You are currently viewing Χαρίκλεια Βασιλείου: ένα αφήγημα

Χαρίκλεια Βασιλείου: ένα αφήγημα

 

ΤΑ ΠΙΡΑΓΧΑΣ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΙΑ ΟΜΟΡΦΙΑ

Ζέστη και ζόφος, άσπονδοι φίλοι. Τριγυρνάω στο κέντρο της Ιπποδάμειας πόλης. Η θερμοκρασία χτυπάει κόκκινο. Η υγρασία πήζει σαν ζελέ, τριγύρω μου ο κόσμος των σκιών, οι δενδροστοιχίες λιώνουν, κάποιες φιγούρες κοριτσιών στέκονται μπροστά στις βιτρίνες με διψασμένο βλέμμα.
Ψάχνουν το χρώμα, την υφή του υφάσματος, το ντεκολτέ, το κατάλληλο άνοιγμα που αποκαλύπτει μια καμπύλη ή που κρύβει εντέχνως μιαν άλλη. Ερωτοτροπούν, παίζουν, χασκογελούν. Ρίχνουν φευγαλέα βλέμματα τρόμου στον μεγάλο καθρέφτη που ονόμασαν φθορά.
Λίγο μέικ απ, λίγο ρουζ και λεύκανση δοντιών και το φως καταυγάζει το πρόσωπο. Ανεβάζει την αυτοεκτίμησή τους. Θα μείνουν για πάντα νέες. Αυταπάτη! Άλλωστε και το μπότοξ ακολουθεί τη ματαιότητα με το θεάρεστο έργο του, όπως οι πράσινοι κόκκοι καφέ που υπόσχονται λεπτή μέση και καλλίγραμμα πόδια χωρίς κυτταρίτιδα.
Το τοπίο ξανοίγει μπροστά μου, ο πολτός αρχίζει να αραιώνει και η σκιά στη βιτρίνα γνωστής αλυσίδας καταστημάτων, με πορτοκαλί μαλλιά, πράσινο σορτσάκι λαμέ, ελαστικό μπλουζάκι, έχει κολλήσει τη μύτη της στον καθρέφτη που κρατάει η κούκλα της προθήκης και προσπαθεί να ενσωματώσει στον περίτεχνα βαμμένο οφθαλμόν της τον φακό που της αλλάζει το χρώμα. Ο παράδεισος ανοίγει δια μιας μπροστά της. Βγάζει μια κραυγούλα ανακούφισης και αναστηλώνεται. Την πλησιάζω ενώ εξακολουθώ να κολυμπάω στο αραιωμένο ρευστό. «Συγγνώμη δεσποινίς, μήπως έχετε υπόψη που μπορώ να βρω ένα κατάστημα μανικιούρ πεντικιούρ;»
Μου έριξε ένα βλέμμα γεμάτο οίκτο. Η πόρτα του παραδείσου ανοίγει μονάχα στις γυναίκες που ακολουθούν κατά βήμα τις οδηγίες των περιοδικών Κλιπ, Κλόουζ, Φάννυ.
Είχα τα χάλια μου μετά από οδήγηση τεσσάρων ωρών, κάθιδρη, τσαλακωμένη, τα μαλλιά μου κρέμονταν σαν άχυρα, η όψη μου χλωμή. Όψη κέρινης κούκλας.
Έσιαξε με επιτηδευμένη χειρονομία τα μαλλιά της «δυο στενά πιο κάτω είναι η Ρόζα, υπάρχουν βεβαίως άλλα δύο καλύτερα, το ένα μετά τον σηματοδότη αριστερά πίσω απ’ την εκκλησία, η Νίτσα, και το άλλο τέσσερα τετράγωνα απ’ εδώ, ακριβώς απέναντι από το μαγαζάκι που πουλάει τουαλέτες γάμων για αδύνατες».
Το ρευστό εξακολουθούσε να κρατάει την ατμόσφαιρα θολή. Την άκουγα σα να μεσολαβούσε ένα τούνελ μακρύ και κοίλο γεμάτο από παράφωνες φράσεις. Τουαλέτες γάμου για αδύνατες! Την ευχαρίστησα βιαστικά και ακολούθησα την εύκολη διαδρομή, ευθεία τέσσερα τετράγωνα πιο κάτω.
Για μια στιγμή μου φάνηκε ότι είχα χαθεί. Έκανα δυο φορές τον γύρο του τετραγώνου, βρέθηκα τρεις φορές πίσω από την εκκλησία, έχασα το μαγαζάκι με τις τουαλέτες γάμου για αδύνατες και επέστρεψα στο ίδιο σημείο της συνάντησης με την κοπέλα. Τρία κορίτσια κοίταζαν με άπλετο ενδιαφέρον τις πορσελάνινες κούκλες. Μου φάνηκε πως άκουγα τους ψιθυρισμούς των σκέψεών τους και των αισθημάτων τους. Ο πολτός φταίει, σκέφτηκα για μια στιγμή. Όλα συνδέονται, συναπαρτίζουν μία ενότητα, όλα είναι ένα. Μια κόρνα με ξύπνησε, τρόμαξα, άνοιξα διάπλατα τα μάτια.
