You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Τσβετάγιεβα – Πάστερνακ δύο  «μηχανικοί των ανθρώπινων ψυχών»*  αλληλογραφούν

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Τσβετάγιεβα – Πάστερνακ δύο «μηχανικοί των ανθρώπινων ψυχών»* αλληλογραφούν

 

                                              Επιταγές και δέματα
                                                           τα κανονίζεις όπως-όπως.
                                         Τριάντα τα εκατό πενήντα τα εκατό
                                       μα ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενητειά
                                                                              Άρης Αλεξάνδρου
 
                                                                Για την ομάδα είμουν
                                                              ύποπτος πάντα
                                                                 σαν την αλήθεια
                                                                         Άρης Αλεξάνδρου

 

 

 

ΜΑΡΙΝΑ ΤΣΒΕΤΑΓΙΕΒΑ

 

 

 «Πρόσεξες ότι σου χαρίζω το είναι μου σε κομμάτια;

»Τι άλλο να σου γράψω, Μπορίς; Η σελίδα μου τελειώνει, η μέρα άρχισε».

Η Μαρίνα Τσβετάγιεβα αλληλογραφεί παθιασμένα – και διαθέτει μεγάλο πάθος –είναι μια γυναίκα παράφορη, έξαλλη, πυρπολημένη από έρωτα [-έρωτες], εμμανής, ασυγκράτητη, έμπλεη οίστρου.

Μέσα στα 49 μόλις χρόνια του βίου της έζησε τα πάντα: έγραψε σπουδαία ποιήματα εμπνευσμένα από την περίπλοκη  προσωπικότητά της, τον ατίθασο και αδιάλλακτο χαρακτήρα της, τα συναισθήματά της, την ακατανίκητη ανάγκη της γι αγάπη. [«Ήθελα τόσο πολύ ν’ αγαπηθώ που νιώθω ότι αγαπάω» φώναζε ο Ντριέ λα Ροσέλ], αγάπησε κι ερωτεύτηκε άντρες και γυναίκες, παντρεύτηκε έναν άντρα που δεν έπαψε ποτέ να αγαπάει και να υπολογίζει, ταξίδεψε, αυτοεξορίστηκε, έμαθε γλώσσες, αγαπήθηκε και φθονήθηκε, έκανε τρία παιδιά, δύο κόρες κι ένα γιο, έζησε και στα δύο άκρα της δαντικής Θείας Κωμωδίας, το Καθαρτήριο το παρέκαμψε.

«Σχετικά με τον Μπορίς. Ο Μπορίς ερωτεύεται [Μια ζωή!] Και ερωτεύεται  με αντρικό τρόπο. Με τον τρόπο του Πούσκιν».

 

 

ΜΠΟΡΙΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ

 

 

 

                         «Μόσχα 25 Μαρτίου 1926

Επιτέλους είμαι μαζί σου. Έτσι όπως είναι ξεκάθαρο μέσα μου και καθώς πιστεύω στη μοίρα, θα μπορούσα να σωπάσω, να αποδώσω τα πάντα σε αυτήν, που με κάνει να χάνω το μυαλό μου, που δε μου αξίζει, που παρουσιάζεται τόσο αφοσιωμένη απέναντί μου. Επειδή όμως αυτή η σκέψη περιέχει τόσα αισθήματα για σένα – αν δεν τα περιέχει όλα – δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μαζί της. Σ’ αγαπώ  τόσο δυνατά, τόσο απόλυτα, που θα καταντήσω έρμαιο αυτού του αισθήματος, σαν να κολυμπώ μέσα σε μια θύελλα και θέλω το αίσθημα αυτό να με ξεπλύνει, να με γυρίσει στο πλάι, να με κρεμάσει ανάποδα, με σπαργανώνει, θα γίνω παιδί, το πρώτο και μοναδικό παιδί ενός κόσμου που ξεπρόβαλε μαζί σου και μαζί μου…»

 

