You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Τζόυς Μανσούρ, η μελαχρινή ποιήτρια

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Τζόυς Μανσούρ, η μελαχρινή ποιήτρια

Για να καταλάβεις την ποίηση αρκεί να τη διαβάσεις και να την ακούσεις […] Για μένα την ποίηση τη ζεις, δεν εξηγείται. Προσπαθήστε να αναλύσετε μια κραυγή, να εξετάσετε μια σκιά, να κρίνετε το μπαμ ενός αεροπλάνου.

(Από μια επιστολή της Μανσούρ σε αναγνώστρια)

 

 

Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια

θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή

που τα λυγισμένα κάτω από μεγάλο βάρος μέλη μου

σε ανόσιες σε σπρώχνουν πράξεις

που τα ίσια μαλλιά της ασημένιας κεφαλής μου

μπλέκονται στα νύχια σου

απʼ την παραφορά καμπυλωμένα

που τυφλός κρατιέσαι ορθός κι αφοσιωμένος

ξανοίγοντας από του μαδημένου μου κορμιού το ύψος.

Το κορμί σου ισχνό ανάμεσα στα σατινένια μου σεντόνια…

                                                              Τζόυς Μανσούρ

 

 

Η Τζόυς Μανσούρ δεν είχε καμιά διάθεση να πεθάνει. Ποιος θνητός επιζητά το θάνατό του, αποζητά το θάλαμο του νοσοκομείου, το νεκροτομείο κι ύστερα την ταφή του και τον αιώνιο ύπνο. Η Μανσούρ ήθελε να ζει και να γράφει αντί να πεθάνει. Ωστόσο ο θάνατος κυκλοφορεί παντού μέσα στο έργο της. Από τις Κραυγές [1953] ακόμα, την πρώτη ποιητική της συλλογή, που κυκλοφόρησε όταν ήταν 24 χρονών. Τριάντα τέσσερα χρόνια δηλαδή πριν πεθάνει. Η Μανσούρ ζούσε κι έγραφε για τον έρωτα. Τα ποιήματά της αποπνέουν έναν έντονο, δυναμικό, σφοδρό ερωτισμό. Έρωτας στο κορμί, ερωτισμός στη γραφή. Ένας ερωτισμός που υπερβαίνει τα όρια μέσα σ’ ένα κόσμο που δεν της αρέσει και θέλει να τον αλλάξει.

 

 

Θα

γράψω με τα δύο χέρια

Τη μέρα που θα

πάψω.

 

Θα

τεντώσω τα άκαμπτα γόνατα

Το στέρνο

γεμάτο μαστούς

Πάσχουσα διστακτικής

σιωπής.

 

Θα

ουρλιάξω από τα σπλάχνα

Τη μέρα που

θα πεθάνω

Για να μην με γκρεμίσεις

όταν τα χέρια σου με ανιχνεύσουν

 

Γυμνή

στην φλεγόμενη γη.

 

Θα

πνιγώ με τα δυο μου χέρια

Όταν το

σκοτάδι σου με γλείψει

 

Διαμελισμένη

μέσα στον τάφο μου που λάμπουν μανιτάρια.

 

Θα με κρατήσω στα δυο χέρια

Για να

μην στάξω μέσα στη σιωπή της σπηλιάς.

Για

να μην είμαι δέσμια της υπερβολικής μου

αγάπης,

Και η ψυχή μου θα ησυχάσει

 

 Γυμνή

μέσα στο τερπνό μου σώμα.

 

 

Ποιος όμως έχει τη νιτσεϊκή φωτιά για κάτι τέτοιο. Τη  φωτιά που την καίει την μεταλαμπαδεύει από την Αίγυπτο, τη χώρα από την οποία κατάγεται – αν και γεννήθηκε στην αγγλική επαρχία [1928]– στην Ευρώπη. Η Μανσούρ προέρχεται από οικογένεια συριακής και εβραϊκής καταγωγής.   Στο Παρίσι όπου εγκαθίσταται. συναντά τον Μπρετόν που τη σαγηνεύει κι εκείνος αφήνεται να τον κατακτήσει. Ο Μπρετόν είναι γενναιόδωρος μαζί της.

Την αποκάλεσε «κονδυλώδες τέκνο του ανατολικού παραμυθιού» και από τότε η Μανσούρ και ο Μπρετόν έγιναν αχώριστοι.

