You are currently viewing   Φάνης Κωστόπουλος: Κάρμεν και  Ζουχραέ

  Φάνης Κωστόπουλος: Κάρμεν και  Ζουχραέ

                      

  Από τον Ιωάννη Γρυπάρη στον Θεόφιλο Γκωτιέ 

 

Με αφορμή τον φόνο του νεαρού Ρομά από αστυνομικό στην προσπάθειά του να τον συλλάβει, αλλά και στη Γαλλία, πριν από λίγα χρόνια, την απέλαση  των Ρομά από τη χώρα του Ρακίνα και του Βολταίρου, μια χώρα όπου από  αιώνες χτυπούσε  και χτυπάει ακόμα η καρδιά της Ευρώπης, γίνονται τώρα επίκαιρα τα δυο ποιητικά αποσπάσματα, από την Κάρμεν του Γκωτιέ το ένα, από τη Ζουχραέ  του Γρυπάρη το άλλο, καθώς και το σύντομο αυτό κείμενο που σχολιάζει το θέμα τους.

   Πέρα όμως από την επικαιρότητα των δυο ποιητικών αποσπασμάτων, θέλω ακόμη να πω ότι αξίζει τον κόπο να τα διαβάσει και να τα προσέξει κανείς για δυο λόγους : πρώτα γιατί τα ποιητικά αυτά αποσπάσματα είναι έμμετρες δημιουργίες δυο σημαντικών ποιητών της ελληνικής και της γαλλικής ποίησης×και δεύτερο γιατί αυτός ο παραλληλισμός παρουσιάζει

— έτσι τουλάχιστον νομίζω — ενδιαφέρον όχι μόνο για τους Έλληνες αναγνώστες, αλλά και για τους Γάλλους, και μάλιστα για τους  μελετητές της ποίησης του Γκωτιέ, αφού δεν έχουν υπόψη τους τον Γρυπάρη.

    Πριν παραθέσω πρώτα τους στίχους του Γκωτιέ σε δική μου απόδοση από τα γαλλικά, θα ‘θελα να προσθέσω ότι η φλογερή, αλλά και άστατη αυτή γυναίκα βγήκε, σαν από ηφαίστειο, μέσα από την ομώνυμη νουβέλα του Πρόσπερου Μεριμέ το 1845. Η φήμη της απλώθηκε γρήγορα σε όλη την Ευρώπη. Μια τσιγγάνικη παροιμία που χαρακτηρίζει αυτή και τη φυλή  της λέει:   Φοράω ρούχα  από μαλλί, μα πρόβατο δεν είμαι.   

                                ΚΑΡΜΕΝ  ( απόσπασμα )

                  Η Κάρμεν ειν’ λιγνόκορμη κι έχει μια μελαψή,

                  Στο μάτι, το τσιγγάνικο, ολόγυρα  γραμμή.

                 Μαύρο και κακορίζικο το χρώμα στα μαλλιά της

                Κι ο Διάβολος τεχνούργησε το δέρμα στην κοψιά της.

                                                  *

                 Κάθε γυναίκα τη μισεί κι άσχημη λέει πως είναι,

                Μα οι άντρες, σαν τη βλέπουνε, τρελαίνονται γι’αυτήνε.

                Και του Τολέδο ο Επίσκοπος — θέση ιερή, μεγάλη —

                Στα γόνατά της έπεσε τη λειτουργία να ψάλει.

Ακολουθούν πάνω στο ίδιο θέμα οι  στίχοι του Γρυπάρη:

                             Η  ΖΟΥΧΡΑΕ ( ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ)

               Αλλοί στην κοσμολόγητη τη Ζουχραέ τσιγγάνα !

