You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος:  Ο Πρεβέρ, ένα πουλί και μια πεντάχρονη

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ο Πρεβέρ, ένα πουλί και μια πεντάχρονη

     

 Το πουλί που απότομα χτυπιέται

Το πουλί που θα ʼθελε να δραπετεύσει

Το πουλί μοναχό και τρελαμένο

Το πουλί που θα ʼθελε να ζήσει

Το πουλί που θα ‘θελε να τραγουδήσει

Το πουλί που θα ʼθελε να φωνάξει

Το πουλί κόκκινο και χλιαρό σαν το αίμα

Το πουλί που πετά τόσο γλυκά

Είναι η καρδιά σου όμορφο παιδί

Η καρδιά σου που φτεροκοπά με τόση λύπη

Πάνω στο στήθος σου τόσο σκληρό και άσπρο.

[μτφρ. Κώστας Ριτσώνης]

 

Ένα πουλί, ένα μαύρο πουλί της ξενιτιάς, ένας χοντρός με καλοσυνάτο πρόσωπο, ένα πορτοκάλι που ξεφεύγει απ’ το χέρι της, δυο ερωτευμένοι, ένα πεντάχρονο κοριτσάκι που κατάφερε να διαβάσει ολόκληρο το ποίημα αυτού που πουλάει πουλιά και αποφάνθηκε «αυτό είναι ένα ποίημα – πουλί». Κι εκείνος έσκυψε πάνω στο σχέδιό της που παρίστανε ένα μεγάλο πρόσωπο κοριτσιού με δυο  κοτσίδια δυο ποδαράκια με σοσόνια υποκλίθηκε βγάζοντας το καπέλο του και μ’ εκείνο το αιωνίως λυπημένο πρόσωπο τής χαμογέλασε.

Αυτός ο ευγενικός κύριος ήταν ο ποιητής Ζακ Πρεβέρ [1900-1977].

«Ένα πορτοκάλι πάνω στο τραπέζι

Το φουστάνι σου πάνω στο χαλί

Κι εσύ μες στο κρεβάτι μου

Γλυκό κρασί του παρόντος

Δροσιά της νύχτας

Ζεστασιά της ζωής μου»

[μτφρ. Κώστας Ριτσώνης]

Αυτός λοιπόν ο μάλλον ψηλός κύριος που σπάνια αποχωριζόταν το καπέλο του που τον προστάτευε από τους στιχοπλόκους της δεκάρας γεννήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου του πρώτου έτους του 20ου αιώνα στο ζώδιο του Υδροχόου, στο Νεϊγύ-συρ- Σεν.Η μητέρα του βοηθούσε τη δική της να φτιάχνει χάρτινες σακούλες για ψώνια όταν συνάντησε τον πατέρα του, τον Αντρέ. Η Σουζάννα κι ο Αντρέ, λοιπόν, έκαναν δυο παιδιά τον Ζακ και τον Ζαν, δυο χρόνια μεγαλύτερό του.

Ο Αντρέ, ο πατέρας δουλεύει σε ασφαλιστική εταιρεία και δεν του αρέσει διόλου γι αυτό κλονίστηκε ψυχικά. Ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός, που και που γράφει θεατρικές κριτικές σ’ εφημερίδες, αγαπάει παθιασμένα τα βιβλία, απαγγέλλει από στήθους Ζολά, Δουμά πατέρα και γράφει ένα μυθιστόρημα. Ο γάτος που έχουνε σπίτι έχει τ’ όνομα του προέδρου της Δημοκρατίας. Τον λένε Λουμπέ.

Ο μικρός Ζακ περνά τα πρωινά με τον παππού του Αύγουστο Πρεβέρ που ζει στο Σαρντονέ, είναι βασιλικός και διευθυντής του Κεντρικού Πτωχοκομείου του Παρισιού. Ο Ζακ παίζει στον κήπο του σπιτιού του μ’ ένα εννιάχρονο αγόρι που θα γίνει ο ποιητής Λουί Αραγκόν.

Όταν ο Ζακ συμπληρώνει τα 6 αποκαθίσταται ο Ντρέυφους, γεννιέται ο αδελφός του Πιέρ που θα γίνει κινηματογραφιστής.

