You are currently viewing Νατάσα Αβούρη: Χρήστος Δ. Αντωνίου, Εν βυθώ…, εκδ. Νίκας 2020

Νατάσα Αβούρη: Χρήστος Δ. Αντωνίου, Εν βυθώ…, εκδ. Νίκας 2020

ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΒΑΘΟΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

«Εν βυθώ». Εμπρόθετος του τόπου. Της στάσης. Της ακινησίας. Εμπρόθετος κι ο ποιητής τον βυθό (του) αυτόν ν’ αναμοχλεύσει έστω στιγμιαία, ν’ αναδεύσει με όποιο κόστος, ν’ αναλύσει βασανιστικά, με το μόνο διαθέσιμο εργαλείο γι’ αυτού του είδους τις πνευματικές, «υποθαλάσσιες» αναζητήσεις: τις λέξεις. Κι όπως κάθε κατάδυση (και κατάθεση) ψυχής, έτσι κι αυτή η νέα ποιητική συλλογή του Χρήστου Αντωνίου από τις εκδόσεις ΝΙΚΑΣ «αναδύεται» αργά, επίπονα, με θυσίες, με απώλειες. Όσες λέξεις «γλιτώνουν» κι αντικρίζουν, τελικά, σαν άλλοι ναυαγοί, τη λευκή επιφάνεια του χαρτιού του «ανοίγουν τα φτερά τους σταχτιά περιστέρια να φέρουν το μήνυμα» («Εν βυθώ», σελ. 9). Μα το μήνυμα δε γεννά, ως κυματόεσσα Αφροδίτη του Μποτιτσέλι ή του Απελλή πάντα συναισθήματα χαράς, ενθουσιασμού, πόθου. Αντίθετα, κρύβει «εν βυθώ» και συνάμα ανασύρει εκ βυθού εμπειρίες, τραύματα, φωνές, αναμνήσεις, χαμένους έρωτες, φρούδες ελπίδες, ενοχικές σιωπές, συμπλέγματα και συμπαιγνίες συναισθημάτων. Σ’ αυτήν τη δύσκολη πορεία ο Χρήστος Αντωνίου θέλει και ομολογεί συνοδοιπόρους του πιστούς πρωτίστως τους ποιητές. Συνομιλούν μαζί του εν υπνώσει– κοιμούνται δίπλα μου, στο μαξιλάρι μου- («Εν βυθώ», σελ. 12) ή εν συνειδήσει- άκουσα τα λόγια και ξέρω με ακρίβεια σελίδες και συλλογές- (Εν βυθώ, σελ. 12) μα πάντα εν επιγνώσει της μεγάλης τους προσφοράς, όχι σαν «τους άλλους που φορούν τη λεοντή γιατί μέσα μου ζούνε τόσοι και τόσοι ποιητές» («Εν βυθώ», σελ. 12).

