You are currently viewing Χρήστος Αντωνίου:  Μικρή διαδρομή στον πόλεμο των φυλλαδίων στα χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (1774-1821).

Χρήστος Αντωνίου:  Μικρή διαδρομή στον πόλεμο των φυλλαδίων στα χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (1774-1821).

Για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό (1774-1821) η χριστιανική Εκκλησία αποτελούσε τον βασικό αντίπαλο στον αγώνα του για την  πνευματική και εθνική απελευθέρωση των Ελλήνων, γιατί υπέθαλπε την ανεξέλεγκτη πίστη που οδηγούσε στη δεισιδαιμονία και τον σκοταδισμό, γιατί είχε επιβάλει τη λογοκρισία που παρεμπόδιζε την εξάπλωση του Διαφωτισμού και μαζί με τις άλλες κοινωνικές τάξεις (κοτζαμπάσηδες, Φαναριώτες, εμπόρους) είχε συμμαχήσει με την Πύλη κι όχι μόνο  αδιαφορούσε για την απελευθέρωση του έθνους, αλλά πολύ περισσότερο προσπαθούσε να κρατήσει τους  Έλληνες υπόδουλους στον Σουλτάνο. Συμβόλιζε δηλαδή η Εκκλησία και έπραττε όλα όσα αντιμαχόταν ο Διαφωτισμός. Έτσι η πάλη του Διαφωτισμού και της Εκκλησίας ήταν αναπόφευκτη σ΄ αυτά τα χρόνια.

Ήδη στα δυο προηγούμενα άρθρα της στήλης μου,  τα σχετικά με τα κείμενα του Ρωσσαγγλογάλλου (1805) και της Ελληνικής Νομαρχίας (1806), είδαμε την οξύτητα της επίθεσης των ανώνυμων συγγραφέων κατά της Εκκλησίας που τη θεωρούν συνεργό της τυραννίας και πόσο πολύ το όραμα του Διαφωτισμού για κοινωνική και εθνική απελευθέρωση  είχε διαποτίσει ορισμένους κύκλους της ελληνικής κοινωνίας και συνάμα πόσο δύσκολη ήταν η απελευθέρωση, αφού προσέκρουε στην υπάρχουσα συντηρητική οργάνωσή της κοινωνίας. Εκείνοι δηλαδή που αποτελούσαν την πνευματική, πολιτική και οικονομική ηγεσία του σκλαβωμένου γένους, αντί να φροντίζουν για την αναγέννησή του, είχαν επιλέξει να υποταχθούν στον δεσποτισμό της Εκκλησίας και του Σουλτάνου, για να εξυπηρετήσουν οικονομικά κυρίως συμφέροντα. Ειδικότερα, η ορθόδοξη Ιεραρχία, η τάξη δηλαδή που ενδιαφέρει αυτό το σύντομο κείμενο, εκμεταλλευόταν, σύμφωνα με τους ειδικούς ιστορικούς, τη λαϊκή δεισιδαιμονία με σκοπό τη «συσσώρευση πλούτου»  και τις «απολαύσεις της σάρκας».