Ο Ζακ διαβάζει τις «Χίλιες και μία νύχτες» μαγεμένος καθώς και Σέρλοκ Χολμς. Ο πατέρας του χρεοκοπεί, απελπίζεται και θέλει ν’ αυτοκτονήσει, αλλά ο μικρός Ζακ προλαβαίνει και τον μεταπείθει. Ο παππούς τον παίρνει μαζί του τις Πέμπτες στο Πτωχοκομείο για να δει αν χρειάζονται κάτι οι φτωχοί. Ενώ τον προσανατολίζει προς τη θρησκευτική πίστη. Βόλτες στους κήπους του Λουξεμβούργου, σινεμά, βιβλία, παραστάσεις στο «Οντεόν».

Το 1913 κυκλοφορούν τα «Αλκοόλ» του Απολινέρ και το «Από τη μεριά του Σουάν» του Προυστ. Και οι δύο θα γίνουν οι αγαπημένοι του συγγραφείς.

Εργάζεται ως εμποροϋπάλληλος τα πρώτα χρόνια του πολέμου. Πρώτη εμφάνιση του Τσάπλιν.

Από το 1917 ως το 1920  θα μεσολαβήσουν η Ρώσικη Επανάσταση, θα πεθάνει ο Απολινέρ, ο Τζαρά θα κυκλοφορήσει τα «Μανιφέστα του Ντανταϊσμού», ενώ ο 20χρονος Πρεβέρ, απείθαρχος στρατιώτης θα συναντήσει τον μετέπειτα σουρεαλιστή ζωγράφο Υβ Τανγκύ. Το 1921 πηγαίνει στη Συρία και στην Κωνσταντινούπολη και γνωρίζει τον Μαρσέλ Ντυσάν.

Την επόμενη χρονιά ο Μουσολίνι βρίσκεται στην εξουσία, πεθαίνει ο Προυστ, ενώ ο Τζους καταφέρνει να βγάλει τον «Οδυσσέα». Ο Πρεβέρ με τον Τανγκύ εργάζονται στον «ταχυδρόμο του Τύπου». Διαβάζουν τον Τύπο κι ενημερώνουν τους συνδρομητές για τα’ άρθρα που τους αφορούν, ώσπου απολύονται.

Ο Πρεβέρ παίζει ένα ρόλο σε μια ταινία κι ο Μαρσέλ Ντυαμέλ εγκαθιστά τους δύο φίλους- Πρεβέρ και Τανγκύ- σε μια μικρή σοφίτα.

«Ονειρευόμουνα πως ήμουνα ένα άδειο μπουκάλι που επιπλέει στο νερό και αναπνέει από το στόμιο».

Το 1924 ο Μπρετόν δημοσιεύει τα «Μανιφέστα του Σουρεαλισμού». Ο Πρεβέρ, ο Ντυαμέλ κι οΤανγκύ συμμετέχουν στις συζητήσεις των σουρεαλιστών. Σχεδόν όλοι:  Μπρετόν,  Ντεσνός,  Αραγκόν,  Περέ,  Σουπώ,  Κενώ Λεϊρίς περνάνε από τη σοφίτα.Διάφορα σουρεαλιστικά γραπτά φέρουν την υπογραφή του Πρεβέρ. Ανοίγει η σουρεαλιστική γκαλερί με έκθεση του Τανγκυ.

1928 Ο Ντυαμέλ χρηματοδοτεί φιλμ στο οποίο συμμετέχουν οι αδελφοί Πρεβέρ κι ο Μαν Ραίη. Μια κακόγουστη φάρσα του Μπρετόν αποκλείει τον Πρεβέρ απ την ομάδα. «Τσακωθήκαμε με τον Μπρετόν γιατί είχε μια περίεργη αντίληψη για την ελευθερία των άλλων». Ανεβαίνει «Ο Βικτώρ ή τα παιδιά στην εξουσία» του Ροζέ Βιτράκ από τον Αρτώ.

  1. Ο Πιερ Πρεβέρ παίζει στη «Χρυσή Εποχή» του Μπουνιουέλ. Ο Ζακ συμμετέχει στο φυλλάδιο το «πτώμα» εναντίον του Μπρετόν. Δημοσιεύει στην επιθεώρηση του Μπατάιγ, δουλεύει ως σεναριογράφος ενώ βρίσκει ιδέες για λαϊκά φιλμ.