Οι κοπέλες είχαν εξαφανιστεί, δεν ξέρω αν υπήρξαν καν. Βρισκόμουν μπροστά στη προθήκη καταστήματος μανικιούρ πεντικιούρ. Ακριβώς απέναντι από το κατάστημα με τις τουαλέτες γάμου για αδύνατες. Χρώματα όπως το επιθετικό λεμονί, το λαχανί, καθώς και ένα ελεκτρίκ μπλου, φάνταζαν έντονα στη βιτρίνα.
Πόσο άδικη ήταν η κοινωνία μας απέναντι στις ευτραφείς κυρίες, δεν είχαν δηλαδή κι αυτές δικαίωμα στον έρωτα;
Κάπως άβολα ένιωθα. Μα από την πρώτη στιγμή ένιωσα άβολα. Αυτό που έβλεπα άφηνε πλήθος ερωτημάτων και αποριών. Σκέφτηκα αν παρόμοιες απορίες είχε κάποιος που έμπαινε στην κρεβατοκάμαρα του Μαρκήσιου ντε Σαντ. Φαντάζομαι πως όλα φάνταζαν ανορθόδοξα για την εποχή εκείνη, η υπέρβαση του μέτρου, η παραβίαση της κοινής αίσθησης, η ανατροπή και η καταστροφή των κοινών κωδίκων.
Ο χώρος ήταν βαμμένος με σκοτάδι και καμιά δεκαριά τηλεοράσεις led εξέπεμπαν πρωινάδικα χωρίς ήχο. Δεν είδα τραπεζάκια με τα συνήθη εργαλεία περιποίησης νυχιών, δεν υπήρχε κλίβανος αποστείρωσης. Έλειπαν τα ειδικά καθίσματα με τον μηχανισμό του μασάζ, οι λεκάνες ποδόλουτρου. Ένας άδειος χώρος με οθόνες. Τριγύρω αναβαθμίδες, και πάνω τους είχαν τοποθετήσει μεγάλα ενυδρεία με κατάμαυρα ψάρια που κολυμπούσαν νευρικά. Περίεργο βίτσιο, σκέφτηκα. Η ιδιοκτήτρια είχε διακοσμήσει την είσοδο με ενυδρεία προφανώς για να δώσει χρώμα και φως στο μαύρο σκοτεινό τίποτα.
Ένιωθα σαν να συμμετείχα σε όνειρο. Ένα ολόμαυρο σκοτεινό και άδειο όνειρο. Ήχησε ένα καμπανάκι, μια φωνή μεταλλική ηχογραφημένη, με άριστη άρθρωση ανήγγειλε την είσοδό μου στον χώρο της αισθητικής τελειότητας, ακολούθησε διαφήμιση για μασάζ, μπότοξ, θεραπεία κυτταρίτιδος, γαλλικό μανικιούρ, βάψιμο γάμου, πρόγραμμα δωρεάν διατροφής, λιποαναρρόφηση, και εμφανίστηκε μπροστά μου μία κυρία διαφανής.
Η φωνή της μόλις που ακουγόταν. Μου έδειξε τη μοναδική μαύρη καρέκλα. Κάθισα. «Ξέρετε» η φωνή μου έβγαινε βαθιά, αργή με στίξη, ήταν προφανές ένιωθα άβολα «έχω πρόβλημα με τα νύχια, τα πετσάκια, τις παρανυχίδες, θέλω έναν καλό καθαρισμό εις βάθος». Άρθρωσα το αυτονόητο και τετριμμένο!
Ο πολτός είχε εισέλθει εντός του άδειου τοπίου τον ένιωθα να με τυλίγει σαν ιστός αράχνης.
«Α!» μου λέει με την ίδια μεταλλική φωνή του ηχομηνύματος, «είστε στο κατάλληλο μέρος!»
Ζεσταινόμουν. Ιδρώτας χάραζε αυλάκια στο μέτωπο, τους κροτάφους και τον αυχένα. Ένα δυνατό χέρι μου έσφιγγε το στομάχι. Έβγαλα τα πέδιλά μου κι ανακουφίστηκα. Μου φάνηκε ότι άκουσα έναν γδούπο. Στράφηκα πίσω στο σκοτεινό τίποτα. Μια κυρία παχουλή, ενώ προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στο σκαλοπάτι με τα ενυδρεία, γλίστρησε στο μαύρο πάτωμα. Ανένηψε τάχιστα, κοκκίνισε ελαφρώς, σηκώθηκε επιτυχώς και επανέλαβε την απόπειρα να σκαρφαλώσει στο ύψος του ενυδρείου.