Στο μακρύ του ταξίδι προς την αεικίνητη -και γι’ αυτό απρόσιτη- Ιθάκη της αυτογνωσίας του  τον συνοδεύουν κι άλλοι πολλοί: φίλοι, συγγενείς, συνεργάτες, γνωστοί, αγαπημένοι, στους οποίους συχνά αφιερώνει τα ποιήματά του, το έργο του, κομμάτια ολόκληρα της ζωής του. Τον συνοδεύουν, επίσης, οι ιδιότητες που απέκτησε, οι ρόλοι που υποδύθηκε, οι εκφάνσεις του εαυτού του που κέρδισε ή έχασε. «Με μια κιμωλία στο μαυροπίνακα» («Εν Βυθώ», σελ. 14) προσπάθησε επί ματαίω (γιατί κύριε Αντωνίου;) να οριοθετήσει στόχους, γνώση, σκέψεις, ζωή• με ιδεολογίες δοκίμασε να βγει από το «ψέμα και τη μετριότητα» («Εν Βυθώ», σελ. 15)με την αλήθεια των λόγων τόλμησε να ξεσκεπάσει «μάσκες με πολλά ψιμύθια», να υπάρξει «και χωρίς τον πλαστό περίγυρό» («Εν βυθώ», σελ. 17) του• με «μικρότερες ή μεγαλύτερες επαναστάσεις» («Εν Βυθώ», σελ. 18) έψαξε για να βρει τα όνειρά του, έστω κι αν αποδείχτηκαν μικρές αυταπάτες. Επαναλαμβανόμενα επιμένοντας, επαναλαμβανόμενα προσδοκώντας, ο Χρήστος Αντωνίου ακολούθησε τις «αναζητήσεις» («Εν Βυθώ», σελ. 19) του μέχρι το βάθος του χρόνου, μέχρι τον βυθό του εαυτού του. Κι έμεινε εκεί. Όχι γαλήνιος «σαν τον διαβάτη μπροστά στην ήσυχη θάλασσα[1]» (Γιώργος Σεφέρης, Η απόφαση της λησμονιάς, Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄) μα ούτε απελπισμένος, που «Στη Νεκρή Θάλασσα οχτρούς και φίλους παιδιά, γυναίκα και συγγενείς, άι να τους βρεις» (Γιώργος Σεφέρης, Ο Στρατής Θαλασσινός στη Νεκρά Θάλασσα, Ημερολόγιο καταστρώματος Β’). Ο Χρήστος Αντωνίου αγαπά τον βυθό του. Γεύεται ένα- ένα τα «δάκρυα- κοχύλια» («Εν Βυθώ», σελ. 21) του. Βρίσκει τον Έρωτα σ’ όλες τις Εκδοχές του, μιας και «είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει» (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η Θάλασσα από Τα λόγια της πλώρης). Σωπαίνει, αναμασώντας κάθε Παρασκευή, μαζί με τις αναμνήσεις, «το παξιμάδι της μοναξιάς» του («Εν Βυθώ», σελ. 23). Δέεται μπροστά στην απεραντοσύνη του. Γιατί ο βυθός, ανεστραμμένος, είναι ο Βυθός Ουρανός, («Εν βυθώ», σελ. 25) το «έτερον εγώ» του, ποιητικό και πραγματικό, που τον απωθεί και τον προσκαλεί συνάμα «Πάνω από χώρες, ωκεανούς, ανάρια-ανάρια πάντα, οδηγητής μου στέκεται αυτός μου ο τιμονιέρης, ’τί τον τραβά η αγάπη του για τα στοιχειά όπου πέρα στης πορφυρένιας θάλασσας σαλεύουνε τα βάθη» (Πέρσυ Σέλλεϋ, Το σύννεφο).

Η ποιητική του, πάντως, ούτε ρομαντική είναι, ούτε ιδεαλιστική. Ίσα- ίσα, δηλώνει απερίφραστα ότι «όλα εδώ πληρώνονται», ότι «η Κόλαση άδεια κι όλοι οι δαιμόνοι είναι ‘δω», (Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Η Τρικυμία)• ότι η Σχεδία της Μέδουσας[2], η δική του κι η δική μας, δε θα μας οδηγήσει στη σωτηρία πριν από την ανθρωποφαγική μας, ηθική και συναισθηματική, κατάρρευση. Αναγνωρίζοντας, πότε στωικά, πότε πεισματικά μα ποτέ απέλπιδα, ότι «δε ζει όποιος αναπνέει μονάχα» (Οδυσσέας, Άλφρεντ Τένισον) παίρνει κι ο ίδιος ζωή μέσα απ’ τους πνεύμονες της ποιητικής του έμπνευσης ακόμα κι όταν ασφυκτιά μέσα από τα βράγχια των λαθών του, μιας και ξέρει πως «η μοίρα σου πάντα σκληρή, μα εσύ τη δυστυχία περιφρονείς, αναγελάς, μέσα στη θύελλα τέρπεσαι, μέσα στην τρικυμία τη λύρα κρούεις» (Ζαν Μορεάς, Tu souffres tous les maux, μετάφραση Κ. Καρυωτάκης). Ο Χρήστος Αντωνίου, ως Αμφίβιος Άγγελος («Εν Βυθώ», σελ. 32) ανάμεσα σε παρόν και παρελθόν, ανάμεσα σε χαρές και σε λύπες, ανάμεσα σε ερωτηματικά και σ’ απαντήσεις, προχωράει αργά, μα σταθερά, ευρισκόμενος πάντα «Εν βυθώ», μα ποτέ, τελικά, βυθισμένος.

 

[2] Τεοντόρ Ζερικό, Η Σχεδία της Μέδουσας, ελαιογραφία σε καμβά, 1819. Αναφέρεται στο ναυάγιο του ομώνυμου πλοίου και στην τραγική ιστορία των επιζησάντων ναυαγών, οι οποίοι αναγκάστηκαν σε ανθρωποφαγία. Από το πραγματικό αυτό γεγονός προέκυψε και το παιδικό τραγουδάκι «Il etait un petit navire» («Ήταν ένα μικρό καράβι»)

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.