You are currently viewing Μαρία Γυφτογιάννη: Μπροστά από τον Ναό

Μαρία Γυφτογιάννη: Μπροστά από τον Ναό

-Κοίτα την, κοίτα την, τι καλή που είναι μωρέ και τι καλά που διευθύνει την ορχήστρα.

-Γυναίκα μαέστρο, πρώτη φορά βλέπω και μάλιστα Γερμανίδα.

-Γερμαναρού πες καλύτερα. Ποιος ξέρει, μπορεί κανένας παππούς ή μπάρμπας της να ήρθαν τότε στην Ελλάδα και να κανόνισαν μερικούς από τους δικούς μας.

-Δεν τα αφήνετε μωρέ αυτά; Κοιτάξτε την, τι ενέργεια έχει, πώς ζει την μουσική, πώς κοιτάει τα παιδιά. Εμένα μου αρέσει πολύ.

[Μετά το πέρας της συναυλίας τρεις φίλοι κάθονται πάνω σε κάποιους πεσμένους κίονες και συζητάνε].

-Κοίτα την φωτογραφία που τράβηξα! Σαν να παίρνει αγκαλιά τους κίονες ρε μαλάκα!

-Όντως, ισχύει.

-Για να δω ρε. Κοίτα χάρη που του έκανε ο φακός, του λαμόγιου του Ακύλα ρε φίλε!

-Αγκαλιάζει τους κίονες σαν να είναι δυο παιδιά κι αυτή η μάνα τους, σε μια στιγμή ιερή, αγάπης και ένωσης. Και το κεφάλι κάτω, ταπεινό, να νιώθει μόνο και να αναπνέει. Να σταματάει ο χρόνος, να σταματάνε τα λόγια.

Η μουσική και μόνο αυτή. Σαν θάλασσα, όπου το κύμα για μια στιγμή μονάχα υπάρχει κι έπειτα παύει, για να δώσει τη θέση του στο επόμενο, και όλα μαζί να συνθέτουν την κινούμενη μα και ακίνητη  συνάμα, αρχέγονη μάνα.

Είναι πάντως συγκινητικό να βλέπεις μετά από, ξέρω ’γω, 2600 χρόνια, ανθρώπους, να παίζουν μουσική, μπροστά από έναν ναό που έπαιζαν και τότε. Και να λες, ρε φίλε είμαστε αλυσίδα, δεν γίνεται αλλιώς, κάτι σαν τους δορυφόρους του Έλον Μασκ που πέρασαν πάνω από τα κεφάλια μας. Συστοιχία.

-Δυστυχώς όμως υπάρχουν και συστοιχίες πυραύλων αυτή την στιγμή, που πέφτουν πάνω στα κεφάλια των ανθρώπων και αφαιρούν ζωές.

-Δεν είπαμε όχι Ακύλα. Ο άνθρωπος κουβαλάει μέσα του και το φως και το σκοτάδι. Στο τέλος θα νικήσει το φως, είμαι σίγουρη. Το τέλος είναι πολύ μακριά. Εμείς δεν υπάρχει περίπτωση να δούμε κάτι τέτοιο. Αλλά, για κοιτάξτε τώρα εδώ μπροστά σας. Το σκοτάδι ήταν πολύ μεγαλύτερο πριν 2600 χρόνια. Ούτε κι εκείνοι θα είχαν διανοηθεί αυτό που ζούμε τώρα. Θέλει όμως δουλειά πολλή για να γυρίσει ο ήλιος. Πού θα πάει, το φως, η γνώση, η αγάπη, αυξάνονται. Γυρνάει ρε σεις, δεν το βλέπετε;

-Πού τα βλέπεις όλα αυτά ρε Πρίσκιλλα; Δυστυχία, βία, πόνος, θάνατος. Και σταματάω εδώ.