 

Οι υπόλοιποι σουρεαλιστές εντυπωσιάζονται το ίδιο μαζί της, αλλά επιχειρούν να την παραμερίσουν. Δεν την καταδέχονται. Κυκλοφορούν ανυπόστατες φήμες πως μερικά ποιήματά της τα έγραφε τάχα ο Μπρετόν, αλλά η πρώτη συλλογή της Κραυγές γράφτηκε και κυκλοφόρησε πριν τη συνάντησή της με τον Μπρετόν ενώ  έγραφε για είκοσι ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατο του.

 

 

Πυρετός, το αιδοίο σου ένας κάβουρας

Πυρετός, οι γάτες που τρέφονται απʼ τα θαλερά βυζιά σου

Πυρετός η βιάση απʼ των νεφρών σου τα σαλέματα.

Των κανίβαλων βλεννών σου η λαιμαργία,

το σφίξιμο από τα λούκια σου που σκιρτούνε κι απαιτούνε

μου ξεσχίζουν τα πέτσινα δάχτυλα

μου ξεριζώνουν τα πιστόνια.

Πυρετός, σφουγγάρι ψόφιο απʼ την παραλυσία πρησμένο

πιλαλάει το στόμα μου στο μάκρος της γραμμής

του ορίζοντά σου

σε θάλασσα φρενίτιδας άφοβος ταξιδιώτης…

Είναι νύχτα

κι η γαλήνια γρατσουνιά όπου πεθαίνει το κενό λαχανιασμένο

δέρνεται παλεύει ανοίγεται και κουλουριάζεται ηδονικά

πάνω στο αργοσάλευτο πέος του εξερευνητή Νώε.

 

Η Μανσούρ έχει το σουρεαλισμό μέσα της,  αν και ακολουθεί μια προσωπική πορεία και οπωσδήποτε δεν εφαρμόζει την αυτόματη γραφή που είχε απαιτήσει ο Μπρετόν από τα μέλη του κινήματος στην αρχή τουλάχιστον την εποχή του πρώτου μανιφέστου. Η γραφή της είναι ακαριαία, αποτέλεσμα έμπνευσης και δημιουργικής συγκίνησης. Δεν διόρθωνε μετά την πρώτη γραφή καθόλου.

Ένα σαρδόνιο γέλιο θηλυκού γένους είναι η ποίησή της. Ένας λίβελος ενάντια στον κομφορμισμό της αίθριας ζωής. Της βολεμένης πλήξης. Της παραίτησης από την επιθυμία. Της αποπνικτικής καθημερινότητας που οδηγεί στην παράλυση και την αποπληξία. 

 

Δεν είναι από λάθος μου

αν τα μπούτια μου είναι καλοχυμένα

μες στο πετσί μου

Δεν θέλησα να ξεσηκώσω το μορφασμό του πόθου σου

Όταν έβγαλα τη φούστα μου

φασκιωμένος από ευτυχία κατάχτησες τη σχισμή μου

 

 

Δεν είναι από λάθος μου

αν ήχησε ο συναγερμός

και παγιδεύτηκε το χέρι σου

ξεριζώθηκε καταδικάστηκε ανατράπηκε

κι απ’ το λαιμό κρεμάστηκε

όμοιο με κούκλα από κρέμα

Δεν είναι από λάθος μου

Ήθελα να σε συγχωρήσω

«Άγρια σαν μαινόμενη λέαινα, ύπουλη σαν πεινασμένη ύαινα, σκληρή σαν ατσάλι,  επιθετική σαν τίγρης που κυνηγά το θήραμά της, ειρωνική σαν το είδωλο του θανάτου που προβάλει πάνω στον καθρέφτη των ερώτων μας», σκοτεινά ερωτική και αλλόκοτα πένθιμη, βίαιη και ενστικτώδης η ποίηση της Τζόυς Μανσούρ.

«Κτηνώδης ερωτικά  η ματιά της και ενίοτε πρόστυχη, ή καθαρά λεσβιακή» χωρίς όμως να χάνει την αθωότητα και την ευαλωτότητά της.

 

Σʼ αρέσει να πέφτεις στο ξεστρωμένο μας κρεβάτι

οι παλιοί ιδρώτες μας δεν σʼ αηδιάζουν

τα λερωμένα, από ξεχασμένα όνειρα, σεντόνια μας

οι κραυγές μας που στο σκοτεινό δωμάτιο αντηχούνε

όλα ετούτα ξεσηκώνουνε το αχόρταγο κορμί σου,

το άσχημό σου πρόσωπο επιτέλους λάμπει

που οι χτεσινοί μας πόθοι είναι όνειρα αυριανά σου

Η Μανσούρ απελευθερωμένη γυναίκα μπορεί να μιλήσει χωρίς ενοχές και  συμπλέγματα για αυτήν την τραχιά, βίαιη σεξουαλικότητα που επιθυμεί να δώσει και να πάρει.

