Για να κατανοήσουμε καλύτερα το βαθύ περιεχόμενο της συγκεκριμένης ταινίας, ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο της. Τί σημαίνει το «Frewaka» στα ιρλανδικά; Είναι οι ρίζες, οι ανθεκτικές που αντιστέκονται σθεναρά στο να βγουν από τη γη. Θέλουν να μένουν πάντα εκεί, έστω και ας εμποδίζουν τη νέα σοδειά. Για τη συγκεκριμένη ταινία νοηματοδοτούν το δράμα του ξεριζωμού, τα βαθιά χαραγμένα σημάδια, πάντα ανεξίτηλα, ύστερα από μια κακοποιητική εμπειρία που μάς στοιχειώνει το τώρα, μετατρέποντας τη ζωή μας ένα απέραντο πουθενά. Είναι σημαντικό μια ταινία να αναπαράγει την πολιτιστική ταυτότητα του τόπου της, της καταγωγής της εμποτισμένη εν προκειμένω με την κέλτικη μυθολογία καθώς συναντά το διαγενεακό τραύμα. Είναι μια ταινία σύμβολο της παράδοσης και της ανάγκης για συμφιλίωση, πρώτα και πάνω από όλα με τον ίδιο τον εαυτό μας.
Λίγο ύστερα από την αυτοκτονία της μητέρας της, από την οποία ήταν ιδιαίτερα αποστασιοποιημένη, η Σου, φοιτήτρια νοσηλευτικής, τοποθετείται σε ένα απομακρυσμένο ιρλανδικό χωριό για να φροντίσει την Πιγκ, μια μοναχική, ηλικιωμένη γυναίκα που ζει φοβισμένη, στοιχειωμένη από σκληρές εμπειρίες και παρανοϊκές σκέψεις. Το σπίτι στο δάσος κρύβει πολλά σκοτεινά μυστικά, και η παράνοια της Πιγκ αρχίζει να επηρεάζει τη Σου, της οποίας το ταραγμένο, κακοποιητικό, παρελθόν επανέρχεται αναπόφευκτα στη ζωή της. Η ταινία εντάσσεται σε πολλές ερμηνευτικές εγγραφές ιδωμένη μέσα από ψυχαναλυτικές όσο και φεμινιστικές θεωρίες. Πρώτο ερμηνευτικό κλειδί είναι ο έμφυλος ρόλος της καθεμιάς από τις δύο πρωταγωνίστριες στις μεταβατικές φάσεις της ζωής τους, σε περιόδους ριζικής αλλαγής.
Τότε πραγματώνεται η ιδιότυπη έγκληση στον κόσμο του επέκεινα, στον χώρο των σκοτεινών δυνάμεων που βρίσκουν έδαφος να αρπάξουν τα θύματά τους με τη γέννηση, το γάμο, το θάνατο. Και τα τρία στάδια υποδηλώνουν την μετατόπιση από την ανυπαρξία στην ύπαρξη και τανάπαλιν. Φοβερό προτέρημα στην ταινία είναι ότι σε κανένα σημείο δεν βλέπουμε μια αντικειμενική αφήγηση, αλλά πάντα την λανθάνουσα εξιστόρηση μιας υποκειμενικής ροής επικεντρωμένης στον ψυχισμό των δύο γυναικών. Σε αυτή τη βάση, η κοινωνία επανεγγράφεται μέσα από τον θρυμματισμό του συνειδητού και την εισχώρηση του ασύνειδου. Βλέπουμε τον κόσμο μας μέσα από τις εγκοπές της απώθησης μιας γυναίκας η οποία κάποτε, εν έτει 1973, βυθίστηκε στο σκοτάδι για να το μεταλαμπαδεύσει στην επερχόμενη γενιά. Τον τρόμο τον αναπαράγουν οι ίδιες οι ηρωίδες, καθώς αντικειμενοποιούν την σωματική τους υλικότητα προσφέροντας το είναι τους ως σφάγιο προς εξιλέωση. Τα σύμβολα του καλού και του κακού απλά στέκονται μάρτυρες της καθίζησης στην οντολογική τους άβυσσο.
Η δαιμονοποίηση είναι το μετατραυματικό στρες που επανέρχεται θριαμβευτικά για να αρπάξει τη λεία του. Η έξυπνη σκηνοθεσία πέρα από την αδιάλειπτα υποβλητική ατμόσφαιρα προσφέρει μια ακόμη μοναδική πινελιά αριστοτεχνίας. Πρόκειται για την μητριαρχία. Οι άντρες είναι απόντες. Κάθε μετάβαση υλοποιείται από γυναίκες, αυτές έχουν ηγεμονικό ρόλο, οι ίδιες ελέγχουν το παιχνίδι, εκείνες καθορίζουν τα όρια ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, μεταξύ της πνιγηρής καθημερινότητας και της απύθμενης υπερβατικής πλευράς, της λογικής και της παράνοιας. Τα ντεσιμπέλ της συναισθηματικής τους έντασης καθορίζονται όσο και ανατρέπονται από «τα του δράματος πρόσωπα», μέχρι να επέλθει το απόλυτο σκοτάδι του κακού. Αριστουργηματική ταινία.