-Είπαμε Παυλίτο, θέλει δουλειά πολλή. Θέλει όμως και πίστη και υπομονή και ελπίδα. Πόσοι πριν από εμάς κάθισαν σε αυτό το βραχάκι κι έκαναν τις ίδιες σκέψεις με εσένα; Ε, θα υπάρξουν κι άλλοι κι έτσι συνεχίζεται το όραμα για μια καλύτερη ζωή. Αυτή που απολαμβάνεις εδώ και τώρα και που αφήνεις παρακαταθήκη για τους επόμενους, είναι το αποτέλεσμα τον οραμάτων και των σκέψεων πολλών ανθρώπων. Η ζωή και η ελευθερία, δεν ήταν δεδομένες.

-Καλά μωρή, που τα σκέφτεσαι όλα αυτά και τα λες;

-Εσύ τι νόμιζες, έτσι έγραψα 18 στις Πανελλήνιες ρε παπάρα; Όταν εσείς κυνηγούσατε γκομενάκια και παίζατε άντε μην πω τι, εγώ διάβαζα και κυρίως σκεφτόμουν. Γιατί φίλε μου, για να ζήσω έχω ανάγκη από νόημα. Κι αν δεν βρίσκω νόημα στην ύπαρξή μου, καλύτερα να πέσω από το κάστρο να τελειώνουμε. Και για μένα το νόημα είναι στο εμείς. Στους πριν, στους τωρινούς και τους μετά. Στην αλυσίδα που λέγαμε. Θα σας πω μια ιστορία.

-Ωχ!

– Σταμάτα ρε κι άκου. Όταν οι Νορβηγοί αποφάσισαν κάποια στιγμή να βγάλουν και να πουλήσουν κάποια πετρέλαια που είχαν, έφτιαξαν ένα ταμείο και σε εκείνο έβαλαν ένα μερίδιο από τα λεφτά, για τις μελλοντικές γενιές, γιατί θεώρησαν ότι δεν τους ανήκουν όλα. Άντε να το κάνεις αυτό τώρα με τους Έλληνες. Θα γελάνε και τα κιονόκρανα!

-Ωχουυυυ, θα σταματήσεις κοπέλα μου; Τι πράμα είναι αυτό με εσένα; Μας ζάλισες λέμε.

-Εντάξει δεν ξαναμιλάω, αλλά είσαστε πολύ μαλάκες κι οι δύο, να το ξέρετε.

-Κοιτάξτε λίγο την φωτογραφία μου ρε μαλάκες. Εκτός από αυτά που λέει η αλαφροΐσκιωτη, με τις μανάδες, τα ούφο και τους Νορβηγούς, βλέπετε κάτι άλλο με την μαέστρο; Τι κάνει αυτή την στιγμή;

-Ξέρω ’γω, μου θυμίζει αυτόν τον συνθέτη, τον γέρο ρε, που πέθανε πρόσφατα και φόραγε μαύρα. Αυτός με το φουντωτό μαλλί, πώς τον λένε μωρέ;

-Ποιον λες, αυτόν με την χούντα;

-Ναι ρε μαλάκα, τον ακούει η γιαγιά μου και πορώνεται ρε φίλε. Κλαίει κιόλας καμιά φορά. Μιλάμε το άτομο δεν πάει καλά.

-Θεοδωράκη τον λένε ρε νταμάρια.

-Ναι, ναι μπράβο, Θεοδωράκη. Αυτόν μου θυμίζει η Γερμαναρού. Σαν παπάδες σε λειτουργία είναι, φευγάτοι, σαν να βλέπουν τον Θεό και τον Παράδεισο ρε φίλε.

