλάχιστον με τη φωτιά που με καίει τώρα. Ναι, δε θα ‘θελα να γυρίσουν επ’ ουδενί»

ΜΠΕΚΕΤ:  Αυτές οι φράσεις είναι τα τελευταία λόγια της ”Μαγνητοταινίας του Κραπ”. Η επιθυμία μου είναι  να μείνουν στην μνήμη του θεατή.

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Μια τέτοια φράση μπορεί να χαθεί όμως ανάμεσα σε βαθυστόχαστες σκέψεις ή και ανόητα λόγια.

ΜΠΕΚΕΤ: Eξ ίσου σημαντικό είναι το πώς θα πει την φράση ο ηθοποιός. Με ποια φωνή. Γιατί είναι μια ραγισμένη σκέψη.

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Ξέρετε, φαντάζομαι, πως κάποια έργα σας τα έχουν ανεβάσει με λάθος τόνο. Με λάθος εκφορά, με μοιραία ακατάλληλο ύφος.

ΜΠΕΚΕΤ: Το γνωρίζω, αν και συνήθως δεν έχω επαρκείς ή και καθόλου σκηνικές οδηγίες που να καθοδηγούν τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς, ωστόσο το ίδιο το κείμενο είναι καλός μπούσουλας για να το ακολουθήσουν. Νομίζουν πως γράφω τραγωδία. Αν είναι δυνατόν! Τα έργα μου είναι κωμικοτραγικά. Τραγικές φάρσες. Δηλαδή, τι άλλο από φάρσα είναι ένα έργο, όπου κάποιος έχει στήσει δύο φτωχοδιάβολους χωρίς να έχει σκοπό να εμφανιστεί; Τραγική; -Πιθανό – αλλά φάρσα!

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Πέρα, βέβαια, από τον σκηνοθέτη υπάρχουν οι ηθοποιοί. Αν έχεις στην διάθεσή σου έναν Μινέτι…

ΜΠΕΚΕΤ: … ή τον Πάτρικ μακ Γκι.

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Αυτόν που στο «Πάρτι Γενεθλίων» του Πίντερ έσκιζε σε λωρίδες μια εφημερίδα, βουβός; Ενώ ο καημένος ο εορτάζων περίμενε να τελειώσει με την εφημερίδα για να τον ανακρίνει;

ΜΠΕΚΕΤ: Αυτόν ακριβώς, τον σπουδαίο συμπατριώτη μου.

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Ή τους δικούς μου συμπατριώτες: Ρίτερ, Ντένε, Φος.

ΜΠΕΚΕΤ: Ή ακόμα τον Έκεχαρτ Σαλ του «Μπερλίνερ Ανσάμπλ»

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Υπάρχουν και γυναίκες…

ΜΠΕΚΕΤ: …. Η Γουάιτλο, η Μπίλι που έπαιξε το «Όχι εγώ» που το έγραψα γι ‘ αυτήν, ή η Χριστίνα Τσίγκου, η Ελληνίδα. Αγαπημένη φίλη, που έκανε την Γουίνι στις «Ευτυχισμένες Μέρες» μου.

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Αυτό το ‘μου’, το βάζετε πάντα βλέπω μετά τον τίτλο.

ΜΠΕΚΕΤ: Ναι. Πάντως όχι για να τονίσω πως εγώ είμαι ο ιδιοκτήτης του έργου, αλλά γιατί είναι κομμάτι μου, δημιούργημά μου…καταλαβαίνετε.

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Πόσα πράγματα μπορεί να πει κανείς μαζί σας…

ΜΠΕΚΕΤ: Και σε πόσα μπορεί να διαφωνήσει…

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Ναι δε λέω. Δεν είμαστε συγγενικές συγγραφικές φύσεις αλλά και είμαστε.

ΜΠΕΚΕΤ: Το κακό με σας είναι ότι δεν σας παρασύρει μια ευχάριστη ιδέα, μια διέξοδος. Ή για να το πω αλλιώς. Δεν την βλέπετε καν. Της κλείνετε την πόρτα.

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Και σεις  νομίζω ότι πάσχετε από όλων των ειδών τις νευρώσεις και είστε καταθλιπτικός.

