Η προηγούμενη και πρώτη συλλογή της Ευαγγελίας Φύτρου, Τα ετερόκλητα (2023) χαρακτηριζόταν από ευαισθησία και λεπτή συγκίνηση, συγκροτούσε μια εξομολογητική, υπαρξιακή ποίηση, όπου τα συναισθήματα, η αγάπη, ο έρωτας, ο πόνος, η ελπίδα, το βάρος της απουσίας, η ανάγκη της φυγής είχαν κυρίαρχη θέση, όπως και οι αντιθέσεις σιωπή – λόγος, αλήθεια -ψέμα, ζωή – θάνατος, αλλά και η ίδια η ποίηση, η αγάπη για τη φύση, για το απλό, για το καλό, η καταβύθιση στον κόσμο, η αναζήτηση της αλήθειας, μα και η διδαχή της αφύπνισης, μια θέση κατ’ ουσίαν πολιτική.
Η νέα της συλλογή Καλλίστη νήσος επαναφέρει τα κυριότερα χαρακτηριστικά της, αυτή τη φορά ωστόσο πιο εστιασμένα, αφού το βιβλίο έχει θεματική όσο και υφολογική ενότητα και αποτελεί έναν φόρο τιμής στον τόπο καταγωγής της, τη Σαντορίνη (Καλλίστη είναι ένα από τα πολλά της ονόματα). Ένα βιβλίο ώριμο όσο και αθώο, αφιερωμένο στην πατρίδα της ποιήτριας, αλλά και στους γονείς, τους προγόνους, τους απογόνους, την ίδια της την ταυτότητα. Η υπέρμετρη αγάπη για τον αναμφισβήτητα πανέμορφο και μοναδικής σύστασης τόπο, ξεδιπλώνεται σε εξήντα πέντε ποιήματα και σε δύο ενότητες, «Ο τόπος μου» και «Η ταυτότητά μου», ενώ τρία από αυτά είναι εισαγωγικά, αφιερωμένα στους γονείς, τον πατέρα με το αγιασμένο χέρι που ο χαμός του νέκρωσε τα άνθη, τη μάνα με το προστατευτικό άγγιγμα που η απουσία της τρυπά σαν βελόνια, και την ευχή τους για καλοτάξιδη πλεύση στη ζωή.
Στο πρώτο μέρος, «Ο τόπος μου», η ποιήτρια με αισθαντικό λυρισμό, τελεί ένα προσκύνημα ευλαβικό και μια σπονδή στο νησί, στην ομορφιά και την ιδιαιτερότητά του, διατρέχει τον χρόνο, από την αρχαιότητα στις μέρες μας, από τα αρχαία αγάλματα στις Παναγιές, συλλέγει με προσοχή στιγμές από τα παιδικά χρόνια με τα γρατζουνισμένα γόνατα και το αλάτι στις πληγές, επισκέπτεται τις ασβεστωμένες αυλές και τα ξωκκλήσια του, τις ακρογιαλιές και τους αμπελώνες του, βουτά τα πόδια στη θάλασσα, ανακατεύει τα χρώματά του, το μαύρο και το κόκκινο, το θαλασσί του πελάγου και το πράσινο των αμπελιών, γεύεται το κρασί του, ακινητεί από σεβασμό μπροστά στη δύναμη των σπλάχνων του, που όμως ο λόγος των ανθρώπων «δεν κατέγραψε ούτε τις οιμωγές τους / ούτε τα τελευταία κρωξίματα των πουλιών / ή, έστω, τις κινήσεις που πρόλαβαν να κάνουν τα σαμιαμίδια, / πριν βαλσαμώσουνε πάνω στα βράχια που ξεπέταξε η λάβα».
Το νησί γίνεται γυναίκα όμορφη, «τα χέρια της αγκαλιάζουν με χάρη τ’ Ακρωτήρι και την Οία / τα πόδια της δροσίζονται στο Καμάρι και την Περίσσα», γίνεται «δώρο ερωτικό, ριγμένο στο πέλαγος», παίρνει ονόματα πολλά και πρόσωπα χιλιάδες, προσελκύει λαούς και βασιλιάδες, Φοίνικες και Μινωίτες, Πτολεμαίους και Φράγκους, γίνεται «πούδρα των ιωδών ονείρων κι ερώτων μας», γίνεται Μούσα για την ποιήτρια που νιώθει να της χρωστά: «έλα κι οδήγησε το χέρι μου εσύ, / να ιστορήσω της καρδιάς μου τη λάβα, / που σαν ηφαίστειο ενεργό παλεύει να δαμάσει το θηρίο μέσα μου». Το όνομα «Καλλίστη» επιλέγει, που σε ακρωνύμιο το μεταμορφώνει, πολλαπλασιάζοντας τη δύναμή του: «Κυκλάδων / Αλαφρόπετρα και / Λάβα, / Λευκός ο / Ίμερος των θολωτών σπιτιών σου, / Σαντορίνη των αιώνων, / Του / Ήλιου κόρη!» Στους στίχους της σεργιανούν κροκοσυλλέκτριες, αρχαίες Κόρες και Κούροι, οι ψαράδες που «γύριζαν μ’ αρμαθιές τα ψάρια τους στον ώμο, / προτού γλιστρήσουν και μπουν στις τοιχογραφίες» και η στρογγυλή φεγγαρόπετρα «σαν έν’ αποτύπωμα τ’ ουρανού».