               εγώ ‘μαι ‘γω; που μια βραδιά μεσ’ άγιο μοναστήρι

               με λιβανίζουν με χρυσό παπάδες θυμιατήρι

               μπρος στην εικόνα του Χριστού, μπρος στου Χριστού τη μάνα;

                                                      *

               Κλείσετε μάτια μάργελα, σβηστείτε μάτια πλάνα,

               που στην υγειά σας έπινε απ’ τ’άγιο το ποτήρι

               ο γούμενος, και το χορό σηκώνονταν νασύρει

               κι όταν ακόμα εσήμαινεν η αυγινή καμπάνα.

Και τα δυο ποιητικά αποσπάσματα (το ένα όπως είπα σε μετάφραση και το άλλο στο πρωτότυπο) έχουν, θα ‘λεγε κανείς, το ίδιο θέμα: τη σαγηνευτική δύναμη της τσιγγάνας. Δεν έχει σημασία αν τα ονόματα των δυο γυναικών είναι διαφορετικά, αφού και οι δυο γυναίκες είναι τσιγγάνες×  ούτε πάλι αν ο ρασοφόρος λειτουργός στο ένα ποίημα είναι της Καθολικής Εκκλησίας και ο άλλος της Ανατολικής, αφού και ο ένας και ο άλλος εκπροσωπούν τον Χριστιανισμό. Αυτό πάντως που πέφτει αμέσως στην αντίληψή μας είναι ότι και οι δυο ποιητές (Γκωτιέ και Γρυπάρης) προσπαθούν να εκφράσουν και να προβάλουν, με τον ίδιο τρόπο, την ακαταμάχητη γοητεία που ασκούν οι τσιγγάνες πάνω στους άντρες, ακόμη κι αν αυτοί είναι αντιπρόσωποι του Θεού και του Χριστού πάνω στη γη. Αυτό, βέβαια,  οφείλεται στο γεγονός ότι και οι δυο ποιητές εμπνέονται από την ίδια χριστιανική παράδοση. Μια τέτοια ακριβώς περίπτωση, τσιγγάνας και ιερωμένου, έχουμε και με τον Βίκτωρα Ουγκώ στο μυθιστόρημα Παναγία των Παρισίων. Εκεί ο Κλοντ Φρόλο, ο αρχιδιάκος του ναού της Παναγίας, ερωτεύεται παράφορα την Εσμεράλδα, την ηρωίδα αθιγγανίδα του βιβλίου, και φτάνει στο σημείο να την εκβιάσει: «Η Εσμεράλδα μένει με τον άγνωστο, ο οποίος κρατώντας τη από το χέρι, την οδηγεί στην πλατεία της Γκρεβ όπου στο κέντρο της βρίσκεται η αγχόνη για τις δημόσιες εκτελέσεις. Εκεί της αποκαλύπτεται ανασηκώνοντας την κουκούλα του. Είναι ο αρχιδιάκος Φρόλο, που τη σέρνει σχεδόν δίπλα στην αγχόνη.  «Διάλεξε, αυτή ή εμένα», της λέει παγερά. «Λιγότερο τρομακτική μου φαίνεται η κρεμάλα απ’ όσο εσύ» του απαντά η Εσμεράλδα. Η μοίρα   της μικρής τσιγγάνας έχει προδιαγραφεί». Εδώ όμως υπάρχει μια βασική διαφορά: Η Εσμεράλδα  δεν είναι η διαβολογυναίκα που βρίσκουμε στον Γκωτιέ και στον Γρυπάρη. Η Εσμεράλδα εκεί  δεν επιδιώκει  να  γοητεύσει τον αρχιδιάκο του ναού της Παναγίας  και ούτε της περνάει από το μυαλό να προσβάλει το θρήσκευμα που εκπροσωπεί, όπως οι τσιγγάνες στους δυο ποιητές. Και αυτό συμβαίνει γιατί, σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, οι τσιγγάνοι, οι γύφτοι, όπως τους λέει ο λαός, είναι κι αυτοί αναθεματισμένοι, όπως και οι Εβραίοι, από τη Χριστιανική Εκκλησία και τους φανατικούς πιστούς της. Και οι μεν Εβραίοι  είναι στο ανάθεμα της Εκκλησίας, γιατί θεωρούνται και είναι, σύμφωνα με τα ευαγγελικά κείμενα, οι σταυρωτές του Χριστού, οι δε τσιγγάνοι, που είναι συνήθως σιδεράδες, γιατί έφτιαξαν τα καρφιά για τον μαρτυρικό θάνατο του Χριστού. Ένα λαϊκό στιχούργημα, με θέμα τον σταυρικό θάνατο του Χριστού, λέει ότι είπαν του γύφτου να φτιάξει τέσσερα καρφιά, αλλά αυτός « βαρά και φτιάχνει πέντε». Είναι φανερό ότι ο στίχος θέλει να δηλώσει πως το μίσος που τρέφει ο γύφτος για τον Χριστό είναι ίδιο με των Εβραίων. Ακόμη και το όνομα τσιγγάνος – που προέρχεται από το ατσίγγανος, παραφθορά της λέξης ‘αθίγγανος’, που δημιουργείται από το α το στερητικό και το ρήμα ‘θιγγάνω’ ( αγγίζω ) και που σημαίνει τον άνθρωπο που πρέπει ν’ αποφεύγει κανείς ν’αγγίξει —  ακόμη λοιπόν και αυτό το όνομα δείχνει την προκατάληψη και την αποστροφή που νιώθει ο χριστιανός γι’ αυτή την περιπλανώμενη και φερέοικη φυλή των τσιγγάνων.