ΜΠΕΚΕΤ: Και σεις το ίδιο. Μήπως κάνω λάθος;

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Νομίζω όμως πως εμένα θα με διασώσει η οργή και το μένος μου

ΜΠΕΚΕΤ: Μπορεί όμως να σας βάλει σε λάθος δρόμο. Να ακολουθήσετε λάθος μονοπάτι και να βρεθείτε μπροστά σε πλήρες αδιέξοδο.

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Μπορεί! Μπορεί όμως και όχι!

ΜΠΕΚΕΤ: Πιστεύετε στον θυμό σας βλέπω.

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Στην οργή μου θα ‘λεγα.

ΜΠΕΚΕΤ: Κρατήστε την ψυχραιμία σας ωστόσο και μη γράφετε όταν ξεχειλίζετε από οργή. Ξέρετε καλύτερα από μένα την αξία του τραγουδιού, ενός λαϊκού ή ενός λίντερ, σε στίχους του Χάινε ή κάποιου άγνωστου τραγουδοποιού.

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ : Ναι, φυσικά. Ξέρω καλά την αξία του τραγουδιού, ή μιας μελωδίας, αλλά και την αξία του βήχα και του βραχνιασμένου  στέρνου. Το δεύτερο γύρο τον κερνάω εγώ. Γκαρσόν!

 

ΜΠΕΚΕΤ: Είμαι στην πατρίδα σας, οπότε θα δεχθώ ένα κέρασμα από τον οικοδεσπότη.

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Γεννήθηκα και ζω σε μια χώρα που βάλθηκε να μας αφανίσει.

ΜΠΕΚΕΤ: Αναφέρεστε φαντάζομαι στον “Αφανισμό”, ένα ογκώδες βιβλίο που πρόκειται να γράψετε.

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Ένα βιβλίο που μόνο τον τίτλο του μπορώ να πω αυτή τη στιγμή. Μόνο όταν το συνθέσω θα μπορώ να πω περισσότερα. Σημειώστε ωστόσο πως η φράση “θα σας αφανίσω” ήταν η φράση που κατεξοχήν εκτόξευε ο Χίτλερ εναντίον κάθε πιθανού και απίθανου αντιπάλου του. Και τους Εβραίους τους αφάνισε. Πάντως αυτό το βιβλίο μαζί με την «Αυτοβιογραφία» μου σε πέντε μέρη είναι για μένα –θα είναι θέλω να πω- από τα σημαντικότερα πεζογραφικά επιτεύγματα μου. Έπειτα το πρώτο μέρος της νεανικής μου “Αυτοβιογραφίας” δεν το έγραψα ακόμη αλλά το έζησα. Είχα μια μεγάλη απέχθεια για τα βιβλία κι ίσως και για τη γνώση αφού είχα υποστεί μια εκπαίδευση που κινούνταν ανάμεσα σ’ έναν παγανιστικό εθνικοσοσιαλισμό γερμανικής προέλευσης φυσικά κι έναν καθολικισμό που εντάχθηκε εξαρχής στον φασιστικό χαρακτήρα που είχε εγκαθιδρυθεί στη χώρα πριν ακόμη το Anschluss. Αν δεν υπήρχε, αν δεν ερχόταν στη ζωή μου ο παππούς μου θα ήμουν σίγουρα από κείνο το είδος του απεχθούς κεντροευρωπαίου που με πιέζει περιστοιχίζοντάς με από παντού, επιχειρώντας να με αφανίσει. Σ’ αυτό το απίστευτο συνονθύλευμα που έχει γαλουχηθεί με τις ίδιες μ’ εμένα αρχές, ούτε ν’ ανήκω θέλω, ούτε το ανέχομαι, ούτε θέλω ν’ αποτελέσει το κοινό  μου. Εξ ου κι η χολερικότητα που διαπιστώνετε. Αλλά δεν είμαι ο μόνος που φωνάζει σ’ αυτή τη χώρα. Δεν είμαι ο μόνος που βάζει τον καθρέφτη μπροστά στα μάτια των συμπατριωτών μου. Αλλά το αποτέλεσμα είναι να βλέπουν το πρόσωπό τους πίσω από τη θολότητα της ανάσας τους. Μεγάλο κατόρθωμα, μα την αλήθεια, να αλλοιώνουν με το χνώτο τους το είδωλό τους. Δείτε την Ελφρίντε Γιέλινεκ. Διαβάστε την “Πιανίστρια” της ή δείτε την ομώνυμη ταινία του Χάνεκε με την Ιζαμπέλ Ιπέρ. Διαβάστε τα έργα του Πέτερ Χάντκε, του Ξάβερ Κρετς, της Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν. Finis Austria και σε λίγο Finis Europa. Είδατε (θα δείτε θέλει να πει αν και δεν θα προλάβει μέσα στον κύκλο της ζωής του) την “Λευκή κορδέλα”; Είναι το απεχθές πρόσωπο του εθνικοσοσιαλισμού που όμως προσωποποιείται. Ο δάσκαλος με το πουλί και ο γιος του που οδύρεται για το λαιμό του πουλιού που έκοψε ο πατέρας του. Έχετε ήδη καταλάβει τι σημαίνει φασισμός στην Αυστρία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία, και την υποχώρηση της δημοκρατίας και των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης στη χώρα που ζείτε, τη Γαλλία. Ίσως γίνομαι πολύ σχηματικός, πολύ επιφανειακός.  Αλλά δεν έχω άλλο πιο εύσχημο, πιο βαθύ, πιο συντεταγμένο τρόπο να μιλήσω, γιατί δεν μας παίρνει ο καιρός και δεν έχω άλλο στήθος. Επίσης δεν έχω γράψει τόσο φανερά για την πολιτική και τους πολιτικούς. Ο τρόπος μου είναι υπαινικτικός. Είμαι κατά βάσιν (θα γίνω δηλαδή) συγγραφέας υπαρξιακός. Αυτό δεν μ’ εμποδίζει να είμαι πολιτικός. Συγγραφέας δηλαδή στρατευμένος. Αλλά είδα χθες στον ύπνο μου τον Χάιντεγκερ στο Μέλανα Δρυμό με τα γελοία τσουράπια του και την ανείπωτα δυσάρεστη φάτσα του. Είδα και την γυναίκα του να τον κυνηγά να του φορέσει ένα παλτό για να μην κρυολογήσει. Πολύ αργά. Οι μύξες του τρέχαν από παντού. Κι λέρωναν τα πεσμέναφύλλα στο δάσος. Η ανάσα του μόλυνε την υγρή ανάσα του δάσους την πνοή και την ψυχή του.