 

Να σε προκαλούνε τα στήθη μου

θέλω τη λύσσα σου

θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν

τα μάγουλα σου να ρουφιόνται να χλωμιάζουν

θέλω τ’ ανατριχιάσματα σου

ανάμεσα στα σκέλια μου θέλω ν’ αστράψεις

πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα

οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε.

 

 

Μετά τις σπουδές της στην Αγγλία και την Ελβετία, η Τζόυς Μανσούρ εγκαταστάθηκε στο Κάιρο όπου ασχολήθηκε με τον αθλητισμό (υπήρξε, μάλιστα, πρωταθλήτρια Αιγύπτου στα 100 μέτρα). Το 1947 έχασε τον πρώτο της σύζυγό μετά από σύντομη αρρώστια, έξι μήνες μετά τον γάμο τους. Το 1949 γνώρισε και παντρεύτηκε τον Σαμίρ Μανσούρ, που τη συνάντησε στις λεμβοδρομίες του Yacht Club. Μετά το γάμο της αρχίζει να μοιράζει το χρόνο της μεταξύ Καΐρου και Παρισιού και στρέφεται στην ποίηση, γράφοντας στα γαλλικά. Πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα με τη συλλογή Cris (Κραυγές, 1953), την οποία φίλοι της όπως ο Pierre Segher ενδιαφέρθηκαν να εκδώσουν.

Ο Phillipe Audoin στο έργο του Les Surrealistes (Seuil, Paris 1973), γράφει για τη Μανσούρ: «[…] όλα τα μάτια στράφηκαν σε μια νεαρή ταξιδιώτισσα, που μόλις είχε φθάσει από την Αίγυπτο. Είναι μια καταπληκτική ομορφιά· παρατηρώντας το οξύ της προφίλ, τη βαριά περικεφαλαία των κατάμαυρων μαλλιών της, τα χείλη της, τα βλέφαρά της, τα γραμμένα φρύδια, θα ορκιζόταν κανείς πως μόλις δραπέτευσε από το ανάκτορο όπου οι γραφείς και οι ιερείς του ήλιου αγρυπνούν στις πριγκίπισσες, κόρες του Ακενατόν».

Κυκλοφόρησε δεκαπέντε  ακόμα βιβλία ποίησης: Dechirures, 1955, Rapaces, 1960, Carre blanc, 1966, Les Damnations, 1967, Phallus et momies, 1969, Astres et desastres, 1969, Anvil Flowers, 1970, Predelle Alechinsky a la ligne, 1973, Pandemonium, 1976, Faire signe au machiniste, 1977, Sens interdits, 1979, Le Grand Jamais, 1981, Jasmin d’hiver, 1982, Flammes immobiles, 1985, Trous noirs, 1986, τέσσερα βιβλία πεζογραφίας (Jules Cesar, 1956, Les Gisants satisfaits, 1958, Ca, 1970, Histoires nocives, 1973) και ένα θεατρικό έργο (Le Bleu des fonds, 1968).

Μετά τη διάλυση της σουρεαλιστικής ομάδας, το 1969, συνεργάζεται με τα περιοδικά Bulletin de liaison surrealiste και La Femme surrealiste. Το 1983, παίρνει μέρος στην εκδήλωση όπου συμμετείχαν ο Eugene Ionesco, η Nathalie Sarraute, ο Alain Robbe-Grillet και η Florence Delay για το ανέβασμα του θεατρικού της Virginia Woolf  Freshwater.

Πέθανε στο Παρίσι το καλοκαίρι του 1986, σε ηλικία πενηνταοκτώ ετών, από καρκίνο του μαστού. Ο εξορκισμός του θανάτου διατρέχει το έργο της και κορυφώνεται στις τελευταίες της συλλογές, κάτω από την επίδραση της αρρώστιας της.

 

«Αν το άλογο είναι η πατρίδα του νομάδα/ η μύγα το παραβάν του τυφλού/ και το στήθος ο στόχος του καρκίνου/ ο πόλεμος δεν είναι παρά το όνειρο του τουφεκιού», γράφει το 1981 στο Le Grand Jamais.

