You are currently viewing Κ. Β. Λαμπράκης: Ιαπωνικές θίνες   

Κ. Β. Λαμπράκης: Ιαπωνικές θίνες  

Το «Εγκώμιο της Σκιάς»  του Junichiro_Tanizaki ήταν η πρώτη αυθεντική γιαπωνέζικη ανάμνηση που μπορώ, αμυδρά να θυμηθώ. Ήταν μια έκδοση (μάλλον) σε βίπερ που εκείνα τα χρόνια γνώριζαν μεγάλη άνθιση. Ήμουν πολύ μικρός, το βιβλιαράκι το είχε αγοράσει ο πατέρας μου και ο τίτλος του και το όνομα του Junichiro_Tanizaki μου εντυπώθηκαν. Λίγο αργότερα στο γυμνάσιο προσπάθησα να το διαβάσω, δεν θυμάμαι τίποτα πάρα μόνο ένα αίσθημα απογοήτευσης και δυσφορίας. Ήταν κάτι άλλο από αυτό που είχα φαντασιωθεί, δεν καταλάβαινα.

Πέρασαν χρόνια και η Ιαπωνία ήρθε πιο κοντά, καθώς ο πλανήτης κάθε δεκαετία στένευε όλο και πιο πολύ …

Έτσι νόμιζα, έτσι νομίζουμε όλοι, τώρα την εποχή της πληροφορικής έκρηξης και παγκοσμιοποίησης. Αλλά έτσι δεν είναι, ίσα-ίσα που η επιφανειακή γνώση, η ημιμάθεια και η επέλαση του … τρολλισμού μπορεί να συσκοτίζει τα πράγματα πιο πολύ από την άγνοια.

Όπως (όλοι;) η  γνωριμία  μου με την ιαπωνικότητα ήρθε μέσω του ιαπωνικού σινεμά. Όλα τα άλλα, λογοτεχνία, κόμικς, εικαστικά, θέατρο ακολούθησαν εκ των υστέρων. Η εικόνα μέσω του σινεμά (και του ανιμέισον) ήταν η Ιαπωνία. Δηλ. όταν λέμε σινεμά, εννοούμε Κουροσάβα! Αυτή ήταν η πύλη προς το ιαπωνικό πνεύμα για όσους ήθελαν κάτι παραπάνω να ξέρουν εκτός από τα Τογιότα, Νισάν, Σέικοκλπ, κάτι πέρα από το Περλ Χάρμπορ και τη Χιροσίμα, τις στολές γκέισας και σαμουράι τις απόκριες, το καράτε και το τζούντο. (Εσχάτως μια τρέντυ μειοψηφία μπορεί να επιδεικνύει τις γνώσεις της μέσω σούσι και σουσι μπαρ. Ας είναι!)

Εγώ πάντως έχοντας ξεχάσει τον Τανιζάκι, έπιασα το νήμα από τον κινηματογράφο του Κουροσάβα και αυτό άρχισε να ξετυλίγεται, ασυνείδητα και αποσπασματικά.

Τι ήταν αυτό με  την ιαπωνικότητα που άφηνε μέσα στον εγκέφαλο μου να αιωρείται ένα θαυμαστικό και ένα ερωτηματικό? Και γιατί πολλές φορές καθώς αυτό το νήμα ξετυλίγονταν προς τη δική μου Ιαπωνία είχα το αίσθημα της ανησυχίας ίδιο με αυτό που μας προξενεί κάτι που ενώ βρίσκεται χειροπιαστό μπροστά μας, ταυτόχρονα δεν βρίσκεται, ξεγλιστρά σαν άμμος, ανάμεσα στα δάκτυλα?

Για καιρό δεν έδινα σημασία. Ένα πρωί όμως, ξύπνησα απότομα, σαν ταραγμένος από ένα εφιάλτη (δεν ξέρω τι είχα πιει το προηγούμενο βράδυ, διάνυα τη περίοδο του πρησμένου συκωτιού).