Αλήθεια, το μέλλον διαγράφεται σκοτεινό. Οι καιροί εξίσου χαλεποί με τους περασμένους. Τόσο που να λες»: Μα που είναι οι άνθρωποι;». Πού πήγε η ανθρωπιά. Η συνείδηση; Το σθένος; Τι ευτελισμός θε μου! Τι κατάρρευση. Μη ξεχνάτε. Ο υπότιτλος του ”Αφανισμού” είναι ακριβώς αυτός: «Μια κατάρρευση»

ΜΠΕΚΕΤ: Το Νόμπελ με τρόμαξε. Δεν πήγα καν να το παραλάβω, ανέτρεψε το ρυθμό της καθημερινότητάς μου-χρειάστηκε να κρύβομαι από αστόχαστους δημοσιογράφους, κλητήρες της ενημέρωσης του μεγάλου κοινού. Έγραψα ένα έργο πολύ τρυφερό και ανθρώπινο. Το «Μερσιέ και Καμιέ» και τους  «Χαμένους» («Ερημωτής»είναι ο τίτλος του κειμένου στη γαλλική του μετάφραση). Ένα ζοφερό έργο με άθλιους ήρωες, ανώνυμους που ανεβοκατεβαίνουν από την επιφάνεια της γης στα έγκατα και προσπαθούν να ξαναβγούν στην επιφάνεια. «Πολύ στενά για να ναι το πέταγμα ματαιόδοξο», λέω στην αρχή του «Ερημωτή» ή όπως το μετέφρασα στα αγγλικά ”The lost ones.” Τέλος πάντων θα είμαι πάντα στο πλευρό «Όλων εκείνων που πέφτουν»

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Δεν μπορώ δυστυχώς να πω το ίδιο. Είμαι πολύ πιο ατομικιστής. Περισσότερο μηδενιστής από σας ακόμα και στο «Endgame»[«Τέλος παιχνιδιού»]

ΜΠΕΚΕΤ: Το κατανοώ. Έρχεστε, βλέπετε, μετά από μας. Η στράτευση του Πίντερ, ας πούμε, αλλάζει όλη του τη συγγραφική φυσιογνωμία, ιδίως από μια στιγμή και μετά, αλλά σε κάνει να βλέπεις και τα πιο υπαρξιακά του έργα με το ίδιο μάτι. Το «Πάρτι Γενεθλίων», είναι ένα  καθαράπολιτικό έργο.

ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Εγώ είμαι ένα εγώ κι ένα εντελώς. Είμαι μισάνθρωπος. Πάσχω. όπως κι εσείς από μια αγοραφοβική συμπεριφορά όπως και η Γέλινεκ. Δε νομίζω πως είναι τυχαίο. Η Γέλινεκ δεν πιστεύει ούτε στον έρωτα. Διαβάστε την “Απληστία”. Είναι ‘»Μέγιστον μάθημα».

 

[Στο μεταξύ είχε ξεραθεί το λαρύγγι τους. Κι ας είχαν φροντίσει να το βρέξουν αρκετές φορές στη διάρκεια αυτής της κουβέντας. Ήρθαν και τα επόμενα. Κερασμένα. Είχαν ξεχαστεί μιλώντας. Δίψαγαν για έργα, για συνομιλία, για θέατρο, γι ανθρώπινη επικοινωνία. Είπαν πολύ περισσότερα απ’ όσα φαντάζονταν ότι μπορούσαν να πουν. Υπήρξαν υπαινικτικοί, αλλά και αναλυτικοί. Ένιωθαν σαν να ‘παιζαν μια παρτίδα πόκερ, συζητώντας.Αν και τα έργα του Μπέρνχαρντ δεν μπορούν μάλλον να μεταφερθούν στον κινηματογράφο εντούτοις υπάρχουν τα θεατρικά του που σπάνε κόκαλα πάνω στη σκηνή. Πόσες φορές οι ηθοποιοί τους δεν είδαν κάποιους να φεύγουν δυσαρεστημένοι στη μέση της παράστασης, μη αντέχοντας ν’ ακούσουν άλλο για τα κουσούρια τους και την αμβλυμμένη τους μνήμη. Πώς να ξεφύγει κανείς από την ανηλεή κριτική του Μπέρνχαρντ όταν στο θέατρο γίνεται πιο άμεση, πιο σκληρή.

Ούτε ο Μπέκετ προσφέρεται για διασκευές.  Μια ταινία 22΄που γύρισε ο Άλαν Σνάιντερ σε σενάριο του Μπέκετ και πρωταγωνιστή τον Μπάστερ Κήτον δεν έχει διαλόγους. «Ούτε δρομάκια, ούτε διασταυρώσεις (…) Καλοκαίρι πρωί εργάτες που πηγαίνουν στη δουλειά όλοι ανά ζεύγη». Δύο ποδήλατα και τον Μπάστερ Κήτον που πέρασε με χίλια βάσανα από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο να κοιτά φωτογραφίες του από περασμένα χρόνια, ενώ τον βλέπουμε από το πλάι. Μια βιρτουοζιτέ είκοσι δύο λεπτών].

 

 

ΜΠΕΚΕΤ: Αλλά για να επανέλθουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε. Ο Κραπ, ένας δραπέτης από το τσίρκο. Ένας γκροτέσκος τύπος. Θλιμμένος και ταυτόχρονα γελοίος αποχαιρετά την πορεία του στη ζωή που πήγε λάθος κρατώντας μόνο την ανάμνηση μιας ερωτικής σχέσης.