 

 

Ο Έκτωρ Κακναβάτος, σημειώνει για το έργο της Μανσούρ: «Εκείνο που δεσπόζει στην ποίησή της είναι η δίχως μεταπτώσεις αναφορά της στο χαοτικό διάστημα ανάμεσα Έρωτα και Θανάτου που εκδηλώνεται όχι σπάνια σε τόνους ντελίριου. Φτάνει στο σημείο να ωθήσει τον έρωτα σ’ επίθεση, ρίχνοντάς τον πάνω στα τείχη του θανάτου, να τα παραβιάσει, να εισβάλλει στην ενδοχώρα του. Ο οραματισμός της, γι’ αυτό δεν ορρωδεί μπροστά στο μακάβριο: ωθεί την ερωτική αναζήτηση, την ερωτική έλξη και επαφή να συνεχίζεται ανάμεσα στους ενταφιασμένους, εκεί, μέσα στον τάφο, ενώ η σήψη προχωρεί ραγδαία, και όχι ανάμεσα στις ψυχές τους που διέφυγαν σε κάποια ουράνια ενδιαιτήματα που θέλει μια άλλη μεταφυσική εξαλλοσύνη, στους αντίποδες της δικής της. Θέλει τον έρωτα να διαπερνά το θάνατο πέρα για πέρα διότι βλέπει το θάνατο ακατανίκητο δόκανο να πολιορκεί τον έρωτα σαν να’ ναι το περίγραμμά του. Τον έρωτα διαπερατό από τον θάνατο. Τον θάνατο διαμπερή από τον έρωτα. Τον έρωτα εντεταγμένο στους κώδικες της μορφογένεσης. Τον θάνατο φάση της ανακύκλωσης των μορφών. Και είναι γι’ αυτό η ποιήτρια πληγωμένη, είναι μελαγχολική, είναι πικρή, είναι αηδιασμένη, είναι δραματική, είναι χλευαστική, είναι αναστατωμένη, είναι επαναστατική […] Και είναι ασύστολη. Ο λόγος της ενδίδει στην ασέλγεια, στη σεξουαλική φρενίτιδα που διακλαδίζεται στον κανιβαλισμό, στη λαγνεία, στο λεσβιασμό, στο βίτσιο, στο μακάβριο, στη διαστροφή, σ’ όλες τις παρενέργειες του ερωτικού παροξυσμού, επιστρατεύοντας και την αναισχυντία, προκειμένου να διασαλπίσει πως είναι απαράδεκτος ο θάνατος».

 

 

Είμαι η νύχτα

Αυτή η νύχτα η παγωμένη από την κρύα ηλιθιότητα της σελήνης

Είμαι το χρήμα

Το χρήμα που γεννάει το χρήμα χωρίς να ξέρει γιατί

Είμαι ο άνθρωπος

Ο άνθρωπος που πιέζει τη σκανδάλη και σκοτώνει τη συγκίνηση

Για να ζήσει καλύτερα.                    

 

 

Η ποιήτρια Βερονίκη Δαλακούρα, η Νατάσα Θ. Χατζιδάκι, εν μέρει η Μάτση Χατζηλαζάρου και η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, έχουν δάνεια στοιχεία μέσα στο έργο τους από την Μανσούρ. Ιδιαίτερα οι δύο πρώτες, μιλούν ανοιχτά και με την ίδια αβίαστη άνεση για σεξουαλικά ή ερωτικά θέματα όπως η Μανσούρ.

Ο ποιητής και μεταφραστής της Έκτωρ Κακναβάτος, έχει μέσα στο έργο του, ποιήματα με την ίδια πάνω κάτω εικονοποιία και τραβάει στα άκρα τον ποιητικό του λόγο. Μερικά μάλιστα ποιήματά του πλησιάζουν κάπως την περίφημη «αυτόματη γραφή» θυμίζοντας έντονα τις πρώτες συλλογές του Εμπειρίκου Υψικάμινο και Ενδοχώρα.  Ο Νάνος Βαλωρίτης, παρότι  ανήκει στο υπερρεαλιστικό κίνημα, είναι πιο χαλαρός ωστόσο από τον προηγούμενο. Πάντως είναι ο πρώτος που μετέφρασε και δημοσίευσε εννέα ποιήματά της από τη συλλογή Dechirures στο θρυλικό περιοδικό Πάλι το Δεκέμβρη του 1966. Ο Τάσος Κόρφης μεταφράζει μερικά ποιήματα της Μανσούρ στο περιοδικό Τραμ τον Μάρτη του 1979.

[Άκουγα τη διάλεκτο του γδυσίματος των σεξ/ Τα χέρια γράφανε στα φράγματα του νερού/ […] Ήμουνα λιγάκι φοβισμένη/ Μα ήταν πολύ γλυκό/ Να μπορώ μεσοστρατίς να ουρήσω.