Νουθετούσαν ακόμη τους πιστούς να μείνουν πιστοί στον Σουλτάνο και τους Φαναριώτες ηγεμόνες να μη παύσουν να εκμεταλλεύονται το αξίωμά τους σε βάρος των υπόδουλων συμπατριωτών τους. Πάντα βέβαια υπάρχουν και οι εξαιρέσεις λαμπρών ιεραρχών. Εκκλησία πάντως και Σουλτάνος συνέστησαν κοινό μέτωπο καταπολέμησης των νέων δυτικών ιδεολογιών. Τεκμήριο για τα μόλις παραπάνω αναφέρω τη «Διδασκαλία Πατρική» (1798), που έγραψε ο Άνθιμος Ιεροσολύμων και κατά τη γνώμη πολλών  ιστορικών ο ίδιος ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄. Το έντυπο αυτό επιτίθεται εναντίον  των ιδεών της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας και ουσιαστικά κατά των ιδεών του Ρήγα ενταγμένο στη γενικότερη προσπάθεια της διατήρησης του ραγιαδισμού. Ο συγγραφέας του συμβουλεύει τους πιστούς υποταγή στην «ισχυράν βασιλείαν  των Οθωμανών», την οποίαν δημιούργησε ο Θεός σε μια εποχή που η χριστιανική ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε αρχίσει να «χωλαίνει εις τα της ορθοδόξου πίστεως φρονήματα», με σκοπό «να είναι εις μεν τους Δυτικούς ωσάν ένας χαλινός, εις δε τους Ανατολικούς ημάς πρόξενος σωτηρίας». Σ’ αυτή τη τουρκόδουλη «Πατρική Διδασκαλία» έδωσε καυστική απάντηση ο Αδαμάντιος Κοραής με την «Αδελφική Διδασκαλία».

Από την πλευρά τώρα των διαφωτιστών υπήρξε εξίσου έντονη επίθεση εναντίον των εκπροσώπων της συντήρησης και του σκοταδισμού. Ήδη στα 1789 έχουμε μια πρώτη επίθεση κατά της Εκκλησίας από ανώνυμο συγγραφέα. («Ανώνυμος του 1789»). Δεν μπόρεσα να βρω το ίδιο το κείμενο, αλλά απ΄ όσα γράφει ο Κ. Θ. Δημαράς και ο Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης το φυλλάδιο, που είναι γραμμένο σε προκλητικά  ελευθεριάζουσα γλώσσα,  ψέγει και παρωδεί τη διαφθορά και τις διαστροφές των κληρικών (ιδιαίτερα των μοναχών) κι ακόμη  ότι έχει έντονο αντιχριστιανικό χαρακτήρα. Διακωμωδεί μάλιστα  και μεταφυσικά δόγματα  και μυστήρια της πίστης.

Αν και γενικά ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός επικεντρώθηκε στη συμπεριφορά του ανώτατου κλήρου, στο παραπάνω φυλλάδιο καθώς και στο: «Περί Θεοκρατίας» (1793) έργο του Χριστόδουλου Παμπλέκη η επίθεση ξεπέρασε την παρωδία του κλήρου και προχώρησε  στην αμφισβήτηση των θεμελιωδών δογμάτων της χριστιανικής θρησκείας. Πάντως κύριος στόχος της σάτιρας σε κάθε περίπτωση παραμένει η συμπεριφορά του ανώτερου κλήρου και των μοναχών και περιλαμβάνει κυρίως παραινέσεις για τον εξαγνισμό της πίστης και την ανόρθωση των ηθών των κληρικών μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της κοινωνικής αναμόρφωσης.

Άλλωστε την κόσμια και ηθική συμπεριφορά του κλήρου είχε ως θέμα του  λίγα χρόνια νωρίτερα  (1783) ένα βιβλίο που εκδόθηκε στη Βενετία και αποτελούσε τη μετάφραση του έργου του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Οι περί Ιερωσύνης λόγοι». Τη μετάφραση στη νεοελληνική γλώσσα την έκανε ο  αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Σμύρνης Προκοπίου,  Γρηγόριος, ο μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’. Ο ίδιος μάλιστα, κατά προτροπή του μητροπολίτη Προκοπίου,  έγραψε και τον πρόλογο στο βιβλίο, στον οποίο προβαίνει σε  μιαν επισκόπηση της κατάστασης του κλήρου στην περιοχή της Σμύρνης. Το κείμενο αυτό έχει για κάποιους λόγους ευρύτερη  σημασία καθώς μπορεί κανείς να αντλήσει στοχεία για την κοινωνία της Σμύρνης του καιρού εκείνου, όμως αυτό που ενδιαφέρει  το παρόν κείμενο είναι ότι ο Γρηγόριος, ένας κληρικός που δεν προέρχεται από τον χώρο του Διαφωτισμού και τον οποίο βέβαια ποτέ δεν ασπάστηκε, παρουσιάζει και στηλιτεύει συγχρόνως  με οξύ ύφος σαφείς και συγκεκριμένες παρεκτροπές του κλήρου. Και παρά τον οξύ ελεγκτικό του χαρακτήρα το κείμενο αυτό έχει συγχρόνως και παραινετικό χαρακτήρα.