 Το έργο μου ακολουθεί μια σταθερή πορεία προς τη λιτότητα. Τη μικρή φόρμα. Έναν σχεδόν ολοκληρωτικό μινιμαλισμό. Που όσο κι αν μοιάζει πετυχημένος και σίγουρα ηθελημένος με κάνει ωστόσο να νοσταλγώ τα παλαιότερα έργα μου. Σ’ αυτά τα τωρινά, οι ήρωες δεν έχουν ονόματα. Θα μπορούσαν να γίνουν θαυμάσια κόμικς. Καρικατούρες είναι. Όλα εξαρτώνται από την ταχύτητα ή την καθυστέρηση στην εκτέλεσή τους. Άλλωστε οι ήρωες δεν συνδιαλέγονται. Μιλούν απλώς. Μονολογούν. Αλλιώς θα πεθάνουν. Ποιος θα δει μια βωβή θεατρική παράσταση παντομίμας; Κάπου εκεί τείνει να φθάσει αυτή η λιτότητα, η αφαίρεση. Που δηλώνει πως είναι οι τελευταίες μου αναλαμπές πριν σωπάσω για πάντα, πριν την αυλαία που όταν κλείσει στο τελευταίο μου έργο δεν θα μπορώ να βγω για υπόκλιση. Θα είμαι στο άσυλο χαμένος στην άνοιά μου. Ανίκανος για οποιαδήποτε σκέψη, οποιαδήποτε ομιλία. Η συνομιλία με έναν ανοϊκό είναι αδύνατη. Αλλά ακόμη είναι νωρίς για κάτι τέτοιο. Έχω χρόνια μπροστά μου και ως τότε δεν σκοπεύω να βάλω τελεία και παύλα.

 ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Ξέρω πως είμαι ένας πολύ φιλόδοξος νέος. Ένας συγγραφέας που δεν έχει δείξει ακόμη τη συγγραφική του φύτρα. Κάποια ποιήματα, λιμπρέτα, μερικά δημοσιογραφικά κείμενα μόνο. Ξέρω επίσης πως έχω δημιουργήσει πολλές αντιπάθειες. Ξέρω πως δεν θα διαδηλώσει ο κόσμος, το κοινό για να άρω την απαγόρευση ανεβάσματος έργων μου στα θέατρα της Αυστρίας. Κανείς δεν θα με νοσταλγήσει στ’ αλήθεια. Κι όσοι έχουν την τύχη και την τιμή να παρακολουθήσουν στο εξής έργο μου δεν θα νιώθουν και πολύ τυχεροί μετά την παράσταση. Όχι όλοι βέβαια. Είναι σαφές πως δεν απευθύνομαι παρά σε λίγους. Σ’ ένα κομμάτι της κοινωνίας στην οποία ζω ή εκτός αυτής. Σε λίγους θαρραλέους που δεν φοβούνται να δουν τον εαυτό τους και τις πράξεις τους. Υπάρχει και για μένα ένα κοινό που θέλει να με συναντήσει μέσω του έργου μου σε μια αίθουσα θεάτρου. Δεν ξέρω αν ο κόσμος είναι μια σκηνή θεάτρου. Ξέρω μόνο πως εγώ θα είμαι, σύντομα, ο ενορχηστρωτής αυτού του θεάματος στο θέατρο, γιατί είδα και κατάλαβα τι παίζεται  στη σκηνή (αν υπάρχει τέτοιο πράγμα) της κοινωνικής πραγματικότητας. Τα έργα μου μπορεί να κινηθούν πέρα απ’ τα σύνορα, να δουν και να συνομιλήσουν και με άλλα άστεα, γιατί έχουν εντοπιότητα.

 

Εδώ κάπου, η παράσταση έφτασε στο τέλος της, αν υποθέσουμε πως έχει θεατρικό χαρακτήρα. Δυο μεγάλοι μάγοι της θεατρικής τέχνης και της πεζογραφίας φόρεσαν τα κοστούμια του ρόλου που οι ίδιοι έγραψαν, σκηνοθέτησαν και εκτέλεσαν,. Και τα κοστούμια τους μπορεί να μην είναι ακριβώς τα καθημερινά τους ρούχα αλλά είναι κοντά σ’ αυτά που θέλησαν να πουν αλληλοσυνεντευξιαζόμενοι (Υπάρχουν και πιο πολυσύλλαβες λέξεις στα γερμανικά).

ΑΥΛΑΙΑ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

This Post Has One Comment

  1. Κλεα Παντελοπουλου

    Εξαιρετικό κείμενο και τόσο μα τόσο ζωντανό
    Νόμιζα ότι είχα την τύχη να τους έχω απέναντι μου
    να συνομιλούν σαν δυο
    αγαπημένα αδέλφια
    Πόσο με έχει εντυπωσιάσει η φιγούρα και η προσωπικότητα του Μπέκετ!ευχαριστώ και ευχαριστώ και για τους δύο…

Γράψτε απάντηση στο Κλεα Παντελοπουλου Ακύρωση απάντησης

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.