 

Θα ‘ρθω στο σπίτι σου την τεσσαρακοστή μέρα/ Θα’ ρθώ γιατί τα μέλη μου ασπρίζουν απ’ την απουσία σου.

 

Ένας κόκκος άμμου/ Μια κίνηση φτερών/ Ένα κάστρο/ Ω τρελό ιππικό του έρωτα].

Ένα απάνθισμα από τις τρεις συλλογές της [Κραυγές, Σπαράγματα, Όρνια] κυκλοφόρησε το 1975  με τον τίτλο Ερωτικά από τις περίφημες εκδόσεις Κείμενα του αείμνηστου Φιλιππόβλαχου [Φίλιππου Βλάχου] που πέθανε νωρίς.

Οι τρείς αυτές συλλογές κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Άγρα το 1994 στην ίδια μετάφραση. Δυστυχώς δεν κυκλοφορεί πλέον όπως και τα: Χορτασμένοι Επιτύμβιοι και Η Ιούλιος Καίσαρ που είχαν βγει από τις εκδόσεις Ύψιλον και Ρόπτρο.

Σε παλαιοβιβλιοπωλεία μόνο μπορεί να βρει κανείς κάποια βιβλία της Τζόυς Μανσούρ

 

Ζούμε καρφωμένοι στα χαμηλότερα βάθη της νυχτός

Τα δέρματά μας ξεραμένα από την κάπνα των παθών

Γυρνάμε γύρω απ’ το νηφάλιο πόλο της αϋπνίας

Δίδυμοι στην αγωνία χωρισμένοι από την έκταση

Ζώντας τον θάνατό μας στο λαιμό του τάφου.

 

Έξι μήνες πριν τον πρόωρο θάνατό της στην τελευταία της συλλογή είχε γράψει: «πρέπει να εισπνέει κανείς θάνατο/ για να γιατρέψει το πνεύμα του/ Το σφεντάμι γλύφει τον αγέρα/ δίχως καλέμι/ Περιμένω τη στροφή του δρόμου/ Στόμα ξερό από αγρύπνια/ κυριευμένο από το φόβο».

 

Ο εκδότης της παρθενικής της συλλογής Σεγκέρ γράφει το 1986, έτος του θανάτου της: «…θηλυκή ποιήτρια του σουρεαλισμού, λεηλατημένη αλλά φαεινή, στημένη σε μια εναντίωση δίχως υποχώρηση, χτυπά συναγερμό, τον πόλεμο, το θάνατο. Οι λέξεις της τραχιές, ξεσηκωμένες, φαίνονται φερμένες από εσώτατα σπήλαια, από ηφαιστειακό σούρφανο.[*] Το μελάνι της, μαύρο του αμμώνιου, έλαμπε δίχως γρέζια, δίχως ατονίες, λες δίχως συγγνώμη. Το βλέμμα της λέηζερ, πυρπολούσε τους αδιάφορους και τους απατεώνες. Κολασμένη; Ίσως , αλλά ποιος εξόν από δαύτη μπορούσε να αδράξει τη δύναμη; […] Για τελευταία φορά  αγκάλιασα την  Joyce στο Theatre de la Ville στις 21 Σεπτέμβρη του 1985 στη εσπερίδα για τον Μπρετόν που είχα οργανώσει. Αναστατωμένη, ευτυχισμένη από την επιτυχία, πολύ μελαχρινή, με μαύρη τουαλέτα, πολύ ισχνή, κρατιότανε στητή. Την ένιωθα τσιτωμένη, προσποιούμενη καλή όψη μα καταφαγωμένη…» [μτφρ. Έκτωρ Κακναβάτος].  Μέσα σ’ αυτά τα ονειροπόλα μάτια, λέει ο Σεγκέρ, πως είδε  τη ζέστα αλλά και τη μαύρη της φλόγα ν’ ανάβει πάλι.

Καυστική, σαρκαστική, σκοτεινή, θυμωμένη, ευάλωτη, γεμάτη τόλμη αλλά  και εξαιρετικά αντιφατική, ορμητική γεμάτη πόθο, πάθος πόνο και οργή. Διάπυρη ζωή η ποίησή της. Πυρακτωμένη. Παραληρηματική. Εμπνευσμένη. Του Έρωτα και του Θανάτου.

 

 

 

[*]σούρφανο= Χαρακτηρισμός για κάποιον που έχει χάσει πολύ βάρος και φαίνεται ταλαιπωρημένος, κυρίως μετά από αρρώστια. Ο κιτρινιάρης για τους ίδιους λόγους.

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.