-Μπορεί και να τον βλέπουν Παύλο. Είναι η έκσταση που νιώθει ο μύστης όταν παρασύρεται από το τελετουργικό. Γι’ αυτό το λένε και λειτουργία, γιατί παίρνει μπρος και λειτουργεί ένας εσωτερικός παράγοντας, που εκδηλώνεται σε τέτοιες περιπτώσεις και δεν έχει σχέση με τον τρέχοντα εαυτό, τον καθημερινό, αλλά με κάτι βαθύτερο. Και αυτό το βαθύτερο δίνει την αίσθηση του θείου, του άρρητου, του παραδείσιου. Κι όταν ο άνθρωπος τα ζήσει όλα αυτά, γίνεται μύστης, δεν μπορεί να τα μοιραστεί με κανέναν, γιατί μόνο αυτός έχει την εμπειρία αλλά και γιατί δεν υπάρχουν λόγια για να τα περιγράψει. Μια τέτοια κατάσταση, αλλάζει ριζικά τον άνθρωπο, να είσαι σίγουρος. Τον μεταμορφώνει. Το παλιό εγώ του ψοφάει κι αυτός αναγεννιέται ως κάτι νέο και υψηλότερο.

-Τι υψηλότερο δηλαδή;

-Πρώτα-πρώτα έχει εμπειρία του Θεού, που αν τολμήσει να την ξεστομίσει, τον μαζεύουν για τα ψυχιατρεία.

-Να μου λείπει η φάση.

-Άκου την συνέχεια ντε. Όμως αυτός ξέρει. Και αυτή η γνώση τον γεμίζει με χαρά και αυτοπεποίθηση. Αν επιπλέον, είναι ηθικός και έξυπνος θα καταλάβει πολλά πράγματα για την ζωή και τον εαυτό του. Ουσιαστικά, έρχονται στην επιφάνεια σκέψεις ξεχασμένες ή καταπιεσμένες που του ανοίγουν τα μάτια και τον βοηθάνε στο γνώθι σαυτόν. Όλα αυτά έρχονται σε δεύτερη μοίρα βέβαια, γιατί το βασικότερο όλων είναι ότι αποκτά πίστη, η οποία του δημιουργεί μια σταθερή βάση μέσα του, μια πλατφόρμα στην οποία μπορεί να πατάει πολύ γερά. Ταυτόχρονα, αποτελεί και την πυξίδα του, που του δείχνει πάντα τον στόχο, όπως αυτός τον αντιλαμβάνεται. Για να μην μιλήσω για νόημα στην ζωή του, για συμπτώσεις, για γεγονότα που πάντα έχουν κάποια εξήγηση και δεν ξέρω τι άλλο ακόμα.

-Όλα αυτά η Γερμαναρού Ακύλα; Κι επιπλέον, πού τα ξέρεις αυτά;

-Δεν ξέρω τι κάνει η Γερμαναρού, αλλά η μουσική διευκολύνει τέτοια πράγματα. Αυτό είναι σίγουρο. Να, οι δερβίσηδες, για παράδειγμα, που γυρίζουν γύρω γύρω με την φούστα, αυτό κάνουν. Ακολουθούν μια τεχνική για να πέσουν σε έκσταση. Επίσης τα παραισθησιογόνα που παίρνανε κάποτε οι χίπηδες ή τα ναρκωτικά γενικά. Τώρα για το πού τα ξέρω, είναι μεγάλη ιστορία. Πριν λίγο καιρό, μια θεία μου, αδερφή του παππού μου, μου έπιασε την κουβέντα με κάτι τέτοια. Άρχισα να το ψάχνω και ιδού. Κάτι μου λέει πως εκεί είναι η ουσία της παλιοζωής. Καλά η θεία είναι εντελώς φευγάτη. Ταξίδια στο Νεπάλ, στην Αμερική, σε μοναστήρια, σε βουδιστές, ξέρεις αυτούς με τα πορτοκαλί και δεν συμμαζεύεται. Μια ζωή όλο με αυτά ασχολείται. Βέβαια, αν πάρει χαμπάρι ο πατέρας μου ότι μου μιλάει για τέτοια, θα την αφαλοκόψει.