Ο Πάστερνακ αποτέλεσε πρότυπο για τους νεαρούς ποιητές και άλλαξε αποφασιστικά την ποίηση του Όσιπ Μαντελστάμ, της Μαρίνας Τσβετάγιεβα και άλλων. Ξεκίνησε γράφοντας φουτουριστικά ποιήματα, έγινε φίλος του Μαγιακόφσκι. Αργότερα απλοποίησε την ποίησή του για να την καταλαβαίνει κι ένα κοινό εν πολλοίς απαίδευτο, αλλά που διψούσε για ποίηση, αλλά και γιατί το στυλ του ήταν μακριά από το κυρίαρχο δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και φοβόταν τις διώξεις των διανοουμένων, των καλλιτεχνών και των επιστημόνων που είχαν ενταθεί την εποχή της Τρομοκρατίας.  Το 1932 φρόντισε να  μετασχηματίσει το στυλ του για να το κάνει αποδεκτό στο σοβιετικό κοινό και εξέδωσε την ποιητική συλλογή Η Δεύτερη Γέννηση. Μετά απλοποίησε ακόμα περισσότερο το στυλ  και τη γλώσσα του στη νέα του συλλογή Στα Πρωινά Τρένα.  

Πάντως συγγραφείς διαφορετικών  προσανατολισμών, όπως ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, ο Αντρέι Μπιέλυ, η Άννα Αχμάτοβα και ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, εκθείασαν τα ποιήματά του ως έργα αγνής,  αχαλίνωτης έμπνευσης.

 

Ο πατέρας του Λεονίντ Πάστερνακ, εβραϊκής καταγωγής,  διακεκριμένος ζωγράφος και καθηγητής Καλών Τεχνών είχε φιλοτεχνήσει τα πορτραίτα του Λέοντος Τολστόι, του Ράινερ Μαρία Ρίλκε και του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, οι οποίοι σύχναζαν στο σπίτι του, καθώς και του Λένιν. Η μητέρα του Ρόζα Κάουφμαν ήταν πιανίστρια. Ο νεαρός Μπόρις σκόπευε να ακολουθήσει καριέρα μουσικού. Σπούδασε θεωρία και σύνθεση επί έξι χρόνια. Ξαφνικά διέκοψε τις σπουδές του για να μελετήσει φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια της Μόσχας και του Μαρβούργου στη Γερμανία.

 

«Είμαστε πιόνια του σκακιού και κάποιος παίζει μαζί μας».

»Κάθομαι και διαβάζω, σαν να με βλέπεις, και σ’ αγαπώ και θα ήθελα να μ’ αγαπάς κι εσύ. […]

Πόσο μεγάλη, πόσο διαβολικά μεγάλη καλλιτέχνιδα είσαι, Μαρίνα!», της λέει.

Ο Πάστερνακ πίστευε πως η σχέση του με την Τσβετάγιεβα ήταν προδιαγεγραμμένη, ότι θα υπήρχε ανεξάρτητα από τα αισθήματα ή τις επιθυμίες τους ή ακόμα και από το θαυμασμό που έτρεφαν ο ένας για τον άλλο.

Απογοητευμένος από την αποκαθήλωση των ειδώλων του, αφού οι ιδιοφυείς φίλοι αποδείχτηκαν κάλπικοι, ανακάλυπτε τη συγγένειά του με τη Μαρίνα, την οικειότητα τη συνάφεια, αλλά και την ξεχωριστή της φύση. Την τοποθέτησε σε ένα βάθρο και δεν την κατέβασε ποτέ από αυτό.

 

Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ

 

Πρόκειται για ερωτική αλληλογραφία υποστηρίζει η Σούζαν Σόντακ.

Μια ένθεη φλόγα διαπερνά τους δύο Ρώσους ποιητές κι ο άμετρος θαυμασμός, η λατρεία και το δέος που νιώθουν για τον τρίτο ποιητή και αλληλογράφο, τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε που πεθαίνει  από λευχαιμία στα 51 του χρόνια στο Μοντρέ της Ελβετίας στο τέλος του 1926. Δηλαδή τη χρονιά που λαβαίνει χώρα η αλληλογραφία.

 

ΗΛΙΚΙΕΣ

 

Το 1926 ο Πάστερνακ είναι 36 ετών και συνεχίζει να ζει στη γενέτειρα του τη Μόσχα, αφού αρνήθηκε να ακολουθήσει τους γονείς του που εγκαταστάθηκαν στην Αγγλία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Αντίθετα η τριαντατετράχρονη Τσβετάγιεβα ζει με τον άνδρα της και τα δυο της παιδιά στο Παρίσι σε συνθήκες ανέχειας και μιζέριας έχοντας φύγει από τη Μόσχα από το 1922, όταν ηττήθηκαν οι Λευκοί, οι αντεπαναστάτες με τους οποίους πολεμούσε ο Ρωσοεβραίος σύζυγός της Σεργκέι Έφρον.