Η Ευαγγελία Φύτρου μεταδίδει την αθωότητα, τη γνησιότητα, την αυθεντική ματιά. Παρασύρει τον αναγνώστη σ’ ένα λικνιστικό θαλασσινό ταξίδι γεμάτο ιστορία και αγώνα, γεμάτο αρχέγονη ζωή, με θησαυρισμένη λαϊκή σοφία. Η μνήμη και η νοσταλγία, η παντοτινή καταγραφή στιγμών και εμπειριών, το ανεξίτηλο στίγμα, η αφοσίωση στον τόπο, η αγνή αγάπη.
Στο δεύτερο μέρος, «Η ταυτότητά μου», η ποιήτρια γίνεται ακόμα πιο εξομολογητική, πιο προσωπική, πιο αποκαλυπτική των μύχιων αισθημάτων και πόθων. Το νησί την διαπερνά πάντα, την καθορίζει, την καθοδηγεί. Οι μνήμες, οι επιθυμίες, οι εμπειρίες, οι ιστορίες την κατακτούν, την κατοικούν. Ο λόγος της γίνεται πιο προσωπικός, απευθύνεται συχνά σε δικά της πρόσωπα, στα παιδιά, στον αγαπημένο, βιώνει τα πάθη της αγάπης, τα βάσανα της σιωπής, παραδίδεται στην ανεμελιά του τοπίου, κυνηγά το ψάθινο καπέλο της, γίνεται «η υγρή νοτιά του μούστου».
Είναι όλα αυτά η ταυτότητά της, όσα την έπλασαν και τη σμίλεψαν, είναι ο ήλιος κι ο άνεμος, η θάλασσα και τα κοχύλια, είναι η μυστική πνοή του τόπου, οι μυρωδιές και η πετσέτα με το ζυμωτό ψωμί, το φεγγάρι και η σκληρή γη, είναι ο «βραδινός απολογισμός των αμπελιών» και η υπομονή η κλεμμένη «απ’ τη σοφία της καθεμιάς ρώγας». Είναι ακόμα: «Μυρωδιά από δαφνόφυλλα / χωμένα στα πανέρια με τα βότανα και τα σύκα. / Αρώματα της αφράτης σαντορινιάς γης. / Φύλλα που στροβιλίζονται στο φύσημα τ’ ανέμου / και παιδικά παιχνίδια με της στέρνας τα νερά».
Η ποιήτρια παραδίνεται στην αγάπη, που πλημμυρίζει τους στίχους της, κι ο λόγος της γίνεται υγρός: «Υγρή, υπόσκαφή μου αγάπη, / υφάλμυρος ο λόγος σου. / Με πίνεις , δεν σε πίνω. / Σκουπίζω με φύκια τα λυτά σου μαλλιά / και σταματώ το μέτρο στην αγάπη. / Κουρσεμένο κάστρο γίνεται η σκέψη σου / κι εγώ ένας ουρανός στο χρώμα του κρασιού …» Κι είναι εδώ που κάποια ποιήματα, από τα πιο όμορφα, τα γράφει με μέτρο και ομοιοκαταληξία, δίκαια και μοιραία παραδομένη στην παράδοση.
Η συλλογή της Ευαγγελίας Φύτρου υποκλίνεται στο απλό, το αληθινό, στις ανάγκες της καρδιάς, στα προαιώνια λόγια που χάνονται «στην κρυψώνα του χρόνου». Είναι η Σαντορίνη της, η Καλλίστη νήσος, που την προστατεύει αέναα, καθώς της διαμορφώνει τις σταθερές της ζωής της και μεταδίδει και σε μας αυτό το καίριο μάθημα της ένωσης με τις ρίζες την ώρα που απαλά χαϊδεύει τα αυτιά και την καρδιά μας με τους τρυφερούς στίχους της.
