Στον θόρυβο του πολιτισμικού μας πολέμου, εκεί όπου οι σημαίες της ταυτότητας κυματίζουν με την ίδια ευκολία σε παρελάσεις υπερηφάνειας και σε εταιρικές παρουσιάσεις, μια παράξενη σιωπή καλύπτει το πραγματικό διακύβευμα: την αφομοίωση της διαφοράς από τον ίδιο τον μηχανισμό εξουσίας. Η εποχή μας μοιάζει να ορίζεται από μια θεατρική σύγκρουση: από τη μία, η επιτακτική ορατότητα του «woke», και από την άλλη, η οργισμένη αντίδραση του «anti-woke». Κι όμως, κάτω από την επιφάνεια αυτής της μάχης, μια αόρατη μηχανική λειτουργεί αδιάκοπα, παράγοντας και τα δύο στρατόπεδα ως συμμετρικά εξαρτήματα του ίδιου συστήματος.
Η απελευθέρωση έγινε εμπόρευμα. Η γλώσσα της queer χειραφέτησης, που κάποτε ανήκε στο περιθώριο, μετατράπηκε σε γλώσσα συμμόρφωσης για τα διοικητικά συμβούλια. Οι δείκτες ESG και η εταιρική κοινωνική ευθύνη δεν άλλαξαν τον καπιταλισμό· του προσέφεραν ένα νέο ηθικό προσωπείο. Το πείραμα της Bud Light με μια trans influencer δεν ήταν μια πράξη ριζοσπαστικής συμπερίληψης, αλλά μια ψυχρή δοκιμή αγοράς, μια άσκηση στην ελαστικότητα της καταναλωτικής ανοχής. Η αποτυχία της δεν σηματοδότησε την ήττα της προόδου, αλλά την τακτική αναδίπλωση ενός κεφαλαίου που έμαθε τα όρια της στρατηγικής του και απλώς την προσαρμόζει. Το σύστημα δεν έχασε. Έκανε stress test.
Η εφήμερη κατακραυγή και η απόσυρση ήταν απλώς παράγωγα ενός οικοσυστήματος που εκπαιδεύει το κεφάλαιο στο τι περνάει και τι όχι.
Την ίδια στιγμή, η αντίδραση οργανώνεται με μια σχεδόν κατοπτρική λογική. Ο νεο-παραδοσιακός λόγος, οι survivalists, οι πολεμιστές της «κοινής λογικής», δεν αποτελούν μια αυθεντική εξέγερση ενάντια σε αυτή την τάξη πραγμάτων. Είναι η απαραίτητη αρνητική της εικόνα, το άλλο μισό της εξίσωσης που διατηρεί την ισορροπία του δράματος. Η οργή τους είναι εξίσου προβλέψιμη, εξίσου διαχειρίσιμη, εξίσου εμπορεύσιμη με την ευαισθησία που πολεμούν.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, όταν η αντίσταση και η εξουσία, η συμμόρφωση και η εξέγερση, μοιάζουν να τροφοδοτούνται από την ίδια πηγή; Ποιος γράφει το σενάριο αυτού του διπλού παιχνιδιού; Αυτό το κείμενο δεν επιδιώκει να διαλέξει πλευρά. Επιδιώκει να χαρτογραφήσει τον αθέατο μηχανισμό—τη διπλή μηχανική της βιοπολιτικής και του κεφαλαίου—που ενορχηστρώνει τη σκηνή, διανέμει τους ρόλους και, τελικά, διαμορφώνει το είδος του υποκειμένου που καλούμαστε να γίνουμε μέσα σε αυτό το προδιαγεγραμμένο πεδίο.
Μέρος 1: Η Ψευδαίσθηση της Επιλογής
Η ριζοσπαστικότητα έγινε καθεστώς. Ό,τι ξεκίνησε ως κραυγή για ορατότητα και δικαίωμα στη διαφορά, απορροφήθηκε από την πολιτισμική βιομηχανία και μετατράπηκε σε έναν καλοκουρδισμένο μηχανισμό πειθάρχησης. Η queer ταυτότητα, το non-binary σώμα, η ρητορική της συμπερίληψης, δεν απειλούν πλέον την τάξη· την επιβεβαιώνουν, προσφέροντας νέες, εγκεκριμένες κατηγορίες για να ενταχθεί κανείς. Η διαφορά δεν είναι πια αντίσταση, είναι επιλογή σε ένα προκαθορισμένο μενού. Το υποκείμενο δεν απελευθερώνεται· γίνεται ένας πρόθυμος, υποδειγματικός καταναλωτής της ίδιας του της ταυτότητας.