«Οι γιαπωνέζοι είναι εξωγήινοι», ανέκραξα. Σαν ένας γρίφος που ελλόχευε κάπου πίσω από το μέτωπο μου, ένιωσα αμέσως μια ανακούφιση…

«Η Ιαπωνία είναι σίγουρα το μέρος που προσγειώθηκαν κάποια UFO και έκτοτε οι Ιάπωνες είναι μια αποικία Ε.Τ. επί του πλανήτη γη. Τώρα μπορούν να εξηγηθούν αν όχι όλα πάντως τα περισσότερα» αποφάνθηκα, συζητώντας για την αποκάλυψη  μου με μια φίλη που θαύμαζε μεν την ιαπωνική αισθητική και αισθαντικότητα, αλλά δυσπιστούσε ως προς την κρίση μου μετά από κραιπάλη.

Πέρασαν και άλλα χρόνια. Ήρθε η εποχή που έπρεπε να διαλέξω μεταξύ φυσιολογικών τιμών στις τρανσαμινάσες μου από τη μια και την απόλαυση της καταστροφής του συκωτιού μου από την άλλη, διάλεξα το πρώτο. Παρ` όλη την άθλια νηφαλιότητα μου, η πεποίθηση, που μου καρφώθηκε μετά εκείνο το hang-over, ότι δηλαδή οι Ιάπωνες είναι έξτρα-τερέστριαλ όντα  αντί να υποχωρεί, εδραιώνονταν. Έβρισκα ότι όταν τους αντιμετώπιζα ως ufo είχα το μυαλό μου ήσυχο από διάφορα αισθητικό-φιλοσοφικό-άνθρωπο-γεωγραφικά ερωτήματα.

Όση περισσότερη ιαπωνικότητα προσροφούσα- αμάσητη, ανεπεξέργαστη το ομολογώ – τόσο αδυνατούσα να καταλάβω αυτό το μίγμα ακραίου φορμαλισμού και ρευστού αισθησιασμού, άκαμπτου συντηρητισμού, άλλοτε αφελούς και άλλοτε διεστραμμένης ελευθεριότητας, την αποθέωση της αυτοχειρίας από τη μια και τον λεπτολόγο ουμανισμό της ιαπωνικής τέχνης από την άλλη. Οι αντιθέσεις που συσσώρευα ήταν πολλές.

Και τι ήταν αυτό που στα μάτια μου διαφοροποιούσε αυτή την αντιφατική και διαφεύγουσα ρευστότητα της ιαπωνικότητας από άλλες παραπλήσιες απωανατολικές επαφές, όπως ήταν τα κινεζικά η πιο πρόσφατα τα κορεατικά ερεθίσματα?

Εν τω μεταξύ όσο ογκόλιθος κι αν ήταν ο Κουροσάβα αρχικά, τόσο φαίνονταν ότι είναι η κορυφή ενός παγόβουνου. Α, βέβαια αν ο Κουροσάβα κατείχε τη θέση του Σωκράτη στη ιαπωνικό πνεύμα όπως το ανακάλυπτα, από πίσω έρχονταν μια ακολουθία … προσωκρατικών!

Πράγματι ανακαλύπτοντας τις ρίζες και τις επιρροές στον Κουροσάβα δεν έβρισκα μόνο εκπληκτικούς στυλίστες, ποιητές του κάδρου. Συχνά η κινηματογράφηση τους παραπέμπει σε μια ουμανιστική «αγιοποίηση» της ανθρώπινης κατάστασης, σκεπτόμουν. Οι Kenji_Mizoguchi, Yasujiro_Ozu, Kon_Ichikawa (που προσωπικά θαυμάζω πιο πολύ) κ.α., μου θυμίζουν τόσο συχνά το σινεμά των Ντράγερ και  Μπέργκμαν, το πιο ουμανιστικό (δεν μπορώ να βρω άλλο πιο κατάλληλο χαρακτηρισμό) που εγώ αναγνωρίζω.