Άκουγα τις σκέψεις της. Την αγωνία της για το γήρας, τις καθημερινές ρουτινιάρικες ασχολίες, την ανία της. Ο πολτός φταίει, σκέφτηκα.
Με είχε τιμωρήσει ο Πανάγαθος απαγορεύοντάς μου το γέλιο. Λέγουν ότι οι παχουλοί είναι σβέλτοι. Κάθισε με ανακούφιση και βύθισε τα πόδια της στο νερό. Τα πιράνχας σε σμίκρυνση επιτέθηκαν με πάθος στις φτέρνες και τα νύχια. Τα πόδια της φάνταζαν διπλάσια σε μέγεθος, ενώ εκείνη κοίταζε τον σκοτεινό τοίχο με ύφος πλήρους εγκατάλειψης σαν να προσδοκούσε έναν επιτυχή σωματικό οργασμό. Την παρατήρησα προσεκτικά. Ζελέ που έτρεμε σε κάθε αδιόρατη κίνηση. Και καθώς την παρατηρούσα ολοένα, κάτι μετακινήθηκε εντός μου. Την ένιωσα να έχει εγκαταλειφθεί στην απόλαυση, στο βύθισμα σ’ έναν απέραντο χώρο ξεγνοιασιάς, να μετατρέπεται στο ελεύθερο παιδί που έκρυβε εντός της.
Στράφηκα στη προθήκη του μαύρου χώρου, διέσχισα τον δρόμο με το βλέμμα μου και διάβασα ξανά την επιγραφή «Τουαλέτες Γάμου για Αδύνατες», σκέφτηκα απελπισμένη, ποια στιγμή και σε ποιο σημείο θα σταματούσαν τα μικροσκοπικά πιράνχας κι ανατρίχιασα. Φαντάστηκα την παχουλή κυρία μετά τον επιτυχή οργασμό της να εξέρχεται απ’ τον άδειο χώρο η τέλεια ομορφιά. Να κατευθύνεται στο μαγαζάκι με τουαλέτες γάμου για αδύνατες.
Αναλογίστηκα. Τη διαστροφή μιας ιδέας, τον σαδισμό του κερδισμένου, τη μετάλλαξη των πιράνχας, τα πληθωρικά σούπερ μάρκετ τροφίμων, την ανεργία, τα γκουρμέ γεύματα υπό το φως της πανσελήνου, την ελληνική σιωπηλή διανόηση, το λίπος στη σχάρα που καίγεται τις μεσημεριανές ώρες κάτω απ’ το μπαλκόνι μου κατακαλόκαιρο, το κόκκινο πιπέρι τσίλι, τις ροζ τουαλέτες για αδύνατες (που φάνταζαν σαν αμερικάνικες τούρτες), το καλοκαιρινό μαύρισμα και το μοχίτο με το σπαστό καλαμάκι στην παραλία, το αντηλιακό Coppertone για τονικότητα χαλκού, σφυροκόπησε το αυτί μου για Τρίτη φορά η μεταλλική φωνή που ανήγγειλε την έναρξη της θεραπείας προσθέτοντας «οι φτέρνες σας γίνονται βελούδινες, απαλές σαν χάδι. Όλες οι λύσεις στα προβλήματά σας. Η κρίση δεν χτυπάει την ομορφιά σας. Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για μια τέλεια ομορφιά».
Η διάφανη οντότητα εξακολουθούσε να ανοιγοκλείνει το περίτεχνα βαμμένο στοματάκι της, διέκρινα τα κοφτερά της δοντάκια ακονισμένα, έμοιαζε με πιράνχα, κάτασπρα απ’ την θεραπεία λεύκανσης, ενώ το περίγραμμα του σώματός της άχνιζε σαν καυτό νερό.
Σηκώθηκα. Aνέσυρα από το υποσυνείδητό μου έννοιες σχετικές με το κοχλάζον κενό, την ανυπαρξία του χώρου και του χρόνου, κι ένα άρωμα με πλημμύρισε. Χύθηκα στον δρόμο εισπνέοντας βαθιά. Το αεράκι με έσπρωχνε προς τη θάλασσα. Ο πολτός έλιωνε. Η σιωπή πλημμύριζε το σώμα μου. Άνοιγα τα πτερά μου!