-Καλώς ήρθες στο κλαμπ των αλαφροΐσκιωτων. Καλά σε είχα κόψει ότι ήσουν κρυφοπληγίτσα. Άντε για να μη λέτε μόνο εμένα τρελάρα! Να συμπληρώσω σε αυτά που είπε ο συνάδελφος Ακύλας ότι κάπου εδώ μπαίνουν και οι θρησκείες, τα φιλοσοφικά συστήματα, οι δάσκαλοι, οι γκουρού και όλο το σόι. Αυτοί λοιπόν δεν γράφουν, ούτε μιλάνε για πράγματα που τους κατεβαίνουν στην γκλάβα, αλλά είναι αποτέλεσμα βιωμάτων, οραμάτων, αποκαλύψεων, στοχασμών. Δεν είναι παραμυθάκια ή παλαβομάρες αυτά που διαβάζουμε. Βέβαια, πάντα υπάρχουν οι επιτήδειοι που τα καπηλεύονται όλα αυτά για να κερδίσουν φράγκα, φήμη, εξουσία κτλ. Αλλά ας μην ασχολούμαστε με αυτούς. Πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν.

-Εγώ λέω ότι όλα -μα όλα- αυτά που λέτε τόση ώρα είναι τρίχες. Και ότι μου πρήξατε το συκώτι. Άντε μαλάκες, κάτσαμε λίγο εδώ χάμω κι αρχίσατε τις φιλοσοφίες και τις σαχλαμάρες. Και πού καταλήξαμε δηλαδή; Στους γκουρού, τους αγίους, τους φευγάτους και τίποτα άλλο. Δεν είναι αυτή η ζωή.

-Και τι είναι Παύλο;

-Τι είναι η ζωή; Η ζωή είναι σαν ένας χορός. Πότε είναι με δύο, πότε με πιο πολλούς, πότε μόνος σου. Πότε ερωτικός, πότε πολεμικός, πότε χαρούμενος, πότε λυπημένος. Συνεχίζεις να χορεύεις όμως. Έτσι είναι η ζωή. Ένας χορός. Κι αυτή εδώ η φίλη μας, αυτό κάνει, χορεύει.

-Αχα! Για πες ρε παντογνώστη, τι χορεύει; Ή μάλλον όχι, να μην πεις. Να πει ο καθένας τι χορό χορεύει. Και να το στείλει σε μήνυμα στους άλλους δύο. Και όταν είμαστε έτοιμοι θα το διαβάσω.

-Και γιατί να διαβάσεις εσύ δηλαδή;

-Γιατί είμαι η μοναδική γυναίκα και είμαι πιο έξυπνη από εσάς τα στουρνάρια.

-Άμα σου χώσω καμιά θα σου πω εγώ ηλίθια.

-Τι έγινε Παυλάκη αγριέψαμε;

         [Μετά από λίγα δευτερόλεπτα].

-Θα ’θελα να ’ξερα πώς τα καταφέρνεις πάντα και περνάει το δικό σου, άτιμη. Άντε λέγε τώρα.

-Παύλος: ζεμπέκικο, Ακύλας: ζεμπέκικο. Εγώ: Ρόζα.

-Ωωωωωωωω, τι είπεεεεε; Τι είπες τώρα; Ρόζα ε; «Τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο, συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω, τι λένε τα κομπιούτερ κι οι αριθμοί». Ναι ρε φίλε, την στιγμή που διευθύνει την κλασσική μουσική, ταυτόχρονα μέσα της χορεύει ζεμπέκικο, την Ρόζα και αυτό βγαίνει κι έξω της. Το σώμα της το μαρτυράει. Σπουδαίο τραγούδι. Από τα μεγάλα. Αποτυπώνει την ελληνική ψυχή και από ό,τι φαίνεται και την γερμανική. Ίσως και την κάθε ψυχή, ανεξάρτητα εθνικότητας.

-Άτσα της ο Παύλος. Φίλε το έχεις, με τους χορούς.

-Για δώσε ρε κοπελιά, να ρίξουμε και εμείς την ζεμπεκιά μας.

[Η Πρίσκιλλα βάζει το τραγούδι στο YouTube, ο Ακύλας στρίβει τσιγάρο, ο Παύλος αρχίζει να χορεύει και οι φύλακες τρέχουν να τους κάνουν την παρατήρηση για την ιερότητα του χώρου].       

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.