Χάρη στην υποστήριξη των Σαιν Τζων Περς, Λεόν Πωλ Φαργκ δημοσιεύει το περίφημο «Απόπειρα περιγραφής ενός γεύματος μασκαρεμένων στο Παρίσι- Γαλλία το 1931 στο περιοδικό «Κομέρς που διευθύνει ο Βαλερύ, ο Φαργκ κι ο Λαρμπώ:

«Όσοι βυζαίνουν από το Ω μητέρα Γαλλία

Όσοι τρέχουν, πετούν και παίρνουν εκδίκηση για μας, όλοι αυτοί κι άλλοι πολλοί, μπαίνουν περήφανα στο Προεδρικό Μέγαρο κάνοντας το ψιλό χαλίκι να τρίζει, όλοι αυτοί σπρώχνονταν, βιάζονταν, γιατί εκεί δινόταν ένα μεγάλο γεύμα μεταμφιεσμένων κι ο καθένας ήταν μασκαρεμένος ό,τι ήθελε (…)

Μερικοί, για να κάνουν τον κόσμο να γελάει, φορούσαν πάνω στους ώμους γοητευτικές φάτσες μοσχαριών, κι αυτές οι φάτσες ήταν τόσο όμορφες και τόσο θλιμμένες, με τα πράσινα χορταράκια στις κοιλότητες των αυτιών όπως τα φύκια στις λακκούβες των βράχων, που κανείς δεν τις πρόσεχε.

Μια μητέρα με κεφάλι θανάτου έδειχνε γελώντας την κόρη της με κεφάλι ορφανού στο γηραλέο διπλωμάτη οικογενειακό φίλο που είχε ντύσει το κεφάλι του Χώρα του Ήλιου. (…)

Ξαφνικά όμως όλα σείστηκαν γιατί μπήκε κάποιος άνθρωπος με κεφάλι ανθρώπινο, κάποιος άνθρωπος που κανείς δεν είχε προσκαλέσει και που ακουμπάει μαλακά στο τραπέζι το κεφάλι του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ μέσα σ’ ένα καλάθι».

Όταν μαθαίνει ότι ο Χίτλερ έγινε Καγκελάριος γράφει το ποίημα «Επικαιρότητα» και θα συμμετάσχει σε μια αριστερή θεατρική ομάδα που παίζει στις εργατικές συνοικίες.

Πρώτα παρουσιάζουν το τέρας ελεύθερο / Το παρουσιάζουν στους εργάτες / Είναι φίλος σας, σχεδόν αδερφό σας / Είναι παλιός ζωγράφος / Πάνω στο κτίριο, λένε. / Έτσι μάλιστα! Το μη χείρον! / Είναι πολύ πιο ακίνδυνος / Από έναν στρατηγό / Ένας παλιός ζωγράφος / Το μη χείρον / Και τώρα / Οι εργατικές συνοικίες / Ζωγραφισμένες / Με αίμα”

Το 1936 οι εργάτες κερδίζουν την εβδομάδα των 40 ωρών και την άδεια μετ’ αποδοχών. Η ομάδα του, ο «Οκτώβρης», ανεβάζει το έργο του «Άνοιξη- Καλοκαίρι 1936». Ο Περέ δημοσιεύει το ποίημα «Δεν το τρώω πια αυτό το ψωμί» κι ο Πρεβέρ το «Ραβδί στον αέρα». Ο Φράνκο παίρνει την εξουσία, οι Γερμανοί βομβαρδίζουν τη Γκουέρνικα. Το σενάριό του «Το νησί των χαμένων παιδιών απαγορεύεται. Το 1938 ο Πρεβέρ βρίσκεται στις ΗΠΑ. Επιστρατεύεται κι αποστρατεύεται αμέσως. Τα επόμενα χρόνια δουλεύει σε διάφορες ταινίες. Το 1942 ο Ελυάρ δημοσιεύει την «Ποίηση και αλήθεια» κι ο Καμύ τον «Ξένο», ενώ ο Πρεβέρ γράφει το σενάριο για τους «Επισκέπτες της νύχτας» για τον Μαρσέλ Καρνέ και το «Καλοκαιρινό φως» που θα γυρίσει ο Ζαν Γκρεμιγιόν το 1943, οπότε και οι Γερμανοί καταλαμβάνουν και την ελεύθερη ζώνη. «Οι Μύγες» του Σαρτρ κάνουν πρεμιερα στο Παρίσι όπως και το «Ατλαζένιο γοβάκι» του Πωλ Κλωντέλ. Κι ο Πρεβέρ γράφει για τον Καρνέ «Τα παιδιά του Παραδείσου», ενώ κυκλοφορεί παράνομα μια πρώτη ποιητική συλλογή.