Αυτόν τον διπλό χαρακτήρα κράτησαν και οι διαφωτιστές του νεοελληνικού διαφωτισμού: ελέγχου και παραίνεσης. Ωστόσο και τα δύο αυτά στοιχεία ασκήθηκαν με μεγάλη ένταση. «Ο Ανώνυμος του 1789», το «Περί Θεοκρατίας» του Παμπλέκη και η «Ελληνική Νομαρχία» αποτελούν την πιο βίαιη καταγγελία του Διαφωτισμού κατά της στάσης και της κατάστασης της Εκκλησίας. Κι ένα ακόμη κείμενο: «Ο Λίβελλος κατά των Αρχιερέων», ανώνυμου συγγραφέα, έργο που σχετίζεται με όσα συνέβησαν στη Σμύρνη (1809-1810), όταν η Εκκλησία αντιμετώπισε μιαν αναπάντεχη πρόκληση ενός εξαιρετικά επιτυχημένου πειράματος διαφωτισμένης εκπαίδευσης με την ίδρυση και τη λειτουργία του «Φιλολογικού Γυμνασίου». Το κείμενο αυτό αποκαλύπτει τη στάση του ανώτερου κλήρου που υποκινούσε τον όχλο της πόλης κατά των φωτισμένων καθηγητών του σχολείου, ιδιαίτερα κατά του σοφού διαφωτιστή Κωνσταντίνου Κούμα.

Τα γεγονότα αυτής της αναμέτρησης της Εκκλησίας και του Διαφωτισμού καταγράφτηκαν σε μια σειρά από κείμενα που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για τη μελέτη των ιδεολογικών συγκρούσεων ανάμεσα στην παλαιά παράδοση και την καινούργια φιλοσοφία. Ένα απ’ αυτά τα κείμενα είναι το περί ου ο λόγος: «Ο Λίβελλος κατά των Αρχιερέων». Το κείμενο λόγω της δριμύτητάς του και της ελευθεριάζουσας γλώσσας του παρέμεινε αδημοσίευτο κι ο συγγραφέας του ανώνυμος. Όταν ο Σπ. Π. Λάμπρου πρωτοδημοσίευσε το έργο (1900), παρέλειψε τον τίτλο «Λίβελλος κατά των Αρχιερέων» και το αντικατέστησε με τίτλο που περιέγραφε το περιεχόμενό του: «Σχεδίασμα περί κλήρου ως εχθρού της παιδείας».

Σ’ αυτό το «Σχεδίασμα…», αφού ο συγγραφέας του  διακηρύξει στην αρχή του κειμένου την αφοσίωσή του στις αλήθειες της ορθόδοξης πίστης, εκφράζει στη συνέχεια τη θλίψη του που του προκαλεί η παρακμή και η διαφθορά  που υπάρχει στην εκκλησιαστική ιεραρχία. Καταγγέλλει στη συνέχεια τη συμπεριφορά των επισκόπων απέναντι στο ποίμνιό τους, το οποίο αντί να το φροντίζουν πνευματικά και ηθικά το χειραγωγούν διαρκώς χρησιμοποιώντας την υπνωτιστική επίδραση της θρησκείας  (πβλ.: «όπιον του λαού») το εκμεταλλεύονται ποικιλοτρόπως για να πλουτίζουν και να ζουν με τρυφή και ηδονές στα πολυτελή  παλάτια τους και το βυθίζουν στις δεισιδαιμονίες. «Η θρησκεία των νυν αρχιερέων δεν είναι εκείνη του Χριστού. Η του Χριστού θρησκεία είναι άμωμος και αγία, η δε των αρχιερέων μιαρά και θεοστυγής» αποφαίνεται ο συγγραφέας.

