You are currently viewing Χρήστος Δ. Αντωνίου: Ο Γιώργος Σεφέρης για τον  Ερωτόκριτο ως λογοτεχνικό και αντιστασιακό κείμενο.

Χρήστος Δ. Αντωνίου: Ο Γιώργος Σεφέρης για τον  Ερωτόκριτο ως λογοτεχνικό και αντιστασιακό κείμενο.

«Υπάρχουν πραγματικά άνθρωποι που δεν πεθαίνουν. Γιατί η ζωή τους στάθηκε τέτοια, που ανοίγεται, σαν ρίζες των μεγάλων δέντρων και σαν τις φλέβες του κρυφού νερού, ανάμεσα στον λαό τους- που δεν είναι ένα κοινό ανθρωπομάζεμα τούτης ή εκείνης της στιγμής, αλλά ένα οργανικό σύνολο, που ακολουθεί, διαμορφώνει και υποτάσσεται και υποτάσσει μια ζωή ενιαία, όσο κυματιστή κι αν είναι». Ταιριάζει απόλυτα και για τον ίδιο, που έφυγε σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια, αλλά και για τον Μίκη Θεοδωράκη, που έφυγε φέτος στις 2 Σεπτεμβρίου».

Το παραπάνω κείμενο είναι, όπως μας θύμισε ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Αργολίδος Νίκος Μπουμπάρης, απόσπασμα από τη Δοκιμή του Σεφέρη για τον Κωστή Παλαμά. Και για να εξειδικεύσω το κείμενο στον Σεφέρη θα έλεγα ότι είναι ένας πολύ μεγάλος Έλληνας ποιητής του 20ού αιώνα, επειδή:

α) Καταρχήν μέσα στο έργο του (ποιητικό και πεζό) συναιρείται η μακραίωνη ελληνική παράδοση που αρχίζει από τον Όμηρο και τελειώνει στις μέρες μας. Μ’ αυτόν τον τρόπο βοήθησε τον σύγχρονο ελληνισμό να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτογνωσία. Αυτή η συναίρεση έγινε με πολύ πετυχημένο και ουσιαστικό τρόπο. Σ’ αυτό συνέβαλε η βαθιά του μόρφωση, η ποιητική του φύση και η εργατικότητά του.

β)  Ύστερα, ο Σεφέρης έχει έλθει σε ουσιαστική επαφή με τη λογοτεχνία της Δύσης, η οποία άλλωστε αποτελεί μια πλατιά βάση για το έργο του. Μ’ αυτό τον τρόπο πάλι βοήθησε τον σύγχρονο ελληνισμό να αποκτήσει αυτοπεποίθηση, αφού με το έργο του έδεσε στον πνευματικό κορμό της Ευρώπης τα Νεοελληνικά Γράμματα.

γ) Έχοντας μάλιστα την ιδιοσυγκρασία ενός  μεταρρυθμιστή άλλαξε με το έργο του  το σκηνικό των ελληνικών γραμμάτων.  Είναι αλήθεια ότι μετά τον Σεφέρη κανείς δεν έγραψε όπως πριν τον Σεφέρη 

δ) Άλλωστε, η βαθιά ελληνικότητα, η ανθρωπιά, η  εκφραστική λιτότητα και ο βαθύς στοχασμός αυτού του έργου είναι τα στοιχεία που το κρατούν ολοζώντανο μέχρι σήμερα.

Για όλα αυτά τιμούμε τα 50 χρόνια από το θάνατό του (20 Σεπτεμβρίου 1971) έχοντας στο μυαλό μας τον στίχο του: «Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας αφήσαν ορφανούς». Και επειδή φέτος γιορτάζουμε και τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα ποιητικό κείμενο, το οποίο αγάπησε πολύ ο Σεφέρης και που, ανάμεσα στα άλλα,  το θεώρησε ως κατεξοχήν αντιστασιακό- επαναστατικό, τον Ερωτόκριτο.