 

ΠΡΙΝ ΓΝΩΡΙΣΤΟΥΝ

 

 

Στα χρόνια του Μεγάλου πολέμου και της Επανάστασης δεν γνωρίζονταν οι δυο τους.

Ωστόσο, η Μαρίνα λέει για μια βραδιά απαγγελίας του Πάστερνακ που έτυχε να παρακολουθήσει: «Η αμηχανία του στη σκηνή θύμιζε έντονα Μπλοκ. Σου έδινε την εντύπωση επίπονης συγκέντρωσης, θα ήθελες να τον σπρώξεις- όπως ένα αυτοκίνητο που έχει σταματήσει… ‘ξεκίνα επιτέλους ‘. Και επειδή καμία λέξη δεν έφτανε ως  εμένα (μόνο ένα μουγκρητό, όπως ξυπνάει μια αρκούδα και χασμουριέται), σκέφτηκα εκνευρισμένη: ‘Θεέ και Κύριε, γιατί βασανίζεται έτσι και βασανίζει κι εμάς!’».

Αλλά και ο Πάστερνακ όταν είχε συναντήσει τη νεαρή ποιήτρια και της είχε απευθύνει μια ασήμαντη ερώτηση εκείνη τον έλουσε με ένα σωρό κοινοτοπίες. «Η Τσβετάγιεβα δεν μου κίνησε καθόλου το ενδιαφέρον».

 

Τριάντα χρόνια αργότερα έχοντας διαβάσει την ποιητική συλλογή της Βέρτσι [1921] γράφει: «Έπρεπε να διεισδύσει κανείς στην ποίησή της. Όταν το έκανα, έμεινα κατάπληκτος από την απύθμενη διαύγεια και τη δύναμη που μου αποκαλύφθηκαν. […] Με εξαίρεση τον Μπλοκ, ίσως και τον Αντρέι Μπιέλι, η νεαρή Τσβετάγιεβα ήταν αυτό που όλοι μαζί οι συμβολιστές επιδίωκαν και δεν μπορούσαν να φτάσουν». Διαπιστώνει πως η ποίησή της έχει κάποια συγγένεια με τη δική του, ίσως εξαιτίας κοινών επιδράσεων, της μόρφωσής τους. ή εξαιτίας κοινών χαρακτηριστικών των  χαρακτήρων τους. Επισημαίνει ακόμα την κοινή τους αφετηρία: τη μουσική, τους κοινούς τους στόχους και τις κλίσεις τους. Ίσως άργησε λίγο να δημιουργηθεί αυτή η θερμή ερωτική φιλία, αφού κι οι δυο  υπήρξαν εκστατικά ερωτικά πρόσωπα. 

«Η ποίηση, φίλε μου, είναι όπως ο έρωτας: δε σε αφήνει ήσυχο, είσαι αιχμάλωτός της», λέει η Τσβετάγιεβα στον Πάστερνακ όταν πριν το 1925 περνούσε μια κρίση και σκεφτόταν να εγκαταλείψει την ποίηση. «Και τι θα κάνεις μετά;», του λέει: «Θα πηδήξεις από τη γέφυρα στον Μόσκοβα;».

Σε άλλη στιγμή αποφαίνεται: «Ο Μπορίς είναι υπέροχος, όμως πόσο λίγοι τον καταλαβαίνουν – ακόμα κι εκείνοι που τον αγαπούν».

 

Πάστερνακ: «Είσαι παθιασμένα δική μου μέχρι τρέλας και όχι δικό μου δημιούργημα». «Είσαι ο μοναδικός νόμιμος ουρανός μου και η γυναίκα  μου».

Τσβετάγιεβα: «Η απομάκρυνση μου από τη ζωή γίνεται  όλο  και περισσότερο αμετάκλητη. Μετακομίζω […] κουβαλώντας μαζί μου όλο το πάθος, όλα όσα έχω αποθησαυρίσει, όχι σαν μια ωχρή σκιά, αλλά σε τέτοια αποθέματα, που θα μπορούσα να ταΐσω και να ποτίσω ολόκληρο τον Άδη. Ω, τι κουβέντα θα έπιανε μαζί μου ο Πλούτωνας!».