Αυτή η μετάβαση βρήκε την τέλεια έκφρασή της στο δόγμα του «προοδευτικού καπιταλισμού». Η δικαιοσύνη έγινε περιουσιακό στοιχείο, οι μετοχές της ηθικής ενσωματώθηκαν στους δείκτες ESG, και η υποστήριξη των κοινωνικών κινημάτων έγινε προϋπόθεση για επενδυτική επιβίωση. Το κεφάλαιο δεν ερωτεύτηκε το queer· το αγόρασε. Το χρησιμοποίησε ως εργαλείο de-risking, ως απόδειξη συμμόρφωσης σε μια νέα κανονικότητα που το ίδιο επέβαλε.
Η πανδημία του COVID-19 λειτούργησε ως ο απόλυτος αποκαλυπτικός μηχανισμός αυτής της συνθήκης. Απέδειξε με τον πιο ωμό τρόπο πώς το κράτος, η επιστήμη και οι εταιρικές συμμαχίες μπορούν να πειθαρχήσουν μαζικά έναν πληθυσμό, όχι μόνο με τον φόβο, αλλά και με την ενοχή και την ηθική ανωτερότητα. Το παράδοξο ήταν εκκωφαντικό: κοινωνικές ομάδες που ιστορικά διεκδικούσαν τη σωματική αυτονομία και την ελευθερία της επιθυμίας, έγιναν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές των πιο αυταρχικών μέτρων. Η ρητορική της «φροντίδας» και της «κοινοτικής ασφάλειας» έγινε το γλωσσικό όχημα για την καθολική υπακοή.
Η αποδοχή των lockdown, των διαχωρισμών και, τελικά, της «παρηγορητικής» χορήγησης ανεπαρκώς δοκιμασμένων mRNA σκευασμάτων δεν ήταν απλώς μια υγειονομική επιλογή· ήταν μια πράξη πίστης. Μια ταύτιση με την «ορθή πλευρά της ιστορίας», όπου η επιστήμη είχε μετατραπεί σε θρησκεία και η αμφισβήτηση σε αίρεση. Το σώμα, από πεδίο πολιτικής διεκδίκησης, έγινε εθελοντικό εργαστήριο μιας βιοτεχνολογικής σωτηριολογίας. Η ελευθερία δεν καταργήθηκε με τη βία. Ανεστάλη με τη συναίνεση εκείνων που πίστεψαν ότι επιλέγουν, ενώ στην πραγματικότητα απλώς επικύρωναν την προαποφασισμένη τάξη.
Μέρος 2: Η Συμμετρική Εξέγερση
Στην άλλη όχθη του ποταμού, εκεί όπου η κανονιστική συμπερίληψη του woke συναντά την πιο σθεναρή άρνηση, γεννιέται μια εξέγερση που, αν και μοιάζει αντίθετη, είναι στην πραγματικότητα το είδωλό της στον καθρέφτη. Ο επιθετικός νεο-συντηρητισμός, με τους survivalists, τους θρησκευτικούς αποστόλους της αρρενωπότητας και τους ψηφιακούς προφήτες της «αλήθειας», δεν αποτελεί μια αυθεντική ρήξη με το σύστημα. Είναι η συμμετρική του αντίδραση, το απαραίτητο άλλο μισό που συντηρεί την πόλωση από την οποία τρέφεται η μηχανή.
Αυτή η αντισυστημικότητα δεν διεκδικεί μια διαφορετική ελευθερία· διεκδικεί την αποκατάσταση μιας χαμένης βεβαιότητας. Το σώμα δεν λειτουργεί πια ως ρευστό πεδίο πειραματισμού, αλλά ως φρούριο που φυλά τη νοσταλγία του για τάξη. Η διατροφή γίνεται ιδεολογία (paleo, carnivore), η υγεία μετατρέπεται σε πράξη αντίστασης ενάντια σε μια «εκθηλυσμένη» νεωτερικότητα, και η πίστη στο Θεό ή το Έθνος γίνεται το ύστατο όπλο απέναντι σε έναν κόσμο που μοιάζει να διαλύεται. Το τραγικό είναι πως αυτή η παρόρμηση για επιστροφή σε μια «γνήσια» κατάσταση είναι η ίδια προϊόν της αποξένωσης που καταγγέλλει. Είναι μια νοσταλγία για μια αυθεντικότητα που ποτέ δεν υπήρξε, κατασκευασμένη από τα ίδια υλικά του θεάματος που χρησιμοποιεί και η αντίπαλη πλευρά.