Ο Ανώνυμος  κατηγορεί επίσης τον κλήρο γιατί έχει συμμαχήσει με τους τυράννους και δεν ενδιαφέρονται καθόλου για την παιδεία των σκλαβωμένων συμπατριωτών τους, αντίθετα κιόλας την εχθρεύονται, γιατί φοβούνται ότι η διδασκαλία και η γνώση θα μπορούσε να ανοίξει τα μάτια του λαού. «Οι αρχιερείς μισούσι το φως της φιλοσοφίας καθώς οι εποφθαλμιώντες τον ήλιον ή καθώς οι κλέπται τους λύχνους. Οι Αρχιερείς θέλουσι τους νέους Γραικούς αμαθείς και απαιδεύτους, δια να κύπτουσι τον αυχένα ως άλογα κτήνη εις τον ζυγόν της πλάνης. Θέλουσι τους χριστιανούς αμαθείς δια να πιστεύωσιν ως δόγματα πίστεως τα εφευρήματα της δεισιδαιμονίας, τα οποία η Εκκλησία του Χριστού απελέγχει ως αιρέσεις. Μισούσιν οι Ιεροί του γένους τον φωτισμόν διότι πειράζει τα παράνομα αυτών εισοδήματα και τα άδικα δικαιώματα». Συνεχίζοντας ο Ανώνυμος στηλιτεύει  και τον τρόπον εκλογής επισκόπων που είναι συνήθως αποτέλεσμα σιμωνίας και κολακείας των ισχυρών του κράτους των απίστων. «Ευθύς όταν φθάση η είδησις εις Κωνσταντινούπολιν ότι μένει χηρεύουσα μία τις επαρχία, τρέχουσιν πανταχόθεν οι μαυροφόροι, ως κόρακες εις το πτώμα, διά να την αφαρπάσωσι βιαίως· τρέχουσιν πανταχόθεν όχι εις τας αγκάλας της εκκλησίας, αλλά εις τας αυλάς των κοσμικών αρχόντων, των ασεβών ηγεμόνων, των ευνούχων και παλλακίδων· προσπίπτοντες δουλικώς, φιλούντες τα κράσπεδα ιματίων, προσφέροντες δώρα, καταβάλλοντες αργύρια και μεταχειριζόμενοι μυρίους τρόπους παρανομίας….».

Αν και αισθάνομαι την ανάγκη να επεκταθώ περισσότερο σ’ αυτό το κείμενο, ανάγκη που αισθάνθηκα και στο προηγούμενο άρθρο μου για την «Ελληνική Νομαρχία», δεν θα το κάνω ελπίζοντας να μου δοθεί η ευκαιρία μιαν άλλη φορά. Αξίζει νομίζω να μελετήσει ακόμη κανείς αν οι επιθέσεις αυτές των Ελλήνων διαφωτιστών σταματούν σ’ έναν μόνο απλό αντικληρικαλισμό ή προχωρούν και πιο πέρα, στην αμφισβήτηση γενικότερα της θρησκείας ως κοινωνικού θεσμού. Ένα άρθρο που να απλουστεύει τις απόψεις των ιστορικών που έχουν εμβαθύνει στο παραπάνω θέμα θα προσφέρει καλές υπηρεσίες.

Θα τελειώσω παραθέτοντας ως επίλογο απόσπασμα του κειμένου: «Δεν ηδυνήθησαν ποτέ ούτε οι διωγμοί των τυράννων ούτε τα όπλα των ασεβών να βλάψωσιν την θείαν του Χριστού εκκλησίαν καθώς την έβλαψαν και την βλάπτουν καθ’ εκάστην τα ίδια αυτής τέκνα και κατεξοχήν οι λεγόμενοι Αρχιερείς και Ποιμένες».

 

 

 

 

 

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.