Πάστερνακ: «…και δεν μπορείς να διασχίσεις το δρόμο, χωρίς να περπατήσεις σ’ ολόκληρο το σύμπαν».

«Το χρώμα τ’ ουρανού είναι λουλακί, σαν τα πλυμένα ρούχα που παίρνεις μαζί σου όταν αφήνεις το νοσοκομείο».

[η μεγάλη ένταση του ποιητικού του πάθους, θυμίζει Λέρμοντοφ, λέει ο ιστορικός της ρωσικής λογοτεχνίας, D. S. Mirsky. Εξαιρετικά αναλυτική οξύτητα στη θεώρηση του κόσμου, μελετημένη και πρωτότυπη διατύπωση. Η απαράμιλλη τέχνη του στίχου του κι η ακρίβεια των εικόνων του δίνει στον αναγνώστη την εντύπωση πως βλέπει τον κόσμο για πρώτη φορά.  Θαρρείς, κι ένας ρώσικος δρόμος «έχει γίνει τόσο λείος από τις ρόδες των αμαξιών, ώστε τη νύχτα αντανακλά τ’ αστέρια»].

 

ΑΥΤΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

 

«Μαρίνα Ιβάνοβνα Τσβετάγιεβνα

Γεννηθείσα στις 26 Σεπτεμβρίου 1892 στη Μόσχα.

Αριστοκρατικής καταγωγής.

Ο πατέρας: Γιός ενός ιερέα […] – φιλόλογος ασχολούμενος με τις ευρωπαϊκές γλώσσες […] δόκτωρ […] του πανεπιστημίου της Μπολόνια, καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης […] ιδρυτής […] του πρώτου στη Ρωσία Μουσείου Καλών Τεχνών.

[…]

Η μητέρα: Καταγόμενη από οικογένεια Πολωνών πριγκίπων, υπήρξε μαθήτρια του Ρουμπινστάιν και διέθετε σπάνιο μουσικό ταλέντο. Πέθανε νωρίς. Σ’ αυτήν οφείλω το ότι γράφω ποιήματα.

 […]

Πρώτα παιδικά χρόνια: Μόσχα και Ταρούσα (φωλιά των Χλιστί στον ποταμό Όκαμ – αιρετικών του 17ου  αιώνα αυτομαστιγούμενων που πίστευαν στην αιώνια αναγέννηση του Χριστού μέσα στον άνθρωπο), από τα 10 έως τα 13 μου χρόνια [οπότε πέθανε η μητέρα μου] έζησα στο εξωτερικό, στα 17 μου επέστρεψα στη Μόσχα. […] Ο συνδυασμός των επιδράσεων από τον πατέρα και τη μητέρα μου μου εμφύσησαν  τη σπαρτιάτικη νοοτροπία. Δύο επωδοί στο ίδιο σπίτι. […]

Εξέλιξη πνευματικής ανάπτυξης: Πρώτα παιδικά χρόνια, μουσική, 10 ετών – επανάσταση και θάλασσα [Νέρβι, κοντά στη Γένοβα, φωλιά εμιγκρέδων], 11 ετών- καθολικισμός, 12 ετών – πρώτα πατριωτικά αισθήματα, […] από τα 12 έως σήμερα – αγάπη για τον Ναπολέοντα, που εκτοπίστηκε από την αγάπη για τους ρώσους ήρωες […] – ρήξη με όλες τις ιδέες, αγάπη για τη Σάρα Μπερνάρ, ένα ξέσπασμα βοναπαρτισμού από 16 έως 18 ετών – Ναπολέων (Βίκτωρ Ουγκώ, Βερανζέρος, Θιέρσος, απομνημονεύματα, θρησκεία). Γάλλοι και γερμανοί ποιητές.

Πρώτη συνάντηση με την επανάσταση 1902- 1903 [εμιγκρέδες], δεύτερη 1905-1906  [Γιάλτα, Εσέροι]. Τρίτη δεν υπήρξε.[…]

Χάινε, Γκαίτε, Χέλντερλιν – μιλώ για τις προσωπικές σημερινές προτιμήσεις μου – Λεσκόφ και Αξάκοφ. Νεκράσοφ. Από τους σύγχρονους ο Πάστερνακ. […] Αγαπώ με πάθος τους Τσιγγάνους του Πούσκιν από 7 ετών έως σήμερα. Ο Ευγένιος Ονέγκιν δε μου άρεσε ποτέ.