Και όμως όσο αφορά τους γιαπωνέζους σε μια σειρά από ερωτήματα οι απαντήσεις, μου διέφευγαν (και διαφεύγουν)  σαν κινούμενη άμμος…

Η θέση του σεξ και της γυναίκας  έχει κάτι παράδοξο για μια τόσο πατριαρχική ή μάλλον ανδροκρατούμενη κοινωνία. Η αντιμετώπιση του θανάτου μέσω της αυτοχειρίας τόσο διαδομένης στη ιαπωνική αντίληψη και οι ακραίοι κώδικες τιμής που συνοδεύουν το σέπουκου (χαρακίρι) στις ανώτερες τάξεις και άλλα  που …

Δεν παραξενεύτηκα καθόλου που ο αινιγματικός (υποτίθεται) ΛευκάδιοςΧέρν, μια μορφή που στη Ιαπωνία χαίρει μέγιστης εκτίμησης, (σε εμάς όχι), ιαπωνοποιήθηκε. Νομίζω ότι έκανε κάτι φυσικό, παραδιδόμενος και ασπαζόμενος την εξωγήινη μαγεία της Ιαπωνίας. Το παράδοξο θα ήταν να μην το έκανε!

Μιλώ για κινηματογράφο και εικόνες, κινηματογραφιστές και κάδρα, ενώ το μόνο που θέλω να πω και να κάνω είναι μια (τιμητική) εισαγωγή για ένα βιβλίο (και ένα συγγραφέα) που μόλις τέλειωσα. Είναι που όταν σκέπτομαι την Ιαπωνία και το πνεύμα της μου έρχονται εικόνες από τον (κλασικό κυρίως) κινηματογράφο. Η σκέψη μου δεν πάει στους συγγραφείς, αλλά με τη μια, στους κλασικούς Ιάπωνες κινηματογραφιστές τους οποίους αντιλαμβάνομαι, (όπως τον Μπέργκμαν η τον Βισκόντι) περισσότερο σαν λογοτέχνες παρά ως σκηνοθέτες.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ του Abe Kobo είναι η περίπτωση μου. Γιατί, ρίχνει μια γέφυρα ανάμεσα στη μισό-αστεία, μισό-σοβαρή ιδεοληψία μου περί εξωγηινότητας των Ιαπώνων και σε μια πιο καθησυχαστική αποδοχή τους.

Ένας λόγος  είναι ότι ο Abe Kobo αν και σύγχρονος των πιο γνωστών εκπροσώπων του ιαπωνικού  λογοτεχνικού πανθέου (Μισίμα, Κενζαμπούρο Όε)  του 20ου αιώνα διαφέρει, αρκετά από αυτούς. Ακόμα και σε πιο σύγχρονους λογοτέχνες όπως οι Murakami και Yokomizo (αυτούς έχω διαβάσει μέχρι σήμερα) ο μίτος που τους συνδέει με το μεινστρίμ, ας πούμε, του λογοτεχνικού πανθέου, είναι ορατός. Ο Αbe Kobo νομίζω ότι αποκλίνει…

Ο Abe Kobo  χώνεψε μες στη γιαπωνέζικη κοιλιά του, καλύτερα από όλους, δυο δυτικοφερμένα ρεύματα οικεία σε μας, τον υπερρεαλισμό και το μαρξισμό. Όλο το έργο του και φυσικά και Η Γυναίκα της Άμμου είναι διαπερασμένα από αυτά.

Το βιβλίο εκδόθηκε το 1962 αλλά έγινε γνωστό στη Δύση μετά τη μεγάλη επιτυχία της ομώνυμης ταινίας(7), το 1964, του  ΧιρόσιΤεσιγκαχάρα.

Πάλι και εδώ το σινεμά άνοιξε το δρόμο στην (υψηλή είναι αλήθεια!) λογοτεχνία.

Δεν μπόρεσα να τη δω όταν παίζονταν, όμως χωρίς να το ξέρω σε ανύποπτο χρόνο είδα μια άλλη το The_Face_of_Another_(film1966)  Ένα εφιαλτικό αριστούργημα πιστό στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Abe Kobo αμετάφραστο στα ελληνικά. Για κάποιους  αυτό είναι το καλύτερο του και όχι  Η Γυναίκα της Άμμου. Δεν έχει καμία σημασία, το μεγαλύτερο μέρος του έργου του είναι άγνωστο, αμετάφραστο στη δύση… (Δηλ. στα αγγλικά!). Αν και είναι πολυγραφότατος …

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.