«Χάσαμε τον καιρό μας/ Είναι γεγονός/ Ήταν όμως τόσο κακός καιρός/Προχωρήσαμε μόνοι μας το εκκρεμές/Ξεριζώσαμε τα νεκρά φύλλα του ημερολογίου/Μιλήσαμε για κήπους κρεμαστούς/ Κι εσείς ήσασταν ήδη/ Μες στα ιπτάμενα φρούριά σας».

  1. 25 Αυγούστου απελευθέρωση του Παρισιού. Ο Πρεβέρ χάνει τη μητέρα του.

  2. Ο Μουσολίνι εκτελείται. Ο Χίτλερ αυτοκτονεί.

Την ίδια χρονιά ο Ρομπέρ Ντεσνός πεθαίνει στην εξορία και ο Βαλερύ κηδεύεται δημοσία δαπάνη. Ο Μπρεχτ γράφει τον ”Κύκλο με την κιμωλία”. Το ”Ραντεβού” γραμμένο από τον Πρεβέρ και διασκευασμένο από τον  Ζοσέφ Κοσμά παρουσιάζεται με χορογραφία Ρολάν Πετί και σκηνογραφία Πικασό. Η Γαλλική Ραδιοφωνία αφιερώνει πέντε εκπομπές στον Πρεβέρ. Στην αίθουσα Πλεγιέλ δίδεται ρεσιτάλ τραγουδιών του. Εκδίδει τις ”Κουβέντες” (Paroles).

Το 1946 η Ζανίν και ο Ζακ Πρεβέρ αποκτούν την μοναδική τους κόρη, τη Μισέλ.

Οι ”Κουβέντες” και οι ”Ιστορίες” μετά την απελευθέρωση πουλάνε ένα τεράστιο αριθμό αντιτύπων, πράγμα ασυνήθιστο για ποιήματα. Έχουν μια ρωμαλέα γλώσσα, εκπληκτικής απλότητας και μια παλέτα χρωμάτων πυκνή όπου κάθε χρώμα διαθέτει την ακρίβεια που χρειάζεται για να αποδώσει την ένταση του συναισθήματος και τις ιδέες. Ο Πρεβέρ υπήρξε και ο ίδιος ένας άνθρωπος ρωμαλέος. Αγνοούσε τι ήταν συμβιβασμός. Πάντα είχε απλές ιδέες που τον οδηγούσαν και τον έτρεφαν. Πίστευε στην αγάπη και στη δύναμή της κι ότι το συναίσθημα αυτό θα κατευθύνει πάντα και τις πιο απλές ανθρώπινες πράξεις. Πίστευε ακόμα στη συνάφεια του ανθρώπου με τον κόσμο, στην εξέλιξη προς τα εμπρός. Δεν παραδεχόταν καθόλου το κακό που θριάμβευε. Ήταν αισιόδοξος και ήλπιζε ότι κάποια στιγμή δεν θα κυβερνούσαν πια τη γη οι τιποτένιοι κι ο κόσμος αυτός θα έμοιαζε με την Εδέμ.

Το 1949 διαβάζει στο ραδιόφωνο την ποιητική του συλλογή ”Θέαμα” η οποία απαγορεύεται από την επιτροπή λογοκρισίας.

Το 1951 ο Πιέρ Πρεβέρ που διευθύνει το καφε-θέατρο ”Πηγή των τεσσάρων Εποχών” ανεβάζει το ”Γεύμα Μασκαρεμένων”.

Το 1952 εκδίδονται τρία βιβλία του Πρεβέρ: ”Μαγεία του Λονδίνου”, ”Φασουλής” και ”Γράμμα από τα νησιά Μπαλαντάρ”. Πεθαίνει ο Πωλ Ελυάρ.

Το 1953 κάνει πρεμιέρα το ”Περιμένοντας τον Γκοντό” του Μπέκετ.

Το 1954 τελειώνει ο πόλεμος της Ινδοκίνας κι αρχίζει ο πόλεμος της Αλγερίας. 

Το 1955 πεθαίνει στην Αμερική ο Υβ Ταγκύ και το 1956 ο Πρεβέρ γράφει ένα βιβλίο για τον Χουάν Μιρό ενώ διασκευάζει την ”Παναγία των Παρισίων” του Ουγκώ. Θάνατος του Μπρεχτ.

Το 1957 γράφει ένα κείμενο για ένα μικρού μήκους φιλμ του Γιόρις Ήβενς και εκθέτει δικά του κολάζ στην γκαλερί Μεχτ.