   Ύστερα από όσα ειπώθηκαν, θ’ αναρωτιέται κανείς γιατί και οι δυο ποιητές, προκειμένου να εκφράσουν και να προβάλουν όσο το δυνατόν περισσότερο την ακαταμάχητη θελκτική δύναμη αυτών των γυναικών, μας παρουσιάζουν ιερωμένους της Χριστιανικής Εκκλησίας και όχι λαϊκούς να έχουν υποκύψει στη γοητεία τους. Θα έλεγα για τον λόγο: τα πρόσωπα της ιεροσύνης θεωρούνται από την κοινωνία ισχυρά προπύργια ηθικής και αγιοσύνης. Επομένως, η νίκη των γυναικών αυτών είναι διπλή, γιατί δεν υποκύπτει στη γοητεία τους μόνο το ανδρικό φύλο, αλλά ταπεινώνεται και βεβηλώνεται, με τις ανθρώπινες αδυναμίες των λειτουργών της, και η ίδια η Χριστιανική Εκκλησία (δυτική ή ανατολική) που κράτησε τόσους αιώνες την περιπλανώμενη, κυνηγημένη και περιφρονημένη αυτή ανθρώπινη ράτσα έξω από τη φιλάνθρωπη και στοργική αγκαλιά της. Να  είναι άραγε αυτός ο διασυρμός της Εκκλησίας και ένας τρόπος εκδίκησης, ένα ξέσπασμα ιερής αγανάκτησης της κατατρεγμένης αυτής φυλής απέναντι σε μια θρησκεία που διατείνεται και σεμνύνεται ότι είναι η θρησκεία της ΑΓΑΠΗΣ; Δεν αποκλείεται. Άλλωστε, το υπαινίσσονται οι στίχοι των ποιητών, αν δεν το εκφράζουν ξεκάθαρα.

   Κλείνοντας αυτό κείμενο θα ‘θελα ακόμη να τονίσω ότι, αν και ο Γρυπάρης ήταν βαθύς γνώστης της γαλλικής γλώσσας και ποίησης και θα μπορούσε να έχει διαβάσει την Κάρμεν του Θεόφιλου Γκωτιέ, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι αυτό το ποίημα στάθηκε πηγή έμπνευσης για το περίτεχνο σονέτο «Ζουχραέ» της συλλογής Σκαραβαίοι που μας  απασχόλησε εδώ.

  

                

                          

              

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.