Πρωτογνώρισε τον Ερωτόκριτο, όταν, παιδί στη Σκάλα  των Βουρλών, τον  διάβαζε σε λαϊκές φυλλάδες, που πουλούσαν οι γυρολόγοι. Στον απλό κόσμο της Σκάλας υπήρχε μια ατμόσφαιρα ζωντανού μύθου, που μέσα του η ευαισθησία του ποιητή ταύτισε τη μορφή του Ερωτόκριτου με τις μεγάλες μορφές-σύμβολα του ελληνισμού: τον Διγενή και τον Μεγαλέξανδρο:

«Θυμάμαι, παιδί στη Σμύρνη, κάθε απόγεμα, την ίδια ώρα, την ίδια φωνή στο δρόμο: ‘Έχω βιβλία διάφορα! Τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα! (…). Την ιστορία της Γενοβέφας! Την ιστορία της Χαλιμάς! Στο ξώφυλλο, ο Ερωτόκριτος, ένας λεβέντης κοιτάζοντας αγριωπά και κάπως λοξά, με περικεφαλαία θυσανωτή, μ΄ αναδιπλωμένο μανδύα πάνω απ΄το θώρακα, έχοντας πίσω του ένα αχαμνό βυζαντινό περιστύλιο, το σκουτάρι και το κοντάρι αεροκρέμαστα ανάμεσα στις κολόνες. Ήταν για μένα η ίδια η ψυχή με τον Διγενή και τον Μεγαλέξανδρο, ένας τρίδυμος αδελφός. Αν με ρωτούσαν, δε θα μπορούσα να ξεχωρίσω τον ένα από τον άλλον, όπως, το ίδιο, δε θα μπορούσα να βρω τίποτα που να ξεχωρίζει την Αρετούσα από τη γοργόνα του Μεγαλέξανδρου. Κι οι δυο γυναίκες βασανιζόντανε από μια μεγάλη στέρηση’, (…), η στέρηση της ελευθερίας».

Ο Σεφέρης αγάπησε τον Ερωτόκριτο και είναι μάλιστα στην ουσία κι ο πρώτος νεοέλληνας λογοτέχνης που ασχολήθηκε σοβαρά κριτικά μαζί του και προσπάθησε να τον συνδέσει με την παράδοση της σημερινής λογοτεχνίας μας. Η πρώτη βέβαια σύνδεσή του είχε γίνει με τον Σολωμό, αλλά ο Σολωμός δυστυχώς για πολύ καιρό ξεχάστηκε, όπως κι άλλες φωνές (Τυπάλδος, Παλαμάς), και ο Ερωτόκριτος  έγινε μια «υπόθεση αρχείου».  Και ο ίδιος ο ποιητής, καθώς ομολογεί, τον είχε ξεχάσει μέχρις ότου τον ξαναβρεί στην έκδοση του Ξανθουδίδη. Μόνο στη  «Μητέρα Θεού» του Σικελιανού θεωρεί ότι εμφανίζεται πάλι ο κρητικός 15λαβος. Με τη διάλεξη του Σεφέρη στον Παρνασσό, τον Μάρτιο του 1946, για τον Ερωτόκριτο, αλλά και με όλες τις αναφορές του στο πεζό και ποιητικό έργο του, πέτυχε ουσιαστικά την επανασύνδεσή του με τον κεντρικό κορμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Τα σημεία στα οποία ο Σεφέρης στέκεται κάνοντας τη λογοτεχνική του αποτίμηση είναι εν μεγάλη συντομία τα ακόλουθα:

α) Στον «Ερωτόκριτο» δεν υπάρχει πουθενά κανένας γλωσσικός πληθωρισμός και καμιά διάθεση ρητορείας. «Υπάρχει ένας ποιητικός βηματισμός, ένας ίσος και χαμηλός τόνος που είναι από τα πιο χαριτωμένα πράγματα που μας προσφέρει η ποίηση. Είναι αυτό που θα λέγαμε στη μουσική το ρεσιτατίβο. Ο Κορνάρος μου δίνει το αίσθημα ότι έχει βρει το ποιητικό ρεσιτατίβο της γλώσσας του(…). Δεν φωνάζει, δεν πέφτει σε μισούς τόνους. Μιλά: αυτό είναι όλο. Και ο άνθρωπος που μιλά σωστά είναι μεγάλη ανακούφιση».

β) Ο ποιητής του Ερωτόκριτου είναι πάντα κοντά στο αντικείμενό του, γιατί βλέπει με απόλυτη καθαρότητα τα πράγματα που εκφράζει. «Πρέπει να προχωρήσουμε πολύ στη λογοτεχνία μας για να βρούμε ένα τόσο συγκροτημένο, ένα τόσο καλά ιδωμένο κείμενο (…) αν μπορούσα να φανταστώ τα ποιήματα σα ζωγραφιστές εικόνες, θα έλεγα, (…) ότι τα ελληνικά κείμενα, ως τα τελευταία χρόνια του περασμένου αιώνα,  δίνουν τις περισσότερες φορές την εντύπωση ότι η ζωγραφιά πέφτει κατά ένα μέρος έξω από το πλαίσιό της, αφήνοντας μέσα στο πλαίσιο κενά, ή ότι είναι κατάστικτη από άδειες τρύπες, ή ότι, τέλος, τα χρώματα έχουν ξεβάψει και πάνε όλα να εξομοιωθούν προς ένα γκρίζο λερωμένο».

