You are currently viewing Λίζα Διονυσιάδου: Η Αρχιτεκτονική των αναμνήσεων

Λίζα Διονυσιάδου: Η Αρχιτεκτονική των αναμνήσεων

Κομματιασμένες αναμνήσεις από το σπίτι του παππού μου, στο Ντεπό της Θεσσαλονίκης, όπου πέρασα μεγάλο κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας, έρχονται συχνά μπροστά μου, συνθέτοντας τις πρώτες αντιλήψεις μου περί Αρχιτεκτονικής. Ιστορίες ανθρώπων που περπάτησαν στα πατώματά του, ζωές που χάθηκαν, μυρωδιές, φωνές, γέλια και κλάματα που αποτυπώθηκαν στη μνήμη σε συνδυασμό με τον χώρο και το κτίσμα. Συναισθήματα και εικόνες που συνδέονται με το κτίριο.

Η διάταξη των δωματίων γύρω από την κεντρική σάλα, το παράθυρο στο τέλος της που έβλεπε σε μια αυλή με μια τεράστια μουριά, η κουζίνα με θέα στο ρέμα που το έλεγαν λάκκο, το περίφημο ξύλινο «αντρέ» με την τζαμαρία στην είσοδο, το πέρασμα από το κατώφλι στη σάλα και η πόρτα της εισόδου που δεν έκλεινε με ασφάλεια. Ακόμη αναρωτιέμαι για την γαλλική ονομασία του χολ της εισόδου από τον παππού και την γιαγιά που βεβαίως δεν γνώριζαν γαλλικά. Αυτός ο χώρος ήταν πραγματικά εξαιρετικός, παρά την εγκατάλειψη. Το γκριζοπράσινο χρώμα που είχε πάρει το ξύλο από την υγρασία καθώς μεταμορφωνόταν με τον καιρό, και την ουσιαστική αχρησία του, εξέπεμπε μια μαγεία στα παιδικά μου μάτια.

 

Η κουζίνα έβλεπε στο ρέμα, μέσα από μια μπαλκονόπορτα που κάποτε έβγαινε σε ξύλινο μπαλκονάκι και στην τότε ζωή μας χρησίμευε σαν χώρος τοποθέτησης των σκουπιδιών. Κάποτε, η μητέρα μου έκανε το λάθος να πατήσει πάνω του με αποτέλεσμα να πέσουν αυτή και το μπαλκονάκι στο κήπο του ισογείου. Ευτυχώς, λόγω της βραδύτητας της πτώσης (το ξύλινο δάπεδο του μπαλκονιού λειτούργησε σαν αλεξίπτωτο), δεν τραυματίστηκε σοβαρά. Υπήρχαν άλλα τρία δωμάτια γύρω από την σάλα. Το ένα από αυτά, χρησίμευε σαν υπνοδωμάτιο της κόρης του ιδιοκτήτη και ήταν πάντα κλειδωμένο. Αυτά τα περίεργα συνέβαιναν καθώς το σπίτι ήταν με ενοικιοστάσιο και ο ιδιοκτήτης του δεν μπορούσε να μας διώξει, είχε πετύχει όμως σε κάποιο δικαστήριο να του παραχωρηθεί η χρήση ενός δωματίου. Αυτό το ίδιο δωμάτιο, με θέα στον δρόμο, την οδό Υψηλάντου, ήταν κάποτε το υπνοδωμάτιο της μητέρας μου μετά την γέννηση μου. Στα άλλα δύο δωμάτια κοιμόταν η γιαγιά, η μικρή κόρη της, ο ένας γιός και εγώ. Αδύνατον να θυμηθώ που κοιμόμουν τα πρώτα χρόνια. Αργότερα, κοιμόμουν με την θεία. Ο παππούς κοιμόταν πάντα στην σάλα. Δίπλα στο ντιβάνι του παππού υπήρχε μια αναπαυτική και αρκετά ντιζαινάτη πολυθρόνα, αγορασμένη από κάποιο εβραϊκό σπίτι που ξεπουλούσε τα έπιπλά του. Το σπίτι ήταν ψηλοτάβανο, ευρύχωρο και για κάποιο λόγο η σάλα, πέρα από την τραπεζαρία και το καθιστικό με την ξυλόσομπα, φιλοξενούσε και την περίφημη παγωνιέρα, παρά το γεγονός ότι η κουζίνα ήταν μεγάλη. Η παγωνιέρα μονίμως έσταζε. Γενικά, στο σπίτι αυτό, ότι χαλούσε, παρέμενε χαλασμένο. Κάτω λοιπόν από το βρυσάκι της υπήρχε πάντα μια λεκανίτσα για τα σταλάγματα. Ο παππούς ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον του αδειάσματος της λεκανίτσας και αυτός ήταν ο λόγος που δεν έφευγε ποτέ από το σπίτι όταν έλειπαν οι υπόλοιποι.

Ένας ολόκληρος κόσμος. Οδός Υψηλάντου. Απέναντι, στα προσφυγικά, -ισόγεια με μικρή αυλίτσα-, ζούσε η χήρα του αδελφού του παππού μου, με όλα της τα παιδιά, παντρεμένα και ανύπαντρα. Και σε αυτό το σπίτι επίσης υπήρχε η σάλα με τα δωμάτια γύρω. Η διαφορά ήταν ότι στο τέλος της σάλας, αντί παραθύρου, μια πόρτα σε οδηγούσε σε ένα μικρό δωμάτιο που το έλεγαν «καμαράκι» και ασκούσε σε μένα μια περίεργη γοητεία.