Το 1958 ο Ντε Γκώλ ανεβαίνει στην εξουσία. Ο Ραιημόν Κενώ δημοσιεύει την ”Ζαζί στο Μετρό” και ο Αλαίν Ρενέ παρουσιάζει το ”Χιροσίμα Αγάπη μου” και ενώ παίζονται οι ”Οικοδόμοι της Αυτοκρατορίας” πεθαίνει ο συγγραφέας τους Μπορίς Βιαν.

Το 1962 ανακηρύσσεται ελεύθερο κράτος η Αλγερία.

Το 1963 ο Πρεβέρ κυκλοφορεί το ”Ιστορίες και άλλες ιστορίες”.

Το 1964 ο Σαρτ αποποιείται του Βραβείου Νόμπελ.

 ”Λιποτάκτες / Πηγαίνετε στην Αναρχία / Της νύχτας / Όπου σας βγάλει η αυγή / Όπου σας βγάλει η θάλασσα / Κι η μαγεία της ζωής”.

 Το Μάη του ’68 η αποχή των φοιτητών και οι απεργίες των εργατών, οι καταλήψεις των χώρων εργασίας, απασχολούν ζωηρά τον Πρεβέρ και εκφράζει σε πολλά κείμενά του τη συμπάθειά του.

Το 1969 ο στρατηγός Ντε Γκωλ εγκαταλείπει την εξουσία.

Το 1970 πεθαίνουν ο Ζαν Ζιονό, ο Μακ Ορλάν και ο Φρανσουά Μωριάκ. Ο Πρεβέρ δημοσιεύει τα ”Φανταστικά” με έγχρωμες φωτογραφίες των κολάζ του.

Το 1971 δημοσιεύει τις ”Γιορτές” με έγχρωμες φωτογραφίες έργων του Καλντέρ και ο Σαρτρ δημοσιεύει τις ”Λέξεις”.

Το 1972 εκδίδεται  η τελευταία συλλογή του Πρεβέρ ”Πράγματα και άλλα”.

Το 1973 ”Χαλκογραφίες”, πρόλογος σε πέντες γκραβούρες του Μαρσέλ Ζαν. Θάνατος του Πικάσο.

1975 η εκτύπωση των ”Αδωνίδων” σε συνεργασία με τον Μιρό τελειώνει, αλλά το βιβλίο θα δημοσιευτεί το 1978.

«Μέσα στα νερά της μάνας μου

που έσπασαν χειμωνιάτικα

γεννήθηκα μια νύχτα του Φλεβάρη

Μήνες πρωτύτερα

μες στην καρδιά της άνοιξης

έλαμψε ένα πυροτέχνημα

ανάμεσα στους γονείς μου

ήταν ο ήλιος της ζωής

κι εγώ βρέθηκα κιόλας μέσα της

Μου στάλαξαν το αίμα στο κορμί

ήταν κρασί από πηγή

και όχι από κατώι

Και όπως εκείνοι

μια μέρα

θα φύγω κι εγώ». [μτφρ. Θανάσης Αθανασίου]

Στις 11 Απριλίου του 1977 ο Ζακ Πρεβέρ πεθαίνει στην Ωμονβίλ – Λα Πετίτ κοντά στη γυναίκα του Ζανίν.   

«Τον Πρεβέρ λέει ο Ανρί Φρανσουά Ρέυ θα τον απαγγέλουνε συνέχεια και θα επαναλαμβάνουν τους στίχους του, χωρίς σταματημό, ώσπου να χαθούν οι άντρες και οι γυναίκες του έρωτα και της τρυφερότητας. Μέχρι τη μέρα εκείνη που τα καθάρματα και οι μάσκες των ατέλειωτων ”γευμάτων  μασκαρεμένων” θα θριαμβεύσουν και θα ανέβουν στην εξουσία χωρίς πια να την αφήσουν ποτέ. Μέχρι τότε όμως ας διαβάζουμε και ας ξαναδιαβάζουμε τον Πρεβέρ. Λέει την αλήθεια, τραγουδάει σωστά, φτάνει κατευθείαν στις καρδιές μας, εκεί που είναι δηλαδή η βαθύτερη ουσία της ταυτότητάς μας».

 

Βοηθήματα:

-Ζακ Πρεβέρ, Κουβέντες, μτφρ. Μιχάλης Μεϊμάρης, εκδόσεις Πλειάς, 1979
-περ. Διαβάζω, τχ. 73, 13/7/1983

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.