γ) Η γλώσσα του έχει μεγάλη ασφάλεια. «Σκέφτομαι περισσότερο αυτή τη στιγμή τη γλώσσα σαν ένα ομαδικό δημιούργημα που ο συγγραφέας το παίρνει έτοιμο. Από την άποψη αυτή η γλώσσα του Ερωτόκριτου παρουσιάζει ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία μας: είναι η τελειότερα οργανωμένη γλώσσα που άκουσε ο μεσαιωνικός κι ο νεότερος Ελληνισμός, μια γλώσσα που ξεπερνά με άνεση τις συνηθισμένες λαογραφικές εκδηλώσεις (…) που δε μαστίζεται από την πολυγλωσσία».

Από τα παραπάνω διαπιστώνεται , νομίζω, ότι και τα τρία αυτά σημεία έχουν σχέση με τη σωστή γλωσσική έκφραση. Για τον Σεφέρη που βλέπει τον ελληνισμό από την άποψη αυτή βυθισμένο σε μια μεγάλη στέρηση, το κείμενο του Ερωτόκριτου είναι πράγματι ένα φαινόμενο μοναδικό που θέλει να το προβάλει σαν ένα φωτεινό παράδειγμα και να το συνδέσει ουσιαστικά με την ελληνική λογοτεχνική παράδοση. Αντιμετωπίζει τον Ερωτόκριτο, όπως ακριβώς και τον Μακρυγιάννη, σαν ένα εκπληκτικό παράδειγμα ζωντανής ελληνικής έκφρασης.

Από την πλευρά τώρα του περιεχομένου ο Ερωτόκριτος, κατά τον Σεφέρη, έχει σχέση επίσης με τον καημό της Ρωμιοσύνης. Ήδη έχω αναφέρει πως στη συνείδησή του η Αρετούσα ταυτίζεται με τη γοργόνα του Μεγαλέξανδρου, γιατί κι οι δυο βασανίζονται από την ίδια στέρηση, τη στέρηση της ελευθερίας. «Κι οι πελαγίσιοι πατούσαν στα στήθια τους τη στόρηση της Αρετής όπως και το κορμί της γοργόνας».  Έπειτα για τον χαρακτήρα του περιεχόμενου του Ερωτόκριτου σημαντική είναι η παρατήρησή του σχετικά με τον φωτισμό του ποιήματος που ολόκληρο, κατά την άποψή του, φωτίζεται από μιαν αναλαμπή, ένα «αντηλάρισμα» ενός κεριού που τρεμοσβήνει, πράγμα που είναι συνώνυμο με τη βασανισμένη σκέψη, με τη στέρηση. Μ΄αυτό τον φωτισμό βλέπει ο ποιητής τον Ερωτόκριτο «να κυκλοφορεί ανάμεσα στο σκλαβωμένο Γένος, και (…) να πηγαίνει από πόρτα σε πόρτα, από αυτί σε αυτί, γεμίζοντας ελπίδα τις ψυχές: Να ‘ρθει ο Ερωτόκριτος να λευτερώσει από τη φυλακή την Αρετούσα (…). Να ταξιδεύει το μικρό καραβάκι φορτωμένο(…) μ΄αυτό το έπος της ελληνικής ακρογιαλιάς, και να μεταλλάζει το ρομάντζο της ιπποσύνης σε μια ιστορία των καημών της Ρωμιοσύνης».

Με άλλα λόγια ο Ερωτόκριτος είναι για τον Σεφέρη ένα κείμενο αντιστασιακό-επαναστατικό, που ο κεντρικός του ήρωας, ο Ερωτόκριτος, σύμβολο του Ελληνισμού, αγωνίζεται να ελευθερώσει την Αρετούσα-Ελλάδα. Αγωνίζεται δηλαδή για ελευθερία και δικαιοσύνη, και μάλιστα είναι αποφασισμένος να πεθάνει πάνω σ΄αυτόν τον αγώνα («Χαιράμενος κάθε καιρό στο δίκιο ν΄αποθάνω»), όπως ακριβώς αργότερα και οι αγωνιστές του 1821, αφού κουβαλάει μέσα του τον καημό ολόκληρου του σκλαβωμένου Γένους, τον «καημό της Ρωμιοσύνης».

 

 

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.