Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Όταν διαρρεύσει μια εκατονταετία από τη γέννηση ενός ποιητή είναι καιρός για μια αποτίμηση της προσφοράς του στα γράμματα. Και στην περίπτωση του Τάσου Λειβαδίτη όντως συμπληρώθηκαν, προ τριετίας, 100 χρόνια, ένας αιώνας, δηλαδή ένα ικανό διάστημα για να απαντηθεί αν διαβάζεται σήμερα ένας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που αναστράφηκε μέσα στα κύματα και τις αναταράξεις της επανάστασης προσηλώθηκε στις καλύτερες μέρες που θα φέρει υμνώντας το σοσιαλιστικό όνειρο με πολύ σπουδαία ποιήματα στη φόρμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού κι όταν διαπίστωσε πως οι καλύτερες μέρες δεν ήρθαν και το όνειρο καταρρακώθηκε κινήθηκε προς μια ελεγειακή, καθαρά υπαρξιακή ποίηση αποδεχόμενος την ήττα και τη διάψευση.
Να θυμίσουμε μερικά από τα πιο συζητημένα ποιητικά του βιβλία:
Μάχη στην άκρη της νύχτας (1952), Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (1952), Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου (1953), Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958), Νυχτερινός επισκέπτης (1972), Ο διάβολος με το κηροπήγιο (1975), Βιολί για μονόχειρα (1976), Εγχειρίδιο ευθανασίας (1979), Ο τυφλός με τον λύχνο (1983), Βιολέτες για μια εποχή(1985), Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα (1987), Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου (1990).
Ο Λειβαδίτης υπήρξε πρώτα αγαπημένος ποιητής της μεταπολεμικής Αριστεράς και μετά τον Νυχτερινό Επισκέπτη έγινε δημοφιλής σε όσους αντιλήφθηκαν τα σημεία των καιρών, πέρασε σε μια ποίηση βαθιά ανθρωπιστική αγκαλιάζοντας μεγαλύτερα κομμάτια κοινού και τα τελευταία χρόνια με την άνθιση των κοινωνικών δικτύων έγινε ο αγαπημένος τους ποιητής.
Ζούσε την τελευταία του ώρα. Στο σταθμό, νύχτα, περίμενε το τρένο, που θα ‘πεφτε μπροστά του να τελειώνει. ‘Άξαφνα, από μια παλιά ξεχασμένη παρόρμηση ανέβηκε στη γραμμή να περπατήσει, όπως άλλοτε, που ήταν ένα αιώνιο παιδί. Τότε, μ’ έκπληξη, είδε τη μικρή πεθαμένη εξαδέλφη να περπατάει στην άλλη γραμμή, απλώνοντάς του το χέρι, για να κρατηθούν πιο στέρεα, πάνω απ’ τ’ όνειρο.
……Περπάτησαν ώρα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον, κι όταν πέρασε τυφλό το τρένο, βουίζοντας, τα δυο παιδιά χειροπιασμένα συνέχιζαν να προχωράνε πάνω στις ράγες.
……ενώ το πτώμα ενός άντρα κείτονταν πιο εκεί.
Αν η ποίηση του Λειβαδίτη λειτουργεί όντως ως σύνολο είναι γιατί επηρεάζεται αποφασιστικά από τα υστερότερα ποιήματα που φωτίζουν τα πρωτύτερα, δικαιώνοντας εντέλει ολόκληρη τη διαδρομή – από το όραμα για την ανατροπή του κόσμου μέχρι τους μικρούς ή τους μεγάλους βασανισμούς και τις διαψεύσεις της ραγισμένης ατομικής ύπαρξης.
Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.
Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος
να γνωριστούν.
Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε,
ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν
μια θέση στη ζωή των άλλων.
Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιο καλοί επαναστάτες.
Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά,
σαν ένα νικητή μπροστά στο θάνατο ή
ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα.