Αγαπημένα βιβλία που θα έπαιρνα μαζί μου στην πυρά: Νιμπελούγκεν, Ιλιάδα, Αφήγηση της εκστρατείας του Ιγκόρ.

 

Αγαπημένες χώρες: Αρχαία Ελλάδα και Γερμανία.

Εκπαίδευση: Από 6 ετών στη Μουσική Σχολή Ζογκρά-Πλαξίνα, 9 ετών 4ο Γυμνάσιο Θηλέων, 10 ετών τίποτα, 11 ετών καθολικό οικοτροφείο στη Λοζάνη, 12 ετών καθολικό οικοτροφείο στο Φράιμπουργκ [Μέλας Δρυμός], 13 ετών Γυμνάσιο της Γιάλτας, 14 ετών οικοτροφείο Αλφιέροφ στη Μόσχα, 16 ετών Γυμνάσιο Μπριουχανιένκο. Τελείωσα την 7η τάξη και έφυγα στην 8η.

Σε ηλικία 16 ετών παρακολούθησα καλοκαιρινά μαθήματα παλαιάς γαλλικής λογοτεχνίας στη Σορβόννη.

[…]

Γράφω ποιήματα από την ηλικία των 6 ετών. Δημοσιεύω έργα μου από την ηλικία των 16 ετών. Έχω γράψει ποιήματα και στα γαλλικά και στα γερμανικά.

Πρώτο βιβλίο το Βραδινό Λεύκωμα. Το εξέδωσα μόνη μου, όταν ακόμη ήμουν στο Γυμνάσιο. Πρώτη κριτική το μεγάλο χαιρετιστήριο άρθρο του Μαξ Βολόσιν. Λογοτεχνικές επιρροές δεν αναγνωρίζω, αναγνωρίζω επιρροές ανθρώπων. […]

Αγαπημένοι συγγραφείς (από τους σύγχρονους): Ρίλκε, Ρολάν, Πάστερνακ.

[…]

Δεν εντάχθηκα ούτε και πρόκειται να ενταχθώ σε κάποια  ποιητική ή πολιτική τάση. [Και αλλού: «Αντί για ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΑ έχω ΚΟΣΜΟΑΝΤΙΛΗΨΗ». «Είμαι ΣΤΕΝΟΓΡΑΦΟΣ της ζωής»]

[…]

Πράγματα που αγαπώ περισσότερο: τη μουσική, τη φύση, τα ποιήματα, τη μοναξιά»

 

 

 

  

ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΤΗ

 

 

Τίποτα δεν είναι αειθαλές σ’ αυτόν τον κόσμο. Ούτε οι ποιητές. Αλλά αυτοί έχουν το λόγο δεύτερη σάρκα τους. Μια στιγμή ένα αγόρι χάνεται στο δάσος και βγαίνει σ’ ένα άγνωστο ξέφωτο. Στέκεται εκεί μαγεμένο και πίνει φως. Όλο το φως. Αυτό τ’ αγόρι είναι ο Μπόρις Πάστερνακ που λυγίζει και κινδυνεύει να σπάσει: «Σήκω, ποιητή και δώσε/ Στο φρουρό την άδεια εισόδου:/ Τόπος δεν είναι εκεί /Για να ονειροπολείς». Αυτός ο ίδιος είναι που λέει: «Αισθάνομαι πως με έχει χτυπήσει στο πρόσωπο ο άνεμος της Ιστορίας», μόνο που δεν μπορεί να γυρίσει και να κοιτάξει πίσω του τις στάχτες όπως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, υποχρεώνεται να κοιτάξει μπροστά, να δει στα μάτια την επανάσταση. Κι όταν οι αυταπάτες διαλυθούν κι ο Γκουμιλιόφ οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα, κι εκείνος έχει επιτελέσει το κομματικό του καθήκον αντιλαμβάνεται πως δεν είναι ασφαλής, όπως νόμιζε, επειδή ο Στάλιν δεν τον πείραζε γιατί συμβιβαζόταν και υπάκουε στις εντολές του κι αισθανόταν φρικτά γι αυτό. Τον άκουσε, να το επαναλαμβάνει ξανά και ξανά συντετριμμένος, ο Αζάια Μπερλίν. Όμως ποιος ζήτησε από τους ποιητές να γίνουν ήρωες; «Είμαι ο πιο απροστάτευτος άνθρωπος που ξέρω», έλεγε η Τσβετάγιεβα. [Ο Σοστακόβιτς με τον οποίο ο Πάστερνακ έγραψε μια όπερα κοιμόταν με τη βαλίτσα κάτω απ’ το κρεβάτι του  για να το σκάσει απ’ τη στέγη όταν ακούσει να του χτυπούν την πόρτα-ξέροντας πως δε θάναι για καλό].