 

 

 

 

Βιογραφικό
Η Χαρίκλεια Βασιλείου σπούδασε Φιλοσοφία με κατεύθυνση Ψυχανάλυση και Τέχνη στην Φλωρεντία και με διάθεση “εξερεύνησης”ασχολήθηκε με την Ανατολίτικη φιλοσοφία .Κατανόησε ότι η φιλοσοφία αυτή είναι βιοσοφία χωρίς να υποβαθμίζεται το επιστημονικό της και θεωρητικό της υπόβαθρο.Δίδαξε στην ιδιωτική εκπαίδευση και διοργάνωσε ομάδες αυτογνωσίας για την αντιμετώπιση του άγχους και του στρες΄Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές ”Το έαρ των λόγων” University Studio Press 2010, “Ostria”Podium 2000. Μελοποιήθηκαν οι ποιητικές συλλογές ”Όναρ” και “Τα τραγούδια της Βεατρίκης”.Συμμετείχε σε ανθολόγια ποίησης ΄’Συν ποιείν”2013. Το δοκίμιο “Yoga” C publish City 2014, μία φιλοσοφική μελέτη της Ανατολίτικης βιοσοφίας με ασκήσεις και πρακτικές αυτογνωσίας. Δημοσίευσε άρθρα ψυχαναλυσης στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ και διηγήματα στον ΠΟΡΦΥΡΑ. Υπό έκδοση ”Ιστορίες καθημερινής πλάνης” διηγήματα..

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.