You are currently viewing Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου: Κούνια –Μπέλα

Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου: Κούνια –Μπέλα

Στο μουσείο έκλεισαν τα φώτα. Τρέχω να προλάβω. Η πόρτα κλείνει, ο φύλακας φεύγει. Πανικοβάλλομαι, ολόμονη σ’ ένα κρύο και σκοτεινό κτίριο που στέλνει σήματα από το παρελθόν. Μου απομένει μόνο το φεγγάρι που έστελνε πορτοκαλένιο φως, διαπερνώντας τις γυάλινες πόρτες. Περιδιαβαίνω τους διαδρόμους, περικυκλωμένη από άγνωστες φιγούρες και αντικείμενα που ταξιδεύουν ερήμην και ενάντια στον χρόνο. Ο φόβος με κυριεύει καθώς το πνιχτό σκοτάδι με σκεπάζει ολοένα. Τα χείλη σφιγμένα, ακουμπώ το σώμα μου στην προθήκη στο βάθος του δεξιού διαδρόμου. Πίσω από παχιά κρύσταλλα διακρίνω κούκλες, μια ξύλινη κούνια, μια χειροποίητη κούκλα-τσουβάλι. Τα μάτια μου καρφώνονται στην υφασμάτινη κούνια-νάκα. Ένα μωρό-κουτσούνα αρχίζει να κουνιέται ρυθμικά πέρα δώθε και, με μεγάλη μου έκπληξη, μου γνέφει.

Κάθομαι δίπλα τους στο πάτωμα όλη τη νύχτα κουλουριασμένη, παλεύοντας να ξορκίσω εκείνον τον επίμονο Μορφέα, τρίβοντας βίαια τα μάτια μου. Και ξαφνικά με σκεπάζει το όνειρο, με ρουφά ως δίνη. Το παρελθόν εισβάλλει από παντού, διαρρηγνύοντας το σκοτάδι. Περπατώ αργά, φτάνω στην ξύλινη πόρτα. Την ανοίγω και ένα χρυσό πέπλο από χνουδωτά άνθη αγιοκλήματος πέφτει ολόγυρά μου. Προχωρώ, ώσπου σκοντάφτω σε δέντρα. Κάτω από δύο γερά κλαδιά, δεμένα σχοινιά με γιρλάντες με κίτρινες μαργαρίτες, σχημάτιζαν μια κούνια

Πηδάω ολόχαρη στην κούνια. Βάζω δύναμη, απλώνω τα πόδια, τα σπρώχνω εμπρός και πίσω. Κρατώ γερά τα σχοινιά και αιωρούμαι ψηλά, αγγίζοντας τα κλαδιά των δέντρων. Τα πουλιά σκορπίζουν σαστισμένα και χρυσοκίτρινα φύλλα στροβιλίζονται, μπλέκοντας στα μαλλιά μου. Ξαφνικά ακούγονται τριγμοί δυνατοί, τα σχοινιά κόβονται και αιωρούμαι στο κενό. Ξαπλώνω καταμεσής του κήπου, κοιτάζω ψηλά καθώς τα σύννεφα παραμερίζουν και αποκαλύπτουν το κίτρινο μισοφέγγαρο. Ένα ξένο χέρι χαϊδεύει τα γόνατα, τους ώμους, τα μαλλιά μου. Το σπρώχνω με δύναμη. Στριγγλίζω.

Η ξύλινη πόρτα τρίζει εκκωφαντικά, η σκιά τρέχει, γλιστρά σιωπηλή ανάμεσα στα δέντρα, αφήνοντας τη μυρωδιά βρώμικου ιδρώτα. Τρέχω ξοπίσω της, σκοντάφτω σε δέντρα ακρωτηριασμένα όπου κρέμονται θηλιές, σιωπηλές κατηγορίες που μυρίζουν προδοσία. Βγαίνω στο ξέφωτο. Πουλιά φτερουγίζουν ελεύθερα στα κλαδιά, τιτιβίζοντας ένα γλυκό τραγούδι σαν μέλι -γάλα.

Εκείνη η πτώση, σαν αόρατος σκώληκας, ροκανίζει τη σκέψη μου, με πνίγει ένας στρόβιλος από ανείπωτες λέξεις. Το μόνο που κατάφερα ήταν να φυτέψω στην άκρη του κήπου κούκλες με κίτρινες καλτσούλες και τεράστιους κίτρινους φιόγκους, που ευωδιάζουν ολόδροσες σαν των παιδιών τη σάρκα. Ακούω το γέλιο και το κλάμα τους, και εκείνο το ανεξάντλητο τραγούδι τους: «κούνια μπέλα, έπεσε η κοπέλα…».

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.