Μετά από πολλά χρόνια, πέρασα απ’ αυτόν τον δρόμο με την εγγονή μου. Της μιλούσα για τα παιδικά μου χρόνια και έψαχνα να βρω κάποιο σημείο αναφοράς. Δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε καν το γεφυράκι πάνω από το ρέμα, που κάποτε τρέχοντας, έπεσα και έσκισα το γόνατό μου. Εγώ όμως τα έβλεπα. Ήταν όλα μπροστά μου. Μέσα από τις απρόσωπες πολυκατοικίες περνούσαν πνεύματα.

Ο παππούς, πριν αποκτήσει το δικό του σπίτι, έζησε επίσης σε ένα άλλο νοικιασμένο, στο Βυζάντιο, που επίσης με σημάδεψε. Ήταν ένα σπίτι με κήπο, με μια υπέροχη γαζία στην είσοδο και μπαλούστρες στην βεράντα της εισόδου. Σε αυτόν τον κήπο ο παππούς φύτευε ζαρζαβατικά και ονειρευόταν το δικό του σπίτι που θα αποκτούσε χρόνια αργότερα σε οικόπεδο του συνεταιρισμού στην Καλαμαριά. Εδώ, η ξυλόσομπα της σάλας αντικαταστάθηκε με σόμπα πετρελαίου. Η κλασσική ξυλόσομπα όμως, -τοποθετημένη τώρα στην κουζίνα, δεν έπαψε  να παίζει σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της οικογενειακής ζωής. Εξακολουθούσε να είναι η καρδία του σπιτιού. Να θερμαίνει και να μαγειρεύει. Μερικές από τις εικόνες αυτού του σπιτιού, θαρρώ πως μεταφέρθηκαν ασυνείδητα και στο δικό μου σπίτι στο νησί.

Έζησα σε πολλά σπίτια. Το καθένα άφησε το αποτύπωμά του στις αναμνήσεις μου.  Πραγματοποίησα και το όνειρό μου να αποκτήσω ένα σπίτι με θέα στη θάλασσα. Έχοντας σπουδάσει Αρχιτεκτονική, μπορώ να πω ότι κατάφερα να δημιουργήσω έναν αγαπημένο χώρο που με εκφράζει, μια έξυπνη αρχιτεκτονική λύση σε ένα ορεινό λαχίδι, μια πεζούλα θα έλεγα, που από τόπο καλλιέργειας για τους ντόπιους, μετατράπηκε σε πλάτωμα- σκαλοπάτι προς στην ηρεμία της φύσης. Το σημαντικό στην Αρχιτεκτονική της κατοικίας είναι η κλίμακα,(αυτή η ταλαιπωρημένη έννοια στην σύγχρονη αρχιτεκτονική των εντυπώσεων), η ένταξη στον περιβάλλοντα χώρο (που προϋποθέτει σεβασμό στο περιβάλλον) και η αίσθηση του καταφύγιου (βασική ανθρώπινη ανάγκη). Η αίσθηση της αντανάκλασης μιας αυθεντικής μορφής ζωής. Εικόνες, ριζωμένες στις μνήμες, στο πραγματικό για μένα έδαφος της Αρχιτεκτονικής. Ένας κόσμος σε σμίκρυνση μέσα στον κόσμο μας και την ίδια ώρα ένας κόσμος της προσωπικής μας αλήθειας.

Τα παράθυρα αυτού του σπιτιού βλέπουν όλα στην θάλασσα. Η μουριά και η γαζία είναι και εδώ παρούσες σαν ζωντανή εικόνα των αναμνήσεων. Η σπουδαιότερη εμπειρία σε ένα σπίτι είναι όταν κοιτάζεις έξω από το παράθυρο. Έξω από την ιδιωτικότητά του. Η σχέση του με το φως επίσης είναι καθοριστική. Εδώ, μπορώ να πω πως οι αναμνήσεις μου λειτούργησαν ανάποδα. Πάντα το φως το θυμόμουν λιγότερο από το επιθυμητό. Τώρα, ζω σε έναν χώρο που έχει εγκατασταθεί μέσα μου. Σε έναν χώρο που οι μνήμες, η πραγματικότητα και τα φωτεινά όνειρα γίνονται ένα.

Και τώρα, σκέφτομαι συχνά, τις μελλοντικές αναμνήσεις των επιγόνων μου και τα δικά τους αισθήματα μετά από χρόνια … Βλέπω την εγγονή μου να λέει στα παιδιά της: «Αυτό ήταν το σπίτι της γιαγιάς μου. Βλέπετε με πόση αγάπη είναι φτιαγμένο»;   

Λίζα Διονυσιάδου

Η Λίζα Διονυσιάδου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα και την Αίγινα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Σοβιετική Μόσχα και εργάσθηκε σε Αθήνα και Πειραιά. Ασχολείται με την λογοτεχνική γραφή τα τελευταία είκοσι χρόνια. Έχει εκδώσει ποιήματα (ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ), μικρές ιστορίες (ΡΟΕΣ) και μυθιστορίες (ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ).

This Post Has 2 Comments

  1. ΜΑΡΩ ΜΠΑΡΤΖΙΛΗ

    Και είναι πραγματικά τόσο σημαντικοί οι χώροι της ζωής μας Λίζα! Η περιγραφή σου και η αίσθηση που αποπνέει το κείμενο σου παραπέμπει στο αρχιτεκτόνημα της ζωής μας και στο έμβιο της αρχιτεκτονικής!!

    Μάρω Μπαρτζίλη
    γλύπτρια

    1. ELISAVET DIONYSIADOU

      Eξαιρετικά διεισδυτική η παρατήρησή σου Μάρω ! Η Αρχιτεκτονική μέσα από την ζωή μας και αντίστροφα, λειτουργούν υποσυνείδητα.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.