 

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

 

Μια μοίρα άπονη κατευθύνει τις ζωές των ποιητών. Κι ο Πάστερνακ όταν κατόπιν διαταγής του Στάλιν που τον κινούσε σαν πιόνι στη σκακιέρα του πηγαίνει στο Παρίσι ακριβώς τη στιγμή που η Τσβετάγιεβα ετοιμάζεται μετά από 14 χρόνια να το εγκαταλείψει: «Όλα με σπρώχνουν να γυρίσω στη Ρωσία. Εδώ είμαι περιττή. Εκεί ανεπιθύμητη».  Κι ο Μπορίς, ο φίλος της σκύβει στο αυτί της και της ψιθυρίζει: «Μην πας εκεί, Μαρίνα. Στη Μόσχα κάνει κρύο, είναι γεμάτη ρεύματα». Εκείνη όμως ξέρει πως ο ποιητής δε μπορεί να σταθεί στην εξορία. Δεν υπάρχει εκεί έδαφος ούτε ρίζες ούτε γλώσσα. Έπειτα ποιος σκοτιζόταν για τα γραπτά της στο Παρίσι. Ήταν μια απόκληρη. «Ότι συμβεί από δω και μπρος δεν θάναι παρά η μοίρα μου».

 Όταν τελικά επιστρέφει κανείς δεν την αναγνωρίζει, κανείς δεν τη θυμάται. Ο Στάλιν, λέει η γυναίκα του Μαντελστάμ έχει δώσει γραμμή να αγνοούν τους επαναπατρισθέντες. Άλλωστε η σαρανταεπτάχρονη ποιήτρια είναι γερασμένη με σχεδόν γκρίζα μαλλιά, αδύνατη, χωρίς ίχνος χρώματος στα μάγουλα. Κι ο Πάστερνακ τη φροντίζει ως ένα σημείο, πιο πολύ όμως ούτε αυτός μπορεί. Δεν έχει παρά να χαμηλώσει τα μάτια και να κλειστεί στη ντάτσα που του έχει παραχωρήσει το καθεστώς, και να σωπάσει τουλάχιστον ως τον Δρ. Ζιβάγκο [1957] που εκδίδεται στην Ιταλία και μεταφράζεται σε 18 γλώσσες. Στη Ρωσία απαγορεύεται από αυτούς που δεν το διάβασαν και όταν έρθει η ώρα του Νόμπελ υποχρεώνουν τον συγγραφέα να το αποποιηθεί. Το βιβλίο του εκδίδεται στα ρωσικά την εποχή της Περεστρόικα [1987] και το Νόμπελ το παραλαμβάνει ο γιος του ο Λεονίντ, κοντά τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του το 1960.

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΤΣΒΕΤΑΓΙΕΒΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ

 

 Ο Σεργκέι Έφρον, ο Σεριόζα, όπως τον έλεγε η Μαρίνα έχει συλληφθεί αφού στο μεταξύ από Λευκός γίνεται Κόκκινος και μάλιστα πράκτορας της περιβόητης NKVD. Αργότερα εκτελείται. Η κόρη της Ιρίνα, όχι και τόσο προσφιλής στη Μαρίνα, έχει πεθάνει στο λιμό του 1921 στο ορφανοτροφείο, ενώ η πολυφίλητη Αριάδνη έχει συλληφθεί. Βρίσκεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μαζί της έχει τον Μουρ, τον δεκαπεντάχρονο γιό της  [δανείστηκε το όνομα αυτό από τον γάτο του ΕΤΑ Χόφμαν: «Βίος και Πολιτεία του γάτου Μουρ»] . Ζητά μια θέση λαντζέρισας για το εστιατόριο των συγγραφέων από την κομματική επιτροπή. Της την αρνούνται. Στο μεταξύ έχουν αυτοκτονήσει ο Γεσένιν κι ο Μαγιακόφσκι. Έχει πεθάνει στο λιμό ο Μπλοκ. Ο Πάστερνακ δεν κατάφερει να σώσει τον Μάντελσταμ. Η Αχμάτοβα γράφει το Ρέκβιεμ για τον φυλακισμένο γιο της.