Το οικοσύστημα αυτής της εξέγερσης δεν είναι λιγότερο τεχνητό. Οι θεωρίες συνωμοσίας, από τους flat-earthers μέχρι τους Qanon, δεν αναδύονται από την άγνοια, αλλά από μια οργανωμένη παραγωγή «εναλλακτικής γνώσης» σε πλατφόρμες όπως το Telegram και το Rumble. Αυτή η ψηφιακή αντι-κουλτούρα, που αυτοπαρουσιάζεται ως «ανεξάρτητη σκέψη», είναι στην πραγματικότητα μια καλοστημένη προσομοίωση αντίστασης. Το κεφάλαιο, για άλλη μια φορά, δεν την καταστέλλει· επενδύει σε αυτήν. Η επιθυμία για αντίσταση ενσωματώνεται πλέον εκ προοιμίου ως feature του κυρίαρχου μοντέλου. Τα συμπληρώματα διατροφής, τα survival kits, τα κρυπτονομίσματα και τα ιδιωτικά δίκτυα ασφαλείας είναι η αγορά που αντιστοιχεί σε αυτό το target group. Ο δυσαρεστημένος πολίτης δεν είναι επαναστάτης· είναι ο επόμενος πελάτης.
Μέρος 3: Η Αθέατη Μηχανή
Κάτω από το θέατρο αυτής της διπλής, συμμετρικής εξέγερσης, λειτουργεί η αθέατη μηχανή. Δεν είναι μια συνωμοσία, αλλά ένα σύστημα συμφερόντων, μια διπλή έλικα βιοπολιτικής και χρηματοπιστωτικής εξουσίας που παράγει και διαχειρίζεται την ίδια την πόλωση. Το πολιτικό κέντρο δεν καταργήθηκε· εξατμίστηκε, γιατί έπαψε να είναι χρήσιμο. Η σταθερή σύγκρουση μεταξύ των δύο άκρων είναι απείρως πιο παραγωγική για το σύστημα, καθώς δημιουργεί μια διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης που νομιμοποιεί κάθε μορφή ελέγχου.
Ο δημόσιος διάλογος έχει εκπέσει σε μια ανταλλαγή ηθικών πυροτεχνημάτων. Ο λόγος δεν αναζητά πλέον την αλήθεια, αλλά την επικράτηση στο πεδίο του θεάματος. Η μεν woke κουλτούρα εμπορευματοποιεί την ενοχή και την ευαισθησία, ενώ η δεξιά αντίδραση κεφαλαιοποιεί τον φόβο και τη νοσταλγία. Και οι δύο πλευρές, άθελά τους, συνεργάζονται στο να καταστήσουν αδύνατη κάθε ουσιαστική πολιτική συζήτηση. Η δημοκρατία μετατρέπεται σε reality show του εαυτού της, όπου η ψήφος είναι like και η πλατφόρμα είναι ο νέος θεσμός.
Σε αυτό το τοπίο, η γλώσσα που θα μπορούσε να περιγράψει την πραγματικότητα χωρίς να παγιδευτεί σε κάποιο από τα δύο στρατόπεδα μοιάζει σχεδόν αδύνατη. Η ενασχόληση με την πολιτική του σώματος και της ταυτότητας δεν είναι πλέον ακαδημαϊκή πολυτέλεια, αλλά ζήτημα πνευματικής επιβίωσης. Το ερώτημα δεν είναι ποια πλευρά έχει δίκιο, αλλά τι είδους άνθρωπο παράγει αυτή η διπλή συνθήκη ελέγχου.
Ποιος είμαι όταν αυτοπροσδιορίζομαι ως προοδευτικός ή συντηρητικός; Ποιοι μηχανισμοί με έπεισαν ότι σκέφτομαι ελεύθερα, ενώ στην πραγματικότητα επιλέγω από μια προκαθορισμένη λίστα; Το υποκείμενο που αναδύεται από αυτή τη διαδικασία είναι ένας μετα-πολιτικός σκοινίτης, που ισορροπεί precariously πάνω από το κενό, χωρίς να εμπιστεύεται καμία αφήγηση, ούτε καν τη δική του. Είναι ίσως μια ρωγμή που επιμένει να θυμάται ότι το ανθρώπινο δεν είναι ούτε βεβαιότητα ούτε αφήγημα. Είναι ο αδιάκοπος κόπος να σκέφτεσαι χωρίς να ταυτίζεσαι.
Επίλογος
Η επιλογή που μας παρουσιάζεται δεν είναι, τελικά, ανάμεσα σε δύο αντίπαλες ιδεολογίες. Είναι ανάμεσα στη συμμετοχή στο θέαμα και στη μοναχική προσπάθεια να αρνηθεί κανείς τους όρους του. Το πρώτο προσφέρει την ασφάλεια της ταυτότητας, την αίσθηση του ανήκειν και την ψευδαίσθηση του σκοπού. Το δεύτερο δεν προσφέρει παρά μια ερώτηση, που ψιθυρίζεται στη σιωπή όταν οι φωνές σωπάσουν:
Υπάρχει ακόμη τόπος που δεν έχει ενταχθεί σε κάποιο μερίδιο αγοράς…ή μήπως και η ίδια η άρνηση έχει προπληρωθεί;