Ο Τάσος (Αναστάσιος-Παντελεήμων) Λειβαδίτης, (Αθήνα, 20 Απριλίου 1922 – 30 Οκτωβρίου 1988) από τους σημαντικότερους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς με καταγωγή, από τη μεριά του πατέρα του, από την Κοντοβάζαινα Γορτυνίας, είχε μια αδελφή και τρεις αδελφούς, ένας από τους οποίους ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης. Το 1946 παντρεύτηκε τη Μαρία Στούπα με την οποία απέκτησε μία κόρη, για την οποία έγραψε το «Ερωτικό» ένα από τα λίγα ποιήματα που υπάρχουν ηχογραφημένα σε απαγγελία του ίδιου του ποιητή.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά τον κέρδισε η ποίηση. Στα 1943, εν μέσω της Κατοχής, αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στον χώρο της αριστεράς κερδίζοντας τον τίτλο του «Ποιητή του Έρωτα και της Επανάστασης».
Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών ανήκε σε ομάδα της ΕΠΟΝ που διοργάνωνε εράνους και διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, χωρίς όμως να λάβει μέρος ως μάχιμος. Η δράση του αυτή είχε ως συνέπεια να συλληφθεί και να εξοριστεί. Αφέθηκε ελεύθερος μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Το 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στον Μούδρο. Μεταφέρθηκε μετά από ένα χρόνο στη Μακρόνησο όπου ξεκίνησε τη συγγραφή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Μεταφέρθηκε στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απήλλαξε λόγω αμφιβολιών.
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίσθηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάσθηκε στην έκδοση του περιοδικού Θεμέλιο. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάσθηκε επίσης ως κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 ως το 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών) και το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια. Συνυπέγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών Ο θρίαμβος και Συνοικία το όνειρο σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.
Στο διάστημα της Χούντας των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος.
Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο Πολιτεία (1961), Της εξορίας (1976), Πολιτεία Γ’ – Οκτώβρης ’78 (1976), Τα Λυρικά (1977), Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο (1987), τον Μάνο Λοΐζο στο δίσκο Για μια μέρα ζωής (1980), τον Γιώργο Τσαγκάρη στο δίσκο Φυσάει (1993) με ερμηνευτή το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου, τον Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη (1997), τον Μανώλη Λιδάκη στο δίσκο Υλικό ονείρων (2001), και από το συγκρότημα Όναρ στο δίσκο Αλαντίν, τελειώσαν οι ευχές σου (2003). Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».
Σὲ περιμένω παντοῦ
Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.
Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.
Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.
Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.
Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο… ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!
Απόσπασμα από την ιστορική απολογία του
«Με το βιβλίο μου προσπάθησα να προσφέρω κι εγώ τις υπηρεσίες μου στην ειρήνη. Προσπάθησα να δείξω τους χιλιάδες ξύλινους σταυρούς, τα συρματοπλέγματα, τα κρεματόρια, τον φόβο. Να δείξω τη φωτιά και τον θάνατο. Και πλάι σ’ αυτά να τραγουδήσω την ελπίδα και το μέλλον. Και την ακλόνητη πίστη των ανθρώπων ν’ αγωνιστούν για την ειρήνη.
Το μεγάλο αυτό θέμα, βαρύ για τους ώμους ενός νέου ποιητή, το σήκωσα μ’ όσο πάθος και σεβασμό διαθέτω. Έχω ήσυχη την καλλιτεχνική μου συνείδηση ότι έκανα τα καθήκον μου σαν υπερασπιστής της ειρήνης.
Γιατί ο ποιητής ή ο συγγραφέας απ’ τη στιγμή που θα χαράξει την πρώτη φράση του πάνω στο χαρτί είναι δεμένος με όρκο ακατάλυτο να υπερασπίσει ό,τι πιο άξιο έχει η ζωή: τη δικαιοσύνη, την αλήθεια, την ομορφιά, την ειρήνη».
Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο Χειρόγραφα του Φθινοπώρου.