Τον Αύγουστο του 1941 οι Γερμανοί προελαύνουν προς τη Μόσχα.

Ο Πάστερνακ μέλος της πολιτοφυλακής επιτηρεί την πόλη και γράφει πατριωτικά ποιήματα.

Κι η Τσβετάγιεβα περιμένει να φύγει ο γιος της με ένα γείτονα για ψάρεμα και απαγχονίζεται.

Βρίσκεται σε μια δυσπρόφερτη πόλη κοντά στο Καζάν. Την θάβουν σ’ ένα τάφο χωρίς σταυρό, χωρίς κανένα σημάδι. Κανείς δεν παρευρίσκεται στην κηδεία της ούτε ο Μουρ. Ούτε αυτός θα επιζήσει. Θα πέσει μαχόμενος το 1944.

«Στον Γκεόργκι Έφρον

                                              31 Αυγούστου 1941

Μούρλιγκα! Συγχώρεσέ με, μα στη συνέχεια θα ήταν ακόμη χειρότερα. Είμαι βαριά άρρωστη, δεν είμαι πια ο εαυτός μου. Σε αγαπώ παράφορα. Κατάλαβέ με, δεν μπορούσα να ζω άλλο. Πες στον μπαμπά και την Άλια – αν ιδωθείτε – ότι τους αγαπούσα μέχρι την τελευταία στιγμή και εξήγησέ τους ότι είχα φτάσει σε αδιέξοδο».

Πάντως η Τσβετάγιεβα έχαιρε άκρας υγείας τη στιγμή της αυτοκτονίας της.

 Ένα χρόνο πριν η Τσβετάγιεβα συνοψίζει την τύχη της τροποποιώντας ελαφρά ένα στίχο της Άννας ντε Νοάιγ:

«Κι η στάχτη μου θα είναι πιο ζεστή απ’ τη ζωή τους».

Το επώνυμο της πάντως προέρχεται από τη λέξη, τσβετόκ, που σημαίνει λουλούδι. Ένα λουλούδι που κόπηκε πρόωρα.

 

 

*«Ενώ για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού χρειάζονταν πολιτικοί μηχανικοί, η χώρα χρειαζόταν επίσης ‘μηχανικούς της ανθρώπινης ψυχής’, μηχανικούς συγγραφείς, που να οικοδομούν το ανθρώπινο πνεύμα» [από το Fractal], λόγια του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν, ο οποίος ήταν αποδεδειγμένα βιβλιοφάγος, είχε άποψη και για την λογοτεχνία, όμως τους ‘ποιητές μηχανικούς’ τους λογόκρινε, τους διέσυρε, τους εξαφάνισε, τους εξανδραπόδισε, τους δολοφόνησε.

 

Βοηθήματα:
D. S. MIRSKY, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, Ιουλιέττα Ράλλη- Καίτη Χατζηδήμου, Ερμής, 1977
Orlando Figes, Ο χορός της Νατάσας, μια πολιτιστική ιστορία της Ρωσίας, β’ μέρος, Από τον Ντοστογιέφσκι στην ΕΣΣΔ, μτφρ. Χρήστος Οικονόμου, Ηλέκτρα, 2006
-ΑΝΡΙ ΤΡΟΥΑΓΙΑ, Μαρίνα Τσβετάγεβα, η αιώνια επαναστάτρια, Μεταίχμιο, 2001
-Ελένη Κατσιώλη, Μια ματιά στον κόσμο της Μαρίνα Τσβετάγεβα, Λέμβος, 2021
-Μαρίνα Τσβετάγιεβα, Μια ζωή μέσα στη φωτιά, εξομολογήσεις, παρουσίαση: Τσβετάν Τοντόροφ, μτφρ. Μάρω Κάτσικα, Εστία, 2008
-ΑΝΡΙ ΤΡΟΥΑΓΙΑ, ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ, μτφρ. Μαρίνα Μέντζου, Ολκός, 2008
-Πάστερνακ- Τσβετάγιεβα – Ρίλκε, η αλληλογραφία των τριών, πρόλογος: Σούζαν Σόνταγκ, μτφρ.Σταυρούλα Αργυροπούλου- Γιώργος Δεπάστας, Μεταίχμιο, 2003

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.